Ελληνική Αριστερά. Δημοσκοπική άνοδος και προοδευτική πραγματικότητα. Δύο βίοι αντίθετοι..


Από το blog Αντίλογος
Παρατηρώντας τις δημοσκοπήσεις – πάντα τονίζοντας  όλες  τις ενστάσεις για την εγκυρότητα τους- η άνοδος της αριστεράς όπως εκφράζεται στο πολιτικό σύστημα είναι κάτι αδιαμφισβήτητο. Ακόμα και αν τα πραγματικά ποσοστά την ημέρα των εκλογών πέσουν αισθητά σε σχέση με τα δημοκοπικά προσδόκιμα,  η αύξηση της δύναμης της θα πρέπει με τα υπάρχοντα δεδομένα αλλά και την τάση που ο καθένας μας διακρίνει στην καθημερινή επαφή του με τους γύρω ή τον κύκλο του να είναι μάλλον πρωτόγνωρη για τα πολιτικά μας δρώμενα.
   Κι ενώ το ορθό θα ήταν αυτή η αύξηση να επηρεάζει όχι μόνο την πολιτική ατζέντα των επερχόμενων εκλογών αλλά και τη στροφή προς μια πιο προοδευτική πραγματικότητα και πολιτική πρακτική συμπαρασύροντας με τη δυναμική της το υπόλοιπο σκηνικό, αυτό που παρατηρούμε να συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο.  Τα πάντα καθορίζονται προς μια άκρως συντηρητική κατεύθυνση και ο λεγόμενος μετριοπαθής λόγος του σήμερα, στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, δεν θα υιοθετούνταν ούτε από τις ακραίες τάσεις των συντηρητικών αστικών κομμάτων.  Το μεταναστευτικό, οι εργασιακές σχέσεις, η οικονομική πραγματικότητα και όλες οι συνέπειες της, η εγκληματικότητα, όλα εν τέλει τα επίκαιρα ζητήματα, εντάσσονται σε λύσεις και προτάσεις  που κάθε  άλλο παρά προοδευτικές μπορούν να χαρακτηριστούν ενώ την ίδια στιγμή ο μέσος πολίτης αν δεν ζητά πιο ακραία συντηρητικές θέσεις τουλάχιστον κάθε άλλο δείχνει από το να ενοχλείτε από αυτή τη στροφή προς τα δεξιά.  Κι αν ο κατακερματισμός της «δεξιάς πολυκατοικίας» εμφανίζεται σήμερα στα μάτια των αριστερών ηγεσιών ως αποτέλεσμα-τιμωρία  των υποστηριχτών του καπιταλιστικού μοντέλου, στην  πραγματικότητα  τα μέλη αυτών των κομματιών (Καρατζαφέρης, Καμμένος κλπ.)όχι μόνο καθορίζουν την πολιτική πραγματικότητα σε επίπεδο αποφάσεων και πρακτικών, αλλά ανεξαρτήτως των εκλογικών τους ποσοστών στις επερχόμενες εκλογές, η επιρροή τους σήμερα στην κοινωνία έχει υπερβεί κατά πολύ το ακροατήριο τους.  Κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη στάση των δύο «μεγάλων» κομμάτων που στην προσπάθεια αυτοσυντήρησης και επιβίωσης τους σπεύδουν να υιοθετήσουν και να ενταχθούν σε αυτή τη στροφή μιας και πάει πολύς καιρός από τότε που προσπαθούσαν σαν πολιτικοί οργανισμοί να ηγηθούν και να επηρεάσουν τις μάζες και πλέον απλά ακολουθούν το ποτάμι όπου και αν βγάζει.
   Η ΝΔ από το «δεν συνεργάζομαι με τα άκρα»  του Καραμανλή και παρά το ότι ο Σαμαράς ανέκαθεν έρεπε προς πιο δεξιόστροφες αντιλήψεις, δεν έχει κανένα πρόβλημα να εντάξει στις δυνάμεις της το Μάκη Βορίδη δίνοντας του μάλιστα και πρωταγωνιστικό ρόλο, την ίδια στιγμή που ο Φαήλος Κρανιδιώτης αποτελεί μέρος του think tank παρά τω Σαμαρά. Στο ΠΑΣΟΚ του νεοεκλεγέντος αλλά έτοιμου από καιρό Βενιζέλου, το πρώτο ανεπίσημα προεκλογικό  «μέτρο» είναι τα στρατόπεδα υποδοχής λαθρομεταναστών και η ρητορική Χρυσοχοϊδη, που στο πρόσφατο παρελθόν μόνο από το ΛΑΟΣ μπορούσε κανείς να ακούσει.
   Μέσα σε αυτό το ρεύμα που διαμορφώνεται με γεωμετρική πλέον πρόοδο λόγω πραγματικότητας στην κοινωνία, οι  αριστερές ηγεσίες  παρατηρώντας τα πράγματα  με δημοσκοπική μυωπία δεν δείχνουν να  αντιλαμβάνονται την ολοένα και αυξανόμενη  έλλειψη επιρροής τους. Όχι μόνο στην πολιτική σκέψη, αλλά σε όλες τις βαθμίδες του κοινωνικού και πολιτισμικού φάσματος. Κάτι πρωτόγνωρο μιας και από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και μετά, η ηττημένη και για μεγάλο χρονικό διάστημα κυνηγημένη αριστερά, όχι μόνο δεν έσβησε αλλά η αριστερή σκέψη αποτέλεσε τον πυρήνα στην πνευματική και πολιτισμική ανάπτυξη του τόπου.  Η ιστορία είναι γνωστή και παρά το ότι δεν εκφράστηκε ή δεν της επιτράπηκε να εκφραστεί εκλογικά, και παρά την εκμετάλλευση της αριστερής ρητορείας από το ΠΑΣΟΚ του Αντρέα Παπαντρέου, παρέμεινε στην πρωτοκαθεδρία.  Ακόμα και μετά την  πτώση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού που κλόνισε παγκόσμια την αριστερά, η σκέψη και η οπτική της κατάφερε να διατηρήσει τα πρωτεία στην ελληνική κοινωνία «αναγκάζοντας» ακόμα και το συντηρητικό χώρο να αρνείται μέχρι πρόσφατα την ταμπέλα της δεξιάς «βαπτιζόμενος» κατά περίσταση είτε ως κοινωνικά φιλελεύθερος, είτε ως κεντροδεξιός πάντα όμως με «παρουσίαση» της ροπής προς το κέντρο και των αποστάσεων από τα δεξιά. Αυτή ήταν και η «επιταγή» του κόσμου παρά το ότι ουδέποτε κατάφερε να αποκτήσει ταξική συνείδηση ή να προσδιορισθεί με πραγματικούς όρους (Έχω καταθέσει την άποψη μου για αυτό στην ανάρτηση “Κλείνατε επί άκρα δεξιά. Η υπερσυντηρητική κατεύθυνσημιας «προοδευτικής» κοινωνίας”)
   Σήμερα, μετά την απογύμνωση της ελληνικής οικονομίας, την «ανακάλυψη» των χρόνιων ψεμάτων διακυβέρνησης και όλα όσα έχουμε βιώσει τα τελευταία δυόμιση χρόνια, ενώ κανείς θα περίμενε η αριστερή σκέψη και προοπτική να ηγείται της πρότασης για την επόμενη μέρα –ακόμα και σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον- παρατηρούμε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η λαϊκή οργή και αγανάκτηση δεν κατευθύνεται προς ένα αριστερό ρεύμα αλλά εγκλωβίστηκε σε ένα κοκτέιλ λαϊκισμού και γενικής κατακραυγής με την αριστερά παρούσα στο λαϊκισμό και στο χάιδεμα, παρούσα στον ιδεολογικό αχταρμά της εξωτερικευμένης αγανάκτησης,  αλλά σε δεύτερη μοίρα ως προς την παίδευση και τη χάραξη προοπτικής.
   Εγκλωβισμένη και η ίδια στο δικό της κατακερματισμό, τον διαγκωνισμό των αριστερών πρωτείων  και την ανεπάρκεια των ηγεσιών της να καταθέσουν πρόταση πάνω σε πραγματικές βάσεις και δεδομένα.  Την οικονομική κατάσταση, το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί και την θέση και σχέση επιρροών της χώρας στον παγκόσμιο χάρτη.
   Το ΚΚΕ περιχαρακωμένο στη δική του αλήθεια, αρνείται να αντιληφθεί ότι ο Βιομήχανος του χτες δεν έχει σχέση με τον dealer παραγώγων του σήμερα και πως η παραγωγή πλούτου δεν περνάει μέσα από την υπεραξία αλλά από την κερδοσκοπία. Πορεύεται μόνο του με το επιχείρημα πως δεν μπορεί να συνυπάρξει με τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα ως κυβερνητική συνιστώσα με το επιχείρημα της διαφορετικής προσέγγισης στον Ευρωμονόδρομο , τις αγορές, τη θέση της χώρας στους διεθνής οργανισμούς ή ακόμα και την ίδια την πολιτική. Ακόμα και αν δεχτούμε πως η πρόταση του για κυβερνητική πολιτική μέσω της περιχαράκωσης και του απεγκλωβισμού από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον σε συνδυασμό με  την εκμετάλλευση του παραγόμενου πλούτου και την εκ των βάθρων κρατικοποίηση για  είναι πρακτικά εφικτή στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αυτή η πρόταση αγνοεί τη βασικότερη συνιστώσα.. Πως η Ελλάδα ουδέποτε από την πρώτη μέρα της σύγχρονης ιστορίας της ήταν ελεύθερο κράτος χωρίς προστάτες και χωρίς να ανήκει σε σφαίρες επιρροής ως ιδιότυπο προτεκτοράτο. Από τους Γερμανούς στους Άγγλους και από εκεί μετά το δόγμα Τρούμαν στον αμερικανικό παράγοντα, οι εξωτερικές παρεμβάσεις και η χάραξη της πολιτικής της ήταν άμεσα συνυφασμένη στο να εξυπηρετεί  την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Είναι εντελώς ουτοπικό να θεωρεί κάποιος σήμερα πως ο δυτικός παράγοντας δεν θα επέμβει με όλα τα όπλα του σε μια απόπειρα «αυτομόλησης». Και τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά. Η «ευκαιρία» για το ΚΚΕ χάθηκε στη Βάρκιζα. Μόνο που έχουν περάσει πολλά πλέον χρόνια από τότε και το ακολουθεί σαν προπατορικό αμάρτημα καθορίζοντας ακόμα και σήμερα την κοσμοθεωρία του. Η άρνηση της πραγματικότητας δεν είναι πολιτική θέση ακόμα και αν υπάρχουν οι καλύτερες προθέσεις. Και ο εγκλωβισμός του ΚΚΕ στη στείρα άρνηση των πάντων με την εκ προοιμίου γνωστή θέση του σε οποιαδήποτε πρόταση δεν προέρχεται από αυτό, όχι μόνο δεν επηρεάζει αλλά μάλλον εξυπηρετεί έστω και ακούσια τον μετεξελιγμένο «προαιώνιο» εχθρό του.
   Ο Σύριζα με τον ΣΥΝ ως μετεξέλιξη του παλιού Συνασπισμού  δεν έχει πλέον καμία σχέση με το παρελθόν του. Το κόμμα που μπορεί να άγγιζε μετά βίας και οριακά το 3% που του επέτρεπε να μπει στη βουλή αλλά οι θέσεις του όχι μόνο προβλημάτιζαν αλλά «παίδευαν» με την ορθολογισμό τους την κοινωνία. Η απήχηση του ουδέποτε μετουσιώθηκε σε εκλογική άνοδο –ενδεχομένως ΚΑΙ γιατί το ΠΑΣΟΚ μπορούσε ακόμα να υπερασπιστεί την ψευδεπίγραφη σοσιαλιστική ταμπέλα του- υπήρξε όμως καταλυτική και η δυναμική του στην ιδεολογική κοινωνική οριοθέτηση ήταν καίρια. Ο εναγκαλισμός όμως των «ηγετικών» και προβεβλημένων του στελεχών (Δαμανάκη, Μπίστης, Κουναλάκης, κλπ.) με το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ, την πιο δεξιόστροφη διακυβέρνηση της χώρας μέχρι το 2009, και ως αποτέλεσμα αυτού την υπεράσπιση μιας πολιτικής που στην πράξη ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με την μέχρι τότε ιδεολογική τους τοποθέτηση, οδήγησε όχι απλά στην αναξιοπιστία αλλά μάλλον στην απαξίωση. Η μετά τον Αλαβάνο εποχή, μετατόπισε προς πιο ακραίες συνιστώσες την ιδεολογική πλατφόρμα και παρά τα επιχειρούμενα σίγουρα μακρύτερα από την ευρωπαϊκή αριστερά και πιο κοντά στο ΚΚΕ αλλά σε συνθήκες και επιχειρηματολογία που εγκλώβισαν και τα δύο κόμματα σε μια αντιπαράθεση απαξίωσης. Παράλληλα, η μονοδιάστατη και ακραία θέση σε ζητήματα όπως η πανεπιστημιακή ασυδοσία ή το μεταναστευτικό -με αποκορύφωμα τα γεγονότα της Νομικής- που αποτελεί πλέον μείζον πρόβλημα καθημερινότητας για την ελληνική κοινωνία και ασφαλώς χρειάζεται λύση σε ανθρωπιστικό επίπεδο- οδήγησε στην περαιτέρω απομάκρυνση. Μπορεί ο καταγγελτικός λόγος να βρήκε ανοιχτά αυτιά στην κοινωνία, οι προτάσεις όμως απομάκρυνσης από την κρίση μέσα στην ευρωζώνη με 5ετή χάρη, επαναδιαπραγμάτευση, διαγραφή κλπ. που παρουσίασε –χωρίς να σταματήσει άτυπα να φλερτάρει με τις εκ διαμέτρου αντίθετες επιστροφής στη δραχμή- δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από ευχολόγια παρά πολιτική πρόταση.  Και αριστερά με ευχολόγια είναι μια σχέση ασύμβατη.
   Η ΔΗΜΑΡ, εκμεταλλεύτηκε το κενό που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ με την στροφή προς τα δεξιά και αριστερά που αντίστοιχα ακολούθησαν.  Κι αν στην αρχή της δημιουργίας της ο ευρωπαϊκός αριστερός λόγος εμφάνιζε μια προοπτική, η καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ και η δυναμική εισροής ψηφοφόρων του προς τη ΔΗΜΑΡ που εμφανίζεται ως ο πιο όμορος χώρος, άρχισε να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά της και να τη «μεταλλάσσει» ως ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ που η απώλεια του κεντροαριστερού χαρακτήρα του, «νομιμοποιεί» το δικαίωμα της μετακόμισης. Η προοπτική να αποτελέσει εν δυνάμει κυβερνητικό εταίρο σε μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας ώθησε σε θέσεις που αντιμετωπίζουν μεν την πραγματικότητα , παράλληλα όμως οι αντιφάσεις ήταν προφανείς. Δεν διεκδίκησε είσοδο στην Κυβέρνηση Παπαδήμου,  τάχτηκε ενάντια στο μνημόνιο 2 το οποίο και καταψήφισε ως ατελέσφορο αλλά αντέδρασε δηλώνοντας την απογοήτευση της στην καταψήφιση του ίδιου πακέτου στη γερμανική βουλή από  το μέλος του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς Die Linke.  Διακηρύσσει την αντίθεση της στο πελατειακό κράτος και τις στρεβλώσεις του παρελθόντος αλλά εντάσσει και συνεργάζεται πανηγυρικά με πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ που «φωτογραφίζουν» αυτό το παρελθόν (Παναγιώτου, Γιομπαζολιάς, Πασβαντίδης κ.α.) Ουσιαστικά δείχνει να πατάει σε δύο βάρκες και αν δεν επιλέξει τη μια, η ισορροπία θα γίνει του τρόμου γιατί είναι πιο ορατό να απομονωθεί και να καπελωθεί από τους πρώην πράσινους παρά να τους συντάξει.
   Την ίδια ώρα η πάλε ποτέ κραταιά αριστερή ελληνική διανόηση όχι μόνο δεν μπορεί να εμπνεύσει, όχι μόνο είναι απούσα, αλλά η σιωπή και το κρατικοδίαιτο παρελθόν των προβεβλημένων μεντόρων της των τελευταίων δεκαετιών και η καθεστωτική τους υπεροψία στους τομείς που υπερίσχυσε, την έχουν εντάξει στο σύστημα που χρειάζεται ξερίζωμα εκ των βάθρων.
  Εν κατακλείδι, αν επιμείνουν αυτές οι τάσεις και περιχαρακώσεις και αν η αριστερά δεν βρει έναν προσανατολισμό εντός πραγματικότητας και εκτός κομματικού δογματισμού, η  δημοσκοπική και ενδεχομένως εκλογική της άνοδο όχι μόνο θα είναι πρόσκαιρη αλλά η εκλογική μέθη της θα την οδηγήσει ακόμα πιο μακριά από την κοινωνία που όχι μόνο συντηρητικοποιείται  αλλά βλέπει την άκρα δεξιά να της κλείνει το μάτι. Μόνο που πλέον δεν αντιδρά αποκρουστικά αλλά της χαμογελά αυτάρεσκα...

Σχόλια

  1. Το πρόβλημα δεν είναι νέο και μόνο προεκλογικό. Οι ακροδεξιές τάσεις όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο εγχαράσσονται στη συνείδησή μας. Η προς τα ακροδεξιά στροφή είναι αποτέλεσμα μιας κοινωνίας σε κρίση που αποζητά εχθρούς και νέας ταυτότητας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία