Υπάρχει αριστερή διέξοδος στην κρίση;



του Πάσχου Μανδραβέλη από την Καθημερινή

Για την έξοδο από την κρίση δεν υπάρχει αριστερή λύση. Δεν υπάρχει καν δεξιά λύση. Ολα όσα ακούγονται περί νεοκεϊνσιανισμού είναι ωραία για να γεμίζουν σελίδες διάφοροι πανεπιστημιακοί, αλλά προϋποθέτουν δύο πράγματα: λεφτά και σχολάζουσες παραγωγικές υποδομές. Οταν μια χώρα είναι χωμένη στα χρέη μέχρι τον λαιμό και αποκλεισμένη από τις αγορές κάθε συζήτηση περί κεϊνσιανών λύσεων περιττεύει. Εκτός εάν αυτές είναι πανευρωπαϊκές, όπως προτείνει ο Ολάντ.
Από την άλλη, η νεοελληνική εκδοχή του κεϊνσιανισμού είναι για τα μπάζα ή για τα κανάλια (όσο περνάει ο καιρός αυτά γίνονται συνώνυμα). Το «ρίχτε λεφτά στην αγορά» μπορεί να είναι καλό, από άποψη φιλανθρωπίας, μπορεί να είναι καλύτερο για όσους λυμαίνονται τα κρατικά λεφτά (που έπεφταν στην αγορά), δεν κάνει –προσθέτουν όμως– τίποτε μεσοπροθέσμως στην οικονομία. Τα λεφτά σκορπίζονται· κάποιοι παίρνουν πολλά, κάποιοι λιγότερα, οι περισσότεροι ελάχιστα και αυτά τα λεφτά ταξιδεύουν στο εξωτερικό κυρίως για εισαγωγές προϊόντων και δευτερεύοντως ως εξαγωγή συναλλάγματος. Μια ανοιχτή οικονομία χωρίς παραγωγική βάση είναι η χαρά των εισαγωγέων.
Μόνος δρόμος που απομένει είναι η δημοσιονομική πειθαρχία. Πρέπει να συμμαζέψεις τα ελλείμματα, ώστε να σε εμπιστευτούν κάποιοι να σου δώσουν λεφτά για να κάνεις όλα εκείνα τα υπέροχα κεϊνσιανά που ονειρεύονται διάφοροι καθηγητάδες. Είναι μια διαδικασία δύσκολη, αλλά αναγκαία για την ανάπτυξη.
«Και η πολιτική;», μπορεί να ρωτήσουν κάποιοι, «ηττήθηκε οριστικά από την οικονομία;». Δυστυχώς, δεν υπάρχουν αριστερές ή δεξιές απαντήσεις στην κατάσταση που βρισκόμαστε· όπως δεν υπάρχουν αριστερές ή δεξιές απαντήσεις στους φυσικούς νόμους. Ο σιδηρούς νόμος της οικονομίας (έσοδα–έξοδα, παραγωγή–κατανάλωση) λειτουργεί σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, ανεξαρτήτως αν οι κάτοικοι μιας χώρας έχουν δεξιές ή αριστερές προτιμήσεις. Οσοι δεν το πιστεύουν ας ρίξουν μια ματιά στη Β. Κορέα.
Η πολιτική, όμως, μπορεί να κάνει τη διαφορά σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της κρίσης ή του οικονομικού αποτελέσματος συνολικότερα. Εκεί χωράει μεγάλη κουβέντα για δεξιές ή αριστερές πολιτικές. Τι, πώς, πόσο κράτος πρόνοιας; Ποιο πρέπει να είναι το ύψος χρηματοδότησής του και (συνεπώς) πόσο η φορολογία;
Αυτή είναι η συζήτηση και διάφορες χώρες δίνουν τις δικές τους λύσεις. Οι σκανδιναβικές χώρες, για παράδειγμα, απάντησαν διαφορετικά από τις ΗΠΑ. Εχουν υψηλή προοδευτική φορολογία και ισχυρό κράτος πρόνοιας, ενώ στις ΗΠΑ ο Ομπάμα σκοτώνεται με την παλαβή Δεξιά γιατί «τόλμησε» να θεσμοθετήσει ένα ελάχιστο σύστημα υγείας για τους άπορους.

Πελατειακό στάτους κβο

Στην Ελλάδα, δυστυχώς, η συζήτηση (τεχνήεντως;) δεν φτάνει ποτέ εκεί· έχει παραμείνει στα προ του 1989, πριν απαντηθεί οριστικά από τη ζωή το ερώτημα «αν χρειάζεται να επανακρατικοποιηθεί η Ολυμπιακή». Στον δημόσιο διάλογο χρησιμοποιείται ως επιχείρημα η φτώχεια των πολλών για να διατηρούνται τα προνόμια των λίγων. Και αυτό βαφτίζεται αριστερή πολιτική. Αντί να προωθείται η προσφορότερη οικονομικά λύση, ώστε το πλεόνασμα της ιδιωτικοποιημένης εταιρείας να φορολογηθεί για να ενισχυθούν οι μη έχοντες της κοινωνίας, επιλέγεται η αντιοικονομική συντηρητική επιλογή· δίνονται μάχες για τα επιδόματα των σχετικά προνομιούχων ενώ οι άνεργοι πληθαίνουν και φτωχαίνουν. Η Αριστερά δεν παλεύει για τους φτωχούς· παλεύει για να διατηρηθεί το στρεβλό και πελατειακό στάτους κβο. Για παράδειγμα, όπως γράφει ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης, «εξαιτίας του πελατειακού κατακερματισμού του ασφαλιστικού συστήματος η ίδια εισφορά δίνει στο ΙΚΑ σύνταξη 500 ευρώ, ενώ στον ΤΑΠ–ΟΤΕ 1.500 ευρώ στα 55 χρόνια». Να θυμίσουμε ότι ο κ. Στρατούλης του ΣΥΡΙΖΑ για τον ΟΤΕ σήκωσε (παρανόμως) πανό στη Βουλή και όχι για το ΙΚΑ.
Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες η απάντηση στις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης ήταν το κράτος πρόνοιας. Μηχανισμοί με ορθολογική δομή που αναδιανέμουν εισοδήματα από τα υψηλότερα στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Εδώ, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οπως γράφει ο κ. Ματσαγγάνης, «ο ιδιοφυής μηχανισμός των κοινωνικών πόρων αφαιρεί εισόδημα από τους χαμηλόμισθους και το μεταβιβάζει στους υψηλοσυνταξιούχους του ΤΣΜΕΔΕ και άλλων ταμείων. Το επίδομα τυφλών είναι 362 ευρώ τον μήνα εάν ο δικαιούχος είναι εργαζόμενος ή σπουδαστής, αλλά 697 ευρώ τον μήνα εάν είναι δικηγόρος. Μια οικογένεια μισθωτών με δύο παιδιά και χαμηλό εισόδημα δικαιούται οικογενειακό επίδομα 24,65 ευρώ τον μήνα εκτός εάν οι γονείς εργάζονται στο Δημόσιο, ή σε ΔΕΚΟ, ή σε τράπεζα, οπότε το οικογενειακό επίδομα γίνεται 236 ευρώ τον μήνα.»
Tο δίχτυ ασφάλειας στην Ελλάδα ήταν διάτρητο προ της κρίσης και παρέμεινε εξίσου διάτρητο μετά την κρίση: μέχρι το 2009 «το “αρχικό” ποσοστό φτώχειας, δηλαδή προ κοινωνικών παροχών και συντάξεων, ήταν αρκετά χαμηλότερο στην Ελλάδα (22,7%) από ό,τι στην Ε.Ε. των “27” (25,1%). Ομως, το αντίθετο ίσχυε ως προς το “τελικό” ποσοστό φτώχειας, δηλαδή αφού ληφθούν υπόψη όλες οι κοινωνικές παροχές. Αυτό ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα (19,7%) απ’ ό,τι στην Ε.Ε. (16,3%)». Να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα ξόδεψε ως ποσοστό του ΑΕΠ περισσότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των «27» αλλά κατάφερε να μειώσει το ποσοστό φτώχειας κατά 3 μόνο ποσοστιαίες μονάδες ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες κατά 8,8 μονάδες. Η «νεοφιλελεύθερη» Ιρλανδία έχει ποσοστό φτώχειας 15%.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι το Μνημόνιο ρητά προέβλεπε την εξομάλυνση των διαφορών ενισχύσεων από το κοινωνικό κράτος. Το αποτέλεσμα των επιτυχών «διαπραγματεύσεων» ήταν οι πολλαπλές εξαιρέσεις υπέρ των προνομιούχων ομάδων, που στην ουσία αναπαρήγαγε το προηγούμενο διάτρητο πλαίσιο σε πιο χαμηλό επίπεδο. Μπορεί δηλαδή ποσοτικά οι πιο πλούσιες ομάδες να επιβαρύνθηκαν περισσότερο, αναλογικά όμως τα πιο φτωχά στρώματα πλήρωσαν σχεδόν τα ίδια (8,5% το χαμηλότερο και 11,7% το πλουσιότερο).
Μια αριστερή απάντηση στην κρίση δεν θα ήταν η άρνησή της ούτε η πάλη με νύχια και δόντια για να διατηρηθεί το σημερινό στάτους κβο. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αριστερά βρέθηκε δίπλα στους αγώνες όλων των επιμέρους ομάδων που δεν ήθελαν να αλλάξει τίποτε· από τα κλειστά επαγγέλματα μέχρι τα προνόμια των ΔΕΚΟ. Η αριστερή απάντηση στην κρίση θα ήταν η πίεση να πληρώσουν ποσοστιαία οι έχοντες περισσότερο και να επιβαρυνθούν οι φτωχοί λιγότερο· δεν θα ήταν ενάντια στο «χαράτσι» για τα ακίνητα γενικώς, θα ζητούσε περαιτέρω προοδευτική κλίμακα. Αν είχαμε, βέβαια, σοβαρή Αριστερά.

Η χαμένη ευασφάλεια και τα ΚΕΚ

Οταν η πρώην επίτροπος της Ελλάδας στην Ε.Ε. κ. Αννα Διαμαντοπούλου μίλησε, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, για την «ευασφάλεια» (flexicurity) ξεσηκώθηκαν και οι πέτρες. Πρώτα οι αριστερές, που κανοναρχούν τον δημόσιο διάλογο. Θεωρήθηκε ότι αυτό ένα ακόμη κόλπο, που εισάγεται στην Ελλάδα για να αμβλυνθούν οι συνέπειες της κρίσης του καπιταλισμού, ο οποίος έτσι κι αλλιώς έπρεπε να τελειώνει. Η αναφορά του πρώην πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη σε «απασχολήσιμους» (δηλαδή εκείνους που έχουν τα εφόδια για να βρουν εργασία) διαστρεβλώθηκε μόνο και μόνο για να χλευαστεί.
Εμφοβο, όπως πάντα, το πολιτικό σύστημα, μπροστά στην επικοινωνιακή υπεροχή της Αριστεράς –και των χρήσιμων ηλιθίων της–, συμμαζεύτηκε. Ποτέ δεν καταστρώθηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο· βλέπετε, ακόμη και η διατύπωση σκέψεων είχε ποινικοποιηθεί πολιτικά: «Ετοιμάζουν επέλαση στα εργατικά δικαιώματα!» είναι ένας κλασικός τίτλος, ακόμη και των δεξιών εφημερίδων. Η ευασφάλεια, που (μαζί με πολλά άλλα) γλίτωσε τη Δανία και άλλες σοσιαλδημοκρατικές χώρες του Βορρά από τις συνέπειες της κρίσης, εγκαταλείφθηκε στην πράξη.
Οχι, όμως, καθ’ ολοκληρίαν. Απ’ όλο το οπλοστάσιο της ευασφάλειας κρατήσαμε μόνο εκείνο που μοίραζε επιδόματα: τα σεμινάρια. Δημιουργήθηκαν πολλά ΚΕΚ, για να σπαταλήσουν τα κοινοτικά κονδύλια. Φτιάχτηκαν απίθανα προγράμματα «επαγγελματικής» «κατάρτισης», που χρηματοδοτούσαν πολύ τους ατσίδες γύρω από τα δύο κόμματα εξουσίας, που διαμόρφωναν κι εκτελούσαν τα προγράμματα, λιγότερο τους διδάσκοντες (αποφοίτους ΑΕΙ ή/και με μεταπτυχιακά· «το παιδί κάπου πρέπει να τακτοποιηθεί») κι ελάχιστα τους άνεργους, οι οποίοι υπέγραφαν ότι παρακολουθούν τα σεμινάρια για να παίρνουν την αποζημίωση. Συνήθως, δε, οι άνεργοι που έμπαιναν σε αυτά τα προγράμματα δεν ήταν εκείνοι που έψαχναν δουλειά· ήταν νοικοκυρές που συμπλήρωναν το (μικρό ή μεγάλο) οικογενειακό εισόδημα «πηγαίνοντας σεμινάριο».
Ετσι λοιπόν κύλησε η «χρυσή δεκαετία των ’00s»· δηλαδή των δύο μηδενικών: 2000–2004 και 2004–2009. Οι περισσότεροι ήταν ευχαριστημένοι: οι «αντιστασιακοί» γιατί δεν άφηναν τον καπιταλισμό να μασκαρέψει το απεχθές πρόσωπό του με την ευασφάλεια· οι πτυχιούχοι διότι υποαπασχολούνταν, αλλά αποκτούσαν μόρια για να πετύχουν τον μεγάλο στόχο της πρόσληψης στο Δημόσιο· οι κομματικοί μηχανισμοί διότι διευθετούσαν τα πράγματα και πληρώνονταν σε ψήφους· και, τέλος, οι ατσίδες, που ήταν καλοί αγωγοί ψήφων προς τα κόμματα και χρημάτων προς την τσέπη τους. Και οι άνεργοι; Μη γελιόμαστε: οι άνεργοι ήταν πάντα στην Ελλάδα εκείνοι οι άνθρωποι που χρησιμεύουν είτε για να βγάλουν κάποιοι άκοπα λεφτά είτε για να κάνουν κάποιοι άλλοι άκοπα «αντίσταση» εκτονώνοντας τα ιδεολογικά τους γινάτια.
Και μετά ήρθε η κρίση... Οι άνεργοι πολλαπλασιάστηκαν, πολλαπλασιάζοντας τις ψήφους και τα επιχειρήματα των «αντιστασιακών». Οι ατσίδες έγιναν «αντιστασιακοί». Είδαν τα δεινά του δικομματισμού, λίγο πριν από την κατάρρευσή του και λίγο μετά το κλείσιμο του τροφοδότη λογαριασμού του. Πήδηξαν στις πιο κοντινές τους βάρκες και από εκεί φωνάζουν να ξανανοίξει η στρόφιγγα, αυτή που έτρεφε τον δικομματισμό, για το καλό –βεβαίως, βεβαίως!– της κοινωνίας και των ανέργων. Και οι άνεργοι; ας μην επαναλαμβανόμαστε...
Διαβάστε
- Μάνος Ματσαγγάνης, «Η κοινωνική πολιτική σε δύσκολους καιρούς. Οικονομική κρίση, δημοσιονομική λιτότητα και κοινωνική προστασία», εκδ. Κριτική



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία