Η μεταρρύθμιση και το βαθύ κράτος



του Θανάση Μαχιά

Τους τελευταίους μήνες είμαστε μάρτυρες μιας ολοένα αυξανόμενης δυστοκίας της κυβέρνησης να προχωρήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, παρά την εμφανή αντίθετη πρόθεση και διάθεσή της. Στη διαπίστωση αυτή θα πρέπει να προσθέσουμε τους ανορθολογισμούς και τις στρεβλώσεις που πυκνώνουν και υπονομεύουν τις επιχειρούμενες αλλαγές. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης είναι πιστεύω αναγκαίο να δούμε και να περιγράψουμε καθαρά την ύπαρξη ενός κεντρικού πολιτικού προβλήματος. Το πρόβλημα του βαθέως κράτους και ο ανταγωνισμός του με τους παραγωγικούς φορείς του Δημοσίου.

Το πρόβλημα αυτό συμπυκνώνει όλες τις προσπάθειες αντιμεταρρύθμισης, ανορθολογικών αποφάσεων και σχεδιασμών. Υποκαθιστά τις αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις που απαιτούνται σε όλους τους τομείς, με οριζόντιους πελατειακούς τεμαχισμούς που υπονομεύουν τις αλλαγές. Αναπαράγει και διευκολύνει, την αυτονόμηση των κυβερνητικών παραγόντων από τις πολιτικές επιλογές των κομμάτων, αλλά και την αυτονόμηση τμημάτων των ίδιων των κομμάτων στην προώθηση της προσωπικής τους άποψης.


Η κόκκινη κλωστή που διαπερνά τη σημερινή κατάσταση είναι ότι το βαθύ κράτος αισθάνεται να απειλείται. Προσπαθεί να αποφύγει τον ουσιαστικό μετασχηματισμό του, αναδεικνυόμενο ως το κύριο πρόβλημα της αντιμεταρρύθμισης στον κρατικό μηχανισμό. Οι κρατικοί μηχανισμοί αντί να συρρικνωθούν, αντίθετα αναπτύσσονται, παίρνουν αρμοδιότητες που δεν τους ανήκουν, πολλαπλασιάζουν τη γραφειοκρατία για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους και τέλος επιτίθενται στους παραγωγικούς φορείς που εποπτεύουν, ώστε να αντληθεί από αυτούς η οποιαδήποτε συρρίκνωση του κράτους, να αντλήσουν πόρους, και τελικά οι ίδιοι να μείνουν αλώβητοι. Η αντίδρασή του αυτή γίνεται (και θα γίνεται) ολοένα και ισχυρότερη όσο το βαθύ κράτος αισθάνεται ότι τα ψέματα τελειώνουν και ότι η μεταρρύθμιση είναι αδήριτη ανάγκη που δεν θα μπορέσει να την αποφύγει.

Με αυτή την υπόθεση εργασίας, μπορούμε να ερμηνεύσουμε όσα συμβαίνουν (ή δεν συμβαίνουν) σε διάφορους τομείς του Δημοσίου. Εδώ θα χρησιμοποιήσω σαν παράδειγμα το χώρο της παιδείας και έρευνας, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: αφενός δεν συνδέεται άμεσα με «μνημονιακές επιταγές», αφετέρου οι αλλαγές εκεί είχαν δρομολογηθεί από την αρχή της κρίσης.

Το πολλά εξαγγελλόμενο σχέδιο ΑΘΗΝΑ για την αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων είναι πλέον φανερό ότι έχει καταλήξει σε φιάσκο. Η εξυπηρέτηση πελατειακών σχέσεων, οι ανορθολογισμοί, η απουσία κριτηρίων και οργανωμένου σχεδίου, οδήγησαν την ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ να ζητούν την άμεση απόσυρσή του και την ΔΗΜΑΡ να το καταψηφίζει. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και ο νόμος ρητά αναφέρει την αναγκαιότητα γνώμης από την «Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση» (ΑΔΙΠ), το υπουργείο παρανομώντας δεν την ζήτησε, κατασκευάζοντας το σχέδιο με «υπηρεσιακούς παράγοντες». Η θεσμική πρόβλεψη της ΑΔΙΠ, είναι απολύτως σωστή, δεδομένου ότι ουσιαστικά απαιτεί μια αντικειμενική, διαφανή, τεχνοκρατική αποτύπωση της κατάστασης και του σχεδιασμού, από μια ανεξάρτητη δημόσια αρχή. Πάνω σε αυτόν τον σχεδιασμό θα πρέπει (προφανώς) να γίνονται πολιτικές παρεμβάσεις, με βάση τις επιλογές που κάνει κάθε κυβέρνηση. Η ΑΔΙΠ υποκαταστάθηκε από το βαθύ κράτος, με γνωστά πλέον αποτελέσματα.

Στον χώρο της έρευνας τα πράγματα είναι πιο εμφανή. Ο χώρος αυτός είναι ο μόνος ίσως που αξιολογείται ανά πενταετία τα τελευταία 20 χρόνια και μάλιστα από διεθνείς επιτροπές. Όλες οι αξιολογήσεις συμφωνούν μονότονα σε δύο πράγματα: (α) πλέκουν το εγκώμιο για το επιτελούμενο έργο των Ερευνητικών Κέντρων που χαρακτηρίζεται «ανταγωνιστικό και διεθνών προδιαγραφών», και (β) επισημαίνουν και εντοπίζουν ως κύριο πρόβλημα και εμπόδιο, την Δημόσια Διοίκηση, τόσο όσον αφορά την οργάνωση και τη ευελιξία της, όσο και την υποχρηματοδότησή της (από το 1 δις που φαίνεται να κατευθύνεται στην έρευνα μόλις τα 55 εκατ. φτάνουν στα ερευνητικά κέντρα). Σε πείσμα όλων αυτών των αξιολογήσεων, υπάρχει μια συνεχής αναδιάρθρωση των Ερευνητικών Κέντρων, που παρενοχλούν και υπονομεύουν την εύρυθμη λειτουργία τους, ενώ το «προβληματικό» κομμάτι παραμένει αλώβητο. Αν και τα Ερευνητικά Κέντρα «αναδιαρθρώθηκαν» μόλις τον Φεβρουάριο του 2012, η αναδιάρθρωση των αναδιαρθρωμένων συνεχίζεται με την καινοφανή διεθνώς μετατροπή ολόκληρου του τομέα της έρευνας σε Ιδιωτικού Δικαίου.

Τα ίδια σημάδια μπορούμε να διακρίνουμε και στις άλλες βαθμίδες εκπαίδευσης. Το λιγότερο που θα περίμενε κανείς σήμερα στην πρωτοβάθμια και μέση εκπαίδευση, θα ήταν μια διαρκής προσπάθεια αξιοποίησης και εξορθολογισμού του υπάρχοντος προσωπικού, με προτεραιότητα την επιστροφή των αποσπασμένων καθηγητών και δασκάλων από το βαθύ κράτος στην ενεργό υπηρεσία, στα παραγωγικά κύτταρα της εκπαίδευσης στα σχολεία (και την αντικατάστασή τους με άλλους που πλεονάζουν σε άλλα υπουργεία). Αντ’ αυτού, το βασικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των ελλείψεων φαίνεται να είναι η αύξηση ωρών διδασκαλίας στα σχολεία και η «επιβάρυνση» των παραγωγικών κυττάρων του υπουργείου (το αν ενδεχομένως θα πρέπει να συμβεί και αυτό είναι μια άλλη συζήτηση).

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι οι κυβερνητικοί παράγοντες που συντάσσονται και υπερασπίζονται αυτούς τους ανορθολογισμούς είναι σε πλήρη διάσταση με τις πολιτικές των κομμάτων που τους υπέδειξαν.

Νομίζω ότι τα προβλήματα της παιδείας και της έρευνας οφείλονται σε τρεις βασικές επιλογές της κυβερνητικής πολιτικής για τη δημόσια διοίκηση, οι οποίες είναι κατά τη γνώμη μου λανθασμένες.

1. Το πρώτο λάθος είναι ότι έχει προκριθεί μια «συντεχνιακή» κατανομή της μεταρρύθμισης και των αναδιαρθρώσεων ανά υπουργείο, δηλ. οι όποιες αλλαγές, αναδιαρθρώσεις και οικονομίες επιχειρείται να οργανωθούν εντός του κάθε υπουργείου. Αυτό, εκτός του ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας, διευκολύνει την ανάδειξη των συντεχνιακών συμφερόντων και την οργάνωση της «άμυνας» των επιμέρους κλάδων του βαθέως κράτους. Επιπλέον, συχνά μετατρέπει το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης σε διεκπεραιωτή αποφάσεων που λαμβάνονται αλλού.

2. Το δεύτερο λάθος είναι η τοποθέτηση σε πολλές επιτελικές θέσεις (υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί – ειδικοί γραμματείς) ανθρώπων που δεν αποτελούν πρώτης γραμμής πολιτικά στελέχη. Η τακτική αυτή συνάδει με την επιθυμία «να αποταθούμε σε τεχνοκράτες». Μια τακτική που ακολούθησαν κυρίως το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, για σωστούς λόγους σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, που όμως τώρα γυρνούν ως μπούμερανγκ μπροστά τους. Τα μέλη της κυβέρνησης, ιδίως όταν δεν διαθέτουν ισχυρή πολιτική άποψη, εγκλωβίζονται – είτε από ιδεοληψίες, είτε από πελατειακά συμφέροντα, είτε και κυρίως από τις «υπηρεσιακές» επεξεργασίες της ίδιας της δημόσιας διοίκησης, που στην ουσία υπηρετούν τα συντεχνιακά συμφέροντα και το βαθύ κράτος. Το προαναφερθέν παράδειγμα του σχεδίου ΑΘΗΝΑ, όπου η διοίκηση υποκατέστησε την ΑΔΙΠ, εξυπηρετώντας και ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενη τις πελατειακές ανάγκες των πολιτικών τους προϊσταμένων, είναι χαρακτηριστικό.

3. Το τρίτο λάθος είναι η απουσία των συνδικαλιστικών φορέων από τη συζήτηση για το σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων. Προφανώς, για την απουσία αυτή ευθύνονται κυρίως οι ίδιοι οι συνδικαλιστές: η μέχρι σήμερα δράση – και η πρόσφατη άρνησή τους να συνεργαστούν με τις όποιες προσπάθειες εξυγίανσης – έχει οδηγήσει στην απαξίωσή και την ανυποληψία τους. Όμως, η συλλήβδην αντιμετώπιση των προτάσεων των «συνδικαλιστών» ως ύποπτες συντεχνιασμού (ακόμη και όταν δεν είναι ασύμβατες με το δημόσιο συμφέρον) τροφοδοτεί την άρνηση συμμετοχής στο διάλογο και τελικά τον ίδιο τον συντεχνιασμό – ενώ επίσης στερεί από τις μεταρρυθμίσεις τις αναγκαίες εκείνες παρεμβάσεις που θα μετέτρεπαν τους «οριζόντιους» τεμαχισμούς σε χειρουργικές επεμβάσεις.

Έχω την ισχυρή εντύπωση ότι τα παραπάνω προβλήματα σχετίζονται και ερμηνεύουν το φαινόμενο των «μεγάλων» κυβερνητικών σχημάτων. Πιθανότατα δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι κατά καιρούς προσπάθειες για μικρότερα κυβερνητικά σχήματα, γρήγορα παλινδρομούν σε όλο και μεγαλύτερα. Η απουσία αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, η άρνησή της να εκτελεί πολιτικές επιλογές που δεν είναι της αρεσκείας της, οδηγούν στην «ανάγκη» τοποθέτησης πολλών πολιτικών προϊσταμένων σε κάθε επίπεδο με στόχο να παρακαμφθεί το πρόβλημα. Η εκ βάθρων μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης είναι επομένως άμεσης προτεραιότητας.

Όλα τα παραπάνω ενισχύουν και οδηγούν την αυτονόμηση κυβερνητικών παραγόντων από τις πολιτικές επιλογές των κομμάτων, αλλά και την αυτονόμηση τμημάτων των ίδιων των κομμάτων στην προώθηση της προσωπικής τους άποψης.

Η προώθηση της μεταρρύθμισης απαιτεί την τοποθέτηση πολιτικών στελεχών από τα κόμματα, με αποστολή όχι απλά να συνυπάρξουν εκεί, αλλά κυρίως να προωθήσουν προγραμματικές συμφωνίες με στόχο μεταρρυθμίσεις σε κάθε τομέα.

Θανάσης Μαχιάς

Σχόλια

  1. Υπάρχουν ενδείξεις οτι "πρώτης γραμμής πολιτικά στελέχη" είναι κατάλληλα για "επιτελικές θέσεις (υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί – ειδικοί γραμματείς)"; Υπαρχουν παραδείγματα (όχι εξαιρέσεις);

    Τα συνδικάτα (unions) βεβαίως και απέχουν από μετταρυθμισεις. Είναι άλλος ο ρόλος τους. Να προστατεύουν τα "δικαιώματα" των συντεχνιών.
    Επαγγελματικές η επιστημονικές ενώσεις
    (professional associations) πρέπει και μπορούν να συμμετέχουν. Υπάρχουν όμως (πραγματικές) ενώσεις στο Φραουλιστάν;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία