H έγκυος χήρα της πολιτικής




του Δημήτρη Σκάλκου από τη Μεταρρύθμιση 

«Οι καθαρές και απλές αλήθειες είναι σπάνια καθαρές και ποτέ απλές» Όσκαρ Ουάιλντ

Οι εκλογές της 6ης Μαΐου ήταν εκλογές της άρνησης και της αγανάκτησης. Αποτέλεσαν έκφραση της, περισσότερο ή λιγότερο δικαιολογημένης, οργής των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης. Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου ήταν εκλογές του φόβου υπό τον υπαρκτό κίνδυνο της χρεοκοπίας. Όσοι πολίτες φοβήθηκαν το ενδεχόμενο χρεοκοπίας από τους χειρισμούς μιας πιθανής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκαν προς τη ΝΔ. Όσοι πάλι υποβάθμισαν την πιθανότητα χρεοκοπίας ή εκτίμησαν ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει μία εναλλακτική διέξοδο, του πρόσφεραν την ψήφο τους.


Οι επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν, θα είναι εκλογές της απογοήτευσης. Απογοήτευση που θα προέλθει από τη συνειδητοποίηση των πολιτών ότι, καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να προσφέρει λύσεις μέσω της υπέρβασης του Μνημονίου. Δυστυχώς στην προεκλογική περίοδο τα πολιτικά κόμματα ακολούθησαν τη συνηθισμένη τακτική τους και απέφυγαν να μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας. Τοποθέτησαν την κρίση στο ανύπαρκτο πλαίσιο μιας «αναθεώρησης», «επαναδιαπραγμάτευσης» ή «καταγγελίας» των δανειακών μας συμβάσεων και των υποχρεώσεων που τις συνοδεύουν. Η απόσταση των δεσμεύσεων/υποχρεώσεων της προεκλογικής περιόδου με τη μετεκλογική αναγκαστική συμμόρφωση στις επιταγές του Μνημονίου, θα δημιουργήσει εκρηκτικές καταστάσεις από-νομιμοποίησης του κομματικού συστήματος. Τούτη τη φορά, καθιστώντας τον ΣΥΡΙΖΑ αυτοδύναμη κυβέρνηση ή/και με περαιτέρω ενίσχυση των πολιτικών άκρων. Και βέβαια δεν θα υπάρχουν πολιτικές εφεδρείες οι οποίες θα πάρουν την κυβερνητική σκυτάλη.


Ο σχηματισμός της κυβέρνησης συνεργασίας αναμφίβολα αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Ωστόσο, η πολιτική συνεννόηση δεν επαρκεί για την εξασφάλιση της απαραίτητης κοινωνικής συναίνεσης. Στη βάση της ανεπαρκούς υποστήριξης των μεταρρυθμίσεων βρίσκεται η διάχυτη αβεβαιότητα για τα αποτελέσματά τους, η οποία ενισχύεται από την καχυποψία των πολιτών για τις προθέσεις του πολιτικού προσωπικού. Για την οικοδόμηση της κοινωνικής συναίνεσης απαιτούνται διεργασίες «από τα κάτω», διαβούλευση με το κοινωνικό σώμα, διαμόρφωση συν-αντίληψης με τους πολίτες. Είναι σημαντικό λοιπόν να δούμε διεξοδικά ζητήματα που άπτονται της πολιτικής οικονομίας των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή του τρόπου εφαρμογής και υλοποίησής τους. Ζητήματα όπως η ένταση και η σταδιακή εισαγωγή των μεταρρυθμίσεων, η έκταση και τα διαφορετικά πεδία δράσης των μεταρρυθμίσεων, η κατανομή του κόστους των μεταρρυθμίσεων με την αποζημίωση των «θιγόμενων», η επιτάχυνση της απόδοσής τους ώστε τα οφέλη τους να γίνουν ορατά από μεγάλες ομάδες του πληθυσμού. Απαιτείται η λεπτομερής σχεδίαση ενός «οδικού χάρτη» που θα απαντά στο βασικό έλλειμμα των μεταρρυθμιστικών πολιτικών δυνάμεων, δηλαδή τις αμφιβολίες των πολιτών για την ορθότητα των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων. Ποιες περικοπές δαπανών είναι περισσότερο αποτελεσματικές; Από ποιους τομείς και με ποιο ρυθμό ξεκινάμε τις απελευθερώσεις των αγορών; Ποιες φορολογικές μεταρρυθμίσεις είναι δημοσιονομικά περισσότερο αποτελεσματικές και προκαλούν τις μικρότερες κοινωνικές αδικίες; Και κυρίως, πώς οραματιζόμαστε την Ελλάδα της επόμενης μέρας;


Αυτό θα πρέπει θα είναι το περιεχόμενο μιας διαπραγμάτευσης στο εσωτερικό της χώρας και ο πυρήνας ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου της ελληνικής πολιτικής τάξης με τους πολίτες. Μπορούν όμως οι υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις να προσφέρουν την απαιτούμενη νέα «πολιτική αφήγηση», η οποία θα ενοποιήσει όλα τα παραπάνω σε ένα φιλόδοξο και ρεαλιστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και θα τα εντάξει σε ένα νέο εθνικό στόχο; Φοβούμαι πως όχι, καθώς τα ζητήματα τέμνουν κάθετα τους πολιτικούς σχηματισμούς και οι κουρασμένες πολιτικές ηγεσίες και τα ιδεολογικά χρεοκοπημένα πολιτικά κόμματα δεν δείχνουν ικανά να αντιστοιχίσουν τις προσδοκίες των πολιτών και τις επιταγές της οικονομικής πραγματικότητας με τα συμφέροντα των παραδοσιακών στηριγμάτων τους και τις αδιέξοδες επιλογές/δεσμεύσεις του πρόσφατου παρελθόντος τους.


Η ελληνική κοινωνία και η πολιτική της οργάνωση παραμένουν «μπλοκαρισμένες». Πρόκειται για μια κατάσταση όπου το παλαιό έχει πεθάνει και το νέο δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Μέχρι τότε η απογοήτευση και η αναστάτωση αναπόφευκτα θα μας συνοδεύουν. Κάτι που μας θυμίζει τα λόγια του ρώσου ελευθεριακού στοχαστή Αλεξάντερ Χέρτσεν: «Ο θάνατος των σημερινών μορφών κοινωνικής τάξης θα έπρεπε να χαροποιεί και όχι να προβληματίζει την ψυχή. Ωστόσο, αυτό που τρομάζει είναι ότι ο απερχόμενος κόσμος δεν αφήνει πίσω του έναν απόγονο αλλά μία έγκυο χήρα. Ανάμεσα στο θάνατο του ενός και τη γέννηση του άλλου, πολύ νερό θα κυλήσει. Μία μακρά νύχτα χάους και ερήμωσης θα περάσει».


Τούτο δεν σημαίνει ότι η νέα κυβέρνηση θα αποτελέσει αναγκαστικά μια ασήμαντη παρένθεση στην πολιτική ιστορία της χώρας. Αντίθετα, το έργο της θα είναι καθοριστικό ώστε η νύχτα να είναι όσο το δυνατό συντομότερη.

*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Το βιβλίο του «Αλήθειες για το Φιλελευθερισμό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία