Πέτρος Παπασαραντόπουλος: Πολλά ήταν τα ψέμματα που είπαμε ως εδώ





του Πέτρου Παπασαραντόπουλου από τη Μεταρρύθμιση


Μας χωρίζει λιγότερο από ένας μήνας από τις πλέον κρίσιμες εκλογές της μεταπολιτευτικής περιόδου, της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Όπως έχουμε επισημάνει σε προηγούμενα κείμενά μας [1], η κυρίαρχη τομή αυτών των εκλογών είναι ανάμεσα στις δυνάμεις που πιστεύουν στις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και θέλουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, από τη μια πλευρά, και στις δυνάμεις του φαιοκόκκινου ανορθολογισμού και εξτρεμισμού από την άλλη, που ομολογημένα ή ανομολόγητα οδηγούν τη χώρα στη δραχμή, δηλαδή στην έξοδο από την Ευρώπη και την καταστροφή.
Όλα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, παρά τις επιμέρους αποκλίσεις, συγκλίνουν σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Είναι σχεδόν αδύνατο να προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, η πιθανότερη εκδοχή είναι κυβερνήσεις συνεργασίας δύο ή και περισσοτέρων κομμάτων.
Το ενδεχόμενο αυτό, συνιστά μια συγκλονιστική αλλαγή του παραδείγματος που κυριάρχησε τα τελευταία 38 χρόνια στην Ελλάδα. Δυστυχώς, ούτε το πολιτικό σύστημα ούτε η κοινωνία έχουν προετοιμαστεί για αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ζούμε με τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις και με τα στερεότυπα μιας άλλης εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, κάτι ανάλογο συνέβη το 1989: Ο κόσμος άλλαξε δραματικά μέσα σε ελάχιστους μήνες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και στην Ελλάδα αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Οι προτεραιότητες του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα ήταν το σκάνδαλο Κοσκωτά και τα ερωτικά παραστρατήματα του Ανδρέα Παπανδρέου. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Η χώρα είναι μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, τις κυβερνήσεις συνεργασίας, που μέχρι σήμερα την εξόρκιζε. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη μια μικρή ιστορική διαδρομή.


Οι δυνάμεις του φωτός και του σκότους


Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, παρά τα αναμφισβήτητα θετικά στοιχεία, από άποψη ελευθεριών και δημοκρατίας, που κόμισε στη ελληνική κοινωνία σημαδεύτηκε από το δομικό χαρακτηριστικό της άρνησης του πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στις σημαντικότερες συνιστώσες του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτισμού. Το πολιτικό παίγνιο ήταν πάντοτε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ανάμεσα σε εχθρούς και όχι ανάμεσα σε πολιτικούς αντιπάλους, που θα μπορούσαν δυνητικά να συγκλίνουν, σε κάποιες περιπτώσεις. Ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στις «δυνάμεις του φωτός και τις δυνάμεις του σκότους», όπως το είχε περιγράψει με ακρίβεια, με το χαρακτηριστικό του τρόπο, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, Λογική συνεπαγωγή ήταν ότι οι δυνάμεις του σκότους «δεν δικαιούνται δια να ομιλούν», όπως ο ίδιος είχε υποστηρίξει με τα ιδιότυπα ελληνικά του.
Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε, με βραχύβια διαλείμματα, σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Η εκάστοτε αντιπολίτευση συστηματικά κατήγγελλε την κυβέρνηση ως μειοδότες, προδότες, κλέφτες, απατεώνες, αρχιερείς της διαπλοκής, επάρατη δεξιά κλπ, για να υποστεί τα ίδια όταν ερχόταν η σειρά της να κυβερνήσει. Τα κόμματα εξουσίας ποτέ δεν επιδίωξαν πραγματικά τη συναίνεση και τη συνεννόηση μπροστά στα κολοσσιαία προβλήματα του τόπου. Αντίθετα, επένδυσαν πολιτικά και κεφαλαιοποίησαν στην εύκολη καταγγελία, τον αρνητισμό και την ισοπέδωση. Ποδοσφαιροποίησαν την πολιτική ζωή και διαμόρφωσαν φανατικούς οπαδούς, ορκισμένους εχθρούς των αντιπάλων οπαδών. Τα κόμματα εξουσίας, ακόμα και όταν υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν σε βραχύβιες κυβερνήσεις συνεργασίας, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τις υπονομεύσουν και να τις εξευτελίσουν.
Ακριβώς η ίδια κατάσταση επικράτησε και στο χώρο της Αριστεράς. Το μοναδικό κείμενο μιας πραγματικά συναινετικής πολιτικής πρότασης και ενός άλλου πολιτικού πολιτισμού, «Οι Στόχοι του Έθνους» [2] του ΚΚΕ εσωτερικού, καθώς και οι πολιτικές επιλογές που υποδείκνυε, αντιμετωπίστηκαν από τη μεγάλη πλειοψηφία του αριστερού ακροατηρίου ως εκκεντρικότητες διανοουμένων, αποκομμένων από την πραγματικότητα. Το ΚΚΕ κέρδισε την ενδοαριστερή μάχη κατά κράτος. Στη συνέχεια αυτοπεριχαρακώθηκε αυτιστικά στην ορθοδοξία της καταγγελίας του καπιταλισμού, και ο Συνασπισμός, σημείο, υποτίθεται, συνάντησης της ανανεωτικής αριστεράς και μιας «ανοιχτόμυαλης» μερίδας του ΚΚΕ, μεταλλάχθηκε στο απερίγραπτο μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της χρεοκοπίας του πολιτικού μοντέλου της Μεταπολίτευσης να είναι η αδυναμία, για περισσότερο από 30 χρόνια, να εκλεγεί διοικητικό συμβούλιο και πρόεδρος στην ΕΦΕΕ. Σε έναν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο χώρο, όπως είναι ο φοιτητικός, με κυριαρχία και ηγεμονία, για πολλά χρόνια, των ιδεών της Αριστεράς, οι παραταξιακές σκοπιμότητες τορπίλισαν τη στοιχειώδη συναίνεση που χρειαζόταν για να υπάρξει μια κεντρική εκπροσώπηση του φοιτητικού κόσμου.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Π. Κ. Ιωακειμίδης, «στην Ελλάδα απουσιάζει η “κουλτούρα της συναίνεσης”. Είμαστε μια βαθύτατα συγκρουσιακή χώρα. Άλλωστε, μια χώρα που σχετικά πρόσφατα πέρασε μέσα από την αιματοχυσία ενός εμφυλίου πολέμου και παλαιότερα από διχασμούς, δεν (μπορεί τελικά να) έχει ούτε την ιστορική εμπειρία ούτε τις ισχυρές αξιολογικές κατηγορίες για συναίνεση. Αν τις είχε δεν θα είχε ενδεχομένως διολισθήσει ούτε στον Εμφύλιο ούτε στους διχασμούς. Και ας αφήσουμε το εύκολο παραμύθι ότι για όλα αυτά ευθύνονται οι “ξένες δυνάμεις”» [3].



Άλαλα τα χείλη των ασεβών


Με όλο αυτό το πολιτικό, ιστορικό και πολιτισμικό φορτίο που περιγράψαμε, και εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, δεν νομίζω να υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται ότι η μοναδική ρεαλιστική λύση για να μην καταστραφεί ο τόπος είναι μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Λύση που συνιστά αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για τη σωτηρία της χώρας. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας, κυρίαρχο παράδειγμα πλέον στις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες δημοκρατίες, προϋποθέτουν μια διαφορετική πολιτική κουλτούρα και όχι διαγκωνισμούς και αλληλοϋπονομεύσεις, όπως έχει συμβεί σε αρκετές χώρες, ιδίως στη βαλκανική γειτονιά μας. Προϋποθέτουν επίσης μια σοβαρή δημόσια διοίκηση που λειτουργεί αυτοτελώς, κάτι που στην Ελλάδα είναι όνειρο θερινής νυκτός.
Αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε το πώς τοποθετείται σε αυτό το ενδεχόμενο ένας από τους πλέον νηφάλιους δημόσιους διανοούμενους, ο Θεόδωρος Κουλουμπής:
«Κατά τη γνώμη του γράφοντος, και με γνώμονα τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η καλύτερη εκδοχή για την μετεκλογική περίοδο θα ήταν να δημιουργηθεί μια ευρωκεντρική κυβέρνηση συνεργασίας με στόχο την εφαρμογή των δανειακών συμφωνιών και την έξοδο της Ελλάδας από τη σκοτεινή σήραγγα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Πρωθυπουργός θα μπορούσε να αναλάβει ο αρχηγός του πρώτου σε ψήφους κόμματος και αντιπρόεδρος ο αρχηγός (ή άλλο υψηλόβαθμο στέλεχος) του δεύτερου κόμματος σε κοινοβουλευτική δύναμη» [4].
Τουλάχιστον όμως, με μια κυβέρνηση συνεργασίας, είμαστε ακόμα ζωντανοί. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ αυτό το ενδεχόμενο στον προεκλογικό τους λόγο είναι εξοργιστικός.
Ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ. Απειλεί με επαναληπτικές εκλογές σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, αν και γνωρίζει πολύ καλά ότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο όλο το σχέδιο διάσωσης της Ελλάδας, δηλώνοντας στην Καθημερινή ότι «το χειρότερο σενάριο είναι να μην μπορεί να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση. Και τότε θα είναι αναπόφευκτη η προσφυγή σε νέες εκλογές».
Αδειάζει έτσι κορυφαία στελέχη του κόμματός του, όπως ο Α. Λυκουρέντζος που δήλωσε στις 27 Μαρτίου ότι «δεν θα ζητήσουμε ξανά εκλογές σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας» και συντάσσεται με τους ακραίους, όπως ο Φαήλος Κρανιδιώτης, που δήλωσε ότι «σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας, να ξαναπάμε σε εκλογές», αφήνοντας τον Αργύρη Ντινόπουλο να εξηγήσει τους λόγους: «Με ποιους να συνεργαστούμε; Με τους ψεύτες; Με τους αποτυχημένους υπουργούς της ύφεσης δεν μπορεί να γίνει συγκυβέρνηση. Πρωθυπουργός ο Σαμαράς με υπουργό τον Βενιζέλο; Θα βγουν οι νεοδημοκράτες και θα τα σπάσουν όλα».
Εύχομαι και ελπίζω όλα αυτά να εντάσσονται στη συνήθη, αν και ξεπερασμένη, προεκλογική ρητορεία. Υπάρχει όμως πάντοτε ο κίνδυνος όλες αυτές οι αμετροεπείς δηλώσεις να καταδιώκουν τον Αντώνη Σαμαρά, όπως το προεκλογικό «λεφτά υπάρχουν» ακόμα στοιχειώνει τον Γιώργο Παπανδρέου.
Στο ΠΑΣΟΚ, υπάρχει μια εξαιρετικά προσεκτική δήλωση του Ευάγγελου Βενιζέλου για το θέμα αυτό, στις 15 Μαρτίου: «ο στόχος είναι η νίκη στις εκλογές. Αλλά στο ερώτημα πώς θα κυβερνηθεί ο τόπος μετά τις εκλογές, την απάντηση θα την δώσει ο έλληνας πολίτης…Ο τόπος θα κυβερνηθεί. Δεν υπάρχουν ακυβέρνητες πολιτείες».
Αντί όμως αυτή η προσεκτική δήλωση, που ανοίγει μια συζήτηση για τις κυβερνήσεις συνεργασίας, εάν έτσι αποφασίσει ο λαός, να ενσωματωθεί στον πολιτικό λόγο των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, όπως και οι παρεμφερείς δηλώσεις του Ανδρέα Λοβέρδου.
Ο Κώστας Σκανδαλίδης που ρωτήθηκε πρόσφατα για το θέμα της μη αυτοδυναμίας απάντησε ότι το ΠΑΣΟΚ επιθυμεί «συνεργασία με δυνάμεις της κεντροαριστεράς». Παρόμοιες δηλώσεις έκαναν και άλλα κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Προκύπτει όμως από τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων δυνατότητα για κεντροαριστερή κυβέρνηση; Οι δικές μου αντιληπτικές ικανότητες το αποκλείουν.
Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι ότι το πολιτικό προσωπικό των δύο κομμάτων δεν έχει αντιληφθεί τις νέες πολιτικές προτεραιότητες. Δεν έχει αντιληφθεί ότι το κεντρικό ζήτημα είναι το φαιοκόκκινο μέτωπο. Δεν έχει αντιληφθεί ότι η δικομματική ρητορεία εξεμέτρησε το ζην. Δέσμιοι αυτού που έμαθαν να κάνουν όλα αυτά τα χρόνια, να καταγγέλλουν το ΠΑΣΟΚ ή τη Νέα Δημοκρατία, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι από μια παραξενιά της Ιστορίας βρίσκονται στην ίδια όχθη, εκείνη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, με τις διαφορές τους και τις αντιθέσεις τους. Λειτουργούν ως απολογητές μιας κατάστασης πραγμάτων που έχει πλέον οριστικά παρέλθει. Μακάρι να το καταλάβουν πριν να είναι αργά.


Η ιδιόμορφη περίπτωση της ΔΗΜΑΡ


Μιλώντας με τα αριθμητικά δεδομένα είναι πολύ πιθανό να προκύψει το εξής: τα δύο κόμματα δεν συγκεντρώνουν τον απαραίτητο αριθμό των 151 εδρών και χρειάζονται ένα τρίτο κόμμα για να δημιουργηθεί κυβέρνηση συνασπισμού. Εάν συμμετέχει στη Βουλή κάποιο φιλελεύθερο κόμμα (Μοακογιάννη, Μάνος), αυτό δεν είναι δύσκολο να συμβεί, δεδομένου ότι τα κόμματα αυτά έχουν στον πολιτικό πυρήνα τους ενσωματωμένη την κουλτούρα των πολιτικών συνεργασιών. Εάν όμως δεν μπουν στη Βουλή, που είναι και το πλέον πιθανό με τα σημερινά δεδομένα, τότε ο κλήρος πέφτει στη ΔΗΜΑΡ.
Είναι ένα ενδεχόμενο που η ηγετική ομάδα της ΔΗΜΑΡ απεύχεται και εξορκίζει. Ο Φώτης Κουβέλης διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι « δεν υπάρχει καμία πιθανότητα συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχουν ούτε προγραμματικές ούτε πολιτικές προϋποθέσεις για να συμμετέχουμε σε κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Αριστερό άλλοθι σε συντηρητικές πολιτικές δεν πρόκειται να δώσουμε». Σε σχετική ανακοίνωση του κόμματος τονίζεται ότι «στην πολυαναμενόμενη μετεκλογική κυβερνητική συνεργασία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, που θα ακολουθήσει την ίδια καταστροφική πολιτική για τη χώρα και την κοινωνία, η ΔΗΜΑΡ δεν θα δώσει κανένα άλλοθι και καμία δικαιολογία», για να συμπληρώσει ότι «εξάλλου ο κ. Βενιζέλος και ο κ. Σαμαράς υπηρετούν την ίδια πολιτική και ομιλούν ταυτόσημα». Ο Σπύρος Λυκούδης με διάφορες τοποθετήσεις του δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ σε μια προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας, όχι όμως σε μια συγκυβέρνηση με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Αυτές οι κατηγορηματικές δηλώσεις συναντούν αρκετές αντιδράσεις στο εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ. Όπως σχολίασε πικρόχολα ο Λεωνίδας Καστανάς, μέλος της Κ.Ε. της ΔΗΜΑΡ, « Πολύ σωστά σύντροφοι. Αφήστε τους μόνους και απερίσπαστους να ξεσκίσουν την εργατική τάξη, να διαλύσουν την κοινωνία, να εξανδραποδίσουν τη χώρα για μια χούφτα Δεητζήδες. Εμείς μόνο να μη μαγαριστούμε. Μήπως πρέπει να ψάχνουμε την καλύτερη θέση για να απολαύσουμε το θέαμα της καταστροφής μας;».
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση που έκανε ο Θόδωρος Ψαρράς, ιστορικό στέλεχος της ανανεωτικής αριστεράς για περισσότερα από 40 χρόνια:
«Όμορφα και ωραία με την αναμενόμενη ’’αναγνωρισμένη’’ απ’ τον κανονισμό της βουλής κοινοβουλευτική ομάδα μ’ ό,τι ’’θετικό’’ απ’ αυτήν την εξέλιξη συνεπάγεται! Και τώρα ’’λίγα’’ λόγια για τη ’’ταμπακιέρα’’! Τι γίνεται αν την επομένη των εκλογών δεν προκύπτει κυβερνητική πλειοψηφία (χωρίς φυσικά την εμπλοκή της ακροδεξιάς) και τι πράττει η ΔΗΜ.ΑΡ; Συγκεκριμένη πρόταση του Γιώργου Τσοκάνη (πρώην προέδ ρου της ομοσπονδίας ελληνικών συλλόγων Σουηδίας και επί χρόνια δημοτικού συμβούλου του δήμου Στοκχόλμης με το VPK (Kάτι σαν την ΔΗΜ.ΑΡ στην ελληνική εκδοχή) και έμπειρου στελέχους στα θέματα συνεργασιών σοσιαλδημοκρατίας - ευρωαριστεράς και ευρύτερων ενδεχομένως δυνάμεων). Και τώρα η συγκεκριμένη πρόταση: 1oν η ΔΗΜ.ΑΡ δίνει ψήφο ανοχής στη κυβέρνηση, 2ον δεν συμμετέχει στη κυβέρνηση, 3ον θέτει 4-5 προϋποθέσεις με κοινωνική ευαισθησία στα όρια του εφικτού με χρονικό ορίζοντα ενός έτους που αν δεν εκπληρωθούν άρει την εμπιστοσύνη της απ’ την κυβέρνηση! Ωραία δεν ακούγεται; Μάλλον ρεαλιστική δεν φαίνεται; Kαι δεν μας βγάζει απ’ τα ’’χοντρά’’ αδιέξοδα που μας πιέζει καθημερινά η κοινωνία;».
Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε εάν αυτή η πρόταση συζητήθηκε στα πλαίσια της ΔΗΜΑΡ. Στην ομάδα της Δημοκρατικής Αριστεράς στο facebook , όπου κατατέθηκε, δεν προκάλεσε κανένα σχόλιο και είχε μόνον 5 like (με το δικό μου έξι). Προσωπικά πιστεύω ότι εκπορεύεται από το γενετικό πυρήνα της ιστορικής ανανεωτικής αριστεράς και παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές της. Προσθέτω ότι οι προϋποθέσεις για μια ψήφο ανοχής θα μπορούσαν να είναι, ανάμεσα σε άλλες, η διαφάνεια των κρατικών προμηθειών, η αξιοκρατία στη στελέχωση του κρατικού μηχανισμού, το σπάσιμο των πελατειακών σχέσεων και ρυθμίσεων. Θέσεις στο όνομα του γενικού συμφέροντος.
Η ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία είναι γεμάτη από αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που είτε έδωσαν ψήφο ανοχής είτε συμμετείχαν ως ελάσσονες εταίροι ( junior coalition party ) σε κυβερνήσεις συνασπισμού, χωρίς να αλλοιώσουν τη φυσιογνωμία τους. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, είχαν ιδιαίτερα θετική συμβολή με τις προτάσεις τους. Αρκεί να αναφέρει κανείς το πρόσφατο παράδειγμα με το κόμμα της Αριστεράς στη Γερμανία που συμμετείχε ως junior coalition party σε κυβέρνηση συνασπισμού με τους σοσιαλδημοκράτες στις ομόσπονδες κυβερνήσεις του Βερολίνου και της Δυτικής Πομερανίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι απόλυτα ορθή η επισήμανση του Κώστα Αναγνωστόπουλου:
«Ουδέποτε στο παρελθόν υπήρξε τόσο επιτακτική η ανάγκη για καθαρές κουβέντες. Όταν οι πολίτες υφίστανται τέτοια πίεση, το ελάχιστο που τους οφείλουν τα κόμματα είναι η ειλικρίνεια. Η ειλικρίνεια επίσης είναι η ελάχιστη προϋπόθεση ώστε να ανταποκριθούν θετικά σε επερχόμενες δυσκολίες. Όποιος νομίζει ότι με λογικές πΜ (προ Μνημονίου) μπορεί να επιβιώσει στη μΜ εποχή, πλανάται οικτρά. Διότι δεν μπορείς να καλείς τον κόσμο να υποστεί θυσίες, λόγου χάρη, όταν λίγους μήνες νωρίτερα έλεγες όχι απλώς ότι «λεφτά υπάρχουν», αλλά ότι το δίλημμα είναι «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» (σύνθημα που ευτυχώς αποσύρθηκε γρήγορα).
Οι καθαρές κουβέντες αφορούν προφανώς όλο το πολιτικό φάσμα, ειδικότερα όμως τη ΔΗΜΑΡ λόγω των υψηλών ποσοστών της στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, συνεπώς του προδιαγραφόμενου βαρύνοντα ρόλου της. Η ΔΗΜΑΡ ασφαλώς μόνο για λαϊκισμό δεν μπορεί να κατηγορηθεί. Ουδέποτε επίσης αμφισβήτησε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, το πρώτο στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει με ειλικρίνεια είναι το ποιες δυνατότητες επαναδιαπραγμάτευσης διαθέτει η χώρα. Οι συμφωνίες βεβαίως πάντα μπορεί να αλλάξουν, αλλά δεν είναι έντιμο να καλλιεργούνται φρούδες ελπίδες για τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας, ιδίως μάλιστα από ένα κόμμα το οποίο ανέκαθεν ήταν αλλεργικό στις “ηρωικές” μεγαλοστομίες» [5].



Οι σκεπτόμενοι πολίτες


Η πρωτοφανής κρίση που βιώνουμε έχει φέρει στην επιφάνεια μια κρίσιμη, έστω και μειοψηφική, κατηγορία πολιτών. Είναι οι σκεπτόμενοι πολίτες που αρνούνται να λειτουργήσουν με τα στερεότυπα του παρελθόντος.
Απαιτούν από τα πολιτικά υποκείμενα ειλικρίνεια και σαφείς πολιτικές προτάσεις. Δεν αρκούνται σε υπονοούμενα, υπεκφυγές, αοριστίες και μισόλογα. Οι γενικόλογες διατυπώσεις για κυβερνήσεις κεντροαριστεράς, αριστεράς, κεντροδεξιάς, ευρίσκονται στο βασίλειο των επιθυμιών και δεν έχουν καμία σχέση με την πεζή πραγματικότητα. Η χώρα αυτή έχει ανάγκη να κυβερνηθεί με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο από ό,τι μέχρι σήμερα, προκειμένου να υλοποιήσει βαθύτατες διαρθρωτικές αλλαγές. Οι κενές περιεχομένου ρητορείες, σε αυτό τουλάχιστον το κομμάτι των πολιτών, δεν έχουν τίποτα να πουν.
Αντίθετα, θυμίζουν τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου:
Έρχεστε κατά πάνω μου
μιλώντας σαν τρελοί
τ’ αυτιά μου κλείνω
κι αφήνω μια φωνή.

Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος είναι εκδότης - δημοσιογράφος.

[1] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Η Ηγεμονία του ανορθολογισμού και του εξτρεμισμού, στη Μεταρρύθμιση, http://www.metarithmisi.gr/el/readArchives.asp?catID=2&subCatID=8&textID=7008
[2] Στα πλαίσια ενός αναστοχασμού για τη Μεταπολίτευση, αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς ξανά αυτό το κείμενο, με οπτική γωνία το τι θα μπορούσε να είχε γίνει και δεν έγινε, από το 1974 και μετά. Το κείμενο περιλαμβάνεται ως παράρτημα στο βιβλίο του Λεωνίδα Κύρκου, Στιγμές III , Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 2009.
[3]Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 22 Ιουλίου 2011, άρθρο με τίτλο, « Η απουσία θεσμικής συναίνεσης - Γιατί δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη συγκρουσιακή ελληνική κουλτούρα» .
[4]Θεόδωρος Κουλουμπής, « Το δίλημμα των εκλογών» , Καθημερινή, 8 Απριλίου 2012.
[5] Κώστας Αναγνωστόπουλος, «Και η ΔΗΜΑΡ πρέπει να είναι ειλικρινής»,Αγγελιοφόρος, 25/3/2012.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία