Έλλειμμα εμπιστοσύνης



του Παναγιώτη Γκλαβίνη

Το να χάσει ένα κράτος όπως η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των αγορών είναι κακό για την οικονομική του ανεξαρτησία. Δεν είναι, όμως, καταστροφικό για την οικονομία του, εάν το έλλειμμα αξιοπιστίας που έχει έναντι των αγορών αναπληρώνεται από την υπερβάλλουσα εμπιστοσύνη που εξακολουθούν να του δείχνουν οι εταίροι του μέχρις ότου επιστρέψει στις αγορές. Αυτό καθιστά και τις τελευταίες λιγότερο επιθετικές στις αντιδράσεις που θα είχαν απέναντί του, εάν αντιλαμβάνονταν ότι δεν το εμπιστεύονται πλέον ούτε οι εταίροι του.

Στο πλαίσιο του Eurogroup, οι χώρες της Ευρωζώνης διατράνωναν παγίως τη στήριξή τους απέναντί μας για όσο χρόνο εμείς θα βρισκόμασταν μακριά από τις αγορές. Έτσι, τον Φεβρουάριο 2012 και ξανά τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, δεσμεύονταν για τα εξής:
 
«We are committed to providing adequate support to Greece during the life of the programme and beyond until it has regained market access, provided that Greece fully complies with the requirements and objectives of the adjustment programme.»
Η παροχή στήριξης στη χώρα μας μετά το πέρας του Προγράμματος ήταν απροϋπόθετη, αν για κάποιο λόγο παραπατούσε η Ελλάδα κατά το μετά το Πρόγραμμα διάστημα. Στο σημείο αυτό, το Eurogroup της 20.2.2015 μάς επιφύλαξε μια δυσάρεστη έκπληξη, καθώς αφήρεσε τον όρο «beyond»:

«We remain committed to provide adequate support to Greece until it has regained full market access as long as it honours its commitments within the agreed framework.»
Οι εταίροι δεσμεύτηκαν ότι θα μας στηρίξουν για τέσσερις ακόμη μήνες, με την προϋπόθεση ότι θα τηρήσουμε τις δικές μας δεσμεύσεις απέναντί τους. Η μετά το διάστημα αυτό στήριξη, θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον θα τηρήσουμε τις νέες δεσμεύσεις που τυχόν συνομολογήσουμε στο πλαίσιο ενός νέου πλαισίου που θα συμφωνήσουμε μαζί τους. Με άλλα λόγια, δεν μας εμπιστεύονται πλέον να μας παράσχουν απροϋπόθετα τη στήριξή τους αν δεν είμαστε σε κάποιου είδους Πρόγραμμα. 

Το έλλειμμα εμπιστοσύνης διατρέχει απ’ άκρου σ’ άκρο ολόκληρη τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου. Αυτό κατέστη ακόμη πιο εμφανές από την ανάκληση στο Λουξεμβούργο των ομολόγων του EFSF που κατείχε το ΤΧΣ σε λογαριασμό του στην Ελλάδα. Είναι ευφημισμός να πούμε πως, με το συγκεκριμένο μέτρο, η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει τη χώρα μας με δυσπιστία. Στην πραγματικότητα, οι σχέσεις εταίρων που διατηρούσαμε με τα κράτη της Ευρωζώνης παραχώρησαν τη θέση τους, με ευθύνη δική μας, σε απλές σχέσεις δανειστών και δανειζόμενου. Οδηγήσαμε τους εταίρους μας, ως μη οφείλαμε, στο να προτάξουν τα ατομικά συμφέροντά τους ως δανειστών από το γενικό συμφέρον της Ευρωζώνης, για την εξυπηρέτηση του οποίου και μας δάνεισαν. 

Απόδειξη της σκλήρυνσης της στάσης των εταίρων δανειστών μας πλέον ήταν πως ανακάλεσαν σιωπηρά και την προηγούμενη δέσμευσή τους να ελαφρύνουν περαιτέρω το βάρος του χρέους μας αν εμείς επιτυγχάναμε πρωτογενή πλεονάσματα, επιβάλλοντάς μας αυτή τη φορά να επαναλάβουμε ως «κακοί μαθητές» ότι «θα τιμήσουμε τις δανειακές μας υποχρεώσεις έναντι όλων των πιστωτών μας εγκαίρως και ολοσχερώς». Η επιβολή μιας τέτοιας πανηγυρικής διαβεβαίωσης στον οφειλέτη δεν είναι νοητή εάν προηγουμένως δεν έχει αμφισβητηθεί από αυτόν δημόσια η υποχρέωσή του να εξυπηρετήσει τα χρέη του, όπως έκανε εν προκειμένω η Ελληνική Κυβέρνηση με το να θέσει θέμα χρέους on camera, αν και το χρέος μας οφείλεται κατά κύριο λόγο στους εταίρους μας, λόγος για τον οποίο και θα έπρεπε να τεθεί –εάν έπρεπε– δια της διπλωματικής οδού. 

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στις 20 Φεβρουαρίου η χώρα μας υποβαθμίστηκε από εταίρο σε απλό δανειζόμενο που, επιπλέον, μετράει μέρες εντός Ευρωζώνης αν δεν τηρήσει τα συμπεφωνημένα. Διαρρήξαμε τους δεσμούς εμπιστοσύνης με όλους ανεξαιρέτως τους εταίρους μας, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μια τέτοια ρήξη θα μπορούσε να έχει στις αγορές, όταν αυτές συνειδητοποιήσουν πως δεν μας στηρίζουν πλέον ούτε οι εταίροι μας. Ήδη, ξένες τράπεζες δεν συμμετέχουν στις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, ενώ η S&P μας αξιολογεί με B-, ήτοι ένα μόλις επίπεδο πάνω από C. Φοβάμαι μη τυχόν τη λύση του δράματος δώσουν οι αγορές στην περίπτωσή μας, αναζωπυρώνοντας το bank run και διευκολύνοντας το Eurogroup και την ΕΚΤ να πάρουν μια απόφαση που δεν θα ήθελαν. Λόγος για τον οποίο θα πρέπει να αποκαταστήσουμε αμέσως την εμπιστοσύνη των εταίρων μας στο πρόσωπό μας.

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν επιτυγχάνεται με τακτικισμούς και διγλωσσίες. Το ερώτημα τελικά είναι αν η Κυβέρνηση αυτή μπορεί να διαχειρισθεί την κρίση μας. Διότι, μέχρι τώρα, φαίνεται πως κυριότερο γι’ αυτήν είναι πώς θα διαχειρισθεί τις εσωκομματικές αντιδράσεις της. Κατανοητό σ’ ένα πρώτο χρόνο, λόγος για τον οποίο δεν ακολούθησα το παράδειγμα άλλων συναδέλφων, που έσπευσαν με διαπρύσιους λόγους να «αποκαλύψουν» την επομένη της 20ης Φεβρουαρίου πως η Κυβέρνηση είχε κάνει τελικά μια βασιλική κωλοτούμπα. Ο Πρωθυπουργός δικαιούνταν μια περίοδο χάριτος προκειμένου να διαχειρισθεί τα του οίκου του. Όμως, ο χρόνος (και τα χρήματα) τελείωσαν. Αν του βγαίνει να διαχειρισθεί αποτελεσματικά την κρίση με αυτή την Κυβέρνηση, ας προχωρήσει. Αν, όμως, δεν του βγαίνει, τότε θα πρέπει να αναζητήσει το γρηγορότερο ευρύτερες συμμαχίες στο Κοινοβούλιο και την κοινωνία για να μπορέσει να φέρει σε πέρας με επιτυχία τον ιστορικό ρόλο του κυματοθραύστη που είναι καταδικασμένος να παίξει για να αναχαιτίσει τα κύματα των λαϊκών προσδοκιών που καλλιέργησε το κόμμα του όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τρίτη λύση δεν υπάρχει. Ή μάλλον υπάρχει, αλλά προτιμώ να μην την σκέφτομαι.

* Ο κ. Παναγιώτης Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής του Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.



Πηγή:www.capital.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία