Πώς πεθαίνουν τα κόμματα


Στάθης Καλύβας από το 2012 στην Καθημερινή
Η μελέτη των κομματικών συστημάτων έχει αναδείξει την ιστορική διάρκεια και αντοχή στον χρόνο των «καθιερωμένων» πολιτικών κομμάτων (γνωστή και ως «υπόθεση Rokkan») ως ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά τους. Η μακρόχρονη σχέση που αναπτύσσουν με τους ψηφοφόρους τους, εξασφαλίζει στα κόμματα αυτά μια εντυπωσιακή προσαρμοστικότητα που τους επιτρέπει να επιβιώνουν μέσα από δυσχέρειες και κρίσεις. Ετσι εξηγείται η εντυπωσιακή σταθερότητα των κομματικών συστημάτων και γι' αυτό ο «θάνατος» των μεγάλων κομμάτων αποτελεί εξαίρεση. Μια τέτοια υπήρξε η καθίζηση της ιταλικής Χριστιανοδημοκρατίας το 1994.
Προφανώς, ο εκλογικός καταποντισμός του ΠΑΣΟΚ, που προσθέτει μια νέα περίπτωση στον κατάλογο αυτό, συνδέεται στενά με την κρίση. Ομως, η συγκριτική εμπειρία δείχνει πως δεν αρκεί μια οικονομική κρίση, όσο βαθιά και να είναι, για να διαλύσει ένα μεγάλο κόμμα και να αποδιοργανώσει ολόκληρο το κομματικό σύστημα μιας χώρας. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, για παράδειγμα, συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στις ΗΠΑ παρότι απέτυχε να διαχειριστεί το κραχ του 1929. Πώς γίνεται λοιπόν τα περισσότερα κόμματα που διαχειρίζονται επώδυνες οικονομικές κρίσεις να επιβιώνουν, ενώ κάποια απ' αυτά εξαφανίζονται;
Απάντηση στο ερώτημα αυτό προσφέρει η μελέτη των κομματικών συστημάτων της Λατινικής Αμερικής, όπου την τελευταία εικοσιπενταετία εξαφανίστηκε το ένα έκτο των καθιερωμένων πολιτικών κομμάτων. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις, διαλύθηκαν ολόκληρα κομματικά συστήματα. Την περίοδο 1958-1993 τα δύο μεγάλα παραδοσιακά κόμματα της Βενεζουέλας, AD και COPEI, συσσώρευσαν κατά μέσο όρο το 78% των ψήφων, ενώ το 1998 κατάφεραν να κερδίσουν μόλις το 3,2%. Αντίστοιχα στη Βολιβία, τα τρία παραδοσιακά κόμματα συγκέντρωναν το 67% των ψήφων ώς το 2002, οπότε περιορίστηκαν στο 3,4%. Πρόσφατες μελέτες φωτίζουν την εξέλιξη αυτή.
Μια ερμηνεία της κατάρρευσης των κομματικών συστημάτων στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία, επικεντρώνεται στα σκάνδαλα στα οποία ενεπλάκησαν τα παραδοσιακά κόμματα των δύο αυτών χωρών, προκαλώντας μια πρωτοφανή αποστασιοποίηση των ψηφοφόρων τους. Κάπως έτσι ήρθε και το τέλος των Χριστιανοδημοκρατών στην Ιταλία. Αλλες ερμηνείες εδράζονται στην κρίση αντιπροσώπευσης που προκάλεσε η σύμπλευση των δύο μεγάλων κομμάτων και η σύγκλιση της ιδεολογίας τους, με αποτέλεσμα τη γενίκευση της αίσθησης πως δεν διέφεραν μεταξύ τους. Τα σκάνδαλα, όμως, δεν είναι σπάνια ακόμη και σε προηγμένες δημοκρατίες, ενώ η σύγκλιση κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων αποτελεί γενική τάση.
Η πιο πειστική ερμηνεία βασίζεται στην ψυχολογική ανάγνωση της σχέσης ψηφοφόρων και κομμάτων, σύμφωνα με την οποία, τα κόμματα αναπτύσσουν μια «εταιρική ταυτότητα» την οποία ενστερνίζονται οι ψηφοφόροι, όπως ακριβώς οι οπαδοί ταυτίζονται με τις ποδοσφαιρικές ομάδες που υποστηρίζουν. Οι περισσότεροι ψηφοφόροι «κληρονομούν» την κομματική τους ταυτότητα από τους γονείς τους και δεν εγκαταλείπουν το κόμμα τους μόνο και μόνο επειδή έκανε λάθη. Γι' αυτό και οι εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων παραμένουν σταθερές, ενώ οι εκλογές κρίνονται συνήθως από τις μετακινήσεις ενός σχετικά μικρού αριθμού ψηφοφόρων που διέπονται από μια χαλαρότερη σχέση με τα κόμματα.
Εκκινώντας από τη διαπίστωση αυτή, διαπιστώνουμε πως όταν τα κόμματα επιχειρούν αλλαγές στην πολιτική τους ταυτότητα, μπαίνουν σε μια επικίνδυνη φάση, καθώς η διαδικασία αυτή αναγκαστικά διαβρώνει τη σχέση που έχτισαν με τους ψηφοφόρους τους. Συνήθως, καταφέρνουν να τους ενσταλάξουν την ανανεωμένη ταυτότητα. Κάτι τέτοιο, για παράδειγμα, πέτυχαν τα μεγάλα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά κόμματα όταν απομακρύνθηκαν από τον μαρξισμό. Η μετάβαση όμως σε μια νέα ταυτότητα είναι αργή και δύσκολη. Αν μάλιστα συμπέσει με βαθιά οικονομική κρίση μπορεί να αποδειχθεί θανατηφόρα. Η κρίση είναι ένα σοκ που μπορεί να μετατρέψει τη χαλάρωση των δεσμών ενός κόμματος με τους ψηφοφόρους του σε μαζική διαφυγή. Ο θάνατος ενός κόμματος δεν προκαλείται δηλαδή ούτε από τη μετάλλαξη της ταυτότητάς του ούτε από την οικονομική κρίση, αλλά από τον συνδυασμό και των δύο.
Τρία συμπεράσματα προκύπτουν από την ανάλυση αυτή. Πρώτον, γίνεται καλύτερα κατανοητό γιατί το ΠΑΣΟΚ υπήρξε το κύριο θύμα της κρίσης. Ηδη από την περίοδο Σημίτη, είχε αρχίσει να απομακρύνεται σταδιακά από τον λαϊκισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, μια τάση που ενισχύθηκε από τις «μεταμοντέρνες» επιλογές του Γιώργου Παπανδρέου. Οσο συνεχιζόταν η ευημερία, η συνοχή του κόμματος πήγαζε κυρίως από το πελατειακό σύστημα και το συμβολικό βάρος της «μάρκας» Παπανδρέου. Οταν όμως ξέσπασε η κρίση, η απομάκρυνση από τον λαϊκισμό και η δεξιά στροφή του κόμματος αποδείχθηκαν μοιραίες. Δεύτερον, η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής δείχνει πως η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ αποτελεί πιθανότατα δρόμο χωρίς επιστροφή. Καθώς είχε προηγηθεί (δίχως να εμπεδωθεί) η μετάλλαξη του κόμματος, ήρθε η κρίση και οδήγησε στη φυγή των ψηφοφόρων του, όχι απλά από αγανάκτηση για την διαχειριστική του ικανότητα, αλλά ως έκφραση μιας βαθύτερης, υπαρξιακής αντίδρασης. Πάνω σ' αυτό άλλωστε βασίστηκε η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, που πλέον κάλυψε το κενό που άφησε πίσω του το ΠΑΣΟΚ. Τρίτον, η Νέα Δημοκρατία δεν είναι το επόμενο ντόμινο που θα πέσει. Προφανώς η κρίση τη διαβρώνει, αλλά αντίθετα από το ΠΑΣΟΚ, η απουσία ιδεολογικής μετάλλαξης προσδίδει στις διαρροές προς τα δεξιά της χαρακτήρα περισσότερο προσωρινής διαμαρτυρίας παρά μόνιμης εγκατάλειψης.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Έντυπη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία