Ξεπερνώντας το δόγμα της εθνικής κυριαρχίας, του Τζιόρτζιο Ναπολιτάνο




Με την ευγενική χορηγία του Πέτρου Παπασαραντόπουλου

Η Ιταλική πολιτική επιθεώρηση «Reset», από τα σοβαρότερα και πλέον έγκυρα περιοδικά της γειτονικής χώρας, αφιέρωσε ένα πρόσφατο τεύχος της στον Luigi Einaudi, μια σημαντική φυσιογνωμία του Ιταλικού φιλελευθερισμού, με αφορμή τα 50 χρόνια από το θάνατο του. Στα πλαίσια αυτά ζητήθηκε ένα κείμενο από τον Πρόεδρο της Ιταλικής δημοκρατίας Giorgio Napolitano (ιστορικό στέλεχος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος παλιότερα). Ο Napolitano τοποθετείται με ιδιαίτερη σαφήνεια σε μια σειρά από ζητήματα για να καταλήξει σε μια διαπίστωση – σοκ για πολλούς από τους έλληνες πατριδοκάπηλους:
«Σήμερα καλούμαστε να επαναπροτείνουμε με το θάρρος του Einaudi το πιο συνεπές ξεπέρασμα του δόγματος και του ορίου των εθνικών κυριαρχιών».

Όπως εξηγεί ο διευθυντής του περιοδικού Giancarlo Bossetti:
Το κείμενο που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Giorgio Napolitano έστειλε στο «Reset» με τη μορφή επιστολής, αποτελεί απάντηση στο αίτημα που του αποστείλαμε εν αναμονή της πεντηκοστής επετείου του θανάτου του Luigi Einaudi, που έπεφτε στις 29 Οκτωβρίου. Στο προηγούμενο τεύχος το «Reset» αφιέρωσε σ’ αυτόν τον ιδρυτή της Δημοκρατίας ένα σύνολο από άρθρα των Enzo di Nuoscio, Paolo Heritier, Paolo Silvestri, Corrado Ocone, Flavio Felice, καθώς και κείμενα από την επιστολογραφία με τον Luigi Albertini. Θα έπρεπε να αποτελεί μέρος και αυτή η συμβολή του Napolitano, που ο πρόεδρος αναγκάστηκε να αποστείλει, ύστερα από μια συνάντηση που μου παραχώρησε στις αρχές του Σεπτέμβρη, εξαιτίας της επικείμενης πίεσης των γεγονότων αυτών των μηνών.
Πολλά έχουν αλλάξει από τον Οκτώβριο, αλλά η αναφορά στη διδασκαλία του Einaudi διατηρεί μια σημασία που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από μια επέτειο. Του απέδιδαν τιμές, ήδη, εξάλλου σ’ εκείνο το τεύχος του «Reset», οι σύντομες μαρτυρίες του Ciampi, του Draghi, καθώς και μια προγενέστερη του ίδιου του Napolitano. Ο Einaudi ήταν διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας από το 1945, Πρόεδρος της Δημοκρατίας από το 1948, μα το κληροδότημά του εμπεριέχει επίσης και τα γραπτά του, την δραστηριότητά του ως οικονομικός συντάκτης της εφημερίδας «Corriere» μέχρι το 1925, τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο «Bocconi», όπου είχε ως βοηθό τον Carlo Rosselli.
Η ουσία του προβληματισμού στον οποίο θέλαμε να εμπλέξουμε τον Napolitano, αφορούσε την κρίση της ιταλικής πολιτικής και τους λόγους για τους οποίους οι αξίες που εκφράστηκαν από έναν πατέρα της Δημοκρατίας του κύρους του Einaudi δεν συνέχισαν να εμφανίζονται στην ιταλική άρχουσα τάξη εκτός από ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις. Ήταν επίσης μια ευκαιρία για στοχασμό σχετικά με τον ιταλικό ρεφορμισμό, παράδοση πάνω στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, είναι από κάθε πλευρά  εκπρόσωπος και τις χαμένες ευκαιρίες απ’ όλα τα μέρη του πολιτικού φάσματος.
Η επιστολή που μας έστειλε τώρα ο Napolitano, δράττει επαρκώς αυτή την ευκαιρία και προσφέρει διάφορες χρήσιμες ενδείξεις για τη συνέχιση των εργασιών, στη θεωρία και την πράξη. Τον ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Η άποψη του προσφάτως εκλιπόντα άγγλου ιστορικού, Tony Judt, στην οποία ο Πρόεδρος αναφέρεται στο γραπτό του, εμπεριέχονταν σε ένα γράμμα που του είχα αποστείλει μετά τη συνομιλία του Σεπτεμβρίου. Την αναπαράγω εδώ: «Κατά τη διάρκεια των μακρών αιώνων του συνταγματικού φιλελευθερισμού (…) οι δυτικές δημοκρατίες κατευθύνθηκαν από μια εμφανώς ανώτερη τάξη πολιτικών ανδρών. Ανεξάρτητα από το πολιτικό φάσμα, ο Leon Blum και ο Winston Churchill, ο Luigi Einaudi και ο Willy Brandt, ο David Lloyd George και ο Franklin Roosevelt εκπροσωπούσαν μια πολιτική τάξη με βαθιές ευαισθησίες ως προς τις ηθικές και κοινωνικές τους ευθύνες. Παραμένει η αμφιβολία αν ήταν οι συνθήκες που παρήγαγαν εκείνους τους πολιτικούς ή αν ήταν η κουλτούρα της εποχής που οδήγησε άνδρες εκείνου του διαμετρήματος, να εισέλθουν στην πολιτική. Σήμερα κανένας δεν ενεργεί με τέτοια κίνητρα. Πολιτικά μιλώντας, η δική μας είναι μια εποχή Πυγμαίων».(Guasto è il mondo, Laterza, 2001, σ. 41). Στο ίδιο γράμμα συμπλήρωνα πως η ανάγνωση της επιστολογραφίας Einaudi- Albertini (που δημοσιεύθηκε από το Ίδρυμα «Corriere della Sera»), κείμενα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο «Reset», εκθέτει την διάσταση μιας εργασιακής καθημερινότητας μεγάλης επιστημονικής, πολιτικής και ηθικής αυστηρότητας, και «με ενδυναμώνει - έγραφα-  με την πεποίθηση ότι εκείνη η απόκλιση για την οποία μιλάει ο Judt είναι πολύ δραματική», απευθύνοντάς στον πρόεδρο, υπό τη μορφή ερωτήματος, την «αμφιβολία» του Tony Judt.


Ακολουθεί το κείμενο του Giorgio Napolitano
Αγαπητέ συντάκτη,
τώρα πια ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με την κρίση του ευρωπαϊκού σχεδίου που παρουσίασε την πιο μεγάλη πολιτική πρωτοτυπία στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, εκπέμποντας δυναμισμό και δυναμικότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να επιβληθεί ως σημείο αναφοράς, αν όχι ως πρότυπο,  και πέρα από τα όρια της Ευρώπης. Και αυτό που τελικά βγήκε στην επιφάνεια, είναι στην πραγματικότητα μια κρίση πολιτικής ηγεσίας, στην οποία εναπόκειτο να δώσει, στις αρχές του νέου αιώνα, ανάπτυξη σύμφωνα με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική ανεπάρκεια, που βρίσκεται σε αντίθεση με ότι συνέβαινε σε παλαιότερες εποχές, «με μια καθαρά ανώτερη τάξη πολιτικών», που ήταν εμπνευστές και οδηγοί των δυτικών δημοκρατιών. Παραθέτοντας εν προκειμένω τη γνώμη του Tony Judt (που σ’ εκείνο τον κύκλο τοποθετούσε και τον Luigi Einaudi) που εσύ ανέφερες, είναι πάντα ανοιχτό το θέμα, αν ήταν οι συνθήκες ή η κουλτούρα της εποχής που καθόριζαν την είσοδο στην πολιτική αρένα και την καταξίωση αυτών των προσωπικοτήτων.

Τώρα, αν κοιτάξουμε την Ευρώπη και την Ιταλία όπως αυτές βγήκαν από την τραγωδία του φασισμού,  του ναζισμού και του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα, ποιες αναπόφευκτες και ζωτικής σημασίας απόπειρες παρακίνησαν τότε –σε συνθήκες νεοαποκτηθείσας ελευθερίας και ανακάμπτουσας δημοκρατίας– παλιές και νέες πολιτικές δυνάμεις, καθώς και  ισχυρές προσωπικότητες ηθικά και κοινωνικά ευαίσθητες, να αναλάβουν τις ευθύνες τους, ώστε να καταστεί δυνατό ένα εξαιρετικό άλμα προς τα μπρός για τις χώρες τους και την δυτική Ευρώπη.
Καθοριστικής σημασίας υπήρξε όχι μόνο η πίεση των ιστορικών συγκυριών, αλλά  και η πολιτισμική ωρίμανση των ετών που ακολούθησαν την μεγάλη κρίση και προηγήθηκαν του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Ανακαλύπτοντας ξανά τον Luigi Einaudi

Αν έτσι γεννήθηκε το ευρωπαϊκό σχέδιο και άρχισε η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτή η διαδικασία – αφού προχώρησε με σκαμπανεβάσματα και άλλες τόσες κρίσιμες στιγμές – έφτασε σε ένα σημείο καμπής την επαύριο της μεγάλης αλλαγής του 1989. Τότε, μια ευρωπαϊκή πολιτική τάξη ενήργησε με βάση τις περιστάσεις και τις ιστορικές ανάγκες, ενώ είναι γεγονός πως βρέθηκε έτοιμη να επωμιστεί την πρόκληση, διαμορφωμένη με την ευρωπαϊκή εμπειρία έτσι ώστε να αποκτήσει ικανότητα οράματος και θεσμικού ελέγχου. Προέκυψε έτσι η Συνθήκη του Μάαστριχ και η επιλογή του ενιαίου νομίσματος.

Έχουμε φτάσει πλέον, ειδικά στην Ευρώπη, σε ένα τρίτο ραντεβού με την ιστορία: εκείνο της διαχείρισης της διαδικασίας ολοκλήρωσης στα πλαίσια μιας κρίσιμης φάσης της παγκοσμιοποίησης, εντείνοντάς την όπως ποτέ άλλοτε. Είναι αλήθεια ότι αυτή τη φορά η ευρωπαϊκή ηγεσία δυσκολεύεται να επωμιστεί την πρόκληση, προπάντων στα όρια της κρίσης του ευρώ, εμφανίζεται φανερά ανεπαρκής εξαιτίας μιας γενικής πολιτισμικής υποχώρησης και  εξάντλησης της δημοκρατικής πολιτικής ζωής, που έχουν συνωμοτήσει για την πρόκληση μιας ολέθριας ακαμψίας πάνω σε άθλιους και αναχρονιστικούς ορίζοντες και εθνικές προκαταλήψεις.

Για να υπάρξει ανταπόκριση στους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται, είναι σημαντικό να ανακτηθεί η συμβολή μιας πολιτικής κουλτούρας που δημιουργεί πολύτιμα κοιτάσματα που δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς. Και αυτό πρέπει να γίνει από χώρα σε χώρα, αρχίζοντας από μας στην Ιταλία. Εξ ου και ο συλλογισμός του «Reset», που εκτιμώ ιδιαίτερα, αναφορικά με την κληρονομιά και τα διδάγματα του Luigi Einaudi, όπως συζητήσαμε, αγαπητέ συντάκτα, σε μια κατ ιδίαν συνομιλία. Επιτρέψτε μου τώρα να περιοριστώ σε λίγες, πενιχρές παρατηρήσεις. Σήμερα, παρουσιάζεται ιδιαίτερα έντονη για τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, η ανάγκη επιδίωξης νέων ισορροπιών, σε επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, μεταξύ της αναπόφευκτης εξάρτησης που δημιουργεί ο ανταγωνισμός σε έναν κόσμο ριζικά αλλαγμένο και τις αξίες της δικαιοσύνης και της λαϊκής ευημερίας, που κατακτήθηκαν ως δικαιώματα και εγγυήσεις μέσω της κατασκευής συστημάτων κοινωνικού κράτους στην Ιταλία και την Ευρώπη.
Για να κατανοηθούν, λοιπόν, και να αντιμετωπισθούν οι προκλήσεις μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς, απομακρύνοντας συντεχνιακά κατάλοιπα που επιβαρύνουν ακόμη την χώρα μας, το μάθημα του Luigi Einaudi μπορεί να προτείνει γόνιμες σκέψεις και κίνητρα. 
Πριν απ’ όλα, μπορεί, φυσικά, να αναρωτηθεί κανείς πως και γιατί αυτό το ρεύμα της φιλελεύθερης σκέψης συνάντησε αναλγησία και προκάλεσε αντιθέσεις στα πλαίσια της μεταρρύθμισης και, πιο συγκεκριμένα, στην αριστερά που συνδεόταν με τον εργατικό χώρο, την ώρα που διαμορφωνόταν, στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και τη δεκαετία του 1950, μια νέα διαλεκτική δημοκρατικής πολιτικής στη δημοκρατική Ιταλία.
Στην πραγματικότητα, τα όρια αυτής της διαλεκτικής, σημαδεύτηκαν δραστικά από μια ιδεολογική σύγκρουση, προερχόμενη σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές πλαίσιο που σύντομα βυθίστηκε στον ψυχρό πόλεμο.

O Bobbio και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα

Δογματισμοί και σχηματισμοί είχαν την υπεροχή έναντι τάσεων της φιλελεύθερης κουλτούρας, παρούσες στο εσωτερικό του ίδιου του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Έτσι έγινε δύσκολη η διάκριση της αλήθειας του «φιλελευθερισμού» του Einaudi  και γενικότερα μιας ιδανικής και φιλελεύθερης πολιτικής προσέγγισης, μέσα στην πολυφωνία της. Επικαλέστηκα εκείνη την ατμόσφαιρα, καθώς και την έλλειψη κατανόησης, υπενθυμίζοντας το 2009 το Norberto Bobbio και τον διάλογο- μονομαχία με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με θέμα την ελευθερία στη δεκαετία του πενήντα.

Θα άξιζε, βέβαια, τον κόπο να ανασυνθέσουμε πιο προσεχτικά, απ’ ότι μέχρι τώρα έχει γίνει, τη συζήτηση στην Συντακτική Συνέλευση και τη συνεισφορά του Einaudi, που εκτός των άλλων αφορούσε σημαντικούς τομείς γενικού ενδιαφέροντος, πέρα από τις «οικονομικές σχέσεις» (Τίτλος ΙΙΙ του πρώτου μέρους του Χάρτη) και του επίσης κρίσιμου άρθρου 81.
Σημαντική και υποβλητική, είναι η ερμηνεία που στο Πενήντα χρόνια ιταλικής ζωής, μας άφησε  ο Guido Carli: σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή το οικονομικό μέρος του Συντάγματος έχασε την ισορροπία της  υπέρ των δύο ειδών κουλτούρας, καθολικής και μαρξιστικής, αλλά την ίδια στιγμή, μεταξύ του 1946 και 1947, «De Gasperi και Einaudi είχαν δημιουργήσει σε λίγους μήνες ένα είδος “Οικονομικού Συντάγματος” που το άφησαν όμως, έξω από τη συζήτηση της Συντακτικής Συνέλευσης. Επρόκειτο για μια στρατηγική «που γεννήθηκε και έγινε αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ της Ιταλικής Τράπεζας και της Κυβέρνησης», και που στόχευε στη σταθερότητα, εδραιωμένη σε μια αντίληψη «ελάχιστου Κράτους», ανοιχτή στους κανονισμούς και τους διεθνής οικονομικούς θεσμούς.

Στην πραγματικότητα, μολονότι, για να χρησιμοποιήσω τις εκφράσεις του Carli, αυτό που συνέδεε στην Συντακτική Συνέλευση, την καθολική με την μαρξιστική συνείδηση ήταν «η αποκήρυξη της αγοράς», η δράση της κυβέρνησης σημαδεύτηκε, ήδη στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας από επιλογές διάλυσης της αυτάρκειας, απελευθέρωσης των συναλλαγών και τέλος την τοποθέτηση της Ιταλίας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Με τις συνθήκες της Ρώμης του 1957 και τη γέννηση της κοινής αγοράς, έχουν αναγνωριστεί και τεθεί από την Ιταλία τα θεμέλια της οικονομίας της αγοράς, οι αρχές της ελεύθερης διακίνησης (αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων) οι κανόνες του ανταγωνισμού. Ακόμα και εκείνα που ακόμη σήμερα καταγγέλλονται ως παραλείψεις ή σχηματικοί περιορισμοί, ως χαρακτηριστικά της διαπραγμάτευσης των «οικονομικών σχέσεων» στο δημοκρατικό Σύνταγμα, ξεπεράστηκαν στο χωνευτήρι της κοινοτικής κατασκευής και του κοινοτικού δικαίου. Με την αποδοχή και την ανάπτυξη αυτής της κατασκευής, αναγνωρίστηκε σταδιακά και η αριστερά, πρώτα η σοσιαλιστική και μετά η κομουνιστική.

Η μεγαλύτερη απόσταση που, ωστόσο, παρέμεινε μεταξύ των φιλελεύθερων θέσεων και συγκεκριμένα εκείνων του Einaudi, από τη μια πλευρά και εκείνων της μαρξιστικής αριστεράς (αλλά και εκείνες που επικρατούν στην πρακτική της κυβέρνησης των Χριστιανοδημοκρατικών), από την άλλη πλευρά, είναι η σχετική με τον ρόλο και τα όρια της κρατικής παρεμβατικότητας στην οικονομία.
Στη συζήτηση στη Συνέλευση σχετικά με το κείμενο που θα γινόταν το άρθρο 41 του Συντάγματος, ο Einaudi πήρε τις αποστάσεις του με έντονη ειρωνεία από την επίκληση «σχεδίων» και « προγραμμάτων» και από την προσφυγή σε εκφράσεις αμφίβολης σημασίας όπως «κοινωνικής ωφέλειας», ενώ την ίδια στιγμή υπήρξε σαφής και σταθερός στην ανάδειξη του προβλήματος των μονοπωλίων, της αναγκαιότητας αποφυγής της δημιουργίας τους και την υποβολή τους σε ελέγχους.

Αλλά πέρα από αυτή τη συζήτηση στη Συντακτική Συνέλευση και γενικότερα, επεσήμανε ως χαρακτηριστικό των «φιλελευθέρων» όχι μόνο μια αντιπροστατευτική γραμμή, μα τη σαφή πεποίθηση (βλέπε σχετικά με το θέμα την ανάλυση του Paolo Silvestri, στο κεφάλαιο που το  βιβλίο του για τον Einaudi αφιερώνει στον «Φιλελευθερισμό και τον Οικονομικό Φιλελευθερισμό») ότι το κράτος έπρεπε να κάνει «πολύ προσεχτικά βήματα ως προς την παρέμβαση σε οικονομικά θέματα», φοβούμενος πως τέτοιου είδους παρεμβάσεις θα  επέφεραν κοινωνική διαφθορά. Έως ότου αποφανθεί: «ο Φιλελευθερισμός δεν είναι μια οικονομική θεωρία, αλλά μια ηθική θέση».

Αντιθέτως είναι αναμφίβολο ότι στην Ιταλία, ήδη από τη δεκαετία του 50, το κράτος παρενέβαινε με όλο και λιγότερη «σύνεση» και αίσθηση των ορίων, στην οικονομική ζωή: αρχικά, και όχι για μικρό χρονικό διάστημα, επρόκειτο για μια άμεση παρέμβαση στην παραγωγική δραστηριότητα, του κράτους ως ιδιοκτήτη (αν και με την πιο ευέλικτη μορφή του συστήματος της κρατικής συμμετοχής), εν συνεχεία επρόκειτο για μια αύξουσα προσφυγή στις δημόσιες δαπάνες, και όλο και περισσότερο στις τρέχουσες δημόσιες δαπάνες, σε συνάρτηση με προσφορές σε πολιτικά και εκλογικά συμφέροντα. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση ενός τρομακτικού δημόσιου χρέους.

Τώρα που στην υπονόμευση της βιωσιμότητας αυτής της μεγάλης και αναμφισβήτητης κατάκτησης, που είναι η δημιουργία του ευρώ, συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό η κρίση χρέους πολλών Κρατών εκ των οποίων και της Ιταλίας, έχει γίνει αναπόφευκτη μια σημαντική και προσεγμένη επέμβαση μείωσης και επιλογής του δημόσιου χρέους σε συνάρτηση με μια διαδικασία μείωσης της γραφειοκρατίας και εξυγίανσης των κρατικών θεσμικών μηχανισμών και του τρόπου λειτουργίας τους.

Μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να μην πλήττει παρασιτικούς εκφυλισμούς μορφών του ιταλικού «κοινωνικού κράτους», θέτοντας σε άλλη βάση κίνητρα, στόχους και όρια των κοινωνικών πολιτικών, ή μετασχηματίζοντάς τες σε συνάφεια με την εποχή του παγκόσμιου ανταγωνισμού και τις προκλήσεις που αυτός θέτει στην Ιταλία.

Από τη μια πλευρά, επομένως, είναι ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, να αποδεχτούμε την πραγματικότητα της αγοράς και επομένως του, ήδη αλλού ευρέως αναγνωρισμένου, ρόλου που ανήκει στην ιδιωτική πρωτοβουλία και την επιχειρηματικότητα, με τις ανάγκες τους για ελευθερία, την απελευθέρωση από περιορισμούς που καταπιέζουν την ανταγωνιστικότητα και, από την άλλη πλευρά  πρέπει να αξιολογηθούν άλλα ουσιαστικά στοιχεία μιας φιλελεύθερης σκέψης όπως εκείνη του Luigi Einaudi.

 Ένα όραμα – που το πρόβαλλε ο Francesco Forte στο συνέδριο που διεξήχθη στις 13 Μαϊου 2008 από την Τράπεζα της Ιταλίας- που δίπλα στην αξία της ελεύθερης αγοράς έθετε εκείνη της «μείωσης των ανισοτήτων στα σημεία εκκίνησης και άφιξης» και θεωρούσε δυνατή τη σύγκλιση μεταξύ του ενός και του άλλου. Επίσης ο Forte προσδιόρισε με ποιο νόημα, πολύ μοντέρνο, εμφανίστηκε στον Einaudi «μια αρχή της ελευθερίας ως ευθύνη».  

Η ανάκτηση παρόμοιων προσεγγίσεων και συνεισφοράς της σκέψης, με σκοπό μια αναθεώρηση της προσαρμογής σ’ ένα νέο γενικό πλαίσιο, της προγραμματικής πλατφόρμας και της κυβέρνησης των ανανεωτικών δυνάμεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ακατάλληλο ούτε δύσκολο: αν είναι αλήθεια ότι, όπως παρατηρήθηκε, η γονιμότητα της έρευνας του φιλελεύθερου Einaudi αποδεικνύεται από τις προσεγγίσεις ανθρώπων προερχόμενων από τη σχολή του, μεταξύ των οποίων επιφανείς φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές.

Αγαπητέ κύριε Διευθυντά, η  «αναπλήρωση» για την οποία μιλάω θα ’πρεπε να αποτελεί μέρος της ανανεωμένης προσπάθειας της πολιτιστικής και ηθικής ιταλικής και ευρωπαϊκής αναβάθμισης, στην αναγκαιότητα της οποίας αναφέρθηκα ως αφετηριακό σημείο σ’ αυτή την επιστολή μου.

Δεν μπορούμε πια παρά να σκεφτόμαστε την Ιταλία, παίρνοντας υπόψη και την Ευρώπη: ακόμα κι έτσι, επιστρέφοντας θα συναντήσουμε τον Einaudi,  μεγάλο πρόδρομο και υποστηρικτή της προοπτικής της ομοσπονδιακής ευρωπαϊκής ένωσης.
Σήμερα καλούμαστε να επαναπροτείνουμε, με το θάρρος του Einaudi, το πιο συνεπές ξεπέρασμα του δόγματος και του ορίου των εθνικών κυριαρχιών.

(Θερμές ευχαριστίες στη φίλη Κωνσταντίνα Ευαγγέλου για τη μετάφραση του κειμένου).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία