O Α. Gramsci και η δραχμή
Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το άρθρο του Βασίλη
Πεσμαζόγλου με τίτλο "Κρίση: πρίσματα θέασης" που δημοσιεύεται στο
τεύχος των Σύγχρονων Θεμάτων που μόλις κυκλοφόρησε.
Με την ευγενική χορηγία του Μάνου Ματσαγγάνη από το fb
O Α. Gramsci και η δραχμή
O Α. Gramsci και η δραχμή
H συζητούμενη επιστροφή σε εθνικό νόμισμα εμπεριέχει διαστάσεις που άπτονται
και της ιδεολογικής ηγεμονίας τού πώς οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο, την
κοινωνία, τη χώρα τους, τους εαυτούς τους.
Στη δεκαετία του 1990, το ευρώ λειτούργησε ως ενοποιητικός παράγοντας, δίνοντας έναν απτό στόχο στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Στις χαλεπές μέρες μας, η αίγλη του ως κεκτημένου πλέον τείνει να ξεθωριάσει, αποκτώντας στην καλύτερη περίπτωση τον «αμυντικό» ρεαλιστικό χαρακτήρα της αποφυγής του χειρότερου.
Λεκτική παρατήρηση: η χρήση σήμερα του όρου «δραχμή», όσο και αν είναι πρακτική, μπορεί να κρύβει ορισμένες συνδηλώσεις. Η πρόταση «πίσω στη δραχμή» κερδίζει έδαφος εν πολλοίς ως αποτέλεσμα της διάχυτης νοσταλγίας για το παρελθόν που γεννά το σκοτεινό παρόν και μέλλον. Η δε νοσταλγία ρέπει προς ρομαντισμό και ωραιοποίηση. Συγκαλύπτεται έτσι το ότι η διαδικασία επιστροφής δεν αποτελεί «διόρθωση», «επάνοδο στο πρότερο σημείο»: θα ήταν κατ’ ουσία μια πορεία προς ένα άδηλο μέλλον. Προς κάτι καινούριο. Δεν μπορεί να ιδωθεί ως απλή αναθεώρηση-αποκατάσταση ενός μακρο-οικονομικού «σφάλματος».
Επιστρατεύοντας την έννοια των «εξωτερικοτήτων» (οικονομικό ισοδύναμο των λεγόμενων «παράπλευρων απωλειών»), θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν τεράστιες, οικονομικά αλλά και ιδεολογικά-πολιτικά. Θα βιωνόταν ως εθνική ήττα-ταπείνωση και θα ενίσχυε θεαματικά την ήδη λανθάνουσα τάση αναδίπλωσης-εθνικισμού. Σε συνδυασμό με τη θεαματική πτώση του βιοτικού επιπέδου, τις συνοδευτικές παρεμβάσεις (κρατικοποίηση τραπεζών, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων) και την κοινωνική αναταραχή, τέτοιες τάσεις επωάζουν αυταρχισμό. Ωφελημένοι θα βγούνε: οικονομικά, τα πλέον αεριτζίδικα/κρατικοδίαιτα επιχειρηματικά στρώματα «επαρχιώτικου καπιταλισμού» (με λεφτά στο εξωτερικό)• πολιτικο-ιδεολογικά, τα πάσης φύσεως άκρα• μαζί τους και η κομμουνιστική αριστερά που φαντασιώνεται κάποιο «σοσιαλισμό σε μια χώρα».
Αυτή ακριβώς η δυναμική και εσωτερική λογική μοιάζει να διαφεύγει της προσοχής ορισμένων που πρεσβεύουν τη «δραχμή». Άλλοι πάλι την επιθυμούν, έχοντας κάποια κρυφή ή λανθάνουσα ατζέντα. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι τυχόν έξοδος από την ΟΝΕ τόσο θεσμικά (δεν προβλέπεται από τις συνθήκες) όσο και ουσιαστικά (έλεγχος κίνησης κεφαλαίων) θα έθετε εν αμφιβόλω και τη συμμετοχή στην ΕΕ.
Τα παραπάνω ισχύουν ιδίως στην περίπτωση της μονήρους εξόδου/αποπομπής από την ΟΝΕ. Μετριάζονται κάπως, εάν υπάρξει συνολικότερη διαδικασία επιστροφής σε εθνικά νομίσματα, στο βαθμό που είναι συντεταγμένη, πράγμα καθόλου εύκολο. Ωστόσο, η τελευταία εκδοχή ενέχει τον κίνδυνο έξαρσης των εθνικισμών σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Στις αρνητικές εξωτερικότητες ας προσθέσουμε το στρατηγικό κόστος της «ανάδελφης» απομόνωσης σε μια ταραχώδη γειτονιά του πλανήτη (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Ελληνοτουρκικά). Πρόκειται για την άλλη όψη των διάχυτων ωφελημάτων που απορρέουν από τη συμμετοχή σε μια, έστω και προβληματική-κλυδωνιζόμενη, κοινότητα όπως η ΟΝΕ/ΕΕ.
(…)
Biding time, bad timing: περί χρόνου-χρόνων
Στη δεκαετία του 1990, το ευρώ λειτούργησε ως ενοποιητικός παράγοντας, δίνοντας έναν απτό στόχο στο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Στις χαλεπές μέρες μας, η αίγλη του ως κεκτημένου πλέον τείνει να ξεθωριάσει, αποκτώντας στην καλύτερη περίπτωση τον «αμυντικό» ρεαλιστικό χαρακτήρα της αποφυγής του χειρότερου.
Λεκτική παρατήρηση: η χρήση σήμερα του όρου «δραχμή», όσο και αν είναι πρακτική, μπορεί να κρύβει ορισμένες συνδηλώσεις. Η πρόταση «πίσω στη δραχμή» κερδίζει έδαφος εν πολλοίς ως αποτέλεσμα της διάχυτης νοσταλγίας για το παρελθόν που γεννά το σκοτεινό παρόν και μέλλον. Η δε νοσταλγία ρέπει προς ρομαντισμό και ωραιοποίηση. Συγκαλύπτεται έτσι το ότι η διαδικασία επιστροφής δεν αποτελεί «διόρθωση», «επάνοδο στο πρότερο σημείο»: θα ήταν κατ’ ουσία μια πορεία προς ένα άδηλο μέλλον. Προς κάτι καινούριο. Δεν μπορεί να ιδωθεί ως απλή αναθεώρηση-αποκατάσταση ενός μακρο-οικονομικού «σφάλματος».
Επιστρατεύοντας την έννοια των «εξωτερικοτήτων» (οικονομικό ισοδύναμο των λεγόμενων «παράπλευρων απωλειών»), θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης θα ήταν τεράστιες, οικονομικά αλλά και ιδεολογικά-πολιτικά. Θα βιωνόταν ως εθνική ήττα-ταπείνωση και θα ενίσχυε θεαματικά την ήδη λανθάνουσα τάση αναδίπλωσης-εθνικισμού. Σε συνδυασμό με τη θεαματική πτώση του βιοτικού επιπέδου, τις συνοδευτικές παρεμβάσεις (κρατικοποίηση τραπεζών, έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων) και την κοινωνική αναταραχή, τέτοιες τάσεις επωάζουν αυταρχισμό. Ωφελημένοι θα βγούνε: οικονομικά, τα πλέον αεριτζίδικα/κρατικοδίαιτα επιχειρηματικά στρώματα «επαρχιώτικου καπιταλισμού» (με λεφτά στο εξωτερικό)• πολιτικο-ιδεολογικά, τα πάσης φύσεως άκρα• μαζί τους και η κομμουνιστική αριστερά που φαντασιώνεται κάποιο «σοσιαλισμό σε μια χώρα».
Αυτή ακριβώς η δυναμική και εσωτερική λογική μοιάζει να διαφεύγει της προσοχής ορισμένων που πρεσβεύουν τη «δραχμή». Άλλοι πάλι την επιθυμούν, έχοντας κάποια κρυφή ή λανθάνουσα ατζέντα. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι τυχόν έξοδος από την ΟΝΕ τόσο θεσμικά (δεν προβλέπεται από τις συνθήκες) όσο και ουσιαστικά (έλεγχος κίνησης κεφαλαίων) θα έθετε εν αμφιβόλω και τη συμμετοχή στην ΕΕ.
Τα παραπάνω ισχύουν ιδίως στην περίπτωση της μονήρους εξόδου/αποπομπής από την ΟΝΕ. Μετριάζονται κάπως, εάν υπάρξει συνολικότερη διαδικασία επιστροφής σε εθνικά νομίσματα, στο βαθμό που είναι συντεταγμένη, πράγμα καθόλου εύκολο. Ωστόσο, η τελευταία εκδοχή ενέχει τον κίνδυνο έξαρσης των εθνικισμών σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Στις αρνητικές εξωτερικότητες ας προσθέσουμε το στρατηγικό κόστος της «ανάδελφης» απομόνωσης σε μια ταραχώδη γειτονιά του πλανήτη (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Ελληνοτουρκικά). Πρόκειται για την άλλη όψη των διάχυτων ωφελημάτων που απορρέουν από τη συμμετοχή σε μια, έστω και προβληματική-κλυδωνιζόμενη, κοινότητα όπως η ΟΝΕ/ΕΕ.
(…)
Biding time, bad timing: περί χρόνου-χρόνων
Πανδαμάτωρ χρόνος. Ο χρόνος είναι χρήμα. Όσα δεν φέρνει ο χρόνος, τα φέρνει η
στιγμή. Οι εύγλωττες θυμόσοφες αυτές ρήσεις δεν μοιάζουν να συνοδεύονται από
αντίστοιχη προσοχή από τις κοινωνικές επιστήμες. Ωστόσο, μια νηφάλια ανάγνωση
τού εν εξελίξει ελληνικού-ευρωπαϊκού δράματος έχει πολλά να αποκομίσει,
ενσωματώνοντάς τη χρονική διάσταση στους προβληματισμούς της.
Το ελληνικό πρόβλημα σχετίζεται με τη συνάντηση διακριτών διαδικασιών σε μια χρονική «στιγμή»: α) Γιγάντωση, τις τελευταίες δεκαετίες, του παγκοσμιοποιημένου χρηματοοικονομικού καπιταλισμού• β) Διόγκωση των ανισορροπιών εντός ΟΝΕ σε εμπορικές ροές, πληθωρισμό, ανταγωνιστικότητα• γ) Συνέχιση-επαύξηση (και λόγω πρωτόγνωρα χαμηλών επιτοκίων) μιας ενδημικής δημοσιονομικής χαλαρότητας-κακοδιαχείρισης. Ως εάν τρεις συνδεδεμένες αλλά διακριτές καμπύλες που ταξιδεύουν στο χρόνο να κορυφώνονται ταυτόχρονα, οδηγώντας σε βραχυκυκλωματικές καταστάσεις.
Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε τον πολιτικό, ιδεολογικό αλλά και βιολογικό χρόνο: Ο πολιτικός χρόνος κατέστη έκδηλος στη διάρκεια του 2010, με την καθυστερημένη ευρωπαϊκή αντίδραση στην ελληνική κρίση. Στη διστακτικότητα αυτή έπαιξαν ρόλο και οι εκλογικές αναμετρήσεις που είχε τότε μπροστά της η Μέρκελ. Οι τοπικές εκλογές σε γερμανικά κρατίδια βρέθηκαν να επηρεάζουν την ελληνική-ευρωπαϊκή οικονομική σκηνή. (Κάτι ανάλογο ισχύει το 2012 με τις επικείμενες γαλλικές εκλογές). Σε αυτό μπορούμε να προσθέσουμε, στη σφαίρα της νόησης-ιδεολογίας, τους χρόνους ωρίμανσης των αποφάσεων μπροστά σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αντίστοιχα, το εν Ελλάδι δράμα, συνδέεται με υπαρκτές αδράνειες και πολιτικό κόστος, αλλά και με τη δυσκολία σύλληψης της φύσης και του εύρους της κρίσης: μια εύλογη βραδύτητα διαπερνά όχι μόνο τους ιθύνοντες-«ειδικούς», αλλά ιδεολογικά την κοινή γνώμη. Υπάρχουν εύλογες νοητικές αδράνειες: πώς να συμφιλιωθεί κανείς με μείωση του εισοδήματος, όταν για δεκαετίες έχει εμποτιστεί με την ιδέα της μεγέθυνσης, έχει μάθει να θεωρεί δεδομένο ότι του χρόνου η πίτα του ΑΕΠ θα είναι πιο μεγάλη; Ο εθισμός στη μεγέθυνση.
Το ελληνικό πρόβλημα σχετίζεται με τη συνάντηση διακριτών διαδικασιών σε μια χρονική «στιγμή»: α) Γιγάντωση, τις τελευταίες δεκαετίες, του παγκοσμιοποιημένου χρηματοοικονομικού καπιταλισμού• β) Διόγκωση των ανισορροπιών εντός ΟΝΕ σε εμπορικές ροές, πληθωρισμό, ανταγωνιστικότητα• γ) Συνέχιση-επαύξηση (και λόγω πρωτόγνωρα χαμηλών επιτοκίων) μιας ενδημικής δημοσιονομικής χαλαρότητας-κακοδιαχείρισης. Ως εάν τρεις συνδεδεμένες αλλά διακριτές καμπύλες που ταξιδεύουν στο χρόνο να κορυφώνονται ταυτόχρονα, οδηγώντας σε βραχυκυκλωματικές καταστάσεις.
Σε αυτά μπορούμε να προσθέσουμε τον πολιτικό, ιδεολογικό αλλά και βιολογικό χρόνο: Ο πολιτικός χρόνος κατέστη έκδηλος στη διάρκεια του 2010, με την καθυστερημένη ευρωπαϊκή αντίδραση στην ελληνική κρίση. Στη διστακτικότητα αυτή έπαιξαν ρόλο και οι εκλογικές αναμετρήσεις που είχε τότε μπροστά της η Μέρκελ. Οι τοπικές εκλογές σε γερμανικά κρατίδια βρέθηκαν να επηρεάζουν την ελληνική-ευρωπαϊκή οικονομική σκηνή. (Κάτι ανάλογο ισχύει το 2012 με τις επικείμενες γαλλικές εκλογές). Σε αυτό μπορούμε να προσθέσουμε, στη σφαίρα της νόησης-ιδεολογίας, τους χρόνους ωρίμανσης των αποφάσεων μπροστά σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αντίστοιχα, το εν Ελλάδι δράμα, συνδέεται με υπαρκτές αδράνειες και πολιτικό κόστος, αλλά και με τη δυσκολία σύλληψης της φύσης και του εύρους της κρίσης: μια εύλογη βραδύτητα διαπερνά όχι μόνο τους ιθύνοντες-«ειδικούς», αλλά ιδεολογικά την κοινή γνώμη. Υπάρχουν εύλογες νοητικές αδράνειες: πώς να συμφιλιωθεί κανείς με μείωση του εισοδήματος, όταν για δεκαετίες έχει εμποτιστεί με την ιδέα της μεγέθυνσης, έχει μάθει να θεωρεί δεδομένο ότι του χρόνου η πίτα του ΑΕΠ θα είναι πιο μεγάλη; Ο εθισμός στη μεγέθυνση.
Ως προς τους βιολογικούς χρόνους, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προσεγγίσεις
πολλών ευρωπαίων της «παλαιάς φρουράς» (λ.χ. Ντελόρ, Σμιτ, Σοάρες). Η θέση τους
(περισσότερη/πιο αλληλέγγυα Ευρώπη) μπορεί να ιδωθεί και ως αποτέλεσμα της
ηλικίας τους: εν αντιθέσει με τους τωρινούς ηγέτες, έχουν ζήσει το Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο και έχουν βιωματική αντίληψη της ανάγκης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Υπάρχει, τέλος, το μείζον θέμα των γενεών. Σε όλη την Ευρώπη, και εξόφθαλμα στην Ελλάδα και την Ισπανία, οι ηλικιακές κατηγορίες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση είναι οι νέοι (ανεργία, επισφαλές μέλλον). Η οικονομική ανισοκατανομή είναι, εν ολίγοις, κοινωνική (τάξεις-ομάδες), χωρική (περιοχές- κράτη) αλλά και χρονική: οι «τυχερές» γενιές των εντός εργασίας και οι «άτυχες» των αποκλεισμένων. Στα παραπάνω επικάθεται ο θεσμικός χρόνος λήψης αποφάσεων από εθνικά κράτη και υπερεθνικά όργανα: αυτές οι αργόσυρτες διαδικασίες συχνά ακολουθούν ασθμαίνοντας τους πολύ πιο ταχείς και ευέλικτους χρόνους των αγορών.
Σε αυτό το φόντο κινείται ομφαλοσκοπώντας και ο ελληνικός πολιτικός μικρόκοσμος: όταν ξέσπαγε η διεθνής κρίση ήταν αμέριμνος. Τώρα δε σχοινοβατεί, πάνω σε ασυντόνιστους χρόνους: εκλογικός ορίζοντας, περιοδικοί έλεγχοι της τρόικα, λήξεις ομολόγων, εκταμιεύσεις δόσεων, ολοκλήρωση του κουρέματος. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το παιχνίδι ανάμεσα στα πάμπολλα timing δεν θα οδηγήσει σε κάποιο αδιέξοδο-«ατύχημα».
(…)
Η εξουσία ως λάφυρο: προς μια μετάλλαξη;
Υπάρχει, τέλος, το μείζον θέμα των γενεών. Σε όλη την Ευρώπη, και εξόφθαλμα στην Ελλάδα και την Ισπανία, οι ηλικιακές κατηγορίες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση είναι οι νέοι (ανεργία, επισφαλές μέλλον). Η οικονομική ανισοκατανομή είναι, εν ολίγοις, κοινωνική (τάξεις-ομάδες), χωρική (περιοχές- κράτη) αλλά και χρονική: οι «τυχερές» γενιές των εντός εργασίας και οι «άτυχες» των αποκλεισμένων. Στα παραπάνω επικάθεται ο θεσμικός χρόνος λήψης αποφάσεων από εθνικά κράτη και υπερεθνικά όργανα: αυτές οι αργόσυρτες διαδικασίες συχνά ακολουθούν ασθμαίνοντας τους πολύ πιο ταχείς και ευέλικτους χρόνους των αγορών.
Σε αυτό το φόντο κινείται ομφαλοσκοπώντας και ο ελληνικός πολιτικός μικρόκοσμος: όταν ξέσπαγε η διεθνής κρίση ήταν αμέριμνος. Τώρα δε σχοινοβατεί, πάνω σε ασυντόνιστους χρόνους: εκλογικός ορίζοντας, περιοδικοί έλεγχοι της τρόικα, λήξεις ομολόγων, εκταμιεύσεις δόσεων, ολοκλήρωση του κουρέματος. Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το παιχνίδι ανάμεσα στα πάμπολλα timing δεν θα οδηγήσει σε κάποιο αδιέξοδο-«ατύχημα».
(…)
Η εξουσία ως λάφυρο: προς μια μετάλλαξη;
Βλέποντας την ιδιαίτερη ζέση με την οποία τα κόμματα επιθυμούν να κυβερνήσουν,
γεννιέται το εξής εύλογο ερώτημα: ενώ στο παρελθόν η έλευση στην εξουσία είχε
ως τρόπαιο τον προϋπολογισμό, στις σημερινές συνθήκες η διαχείρισή του
συνεπάγεται πλέον οδυνηρά μέτρα. Πρόκειται για καυτή πατάτα ή μάλλον για ένα
ταψί με ανισομεγέθεις καυτές πατάτες. Η ερμηνεία του ως άνω παραδόξου μπορεί να
αναζητηθεί με δύο διακριτές προσεγγίσεις:
Α. Ορισμένοι πράγματι πιστεύουν ότι διαθέτουν μαγικές λύσεις που θα οδηγήσουν τη χώρα σε διαφορετική πορεία, μέσω επαναδιαπραγμάτευσης άλλου μείγματος πολιτικής. Και πάντως, ακόμα και αν έχουν εύλογες (όσο και ανείπωτες) αμφιβολίες περί αυτού, δεν μπορούν παρά να το διακηρύσσουν: διότι, απλούστατα, είναι στην ίδια τη φύση της πολιτικής το πάση θυσία (και δημαγωγία) κυνήγι της εξουσίας.
Β. Μια εναλλακτική-συμπληρωματική εξήγηση, κάπως κυνική, είναι η ακόλουθη: η εξουσία μπορεί να μην επιβραβεύεται πλέον, όπως στο παρελθόν, με έναν γαλαντόμο πελατειακό προϋπολογισμό, αλλά ανοίγεται ίσως πεδίον δόξης λαμπρόν με τις διαφαινόμενες, δυνάμει αδιαφανείς, ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό θα είναι το νέου τύπου λάφυρο που, βοηθούσης της συνθετότητας του εγχειρήματος, θα επιτρέψει σε ένα παλαιού τύπου κόμμα να επωφεληθεί οικονομικά στις νέες συνθήκες. Υπό το πρίσμα της κλεπτοκρατίας διαγράφεται (αν δεν συντελείται ήδη) μετάλλαξη-μετατόπιση της ενδημικής διαφθοράς.
Τα παραπάνω δεν καταλήγουν στην άρνηση της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, μέγα μέρος της οποίας είτε ρημάζει είτε χρησιμοποιείται ευνοιοκρατικά.
Α. Ορισμένοι πράγματι πιστεύουν ότι διαθέτουν μαγικές λύσεις που θα οδηγήσουν τη χώρα σε διαφορετική πορεία, μέσω επαναδιαπραγμάτευσης άλλου μείγματος πολιτικής. Και πάντως, ακόμα και αν έχουν εύλογες (όσο και ανείπωτες) αμφιβολίες περί αυτού, δεν μπορούν παρά να το διακηρύσσουν: διότι, απλούστατα, είναι στην ίδια τη φύση της πολιτικής το πάση θυσία (και δημαγωγία) κυνήγι της εξουσίας.
Β. Μια εναλλακτική-συμπληρωματική εξήγηση, κάπως κυνική, είναι η ακόλουθη: η εξουσία μπορεί να μην επιβραβεύεται πλέον, όπως στο παρελθόν, με έναν γαλαντόμο πελατειακό προϋπολογισμό, αλλά ανοίγεται ίσως πεδίον δόξης λαμπρόν με τις διαφαινόμενες, δυνάμει αδιαφανείς, ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό θα είναι το νέου τύπου λάφυρο που, βοηθούσης της συνθετότητας του εγχειρήματος, θα επιτρέψει σε ένα παλαιού τύπου κόμμα να επωφεληθεί οικονομικά στις νέες συνθήκες. Υπό το πρίσμα της κλεπτοκρατίας διαγράφεται (αν δεν συντελείται ήδη) μετάλλαξη-μετατόπιση της ενδημικής διαφθοράς.
Τα παραπάνω δεν καταλήγουν στην άρνηση της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, μέγα μέρος της οποίας είτε ρημάζει είτε χρησιμοποιείται ευνοιοκρατικά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου