Ο Μύθος της «Ανταγωνιστικής Δραχμής»


Των Βασίλη Αλεβιζάκου και Αλέξανδρου Αποστολίδη*  © G700

Την Κυριακή οι Έλληνες καλούνται να επιλέξουν όχι μόνο παράταξη αλλά και ποια Ελλάδα θέλουν. Αυτή η επιλογή απαιτεί όσο το δυνατόν καλύτερη γνώση των δεδομένων, των εναλλακτικών επιλογών αλλά και των συνεπειών τους.

Ένας από τους πολλούς μύθους που έχει δημιουργήσει η κρίση στην ελληνική κοινωνία, και εντέχνως καλλιεργηθεί από τους εκπροσώπους της συμμαχίας των αντιμνημονιακών δυνάμεων, είναι και αυτός της «ανταγωνιστικής δραχμής».

Το επιχείρημα είναι απλό: η «φθηνή» δραχμή θα ρίξει κάθετα το κόστος παράγωγης των ελληνικών προϊόντων και θα βελτιώσει θεαματικά την ανταγωνιστικότητα τους. Το αποτέλεσμα θα είναι να αυξηθεί η εξωστρέφεια της οικονομίας, θα  έχουμε επιτέλους εξαγωγές, ακόμα και (γιατί όχι;) θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Άρα, δεν πρέπει να φοβόμαστε την επιστροφή στη δραχμή, αντίθετα θα έπρεπε να την επιδιώκουμε κιόλας.

If it sounds too good to be true then it probably is…

Στην κατάσταση που έχουμε βρεθεί μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Η επιστροφή στη δραχμή παρουσιάζεται συχνά σαν τέτοια ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.  Μια βασική ανάλυση των δεδομένων αλλά και η ιστορική εμπειρία δείχνουν το τι θα επακολουθήσει. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστο.

Θα αυξηθούν οι εξαγωγές;

Καταρχάς, ο βαθμός εξωστρέφειας της Ελληνικής οικονομίας δεν φαίνεται να επηρεάζεται θετικά από την φθηνή δραχμή. Το 1980 η ισοτιμία δραχμής –δολαρίου ήταν 1$/42,6Δρχ ενώ οι ελληνικές εξαγωγές 5,1 Δις. $. Το 2000 η ισοτιμία δραχμής –δολαρίου είχε πλέον εκτιναχτεί στο 1$/308,93Δρχ ενώ οι ελληνικές εξαγωγές είχαν μόλις μετά βίας διπλασιαστεί στα 10,8 Δις.$.

Ακόμα ποιο ενδιαφέρον είναι το τι έγινε μετά. Από το 2001 μέχρι το 2008 οι ελληνικές εξαγωγές υπερδιπλασιαστήκαν από 10,4 Δις$ σε 25,5Δις.$. Η Ελλάδα του ακριβού ευρώ ήταν σαφέστατα πιο εξωστρεφής από την Ελλάδα της φθηνής δραχμής!

Φθηνά προϊόντα;
Δεύτερο  ζήτημα είναι ότι το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος δεν περιορίζεται στο κόστος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του.

Ακόμα και προϊόντα με σημαντικό βαθμό ελληνικής προστιθέμενης αξίας ουσιαστικά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισροές από το εξωτερικό. Ο πρωτογενής αγροτικός τομέας π.χ. καταναλώνει εισροές ύψους 7%  από την ευρωζώνη (σπόροι, λιπάσματα, εργαλεία, ανταλλακτικά, σωλήνες κλπ).

Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Εάν η συνολική παραγωγή είναι 10 Δις. Ευρώ και οι εισροές  από ΕΕ είναι 700 εκ., μια υποτίμηση της νέας δραχμής κατά 50% σε σχέση με το ευρώ θα αύξανε το κόστος παραγωγής κατά 350 εκ. Ευρώ!

Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα εάν αναλογιστούμε το τι πρόκειται να συμβεί σε μια σειρά από τομείς στους οποίους υποτίθεται ότι έχουμε και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα:
·    Στα τρόφιμα, αναψυκτικά και προϊόντα καπνού απαιτούνται εισροές 18% (4,2 Δις) ετησίως,
·    στα προϊόντα υφαντουργίας 34 % (2 Δις),
·    στα έπιπλα 33% (1 Δις).

Μπορεί σε πολλούς τομείς ο βαθμός ελληνικής προστιθέμενης αξίας να είναι σημαντικός, αυτό δεν σημάνει όμως ότι μπορεί και να απορροφήσει το επιπρόσθετο κόστος που συνεπάγεται η προμήθεια αγαθών από το εξωτερικό σε καθεστώς υποτιμημένης δραχμής για να συνεχιστεί η παραγωγή στα ίδια επίπεδα.

Συνεχίζοντας με το ίδιο σενάριο της υποτίμησης της νέας δραχμής κατά 50%, και με δεδομένο ότι στα τρόφιμα η ελληνική προστιθέμενη αξία είναι 39% (6,6 Δις) θα απαιτηθούν επιπρόσθετα 2,1 Δις για εισαγωγές από ΕΕ! Αντίστοιχα, στα προϊόντα υφαντουργίας η ελληνική προστιθέμενη αξία είναι 45 % (941 εκ.) και θα απαιτηθούν επιπρόσθετα 1 Δις ενώ στα έπιπλα με προστιθέμενη αξία 46% (569 εκ) θα χρειαστούμε άλλα 500 εκ. ετησίως.

Φυσικά, οι απαιτούμενες εισροές δεν περιορίζονται σε χώρες τις ΕΕ. Εάν προσθέσουμε και το κόστος εισροών από χώρες εκτός ευρωζώνης είναι προφανές ότι πολύ σύντομα δεν θα αξίζει να παράγουμε απολύτως τίποτα.

Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό;

Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι προηγούμενες περιπτώσεις εξόδου της χώρας από καθεστώτα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (Λατινική Νομισματική Ένωση και κανόνας του χρυσού) δεν συνοδεύτηκαν από αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα ενίσχυσαν την παρασιτική επιχειρηματικότητα και υπονόμευσαν το βιοτικό επίπεδο των μεσαίων και χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.

Έτσι, η  έξοδος της Ελλάδας από τον κανόνα του χρυσού τη δεκαετία του 30’ οδήγησε στη συγκρότηση μη ανταγωνιστικών (συνήθως μεταποιητικών) μονοπωλίων. Οχυρωμένες πίσω από τον προστατευτισμό του ελληνικού κράτους, μια ολόκληρη γενιά επιχειρήσεων ανδρώθηκε με κοινό χαρακτηριστικό τη συστηματική  επιδίωξη εξασφάλισης προσόδων μέσω της απόκτησης μη ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων.
Εδώ υπάρχει βέβαια και το αντεπιχείρημα ότι σε καθεστώς τελωνειακής ένωσης αυτό δεν μπορεί να συμβεί μια και δεν μπορούν να τεθούν τεχνητά εμπόδια ή ισοδύναμοι περιορισμοί στις εισαγωγές από χώρες της ΕΕ. Συμφωνούμε. Ωστόσο, έχουμε επιφυλάξεις για το πώς θα εξελιχθεί και η τελωνειακή ένωση (πιο σωστά, η συμμετοχή μας σε αυτήν) την επομένη μέρα  της αποχώρησης μας από την ευρωζώνη.

Οφείλουμε επίσης να επισημάνουμε ότι την δεκαετία του ‘30, όπως και σήμερα, η αποσύνδεση από τον κανόνα του χρυσού παρουσιάστηκε από την αριστερά σαν «φιλολαϊκή» εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, η ακρίβεια που προκάλεσε η νέο-ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς και, κυρίως, ο πληθωρισμός ροκάνισαν τις αποταμιεύσεις της μεσαίας τάξης και έβαλαν φρένο στις φιλοδοξίες  της μικρής εργατικής τάξης.

Μπρος γκρεμός και πίσω ρεύμα τότε; 

Όχι, επιλογές πάντοτε υπάρχουν. Δύσκολες επιλογές, αλλά σίγουρα επιλογές.

Όσο και να φαντάζει ανυπέρβλητη η κρίση σήμερα είναι δεδομένο ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει.

Τα πραγματικά ερωτήματα έχουν να κάνουν μόνο με τη χρονική διάρκεια της όπως και με το συνολικό κόστος που θα κληθούμε να πληρώσουμε. Πόσο φτωχότεροι θα είναι οι έλληνες στο τέλος της κρίσης; Όσο καθυστερούμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ψάχνοντας μαγικές λύσεις, τόσο το χειρότερο για όλους.

Το πρόβλημα της Ελλάδας του χθες ήταν ότι είχε καταλήξει να υιοθετήσει ένα αναπτυξιακό πρότυπο το οποίο βασιζόταν σε μια περιορισμένη παραγωγική βάση ενώ συντηρούσε ταυτόχρονα και μια μαζική καταναλωτική κοινωνία. 

Αυτό είναι ένα λάθος που δεν πρέπει να επαναλάβει η Ελλάδα του σήμερα.

Για να διορθώσει η Ελληνική οικονομία πρέπει να μεταφέρει πόρους από τους τομείς των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών στους τομείς των εμπορευσίμων αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω διαρθρωτικών αλλαγών και της προσέλκυσης ιδιωτικών επενδύσεων. 
Η σύγχυση που θα προκαλούσε μια έξοδος από το ευρώ θα αποτελούσε τροχοπέδη σε μια τέτοια προσπάθεια, θα  τροφοδοτούσε τις κεντρόφυγες τάσεις του κομματικού συστήματος και θα προσέφερε ελάχιστα στην επίλυση των  προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα. 
Πρέπει να την αποφύγουμε.

*Ο Βασίλης Αλεβιζάκος είναι πολιτικός επιστήμονας. Ο Αλέξανδρος Αποστολίδης είναι επίκουρος καθηγητής οικονομικής ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Κύπρου.  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία