Για δες ποιος μιλάει! (μονόλογοι και διάλογοι γύρω από τα ΑΕΙ)



Ο φίλος μας Γιάννης Παπαθεοδώρου υπερασπίζεται την αναθεώρηση του νόμου πλαίσιο για την Ανώτατη Παιδεία. Ας τον διαβάσουμε με προσοχή. O Γιάννης είναι πάντοτε μια νηφάλια φωνή στον πολιτικό διάλογο.

του Γιάννη Παπαθεοδώρου από την Ανανεωτική 

«Έσκασε ο Ιουλιανός και διέδοσε-
τι άλλο θα έκαμνε – πως η φωτιά ήταν βαλτή
από τους Χριστιανούς εμάς. Ας πάει να λέει.
Δεν αποδείχθηκε ∙ ας πάει να λέει.
Το ουσιώδες είναι που έσκασε».
Κ. Π. Καβάφης, Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας

1. Η επανεκκίνηση του νόμουΈνα χρόνο μετά την ψήφιση του, ο νόμος 4009/11 για την ανώτατη εκπαίδευση βρίσκεται σε μια νέα πολιτική και ακαδημαϊκή επανεκκίνηση. Η συναινετική ψήφιση των λειτουργικών αλλαγών και των βελτιωτικών τροποποιήσεων του νόμου σηματοδοτεί ασφαλώς την επιστροφή στην ομαλότητα της ακαδημαϊκής ζωής αλλά και την αποκατάσταση των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ του δημόσιου πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας. Παράλληλα, αποδεσμεύει την καθημερινότητα του Πανεπιστημίου από τις γνωστές εμμονές, απειλές και τιμωρίες, που προσιδίαζαν, ως τώρα, σε μια μάλλον αυταρχική αντίληψη με φανερό έλλειμμα δημοκρατίας. Επιβεβαιώθηκε και σε αυτή την περίπτωση, πως καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συναίνεση της ίδιας της κοινότητας, χωρίς «δημοκρατικό βάθος» στη λειτουργία των θεσμών και των προσώπων, χωρίς, δηλαδή, ένα «συμβόλαιο με εγγυήσεις», στο οποίο θα αναγνωρίζουν αμοιβαία τον εαυτό τους όλες οι συμβαλλόμενες πλευρές.

Οι αλλαγές που έγιναν, ενσωματώνοντας κομβικές θέσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας, έτσι όπως αυτές είχαν διατυπωθεί στη διάρκεια της περίφημης «διαβούλευσης», δεν αποτελούν απλώς ένα τρόπο εκτόνωσης της κρίσης ∙ αποτελούν ταυτόχρονα μια αφετηρία για να σκεφτούμε ξανά το μέλλον του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, έτσι ώστε αυτό να πάψει να είναι μέρος της κρίσης και να γίνει μέρος της λύσης των προβλημάτων της χώρας και της κοινωνίας, σε μια συγκυρία, μάλιστα, που δοκιμάζεται και η κοινωνική συνοχή και το ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας. Με πρωτοβουλία της κυβέρνησης «προγραμματικής συμφωνίας», (και με πρωταγωνιστή τη ΔΗΜΑΡ) το πανεπιστήμιο βγαίνει επιτέλους από την εποχή των άγονων αντιπαραθέσεων και εισέρχεται στην εποχή των συναινέσεων, χωρίς νικητές και νικημένους.

Για τον μη ειδικό αναγνώστη, δεν έχει νόημα η λεπτομερής απαρίθμηση των αλλαγών αυτών. (Μπορεί, προς το παρόν, να τις δει κανείς αναλυτικά εδώ :http://esos.gr/dimosia-ekpaidefsi/tritovathmia/item/29268-rythmiseis-thematon-anotaton-ekpaideytikon-idrymaton-kai-alles-diatakseis.html.) Αξίζει, ωστόσο, να συμπυκνώσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά τους σε τρείς κύριες κατηγορίες : α) αλλαγές στο σύστημα των οργάνων διακυβέρνησης β) αλλαγές σε ζητήματα ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας των οργάνωσης των σπουδών και γ) αλλαγές στις αρμοδιότητες και στα τυπικά προσόντα των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης. Και οι τρεις αλλαγές είναι σε απολύτως σωστή κατεύθυνση, στο βαθμό που α) προωθούν την αντίληψη πως όλα τα μονοπρόσωπα όργανα θα εκλέγονται από την κοινότητα, ενισχύοντας έτσι το δημοκρατικό «αυτοδιοίκητο» και την αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου β) επαναφέρουν το Τμήμα ως βασική επιστημονική, εκπαιδευτική και ακαδημαϊκή μονάδα, ενταγμένο ωστόσο σε Σχολή και γ) αναβαθμίζουν το προφίλ της εξωτερικής λογοδοσίας, εφόσον οι υποψήφιοι θα πρέπει να διαθέτουν αυξημένα προσόντα και πάντως τουλάχιστον πτυχίο ημεδαπού ή αναγνωρισμένου αλλοδαπού ΑΕΙ. Τέλος, το νομοσχέδιο επιλύει και ορισμένα τεχνικά ζητήματα άμεσης προτεραιότητας, όπως η ολοκλήρωση θητειών των μονομελών οργάνων, εφόσον με την προβλεπόμενη λήξη θητειών στις 31/8/12 που όριζε ο νόμος του 4009/11, η διοίκηση θα ήταν ανέφικτη, τόσο λόγω της εφαρμοστικής δυσλειτουργίας συγκεκριμένων διατάξεων του νόμου όσο λόγω και της (πολιτικά) οργανωμένης παρεμπόδισης της λειτουργίας των εκλογών για τα Συμβούλια Διοίκησης.

Με τις σχετικές ρυθμίσεις που ψήφισε η Βουλή, τα πανεπιστήμια μπορούν (και πρέπει) από το φθινόπωρο να είναι ανοιχτά, ολοκληρώνοντας την εφαρμογή του νόμου, παράλληλα με το σχεδιασμό ενός νέου «ακαδημαϊκού χάρτη». Αναφέρομαι στο «σχέδιο Αθηνά», ή αλλιώς στον «Καλλικράτη για τα πανεπιστήμια», όπως συνηθίσαμε να λέμε. Στους αμέσως επόμενους μήνες, το πανεπιστήμιο καλείται να σκεφτεί, να συζητήσει και κυρίως να σχεδιάσει γεωπολιτικά, οικονομικά και επιστημονικά το μέλλον του, προσπαθώντας να απαντήσει στις προκλήσεις της κρίσης αλλά και στη μακροπρόθεσμη επένδυση των ελλήνων πολιτών στην παιδεία. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι σαφές πως κάθε Ίδρυμα, κάθε Σχολή και κάθε Τμήμα πρέπει, την επόμενη τριετία, να αναστοχαστεί τη λειτουργία του με άξονα τη μακροπρόθεσμη επένδυση στις ιδέες, στη γνώση και στην έρευνα με πολλαπλά κριτήρια : την αυτονομία του πανεπιστημίου, τις διοικητικές υπερδομές, την επιστημολογική συνάφεια των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, την εργασιακή ικανοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του, τους «πόλους αριστείας» και τις «οικονομίες κλίμακας» που ενισχύουν την ανάπτυξη της χώρας. Το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά ως προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί μετά από ένα μακρύ χρονικό διάστημα ενοχοποίησης και απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστημίου, για πρώτη φορά, αποκαθιστά μια ισόρροπη σχέση μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας, ως στοιχειώδη και απαραίτητη προϋπόθεση της δημόσιας επένδυσης στο «κεφάλαιο της γνώσης».

2. Οι μονόλογοι του «ρηχού μεταρρυθμισμού»Είπα προηγουμένως πως αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία δεν έχει νικητές και νικημένους. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν είχε αντιδράσεις, τις οποίες πρέπει να εξετάσουμε ∙ όχι τόσο για το αν βρήκαν πραγματικό έδαφος στην ίδια την πανεπιστημιακή κοινότητα – δεν βρήκαν - αλλά κυρίως για την πολιτική ρητορική και πρακτική τους. Αν ήθελε κανείς να ταξινομήσει τις ομάδες που αντέδρασαν στις αλλαγές θα διαπιστώσει πως ανήκουν σε τρεις κατηγορίες : α) σε ομάδες πανεπιστημιακών που τάχθηκαν πέρυσι υπέρ του νόμου 4009/11 με δημόσιες τοποθετήσεις τους και παρεμβάσεις τους β) σε δημοσιογραφικούς κύκλους που προέβαλαν τη «μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου» ως πρότυπο συναινετικής μεταρρύθμισης και γ) σε πολιτικές ομάδες και κόμματα που συγκροτούν το μέτωπο του «όχι σε όλα». Η τρίτη κατηγορία είναι εύκολα ερμηνεύσιμη, καθώς στο όνομα της επίπλαστης συμμαχίας των «αντιμνημονιακών δυνάμεων» έχει κηρύξει τον πόλεμο απέναντι σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία αυτής της κυβέρνησης. Προφανώς εδώ τη μερίδα του λέοντος την έχει η μείζων αντιπολίτευση : ο ΣΥΡΙΖΑ, που, μολονότι στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων αποτίμησε θετικά πολλές από τις αλλαγές, στο τέλος επέλεξε τη γραμμή της «κατάργησης του νόμου», με τη βροντερή δήλωση : «Ούτε κι αυτός θα περάσει». (Αποτελεί ωστόσο έκπληξη το γεγονός ότι ορισμένοι πανεπιστημιακοί του ΣΥΡΙΖΑ που δεν συντάχθηκαν με την επίσημη γραμμή της «κατάργησης του νόμου», επέλεξαν φέτος το καλοκαίρι τη «σώφρονα σιωπή».)

Εντελώς ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί, επίσης, και η περίπτωση της ενδοπασοκικής ανταρσίας των έξι βουλευτών, που σε μια «άσκηση ετοιμότητας» ενόψει ενδεχόμενων νέων κομματικών σχηματισμών, αποφάσισαν να «αδειάσουν» τον Ευ. Βενιζέλο στο πρώτο νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Η ολική επαναφορά του ενδοπασοκικού «όχι» περιελάμβανε την αμήχανη επανεμφάνιση του Γιώργου Παπανδρέου, τις άθλιες κορώνες του Λοβέρδου, τις ενστάσεις του Χρυσοχοίδη, την αφύπνιση Ραγκούση, τον διδακτισμό του Μόσιαλου κλπ. Το πράσινο αντάρτικο συμπληρώθηκε από τις εξωκοινοβουλευτικές κραυγές της κ. Διαμαντοπούλου, που, χάνοντας την ψυχραιμία της, έκανε λόγο για «ύβρη στη Δημοκρατία» και για «παρωχημένες (δήθεν προοδευτικές) κομματικές δυνάμεις», αφήνοντας «σαφείς υπαινιγμούς για τη ΔΗΜΑΡ», όπως έγραψαν οι εφημερίδες.


Είναι θετικό για την κ. Διαμαντοπούλου ότι, έστω και αργά, έστω και αρνητικά, έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία για τις δημοκρατικές αρχές της πολιτείας ∙ τις είχε ξεχάσει, πάντως, στη σύνταξη του νόμου αλλά και, αργότερα, όταν εξέφραζε τις απαράδεκτες μεταπολιτικές απόψεις της περί «κυβερνήσεων των αρίστων». Κι είναι πραγματικά κρίμα, που δεν είχε βρει το χρόνο να μελετήσει πιο προσεκτικά τις θέσεις της ΔΗΜΑΡ για το νόμο 4009/11, προτιμώντας να «διαβουλεύεται» σε γεύματα και δείπνα με πανεπιστημιακούς, που εξέφραζαν τις προσωπικές τους απόψεις, ερήμην του πανεπιστημίου αλλά και των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Αν το είχε κάνει, θα διαπίστωνε ότι η ΔΗΜΑΡ είχε επισημάνει έγκαιρα πως ο νόμος υιοθετούσε ένα «ολιγαρχικό μοντέλο», που θα δημιουργούσε πλήθος προβλημάτων. Ένα χρόνο μετά, η Βουλή κλήθηκε να αντιμετωπίσει ακριβώς αυτά τα αδιέξοδα που δημιούργησαν εκείνες οι εμμονές, οι ιδεοληψίες και οι τραγελαφικές αντισυνταγματικές διατάξεις. (Ο επαρκής αναγνώστης ίσως θυμάται τι έγραφε τότε στην έκθεση της η νομοτεχνική επιτροπή της Βουλής). Ας αφήσουμε λοιπόν κατά μέρος τη Δημοκρατία και τη ΔΗΜΑΡ. «Ύβρις» είναι ο χαμένος χρόνος του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, που εγκλωβίστηκε στο «αδιοίκητο» παιχνίδι των ευφάνταστων οπαδών και παρατρεχάμενων της «μεταρρύθμισης Διαμαντοπούλου».

Πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και βουλευτές, λοιπόν, βάλθηκαν να μας πείσουν πως το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι η απαρέγκλιτη τήρηση όλων των ανεφάρμοστων ή προβληματικών ρυθμίσεων του νόμου 4009/11, γιατί αυτός αποτελεί δήθεν τη μόνη πραγματική «μεταρρύθμιση», η οποία πρέπει να τηρηθεί με θρησκευτική ευλάβεια. Μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε ορισμένους κοινούς τόπους αυτών των ομάδων, ακριβώς επειδή στη δημόσια σφαίρα συστήνονται ως «οι υγιείς δυνάμεις» της κοινωνίας, διεκδικώντας, μάλιστα, την αποκλειστική «σφραγίδα της μεταρρύθμισης». Στο πλαίσιο αυτού του αυτοπροσδιορισμού, λοιπόν, ακούσαμε για άλλη μια φορά το λόγο περί «συντεχνιών», καθώς και τις κατηγορίες για κατεστημένες συμπεριφορές και νοοτροπίες των μελών ΔΕΠ, για πελατειακά συστήματα και εξαρτήσεις, για «οιωνεί μεταρρυθμιστές», και βέβαια για τις βαριές ευθύνες που έχει η ΔΗΜΑΡ στην πρόταση των αλλαγών. (Αφήνω κατά μέρος τη σκιαμαχία με τους πρυτάνεις, καθώς το φάντασμά τους έχει εξελιχτεί πλέον σε έναν «αστικό μύθο», που διεγείρει την cult φαντασία των «μεταρρυθμιστών» ∙ η αλήθεια είναι πως κι εγώ, καμιά φορά, διαβάζοντας τα άρθρα του Τάκη Θεοδωρόπουλου στα ΝΕΑ, μπερδεύω τον Τσακ Νόρις με τον Τριαντάφυλλο Αλμπάνη και τον Γιάννη Μυλόπουλο. Αλλά θα φταίει μάλλον η γοητεία της πένας του λογοτέχνη).

Μας ενδιαφέρει, λοιπόν, η ρητορική αυτού του «ρηχού μεταρρυθμισμού» για τρεις κυρίως λόγους : α) για την αναλυτική αξία της προσέγγισης των προβλημάτων των ΑΕΙ β) για το ιδεολογικό πρόσημο της μεταρρύθμισης και γ) για τις πολιτικές συγκλίσεις και συμμαχίες του ευρύτερου «μεταρρυθμιστικού τόξου». Ως προς το πρώτο επίπεδο, τα πράγματα είναι απλά. Ο «ρηχός μεταρρυθμισμός» αποδίδει μονοσήμαντα τα προβλήματα των ΑΕΙ στο πελατειακό σύστημα, ως εάν το πανεπιστήμιο να ήταν ένα άθροισμα από συμφέροντα, προνόμια και σκάνδαλα, που προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από τις δομές του «αυτοδιοίκητου». Καμία αναφορά δεν γίνεται για τις πολιτειακές εγγυήσεις της λειτουργίας του πανεπιστημίου, για τις ελλείψεις του σε ανθρώπινο δυναμικό, για την αδυναμία ανανέωσής του, για τη δραστική μείωση των προϋπολογισμών του, για τη συρρίκνωση της προνοιακής του πολιτικής προς τη φοιτητική μέριμνα και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες των άπορων φοιτητών, για τα πτωχευμένα και «κουρεμένα» αποθεματικά, για την κατάργηση του θεσμού των συμβασιούχων βάσει ΠΔ 407/80 (που, σε πολλές περιπτώσεις, κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες των μαθημάτων), για το «πάγωμα» των προκηρύξεων νέων θέσεων, για το «πάγωμα» των προσλήψεων και των διορισμών των ήδη εκλεγμένων, για την επαχθή θέση των υπηρετούντων μελών ΔΕΠ που ζουν και διδάσκουν με άθλιους μισθούς μέσα σε άθλιες συνθήκες υποδομών. Στο παράλληλο σύμπαν του «ρηχού μεταρρυθμισμού», αρκεί ένας δεκάρικος λόγος περί συντεχνιών για να ξεμπερδέψει κανείς με μια σύνθετη πραγματικότητα. Γενικεύσεις, απλουστεύσεις, στερεότυπα ∙ αν αυτά είναι τα εργαλεία της ανάλυσης, τότε μάλλον θα πρέπει να αναρωτηθούμε για τη διανοητική επάρκεια των απολογητών της «μεταρρύθμισης Διαμαντοπούλου». Φτάνουν, αυτές οι αναλύσεις, άραγε, για να μετατρέψουν τα θύματα σε θύτες, μολονότι οι πανεπιστημιακοί έχουν από καιρό αποδεχτεί το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί ; Ποιος θα μιλήσει επιτέλους για την πλήρη εξάρτηση του δημόσιου πανεπιστημίου από το Υπουργείο ; Και ποιος θα «αξιολογήσει» πόσο έχει κοστίσει η εγκατάλειψη του ελληνικού πανεπιστημίου από το Υπουργείο Παιδείας σε βάθος χρόνου ;

Οι πελατειακές σχέσεις δεν εξηγούν τα πάντα, γιατί δεν είναι απλώς μια μερικευμένη προσέγγιση ∙ είναι μια βολική προσέγγιση με στόχο την περαιτέρω απαξίωση του πανεπιστημίου. Τα πράγματα, ωστόσο, είναι λίγο διαφορετικά. Από την αρχή της κρίσης, κανένας άλλος τομέας του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος δεν συνεχίζει να προσφέρει υψηλού επιπέδου έργο (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία και τη βασική έρευνα), με 50/% μείωση του προϋπολογισμού του, με συνεχείς μειώσεις μισθού του ανθρώπινου δυναμικού της και με δραματικές ελλείψεις στις λειτουργικές ανάγκες του. Κανένας άλλος τομέας του ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος δεν έχει στοχοποιηθεί τόσο πολύ με λαϊκιστικές επιθέσεις περί «τεμπέληδων και διεφθαρμένων που πρέπει να κάψουν κι άλλο λίπος», συνεχίζοντας την απρόσκοπτη λειτουργία του ∙ κανένας άλλος τομέας του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος δεν βρέθηκε ως πειραματόζωο στο εργαστήρι πολιτικών προϊστάμενων που, θέλοντας να αυξήσουν το προσωπικό πολιτικό τους κεφάλαιο, αποφάσισαν να «αλλάξουν το DNA» της λειτουργίας του πανεπιστημίου» (βλ. παλαιότερες δηλώσεις Διαμαντοπούλου). Ο βιολογισμός της μεταφοράς για τη «μεταρρύθμιση» είναι ενδεικτικός και για την αντίληψη και για τις προθέσεις.

Μας ενδιαφέρει, όμως, και το ιδεολογικό πρόσημο αυτού του λόγου. Αν ο λαϊκισμός στηρίζεται κυρίως στην «κολακεία της μάζας», τότε η ρητορική που συνόδευσε τη «μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου» και των παρατρεχάμενών της είναι ένα πραγματικό μνημείο λαϊκιστικού λόγου : η διαρκής επίκληση στην «κοινωνία» προκειμένου να στιγματιστούν οι συλλογικές άμυνες του πανεπιστημίου, η δημόσια κατακραυγή της πανεπιστημιακής ελίτ από τα ΜΜΕ και ο φόβος απέναντι στη δημοκρατία του «αυτοδιοίκητου» είναι οι πιο χαρακτηριστικές πτυχές του αντιδραστικού λόγου που έχουμε (υπερ)καταναλώσει, εδώ και δύο χρόνια (με αφετηρία τη «συνάντηση των Δελφών»). Ως αντιστάθμισμα, προβλήθηκε ένας νέος «τεχνοκρατικός μεσσιανισμός των αρίστων», που δήθεν θα θεράπευε όλες τις παθογένειες επιτρέποντας την «είσοδο της κοινωνίας στον έλεγχο των πανεπιστημίων» μέσω των Συμβουλίων Διοίκησης, τα οποία θα αναλάμβαναν να εγκαθιδρύσουν όχι τη συμμετοχή της συνδρομής, της χορηγίας και της υποβοήθησης του πανεπιστημιακού έργου αλλά κυρίως το βλέμμα της επιτήρησης και της τιμωρίας. Οι αντιλήψεις αυτές εγγράφονται σαφώς στην ιδεολογία του «αντιδραστικού εκσυγχρονισμού» : πρόκειται για ένα ανεκδιήγητο μείγμα μεταπολιτικών και νεοφιλελεύθερων απόψεων, που φανερώνουν ελλειμματική επαφή με την πραγματικότητα του πανεπιστημίου αλλά και με την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, την οποία υποτίθεται πως επικαλούνται οι φορείς του «ρηχού μεταρρυθμισμού». Με το πρόσχημα, μάλιστα, του αντιλαϊκισμού, (καταγγελία «πελατειακών δικτύων» και ευνοιοκρατίας), υιοθετείται η πιο σύγχρονη μορφή λαϊκισμού, που ακμάζει σε καιρούς κρίσης : «ο αντιλαϊκιστικός λαϊκισμός», η απευθείας, δήθεν, και αδιαμεσολάβητη επαφή των «μεταρρυθμιστών» με την κοινωνία, που θέλει την αλλαγή, την ώρα που οι συντεχνίες την εμποδίζουν. (Όλοι θυμόμαστε τον περίφημο «διάλογο με την κοινωνία», που μόνο ορισμένοι «πρόθυμοι» μεταρρυθμιστές ήταν σε θέση να κατανοήσουν.)

Αυτό το τελευταίο σημείο θέλει ιδιαίτερη ανάλυση. Ακριβώς επειδή, ο «αντιδραστικός εκσυγχρονισμός» επενδύει σε λύσεις που υπερβαίνουν το υπάρχον πολιτικό σύστημα στις ευρύτερες εκδοχές του (τα κόμματα, τα εκλεγμένα όργανα του Πανεπιστημίου, ενίοτε και την ίδια τη Βουλή ή τις εκλογές) για αυτό και ο αντιλαϊκιστικός του λόγος συναντάται – και μάλιστα, διασταυρώνεται οργανικά - με το αντιδημοκρατικό οπλοστάσιο «των άκρων». Δεν είναι τυχαίο ότι η περσινή συζήτηση για το πανεπιστήμιο κατέληξε στη Βουλή να γίνει μια συζήτηση για το «άσυλο» προκειμένου να εκμαιευτεί η πολυπόθητη συναίνεση των 4/5 ∙ προκειμένου, δηλαδή, να υπερψηφιστεί το νομοσχέδιο και από το ΛΑΟΣ. Ο «αντιδραστικός εκσυγχρονισμός», κήρυκας του αντιπολιτικού φαντασιακού μιας αριστοκρατικής διακυβέρνησης (και στα πανεπιστήμια) μπορεί πιο εύκολα να συναντηθεί με το ΛΑΟΣ παρά με τη ΔΗΜΑΡ, ακριβώς επειδή αυτή μέσα από αυτή τη συνάντηση μπορεί να εκφραστεί και η «ακροδεξιά της μεταρρύθμισης».

Με δεδομένο αυτό τον ιδεολογικό προσανατολισμό του «ρηχού μεταρρυθμισμού», ποιες μπορεί να είναι οι μελλοντικές συγκλίσεις ενός πραγματικά «μεταρρυθμιστικού τόξου» ; Από τη σκοπιά που αναλύονται εδώ τα πράγματα, η απάντηση είναι αυτονόητη : «Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου», που ‘λεγε κι ο Σεφέρης. Η μεταρρύθμιση δεν είναι μια «στιγμή» είναι μια ανοιχτή διαδικασία. Όσοι ως τώρα υποστήριξαν ότι ο νόμος 4009/11 είχε ως υποχρεωτικό έμβλημα τη «μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου» δεν έχουν καταλάβει δυστυχώς την ίδια την «ανοιχτή» έννοια της μεταρρύθμισης (ανάμεσά τους και πολλοί σύντροφοι από το περιοδικό «Μεταρρύθμιση» που μονοδιάστατα και μονότονα προέβαλαν, εδώ και καιρό, τις απόψεις του «αντιδραστικού εκσυγχρονισμού»). Πολύ φοβάμαι πως πολλοί φίλοι (και σίγουρα περισσότεροι αντίπαλοι) δεν έχουν καταλάβει την πολιτική τοποθέτηση της ίδιας της ΔΗΜΑΡ μέσα στο «μεταρρυθμιστικό τόξο» ∙ το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν είναι μια δύναμη αφομοιώσιμη μέσα στο σύστημα των μνημονιακών προσαρμογών - επειδή δεν δέχεται άκριτα όλες τις «μεταρρυθμίσεις» - αλλά ούτε και μια δύναμη καταγγελίας αφομοιώσιμη μέσα στο σύστημα των αντιμνημονιακών πολιτικών, - επειδή δεν δέχεται υποχρεωτικά όλες τις καταγγελίες της μεταρρύθμισης. Το απέδειξε έμπρακτα άλλωστε με το λόγο της, όταν δεν ψήφισε επί της αρχής το νόμο για τα ΑΕΙ αλλά υπερψήφισε πολλά άρθρα του, όταν διακήρυξε πως είναι υπέρ της εφαρμογής του νόμου αλλά θα είναι παρούσα σε κάθε φάση της βελτίωσης του, και όταν, τέλος, έφερε τις δικές της προτάσεις πρόσφατα στη Βουλή, επιτυγχάνοντας τη λειτουργική επανεκκίνησή του.

Ας το ξαναπούμε μια φορά ακόμη. Η ΔΗΜΑΡ είναι μια αυτοδύναμη πολιτική δύναμη που επιμένει στη δημιουργία ενός «τρίτου πόλου» της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, με μια διαφορετική προσέγγιση στην έννοια της μεταρρύθμισης : ευρεία νομιμοποίηση στον κοινωνικό διάλογο, συναινετικές λύσεις αποδεκτές από την κοινότητα, περισσότερη δημοκρατία. Μέχρι τώρα, η «μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου» ήταν στον αντίποδα αυτών των αρχών ∙ το ίδιο και οι δυνάμεις που τη στήριξαν. Η πολιτική σημασία του πειράματος είναι σημαντική, γιατί είναι βέβαιο πώς μέσα από αυτή θα γεννηθούν οι νέες πολιτικές ταυτότητες της μεταρρύθμισης. (Και πάλι για τον επαρκή αναγνώστη, υπενθυμίζω πως το προοίμιο της αποχώρησης της τότε «Ανανεωτικής Πτέρυγας» από τον ΣΥΡΙΖΑ δημιουργήθηκε με αφορμή το Πανεπιστήμιο, και εκτιμώ ότι ήδη το ρήγμα που δημιουργήθηκε στο ΠΑΣΟΚ, με αφορμή το Πανεπιστήμιο, θα βαθύνει). Έχει επομένως τεράστια σημασία, αν οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις (όσες απέμειναν στον τόπο) θα συνταχθούν με την πλευρά της ΔΗΜΑΡ ή θα επιλέξουν την πλευρά του «ρηχού μεταρρυθμισμού» και του «αντιδραστικού εκσυγχρονισμού», δηλαδή την επικίνδυνη δεξιά πλευρά ενός υπόρρητου λαϊκισμού με αντιλαϊκιστική φρασεολογία. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η τελευταία περίπτωση, δεν πρέπει και δεν μπορεί να αφορά τη ΔΗΜΑΡ.

Η υπερψήφιση του πρώτου νομοσχεδίου της κυβέρνησης δηλώνει ταυτόχρονα και το βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής μας : εμείς ενδιαφερόμαστε ουσιαστικά για την ενδυνάμωση του δημόσιου πανεπιστημίου με συγκεκριμένες προτάσεις που υποβάλουμε και όχι με την άρνηση κάθε αλλαγής σε ένα σύστημα που πάσχει. Μένει να γίνουν πολλά προκειμένου να φτάσουμε σε μια πραγματική «μεταρρύθμιση» του Πανεπιστημίου. Αλλά είπαμε : η μεταρρύθμιση είναι μια διαδικασία και όχι μια στιγμή. Στην κατεύθυνση αυτή, θα είμαστε ως πανεπιστημιακοί και ως μέλη της ΔΗΜΑΡ, διαρκώς παρόντες και παρούσες. Το θέμα είναι να έχουμε αποφασίσει με ποιες συμμαχίες προχωράμε. Κι αυτό δεν είναι πια καθόλου αυτονόητο, όχι μόνο λόγω πολιτικών διαφορών και λόγω αντίληψης για την πραγματικότητα, αλλά ενίοτε και λόγω ύφους/ήθους. Άλλωστε, η δημόσια αρθρογραφία που συνόδευσε ως τώρα - υποστηρικτικά και στην ακεραιότητά του - το «νόμο Διαμαντοπούλου», κατέδειξε συχνά πως «εκτός από τη μεταρρύθμιση, υπάρχει και η γελοιότητα», για να παραφράσω ένα παλιό γκράφιτι των Εξαρχείων («εκτός από τον καπιταλισμό, υπάρχει και η μοναξιά»).

3. Το στοίχημα των ΑΕΙΑν η «πολιτική είναι η διαχείριση συμβόλων», έχει τεράστια σημασία, πως ένα χρόνο μετά τη «μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου», κανείς πλέον δεν ασχολείται στα σοβαρά με όλους αυτούς που ακόμη παράγουν «μεταρρυθμιστικό θόρυβο» υπέρ του νόμου 4009/11. Ωστόσο αυτό δεν αφορά την ουσία της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το πραγματικό στοίχημα του ελληνικού πανεπιστημίου είναι αλλού. Η σύγχρονη ανάπτυξη του «κεφαλαίου της γνώσης» είναι ένας συνδυασμός επαρκούς χρηματοδότησης, δημοκρατικής διακυβέρνησης και παραγωγικής εργασίας με κίνητρα, στο χώρο του δημόσιου πανεπιστημίου. Το άλλοθι της κρίσης δεν μπορεί να γίνει άλλοθι για τον ακρωτηριασμό της μελλοντικής ανάπτυξης της χώρας, μέσω των δημοσιονομικών περικοπών για την παιδεία. Η σημερινή δικαιολογία ότι επιλύουμε τις δημοσιονομικές πιέσεις της κρίσης μέσω της συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου παιδείας και έρευνας μπορεί να γίνει ο αυριανός εφιάλτης για τη ζωή σε μια χώρα χωρίς επιστήμονες, χωρίς τεχνικούς, χωρίς καλλιτέχνες, χωρίς δασκάλους.

Αν θέλουμε να σκεφτούμε σοβαρά για όλα αυτά, θα πρέπει να συναρτήσουμε την ποιότητα της εκπαίδευσης με το ρυθμό ανάπτυξης της χώρας, μέσα από στοχευμένες επαγγελματικές λύσεις και διαδρομές, μέσα από ένα συνδυασμό αυταξίας της γνώσης και καινοτόμων πρακτικών, μέσα από νέες παιδαγωγικές μεθόδους που θα «επιστρέφουν» και θα ανακεφαλαιώνουν το θεμελιακό αξιακό περιεχόμενο της δημοκρατικής εκπαίδευσης στην κοινωνία, στους θεσμούς, στην οργάνωση των επιχειρήσεων. Η αποτελεσματική διακυβέρνηση της εκπαίδευσης πρέπει να εμπεριέχει και το αντίστοιχο υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης απέναντι στην ίδια τη δημοκρατία.

Η πρόσφατη συναινετική υπερψήφιση των «ρυθμίσεων» γύρω από τον 4009/11 αποτελεί σίγουρα μια γενναία πράξη αποκατάστασης της δημοκρατικής τάξης στα πανεπιστήμια. Αλλά αυτό δεν φτάνει. Το Πανεπιστήμιο πρέπει τώρα, σε συνθήκες ηρεμίας, να αναστοχαστεί τον εαυτό του και να απαντήσει στην κρίση με το δικό του αυτοδύναμο «ακαδημαϊκό σχέδιο ανάπτυξης». Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Γιατί η ανάπτυξη της χώρας εξαρτάται από το σήμερα και το αύριο του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου. Κι ακριβώς για αυτό το λόγο, το πανεπιστήμιο ακόμη περιμένει τη μεταρρύθμιση που του αξίζει.

----

Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου διδάσκει
Νεοελληνική Φιλολογία στο Παν/μιο Ιωαννίνων.
Είναι μέλος της ΕΕ της ΔΗΜΑΡ

Σχόλια

  1. Μια μόνο ένσταση στο εισαγωγικό σου σημείωμα Λεωνίδα:
    Τα γραφόμενα στο κείμενο του Γιάννη Παπαθεοδώρου δεν είναι αυτά που θα ανέμενε κανείς από μια ¨νηφάλια φωνή¨. Περισσεύουν οι βαρείς χαρακτηρισμοί εναντίον πολλών καλοπροαίρετων (τουλάχιστον).
    Αυτό και μόνο αρκεί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια χαρα ειναι η αναλυση.Ειδικοτερα τονιζω οτι εχει καθυστερησει επι tουλαχιστον μια δεκαετια το εξης:
    "....σχεδιασμό ενός νέου «ακαδημαϊκού χάρτη». Αναφέρομαι στο «σχέδιο Αθηνά», ή αλλιώς στον «Καλλικράτη για τα πανεπιστήμια», ..... Στους αμέσως επόμενους μήνες, το πανεπιστήμιο καλείται να σκεφτεί, να συζητήσει και κυρίως να σχεδιάσει γεωπολιτικά, οικονομικά και επιστημονικά το μέλλον του, προσπαθώντας να απαντήσει στις προκλήσεις της κρίσης αλλά και στη μακροπρόθεσμη επένδυση των ελλήνων πολιτών στην παιδεία. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι σαφές πως κάθε Ίδρυμα, κάθε Σχολή και κάθε Τμήμα πρέπει, την επόμενη τριετία, να αναστοχαστεί τη λειτουργία του με άξονα τη μακροπρόθεσμη επένδυση στις ιδέες, στη γνώση και στην έρευνα με πολλαπλά κριτήρια : την αυτονομία του πανεπιστημίου, τις διοικητικές υπερδομές, την επιστημολογική συνάφεια των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, την εργασιακή ικανοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του, τους «πόλους αριστείας» και τις «οικονομίες κλίμακας» που ενισχύουν την ανάπτυξη της χώρας. "

    Τα σημαντικοτερα ομως τα ξεχασε ο συντακτης και διδασκων στο Πανεπιστημιο.Συνοπτικα :
    1. Χωρις σοβαρη μεταρρυθμιση στην α'βαθμια και β'βαθμια εκπαιδευση,ωστε οι αποφοιτοι λυκειου να εχουν μαθει να μαθαινουν (λ.χ. κατι σαν επικαιροποιημενο συστημα Παπανουτσου) με αυστηρη πλην δικαια βαθμολογια που να ακολουθει την κανονικη κατανομη τοσο στις εξετασεις γυμνασιου και λυκειου οσο και στις εισαγωγικες εξετασεις, σωστο και σοβαρο Πανεπιστημιο δεν προκυπτει
    2. Η βελτιστη εκπαιδευση αναλογα με τις δεξιοτητες/προσπαθεια/επιδοσεις και οχι η υψηλοτερης σταθμης δηθεν για τους περισσοτερους αποφοιτους λυκειου.
    3. Σοβαρη αναβαθμιση των τεχνικων λυκειων και των ανωτερων τεχνικων και επαγγελματικων σχολων
    4.Καταργηση/συγχωνευση πολλων ΤΕΙ και ΑΕΙ με συναφη υλη ή με σημαντικη επικαλυψη υλης απο ΑΕΙ
    5. Δραστικη μειωση των σχολων, των θεσεων εισαγομενων ανα σχολη στις ηδη απο δεκαετια κορεσμενες κατευθυνσεις (μηχανιικοι, ιατροι, νομικη,...)με παραλληλη αναβαθμιση του περιεχομενου των σπουδων.

    Παντως αρκετοι καθηγητες ας αποχαιρετησουν με αξιοπρεπεια, τα μεγαλα παρτυ που χαθηκαν και στα οποια συμμετειχαν, για πολλα χρονια.

    Παρ΄ολα αυτα ειναι απο τα πλεον τιμια, νηφαλια και αναλυτικα κειμενα που εχω διαβασει για το θεμα αυτο, χωρις αριστερο λαικισμο, συνδικαλιστικη υστερια και δηθεν "πεφωτισμενο" λαικιζοντα αυταρχισμο.

    Αφωτιστος Φιλελλην

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία