Η σοσιαλδημοκρατία των διανοουμένων


Να τον ακούτε το σοφό Κ. Σοφούλη. Αν οι 15,20, 50 διανοούμενοι που ετοιμάζονται να προβούν στο νέο σοσιαλδημοκρατικό διάβημα δεν μιλήσουν στη γλώσσα του πλήθους, αλλά στη σπάνια κορεάτικη διάλεκτο τη γνωστή και ως "γιαμαμότο", τότε καλύτερα να πάνε για μπάνια. Αν δε μιλήσουν για δουλειά, ασφάλεια, φορολογία και κράτος αληθινού δικαίου καλύτερα να σιωπήσουν για πάντα. (by leo)

Κωνσταντίνος Σοφούλης από τη Μεταρρύθμιση

Πολλοί είχαν κατακεραυνώσει τον Μαχάϊσκη όταν στις αρχές του περασμένου αιώνα είχε υποστηρίξει οτι οι διανοούμενοι αποτελούσαν απλώς μια ξεχωριστή κοινωνική ομάδα που επιδίωκε να υποκαταστήσει την αστική τάξη στην άσκηση της εξουσίας χρησιμοποιώντας την επαναστατική ιδεολογία ως εργαλείο για την στράτευση του προλεταριάτου στους δικούς της σκοπούς. Τελικός σκοπός τους ήταν να εκμεταλλευτούν τους εργαζόμενους προς ίδιον όφελος. Ίσως για να αποφύγει αυτή την τρομερή αλήθεια, ο Πεσεχόνοφ την ίδια περίπου εποχή, αποτασσόταν την ιδέα οτι οι τάχα κάθε είδους «αξιωματούχοι», δηλαδή η κοινωνική ελίτ θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία των διανοουμένων. Δεν διευκρίνιζε, όμως, αν αυτή η ένταξη έπρεπε να αποκλείεται πριν οι ελίτ αποτελέσουν μέρος της δομής της εξουσίας ενός σοσιαλιστικού κράτους, ή αφού συμβεί αυτή η αλλαγή. Η διάκριση είναι σημερα αναγκαία όταν πρακτικά γίνεται αντιληπτό, ότι στον υπαρκτό σοσιαλισμό αυτομάτως προέκυψαν κυβερνώσες ελίτ, πράγμα που ήταν δύσκολο να προβλεφθεί την εποχή της ευφορίας των σοσιαλιστικών προσδοκιών πρίν ο σοσιαλισμός γίνει «υπαρκτός». Αυτές οι κυβερνώσες ελίτ αποτελούσαν στη πλειονότητά τους την «τάξη» των διανοουμένων της εποχής του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δεν κατέλαβαν οι διανοούμενοι την εξουσία αλλά περιέργως αυτοί που την κατέλαβαν έκατσαν εξ ορισμού στις καρέκλες των διανοουμένων. Η ίδια αυτή τάξη στήριξε την πορεία προς τον σταλινισμό και, παρ’ ότι βαλλόμενη ενίοτε από την κομματική ελίτ, υπήρξε πιστός υπηρέτης του. Με αυτή την εξέλιξή της έγινε συναυτουργός της μετάλλαξης του σοσιαλιστικού κράτους σε κόκκινο ολοκληρωτισμό που στο τέλος αποτέλεσε την βασική αιτία για την πλήρη ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος.

Ιδέες και προβληματισμοί σαν του Μαχάϊσκη και του Πεσεχόνοφ αναπτύσσονταν , βέβαια, σε μια εποχή όπου το ζήτημα της ιντελιγκέντσιας σε σχέση με την σοσιαλιστική προοπτική ήταν ζέον υπό το καθεστώς της διαπίστωσης ότι οι σοσιαλιστές και σοσιαλίζοντες διανοούμενοι ήταν στην συντριπτική πλειονότητά τους αστοί. Πράγμα φυσικό για την εποχή εκείνη, επειδή η μόρφωση ήταν σχεδόν αποκλειστικό προνόμια των ανώτερων τάξεων, αλλά επίφοβο για την εξέλιξη του σοσιαλισμού που στηρίζονταν την προοπτική της δικτατορίας του προλεταριάτου. Τι σόι δικτατορία του προλεταριάτου θα ήταν αυτή, όταν η αφρόκρεμά της απαρτίζονταν από αστούς; Σήμερα, υπάρχει τέτοιο ζήτημα; Υπάρχει πρόβλημα, δηλαδή, αν ο δημοκρατικός σοσιαλισμός εκπροσωπείται από διανοούμενους που ιδεολογικά αποτελούν οργανικό στοιχείο της άρχουσας τάξης; Και, αλήθεια, ποια είναι σήμερα η άρχουσα τάξη;

Η απάντηση είναι προφανώς ‘όχι’, επειδή, απλούστατα, ο σύγχρονος δημοκρατικός σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι ταξικός αφού αντίστοιχα η κοινωνία μας έχει γίνει τόσο πλουραλιστική και κατακερματισμένη, ώστε το ζεύγμα αστός-προλετάριος μόνο ως παρωχημένη παραδοξολογία μπορεί να εκφραστεί. Υπάρχει όμως άλλο σοβαρό πρόβλημα με την ιντελιγκέντσια του χώρου. Σε προηγούμενο άρθρο μου είχα μιλήσει, φοβισμένος από ό,τι παρατηρούσα γύρω μου, ότι διάγουμε μια περίοδο όπου η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να προσλαβαίνεται με ριζική διαφορετικό τρόπο από τους δύο πόλους της σύγχρονης πολιτικής συγκρότησης: Το εκλογικό σώμα και την καθοδηγούσα ή ηγεμονεύουσα ιντελιγκέντσια. Μιλούσα για μια «σοσιαλδημοκρατία ως κόλπο» 
 δηλαδή μια σοσιαλδημοκρατική πλατφόρμα που χρειάζεται συνεχώς να «μεταφράζεται» από τους διανοούμενος στην απλουστευτική γλώσσα του λαϊκισμού προκειμένου να επικοινωνήσουν εκείνοι αποτελεσματικά (για λογαριασμό ποιού άραγε;) με το εκλογικό σώμα. Μια τέτοια παραφρασμένη και στην ουσία δίγλωσση πολιτική συναλλαγή, υποστήριζα, αναπόφευκτα οδηγεί σε διευρυμένη αναπαραγωγή και διαιώνιση ενός ανεξέλεγκτου λαϊκισμού. Ενός λαϊκισμού που προφανώς έχει πληρώσει ακριβά η σοσιαλδημοκρατική Ιδέα. Οι εξελίξεις, δυστυχώς, ενισχύουν τους φόβους μας. Δες τε πως εξελίσσεται ο πολιτικός λόγος στην εποχή της κρίσης. Σχεδόν στο 100% του αποτελείται από αντιστίξεις ταξιμάτων και αφορισμών που ισοπεδώνουν τη πολύπλοκη κρίση σε μονοδιάστατο εισοδηματικό ζήτημα και μόνο. Μιλάμε για κόκκινες γραμμές στη δημοσιονομική διαχείριση, για επώδυνα μέτρα που είναι ευτυχώς προσωρινά και για υποσχέσεις ότι σύντομα θα δούμε το φώς σε ένα τούνελ που ελάχιστοι στο εκλογικό σώμα έχουν καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Μέσα σε μια τέτοια ύποπτη απλούστευση της πραγματικότητας, πού μπορεί να υπάρξει διακριτός ιδεολογικός χώρος στον πολιτικό διάλογο πέρα από υποσχέσεις του τύπου «εγώ θα σε πονέσω λιγότερο αν με αφήσεις να σε κυβερνήσω» επειδή εγώ είμαι πιο πονόψυχος από τον εκ δεξιών μου πολιτικό ανταγωνιστή; Με τέτοιους όρους πώς μπορεί να αναπτυχθεί ένας ειλικρινής διάλογος για την σοσιαλδημοκρατία στη χώρα μας; Πώς μπορεί να γίνει κατανοητό ότι ο δημοκρατικός σοσιαλισμός επαγγέλλεται ένα βελτιωμένο είδος κοινωνίας, μια άλλη κοινωνία στο κάτω-κάτω της γραφής;

Αυτό το διάστημα έχουμε μια ενδιαφέρουσα πύκνωση των διεργασιών για συνενόηση ανάμεσα σε διάφορες ομάδες που αυτοχαρακτηρίζονται ή ετεροπροσδιορίζονται ως σοσιαλδημοκρατικές. Ακόμη και το πρόσφατο στραβοπάτημα της ΔΗΜΑΡ έχει αναφορές σε μια τέτοια προοπτική εν τέλει. Το γεγονός ευχάριστο καθεαυτό και αναμενόμενο σε μια εποχή που πρέπει να επανσυντεθεί το καταρρέον πολιτικό σύστημα. Πρόκειται, όμως, κατά κανόνα για ομάδες σχεδόν ακρεφνών διανοουμένων. Παρακάτω, δηλαδή στο εκλογικό σώμα, ο διάλογος έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Καλό, ή κακό; Ανησυχητικό, θα έλεγα και θα προσπαθήσω να εξηγήσω που στηρίζεται η ανησυχία μου.

Σε κάποια ομιλία του, ο Χόμπσμπωμ είχε παρατηρήσει ότι ενώ στην εποχή της ακμής των σοσιαλιστικών κινήσεων κυκλοφορούσαν πληθώρα μανιφέστα (έργο κυρίως διανοουμένων) πίσω από τα οποία στοιχίζονταν συλλογικές δράσεις, στις μέρες μας, δηλαδή σε συνθήκες κατακερματισμένης και χαοτικής κοινωνίας τα μανιφέστα είναι απλές ευκαιρίες για τα μίντια και συνήθως δεν αντιπροσωπεύουν αξιόλογες συλλογικές δράσεις. Ακόμη και οι λαϊκές συνάξεις, προσθέτω εγώ, γίνονται χάριν της τηλεθέασης και για να αναδείξουν ευκαιρίες για διάφορους περιπλανώμενους και φιλόδοξους διανοούμενος να «ερμηνεύσουν» την φωνή του λαού μέσα από την τηλεόραση. Η ασυμμετρία λόγου και πράξης είναι τόσο φανερή ώστε καταντάει γελοία. Που οφείλεται όμως;

Η γνώμη μου είναι ότι οφείλεται και απεικονίζει την απόσταση ανάμεσα στον οργανωμένο μιντιακό λόγο της ιντελιγκέντσιας και στον ασύντακτο και ψυχαναλυτικό λόγο του «πλήθους» όσο και αν ο Νέγκρι προσπαθεί να αναδείξει αυτό το τελευταίο σε νέο «πολιτικό υποκείμενο». Το υποκείμενο ακόμη και στην περίπτωση αυτή είναι πάλι ο εκφραστικός διανοούμενος που στην ουσία χρησιμοποιεί ως αντικείμενο προς εκμετάλλευση τον ακατέργαστο καημό (ή και τις ψευδαισθήσεις) του πλήθους. Το πλήθος παραμένει πάντα ένα απλό αντικείμενο προς εκμετάλλευση. Σε ένα τέτοιο σκηνικό μεταρρυθμιστική πράξη δεν εμφανίζεται. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τον κόσμο και όλοι συναγωνίζονται πως θα εκφράσουν μια συντηρητική υστερία που καλεί τα πράγματα να επιστρέψουν στις περασμένες ευχάριστες καταστάσεις που η κρίση ανέτρεψε.

Ποιος άλλος παρά οι διανοούμενοι και μάλιστα οι οργανικοί και οι δημόσιοι φέρουν την ευθύνη για αυτή την κοινωνική και πολιτική απάτη; Η εικόνα των διανοουμένων που προστρέχουν πότε στο σύνταγμα των οργισμένων και πότε στην πλατεία Ταχρίρ αναζητώντας ρόλο, τι άλλο είναι παρά μια οπορτουνιστική έξαρση στην συνεχή αναζήτηση εξουσίας. Εξουσίας δικής τους. Όχι κάποιου «λαού» ή κάποιας κοινωνικής τάξης.

Θα μπορούσε να είναι αλλιώς τα πράγματα; Ασφαλώς και θα μπορούσε. Αρκεί οι διανοούμενοι εγκαίρως και όχι απλώς επικαίρως (sic) να κατεβούν σε ένα συνεχή, ανοιχτό, διαφωτιστικό και δυναμικό διάλογο μέσα στα στέκια του κοινού πολίτη. Όχι στις πολτώδεις συνάξεις του «πλήθους». Μήτε στα μιντιακά παράθυρα του προδιατιμημένου χρόνου ομιλίας. Αντέχουν σε μια τέτοια δοκιμασία; Τότε ας τολμήσουν να εμφανιστούν σε μια καφετέρια και να κουβεντιάσουν (όχι να βγάλουν λόγο από το πάλκο) με την πελατεία της.

Και για να μη πολυλογώ, σε ένα θέλω να καταλήξω. Η σοσιαλδημοκρατία έχει τους διανοουμένους της και στη χώρα μας. Το βλέπουμε στα πολυάριθμα κλαμπ και δεξαμενές σκέψης όπου συχνάζουν αυτοχειροκροτούμενοι. Ας αφήσουν λοιπόν αυτούς τους κρυστάλλινους πύργους τους και ας κατέβουν στην αγορά. Με συγκεκριμένη αποστολή: Να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο πως κατανοεί την σοσιαλδημοκρατία ο απλώς πολίτης και πως μπορεί να την εξηγήσει ο «μορφωμένος» συμπολίτης του. Κάποτε λέγαμε ότι όσοι είναι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ τόσα είναι τα διαφορετικά «ΠΑΣΟΚ» που κυκλοφορούν στην πολιτική αγορά. Τα αποτελέσματα αυτής της γραφικής κατάστασης τα είδαμε. Σήμερα είναι ορατός ο κίνδυνος να έχουμε το ίδιο φαινόμενα με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Ας προσέξουμε!
Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία