Παναγής Παναγιωτόπουλος: Κατανάλωση, λαϊκισμός, ελιτισμός



Από το ΒΗΜΑ

Από το 2010 που το ελληνικό κράτος χρεοκόπησε, γινόμαστε κάθε καλοκαίρι μάρτυρες ενός διαγωνισμού ηθικολογίας και αντικαταναλωτισμού. «Δεν υπάρχει κρίση» λένε πολλοί όταν αδειάζει για λίγο η Αθήνα και όταν σχηματίζονται ουρές στους δρόμους που οδηγούν τους Θεσσαλονικείς στη Χαλκιδική. Αυτό είναι το ελαφρύ πυροβολικό, ο πικρόχολος και αμήχανος σχολιασμός ο οποίος άλλοτε γίνεται ευτελής ψυχο-κοινωνιολογία, άλλοτε δικαιώνει τη φυλετική ροπή του έθνους των Ζορμπάδων προς το γλέντι. «Ζουν σαν να μην υπάρχει αύριο» λένε οι πρώτοι για να εξηγήσουν γιατί μια μέση ελληνική οικογένεια θέλει να στήσει στα λίγα τετραγωνικά πέριξ της ομπρέλας μια καταναλωτική επικράτεια φρέντο, κοκτέιλ, παραθαλάσσια σκηνή γαστριμαργίας, γιατί παράγει άπειρες ποζαριστές φωτογραφίες που ποστάρονται ως άλλο ντεφιλέ καινούργιων μαγιό, τατού και νυχιών arc en ciel - περίεργα πράγματα, ε; Οι άλλοι θα σχετικοποιήσουν αυτές τις παραμέτρους μιλώντας αφηρημένα για τη μαγική ικανότητα να μην υποτασσόμαστε στους αριθμούς, να χρωστάμε ίσως κάπου αλλά να περνάμε όμορφα, να είμαστε ωραίοι με τα έξω μας, ωραίοι ως Ελληνες. Γιατί μπορεί να μην υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, αλλά υπάρχει χωριάτικη σαλάτα που μοιράζεται στα τέσσερα. Για τους γερμανούς τουρίστες φυσικά.

Ο θερινός όμως αντικαταναλωτικός πανικός απογειώνεται ειδικότερα όταν έρχεται στη δημοσιότητα, με σχεδόν τελετουργική ακρίβεια, η Μύκονος. Ανθρωποι της λογιοσύνης ενημερώνονται από τον λαϊκό σκανδαλοθηρικό Τύπο, με την ευγενή και εξυγιαντική μεσολάβηση των σόσιαλ μίντια - για να μη λερώσουμε τα χέρια μας ακουμπώντας φυλλάδες κομμωτηρίου και κουτσομπολιού - για «συναυλίες» και άλλα δρώμενα πίστας όπου αναπαράγεται μια «υπερκοσμική», πανάκριβη και ενίοτε αφορολόγητη επίδειξη κατανάλωσης, ρηχής απόλαυσης και χλιδής του ρέοντος καμπανίτη υπό τη φωνή του Ρέμου. Μια επιβίωση των ημερών της μεγάλης ευμάρειας, μια ηδονιστική προβολή που έρχεται από το κοντινό, πλην όμως πεπερασμένο παρελθόν της πίστας και τον απωθημένο σκυλάδικο πρόγονό του που προκαλούν οργή. Στους εστέτ και αστείους αστούς γιατί δείχνει τη χαμηλοτάτη υποστάθμη των πλουσίων «μας» - που αποδεικνύονται εξίσου «γίδια» με τον άφρονα καταναλωτικό λαό μας - και στους «λαϊκούς και ριζοσπαστικούς» γιατί όλα αυτά γίνονται «πριβέ», είναι για λίγους, γιατί μυρίζει πλούτο, γιατί το πότλατς και το «κάψιμο» που όλοι αγαπήσαμε έπρεπε να γίνεται με φτηνότερα υλικά και χωρίς πολλές προκλήσεις.

Αντιδραστικός λόγος
Ομως αυτά τα θερινά ξεσπάσματα οργής για την κατανάλωση δεν είναι καινούργια. Είναι σύμφυτα με τον ελληνικό συντηρητισμό και τις αντιδραστικές του προκείμενες απέναντι στην πόλη. Είναι συνέχεια μιας εξιδανίκευσης της υπαίθρου, του αιώνιου πλέον, απολύτως άκαιρου, μα πάντα ενεργού τρόμου εμπρός στην «αστυφιλία» που στη Μεταπολίτευση η έκθεση ιδεών (ο τέλειος εκφραστής κάθε ελληνικού συντηρητισμού) μετονόμασε σε «ξενομανία και εμπορευματοποίηση» ή «αλλοτρίωση από την τεχνολογία», πάντοτε όμως σε ρητή καταδίκη του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, της αγοραίας συμπεριφοράς των ανθρώπων, της όποιας φιληδονίας και ψευδούς απόλαυσης και της επιδερμικής ικανοποίησης. Αυτόν τον αντιδραστικό λόγο για τη σπατάλη, τη χλιδή και το κάψιμο, για την αναζήτηση πρόσβασης σε «αυτό» που διαφημίζεται, τη ζωή μέσα σε ένα πέλαγος ασήμαντης αφθονίας, την ευτέλεια των αντικειμένων και την απουσία «ανώτερης πνευματικότητας» θα τον οικειοποιηθεί και η ελληνική Αριστερά. Στην αναζήτηση ενός αυθεντικού ανθρώπου που θα εναντιωθεί στη διαφθορά της προόδου και στον εκδημοκρατισμό των ηθών οι μεν, στην αντίσταση ενός αυθεντικού ανθρώπου που θα λυτρώσει τον μέλλον μας από τις ψευδείς ανάγκες και την εργαλειοποίηση του ανθρώπου οι δε.
Τι αξία έχουν αυτές οι σκέψεις πέραν άλλης μιας θερινής επικύρωσης της μελαγχολικής συνθήκης που περισφίγγει τον δημόσιο λόγο στην Ελλάδα του σκανδαλισμού, του θυμού και της αγνωσίας;
Ισως να υπάρχει κάτι παραπάνω να κρατήσουμε από μια κριτική επαναπροσέγγιση στις συστάδες απέχθειας για την κουλτούρα της κατανάλωσης. Μια πολιτική διάσταση, στο μέτρο που ο σημερινός δυτικός κόσμος συνταράσσεται από μια καθολική σχεδόν αμφισβήτηση των ηγετικών (πολιτικών, οικονομικών, πνευματικών και άλλων) στρωμάτων του. Ισως η κριτική στον πουριτανικό αντικαταναλωτισμό να έχει νόημα τώρα που οι δημοκρατίες βράζουν στη φλόγα της ανασφάλειας και εκφράζουν συνεχώς την απέχθειά τους για τις κατεστημένες ελίτ. Εκείνες που συγκεντρώνουν ασύμμετρα τον πλούτο, που πολιτικά ζουν ακόμα στον Μάη του '68 ή/και αρνούνται να δουν τον θανατηφόρο ριζοσπαστισμό ενός μεγάλου τμήματος της νέας κουλτούρας του Ισλάμ, εκείνων που διαβουλεύονται συναινετικά και εμβαλωματικά αποφασίζουν πως θα αναπαράγουν ένα οικονομικό στάτους κβο που έχει ουσιαστικά παρέλθει, εκείνων που εν γένει περιφρονούν τα σύνορα ως ύστατο ανάχωμα του πιο φτωχού και που αποδυναμώνουν θεσμούς και μορφές της αυθεντίας προς χάριν κάποιου εύκολου πολιτισμικού σχετικισμού, μιας βιαστικής αποθέωσης των μειοψηφιών κ.λπ. Και η Ελλάδα δεν είναι εκτός νυμφώνος.

Ασφαιρο όπλο
Μπορεί τα γνωρίσματα της ελληνικής ελίτ να ήταν κάπως διαφορετικά, αλλά οι τρεις εκλογικές επιτυχίες των αντιμνημονιακών δυνάμεων έδειξαν, σε συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας, σύγχυσης και φαιάς προπαγάνδας σίγουρα, την εξάντληση των παλιών ελίτ. Το ελληνικό αποτέλεσμα της αντιελίτ πολιτικής στράτευσης είναι βεβαίως η αποκάλυψη της φτώχειας του λαϊκιστικού λόγου. Και η απόδειξη ότι ο λαϊκισμός ως όπλο απέναντι στις ελίτ και στον ελιτισμό τους βάλλει άσφαιρα και δεν φέρνει αναδιανομή του πλούτου, δεν προάγει τη λαϊκότητα, δεν υποβοηθά τους πιο αδύναμους, μα μόνο αναδεικνύει νέες ελίτ και εξουσιαστές, ιδιαίτερα κυνικούς, μπορεί και απολύτως διεφθαρμένους. Μα και αλλού οι ομόλογες δυνάμεις του αντιελιτισμού προετοιμάζουν τη χειρότερη αντιλαϊκή έκβαση της παγκόσμιας κρίσης: ο αντιελιτισμός του Τραμπ είναι εκείνος ενός μισαλλόδοξου φασίζοντος πλουσίου που θα διχάσει έτι περαιτέρω την αμερικανική κοινωνία μετατρέποντας τους φτωχούς σε αποκλεισμένους και τους αποκλεισμένους σε άθλιους πένητες. Η λεπενική Ακροδεξιά και ο φανατικός αντιευρωπαϊσμός της θα οδηγήσουν τη Γαλλία στη φτώχεια του φράγκου και στην «περηφάνια» μιας εθνικής κυριαρχίας της μπαγκέτας, του μπερέ και του κόκκινου κρασιού. Οι δυνάμεις του Brexit, που ήταν και αυτό ένα θεμιτό ράπισμα στις φθαρμένες ελίτ και στην ψευδοοικουμενική ταυτότητα της ΕΕ, τρέπονται σε άτακτο φυγή μπροστά στα δεινά που φαίνεται να προκαλούν η απομόνωση της Αγγλίας και η περαιτέρω υποβάθμιση της μεσαίας και κατώτερης τάξης της.

Αντιδημοκρατική μήτρα
Απέναντι στις παρωχημένες ελίτ ο λαϊκισμός οργανώνει το είδωλο ενός παρωχημένου λαού τον οποίο εξυμνεί, υπερφωτίζει σε συμβολισμούς, για να παραδώσει τους πραγματικούς λαϊκούς ανθρώπους στις πιο αυθαίρετες εξουσίες και τους πιο μεγάλους κινδύνους, της αγοράς, της ανομίας, του ολιγαρχικού δεσποτισμού. Και αυτό διότι λαϊκό δεν μπορεί να είναι η ιεροποίηση κάποιας έντιμης φτώχειας, ο μιζεραμπιλισμός και το «αυθεντικό σπιτικό ψωμάκι» που αναζητούν εναγωνίως στους φούρνους της βιομηχανικής ζύμης οι έλληνες τουρίστες στα κυκλαδονήσια. Το λαϊκό δεν υπήρξε ποτέ ηθελημένα φτωχό και δεν εκστασιαζόταν ποτέ με την καθήλωση στην αυθεντικότητα του εαυτού του - αυτό λέγεται στην καλύτερη φολκλόρ, στη χειρότερη εσω-οριενταλιστική προβολή κάποιων βολεμένων. Λαϊκό ήταν, και είναι, αυτό που θέλει να υπερβεί το άγος της φτώχειας και την απουσία προοπτικής, την απαγόρευση εγγραφής στο μέλλον, τον περιορισμό των γνωστών απολαύσεων - με θυσία την αναζήτηση των έξω- και ανω-απολαύσεων. Λαϊκό και ατομικό, απολαυστικό με εγγραφή στο μέλλον, εκεί όπου έστω ψευδώς και εφήμερα, με ψυχικά κενά και αγωνίες πράγματι, χωρίς υπαρξιακή στιβαρότητα οπωσδήποτε, είναι το καταναλωτικό μοντέλο ζωής.
Αυτό που πλουραλιστικά φιλοξενεί τον πόθο για πυρόφαγο και λατρεύει τις ψημένες λαχανίδες, μια αιωνία ξανθιά κούκλα Barbie, ένα ταξίδι για να δεις το Prado, μια τσάντα Prada ή το αληθινό ομοίωμά της, που περιπλέκεται ανάμεσα σε δωρεάν πορνογραφία σε άπειρα τεραμπάιτς και παρανοϊκό κυνήγι Πόκεμον στην άδεια πόλη, μια καλύτερη ζωή χωρίς την ενοχή των υπερσυντηρητικών ελίτ ή το αγωνιστικό καθήκον που οι λαϊκιστές αναθέτουν στους φτωχούς. Απέναντι στο κουνημένο δάχτυλο και την πολιτισμένη κανονιστικότητα των ελίτ δεν ορθώνεται η αδρότητα των απολογητών του λαϊκισμού και η φαντασίωση μιας αξιοπρεπούς και μετρημένης ζωής αλλά η πρόσβαση στον κόσμο της εφήμερης και απολαυστικής εμπειρίας.
Εξάλλου, όπως συχνά συμβαίνει, οι δυνάμεις του αντικαταναλωτισμού, της ελιτίστικης υποταγής στη δήθεν προτεσταντική εργατικότητα και της λαϊκιστικής μεσογειακής έκρηξης αυθεντικής ζωής συναντώνται και στο πεδίο της οικονομίας. Η λιτότητα ως θρησκευτική αξία εγκράτειας και η λιτότητα ως αυθεντική ηθική επιλογή ενός «αξιοπρεπούς λαού» έχουν την ίδια αντιδημοκρατική μήτρα και τα ίδια αποτελέσματα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία