Μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας: «Όχι», ανοικτά ερωτήματα και αποσιωπήσεις


του Βασίλη Μπογιατζή* από την Ελευθεροτυπία

Η απόρριψη του ιταλικού τελεσίγραφου από τον Ι. Μεταξά, κωδικοποιημένη στο «Όχι», και σήμερα ακόμη προκαλεί αντιπαραθέσεις: είπε (ή γιατί είπε) το «Όχι» ο Μεταξάς; Μια «κεντροδεξιά» ερμηνεία, στηριγμένη στη ρήξη του Μεταξά με τους κατ’ αυτή δήθεν ομοϊδεάτες του, βρήκε στο «Όχι» τον αντιφασισμό του. Μια αντίστοιχη «κεντροαριστερή» διακήρυξε ότι «το Όχι το είπε ο Λαός» εξαναγκάζοντας τον δικτάτορα να εκφράσει παρά τη θέλησή του τον λαϊκό αντιφασισμό.

Απαντήσεις καθορισμένες από τη μεταπολεμική απαξίωση του φασισμού μάλλον επιβάλλουν πολυπλοκότερη θέαση της εποχής. Δύο στοιχεία αυτής της πολυπλοκότητας αναφέρονται εδώ. Πρώτον, ότι η σημασία του φιλοβρετανικού προσανατολισμού της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δεν πρέπει να υπερτονίζεται στην ερμηνεία του «Όχι». είναι γνωστή, τονίζει ο Mark Mazower στη Σκοτεινή Ήπειρο, η άποψη Βρετανών πολιτικών, όπως οι Τσώρτσιλ και Τσάμπερλαιν, για το ασύμβατο μεσογειακών λαών – δημοκρατίας. Συνεπώς, η συμμαχία με τη Βρετανία δεν καθιστούσε αυτομάτως κάποιον αντιφασίστα. Εξάλλου, ο Γιώργος Σεφέρης που λόγω θέσης κάτι παραπάνω γνώριζε, έγραφε στο Χειρόγραφο Σεπ. ’41 ότι οι άνθρωποι του (φασιστικού κατ’ αυτόν) καθεστώτος δεν αναφέρονταν καν σε πόλεμο εναντίον του Άξονα, αλλά εναντίον ή της Ιταλίας ή των ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Δεύτερον, ότι ο ιταλικός φασισμός ήταν ένα μόνο είδος του φασιστικού
γένους. Η ναζιστική Γερμανία ήταν ένα άλλο, και εύκολα τεκμηριώνονται σχέσεις και συγγένειες της δικτατορίας με αυτή. Και δεν εννοούμε μόνο επιτελικά στελέχη δεδηλωμένου φιλοναζιστικού προσανατολισμού όπως ο συνομιλητής του Γκαίμπελς Κώστας Κοτζιάς, ο εκλεγείς με την καραμανλική ΕΡΕ Κωνσταντίνος Μανιαδάκης που συμμετείχε, όπως αναφέρει ο Mogens Pelt, στα σεμινάρια της Gestapo με στόχο την καταστολή του κομμουνισμού, ή η Σίτσα Καραϊσκάκη που μετέφερε στην Ελλάδα τεχνογνωσία από τη θητεία της στο ναζιστικό Υπουργείο Προπαγάνδας. Ούτε καθεστωτικούς διανοουμένους, όπως ο Ευάγγελος Κυριάκης, μεταφραστής του Ναζί Otto Dietrich, ή τους υμνητές ποικίλων όψεων του εθνικοσοσιαλισμού Αχιλλέα Κύρου, Δημήτριο Βεζανή, Δημοσθένη Στεφανίδη, Ηλία Κυριακόπουλο και Ευάγγελο Λεμπέση. Ούτε την ΕΟΝ και τη ρητορική της εθνικής αναγέννησης/παλιγγένεσης.


Αλλά, τις στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο καθεστώτων στην
αλληλεξάρτησή τους με πολιτικούς υπολογισμούς, όπως τις περιγράφει ο Mogens Pelt στο Tobacco, Arms and Politics (1998). Επρόκειτο για συνάρτηση πολλών μεταβλητών: οι ανταγωνισμοί Γερμανίας – Βρετανίας, Γερμανίας – Σοβιετικής Ένωσης, Ιταλίας – Βρετανίας και Ιταλίας – Γερμανίας για τα Βαλκάνια, που οδήγησαν στην εγκεκριμένη από τον Χίτλερ θέση ότι πλέον συμφέρουσα για το Ράϊχ ήταν η ελληνική ουδετερότητα (χωρίς να αποκλείεται η ελληνική συμμαχία με τον Άξονα), η ελληνική ανησυχία για τις απορριπτόμενες από τους Γερμανούς ιταλικές αξιώσεις που αφενός εγγράφονταν στις ενδοφασιστικές διενέξεις, αφετέρου ωθούσαν το καθεστώς να εξασφαλίσει αυτάρκεια στην πολεμική προετοιμασία. Και τέλος, την έλλειψη ρευστότητας αμφοτέρων των μερών, η οποία δυσχέραινε την πραγμάτωση των εξοπλιστικών τους προγραμμάτων.

Η συνισταμένη βρέθηκε στη σχεδόν αποκλειστική υποστήριξη του ελληνικού προγράμματος από τη γερμανική πολεμική βιομηχανία στο πλαίσιο των οικονομικών «συμφωνιών συμψηφισμού» (clearings): οργανικά ενταγμένη στο ναζιστικό Τετραετές Πλάνο και τη θεωρία του Εκτεταμένου Οικονομικού Χώρου, αφορούσε στην παράδοση οπλισμού και παροχή τεχνογνωσίας στην ελληνική πολεμική βιομηχανία. Έτσι, εταιρείες συνδεδεμένες με την παραγωγή πυρομαχικών, όπως το «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο-Καλυκοποιείο» του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη και η «Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» της οικογένειας Κανελλόπουλου, ο γόνος της οποίας Αλέξανδρος ήταν κυβερνητικός επίτροπος της ΕΟΝ, ενισχύθηκαν περαιτέρω. Ο Μποδοσάκης κατέστη κεντρικός πυλώνας του ελληνικού εξοπλιστικού προγράμματος και του γερμανικού σχεδίου για μια Ελλάδα πλατφόρμα εξαγωγής γερμανικών όπλων από όπου θα εισέρρεαν στα ταμεία του Ράϊχ –και τα ελληνικά– σκληρό νόμισμα και χρυσός: η πώληση όπλων από τον Μποδοσάκη στους αντιπάλους του ισπανικού Εμφυλίου με έγκριση Μεταξά και σιωπηρή συγκατάθεση Γκέρινγκ αποτέλεσε μόνο μία όψη αυτών των διασταυρούμενων επιδιώξεων. 

Όταν λοιπόν, ο Μεταξάς επιζήτησε προστασία από την ιταλική επιθετικότητα διέθετε βάσιμα επιχειρήματα, πέραν της ιδεολογικής συμπάθειας την οποία ο Γκαίμπελς δεν αμφισβητούσε, η γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα επικύρωνε και ο Αμερικανός πρεσβευτής Mac Veagh βεβαίωνε, παρατηρώντας ανήσυχος την ενίσχυση του Μεταξά μετά το 1938. Στο «Όχι», συνεπώς, δεν συνέβαλαν μόνο πατριωτικές έγνοιες ούτε βέβαια ο αντιφασισμός, αφού αυτό δεν συνεπαγόταν ιδεολογικές εκπτώσεις, αλλαγή της φυσιογνωμίας του καθεστώτος ή συρρίκνωση του μελλοντικού του ορίζοντα. Σε αυτό το συμπέρασμα συντείνουν δύο στοιχεία: πρώτον, ότι και μετά την κήρυξη του Πολέμου συνεχίζονταν οι επαφές με τη ναζιστική Γερμανία προκειμένου να παρέμβει στην ελληνοϊταλική σύγκρουση. δεύτερον, η απογοήτευση Μεταξά για την αδικαιολόγητη στάση των Χίτλερ-Μουσολίνι έναντι της Ελλάδας, μολονότι πληρούσε τις φασιστικές προδιαγραφές.

Ωστόσο, ο πειρασμός να διερευνηθεί η «απώλεια» αυτής της πολυπλοκότητας παραμένει. Χωρίς πρόθεση οριστικής απάντησης και με ανοικτό το ερώτημα της ευρύτερης υποστήριξης των διανοουμένων στον Μεταξά συγκριτικά με τον Ε. Βενιζέλο, παρατηρείται ότι η πίστωση του «Όχι» στον «Αρχηγό» εντοπίζεται ήδη στην εποχή της δικτατορίας και του Πολέμου. Εκεί βρίσκει κανείς και τους οργανωτές της προπαγάνδας Αρίστο Καμπάνη και Θεολόγο Νικολούδη, προϊστάμενο του Σεφέρη, και τη μεταγενέστερα στρατευμένη στην Αριστερά Ρίτα Μπούμη-Παππά, σύζυγο του Ανδρέα Παππά, τακτικού αρθρογράφου στο μεταξικό Το Νέον Κράτος. Στο ποίημά της «28η Οκτωβρίου 1940» η Μπούμη-Παππά συμπύκνωνε ιδανικά τη σχετική σύλληψη: «“Όχι!” φωνάζει ο Αρχηγός σαν Αθηναίος αρχαίος/ και τ’ “Όχι” από το στόμα του ταρπάξανε δρομαίοι/ οι άνεμοι οι ελληνικοί παντού να το κηρύξουν/ και σε μια ώρα η Ελλάς σύμπασα φώναξε ΄ΟΧΙ». Ανάλογης έμπνευσης ήταν το κείμενο του Μάρκου Αυγέρη, μετέπειτα στελέχους των ΕΑΜ/ΚΚΕ, στο περιοδικό της ΕΟΝ Νεολαία με τίτλο «Εσωτερικός διάλογος. “Να ο λαός σου”».

Πολλοί διανοούμενοι δήλωσαν παρόντες στην «Πνευματική Επιστράτευση», σε πλαίσιο καθορισμένο από τη δικτατορία και με άξονες κοντινούς στις αναζητήσεις τους. Στο «Ανώτατον Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον της Πνευματικής Επιστρατεύσεως» συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Κωστής Μπαστιάς, Αχιλλέας Κύρου, Νίκος Κιτσίκης, πρόεδρος του ΤΕΕ επί Βενιζέλου, πρύτανης του ΕΜΠ επί Μεταξά και μεταπολεμικά βουλευτής της ΕΔΑ. στα «Μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής επί κεφαλής τομέων» ο Γιώργος Σεφέρης, ο κορπορατιστής βενιζελικός Λέων Μακκάς, ο θεολόγος Νικόλαος
Λούβαρις, εξέχον μέλος των δοσιλογικών κυβερνήσεων, ο Παντελής Πρεβελάκης και η Σοφία Γεδεών. Στις υπό την εποπτεία τους περιοδείες/ομιλίες εντοπίζει κανείς επίλεκτα μέλη της συντηρητικής διανόησης και όχι μόνο: Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Στίλπων Κυριακίδης, Θρασύβουλος Βλησίδης που το 1943 τυγχάνει υπότροφος της ναζιστικής Γερμανίας, ο Νικόλαος Λούρος, ο Νικόλαος Εξαρχόπουλος, ο Αλέξανδρος Τσιριντάνης της εμφυλιακής «Χριστιανικής Ένωσης Επιστημόνων». Επίσης, τους Ιωάννη Κακριδή, Κωνσταντίνο Δημαρά με ομιλία για «Το νόημα της Ελευθερίας», τον Άγγελο Σικελιανό για «Το βαθύτερο νόημα της Πνευματικής Επιστρατεύσεως», τον Φαίδωνα Κουκουλέ σχετικά με το «Διατί ενικήσαμεν και διατί θα νικήσωμεν». Αν μη τι άλλο, η ιστορία της συγκρότησης του «Όχι» δεν υπολείπεται σε ενδιαφέρον εκείνης της
ρήσης του.

*Ο Βασίλης Μπογιατζής είναι δρ. ΕΜΠ/ΕΚΠΑ και συγγραφέας της μελέτης Μετέωρος Μοντερνισμός: Τεχνολογία, Ιδεολογία της Επιστήμης και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (1922-1940), εκδ. Ευρασία 2012__

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία