Δεκέμβρης 2008, αλλά να μην το κάνουμε και θέμα, σήμερα.

Δυο χρόνια μετά τις φωτιές αναζητώ ακόμα το νόημά τους και όχι την αιτία. Δεν ήταν φωτιές μάχης, δεν άφησαν νικητές και ηττημένους. Ηττήθηκαν, μόνο, όσοι προσπάθησαν υστερόβουλα να τις προσεταιριστούν και να φωτίσουν με αυτές επαναστατικά μονοπάτια, αλλά και αυτό έγινε μετά, όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός και τα γυμνά ζόμπυ ανέβηκαν στο βήμα της πόλης. Την ώρα της φωτιάς, είδα φιγούρες που με σπουδή και επιδεξιότητα επαγγελματία γλιστρούσαν σε μια αφύλακτη πόλη, πυροδοτώντας. Μια ανώδυνη απόπειρα να προκαλέσουν αμυχές στον κοινωνικό ιστό, που τους παρακολουθούσε με συγκατάβαση και ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Στο φόβο της βίας τους θα έχτιζε τα θεμέλια του νέου κράτους, ακόμα μεγαλύτερης καταστολής και θα την έλεγε «προστασία του πολίτη». Την ώρα της φωτιάς, είδα παιδιά, πολλά παιδιά, με οργή, με μάτια ηδονικά καμένα, με απορίες, γέλια, αλλά και μίσος να ρίχνουν αυγά σε αστυνομικά τμήματα, λες και αυτό θάφερνε πίσω το φίλο τους που χάθηκε, λες και αυτό θα άλλαζε την πορεία...