Μια παράδοξη κληρονομιά και άλλες περιπέτειες


Κακό πράγμα η ιδεολογική ανάγνωση της Ιστορίας. Όχι για την Ιστορία αλλά για όσους την κάνουν. Ο Σ. Καλύβας έγραψε κάποια πράγματα σε μια απόπειρα να ξαναδούμε την περίοδο της χούντας. Άλλα εύστοχα και άλλα άστοχα κατά τη γνώμη μου, αλλά αυτό είναι το άρθρο, γράφεται για να ανοίξει συζητήσεις. Προκάλεσε αγανάκτηση σε αριστερούς και έφερε το "λιθοβολισμό" του συγγραφέα.
Ο  Ε. Δημόπουλος όμως δείχνει ότι τα όσα γράφει ο Καλύβας τα έχουν πει κι άλλοι χωρίς να προκαλέσουν σύστριγγλο. Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος βάζει τα πράγματα σε άλλη βάση 
 Οι υστερικές αντιδράσεις οφείλονται στα Εμφύλια πάθη. Οι αριστεροί μεγαλώσαμε με μια ανάγνωση του εμφυλίου, αυτής των αμυνόμενων και τελικώς σφαγιασθέντων κομμουνιστών και αγωνιστών της εθνικής αντίστασης. Ο Καλύβας με το Μαραντζίδη έγραψαν ότι συνέβησαν και άλλα πράγματα. Ότι το ΚΚΕ ήθελε από την αρχή να μας κάνει Σοβιετία και σε όλη τη διάρκεια της κατοχής αλλά και μετά και δούλεψε πάνω σε αυτό. Την αμφισβήτηση αυτού του θεμελιακού αριστερού στερεότυπου δεν του τη συγχωρούν οι ασυγχώρητοι. Εγραψαν δηλαδή επισήμως αυτό για το οποίο κατηγορούσε ο κάθε ασυγχώρητος αριστερός το ΚΚΕ μετά τη λήξη του εμφυλίου. Γιατί απέτυχε να μας κάνει Σοβιετία.
Ακολουθεί το άρθρο και μια εύστοχη αναφορά του Ευθύμη Δημόπουλου και μια παρέμβαση του Παναγή Παναγιωτόπουλου. Καλά παιδιά και οι δυο και φίλοι μου 
Μια παράδοξη κληρονομιά
Στάθης Καλύβας απο την Καθημερινή
Η​​ επέτειος πενήντα χρόνων από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου προσφέρεται ως ευκαιρία για αναστοχασμό. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η σημερινή πραγματικότητα είναι σε κάποιο, μάλλον όχι ασήμαντο, βαθμό προϊόν και της δικτατορίας. Ποιες όμως ήταν οι μακροχρόνιες επιπτώσεις της για τη χώρα μας; Σε τι θα διέφερε η Ελλάδα σήμερα εάν δεν είχε γίνει το πραξικόπημα τότε; Τι ακριβώς μας κληροδότησε; Τι κουβαλάμε πάνω μας απ’ αυτό το ιστορικό παρελθόν; Πρόκειται προφανώς για δύσκολα και μάλλον αναπάντητα ερωτήματα, που δεν μπορούμε όμως και δεν πρέπει να αποφεύγουμε. Για να συζητηθούν άλλωστε αυτά και πολλά άλλα, οργανώθηκε αυτό το Σαββατοκύριακο ένα ιστορικό συνέδριο στο Ιδρυμα Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.
Η 21η Απριλίου κατέχει κομβική θέση στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Υπήρξε το τελευταίο στρατιωτικό κίνημα που πέτυχε να ανατρέψει μια εκλεγμένη κυβέρνηση και να την αντικαταστήσει με μια στρατιωτική «χούντα», όπως επικράτησε να αποκαλείται κατά τη λατινοαμερικανική πρακτική. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1973 στην Κύπρο υπήρξε και θνησιγενές και άμεσα απότοκο του ελληνικού. Από την άποψη αυτή, μπορούμε να μιλάμε για μια ιστορική καμπή στην Ευρώπη, μετά την οποία το πραξικόπημα ως πολιτική πρακτική μπαίνει στη ναφθαλίνη.
Επιχειρώντας να προσεγγίσω τη «μεγάλη εικόνα» πενήντα χρόνια μετά, θα εντόπιζα δύο μεγάλα παράδοξα. Πρώτο, πως μολονότι προερχόμενοι από τους κόλπους της σκληροπυρηνικής Δεξιάς, οι πραξικοπηματίες συνέβαλαν τελικά στον πλήρη εκδημοκρατισμό της Δεξιάς και διαμέσου αυτής και της χώρας. Δίχως τον Απρίλιο του ’67 δεν θα είχε υπάρξει ο Ιούλιος του ’74. Δεύτερο, αν και επιχείρησαν να κρατήσουν την κοινωνία στάσιμη, να την παγώσουν δηλαδή, συνέβαλαν τελικά με έμμεσο τρόπο στον ραγδαίο αξιακό και πολιτισμικό εκσυγχρονισμό της. Ιδωμένη λοιπόν από την οπτική του παρόντος, η δικτατορία είτε δεν εμπόδισε τον πολιτικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας είτε τον υποβοήθησε, χωρίς βέβαια να επιδιώκει κάτι τέτοιο.
Το πραξικόπημα περιγράφεται συχνά ως μια απόπειρα των σκληροπυρηνικών στοιχείων της Δεξιάς να διακόψουν την επίπονη πορεία της μετεμφυλιακής Ελλάδας προς την υιοθέτηση ενός σύγχρονου δημοκρατικού μοντέλου. Υπήρχε όμως εναλλακτική διαδρομή και ποια θα ήταν αυτή; Μια πειστική αντίληψη διαβλέπει στην αδυναμία των πολιτικών ελίτ να λειτουργήσουν συναινετικά στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60 το βασικό αίτιο της εκτροπής. Στη λογική αυτή, ο ομαλός εκδημοκρατισμός ήταν ανέφικτος την εποχή εκείνη για μια σειρά λόγων και, επομένως, το πραξικόπημα ήταν αναπόφευκτο, αλλά επίσης συνιστούσε εκ των πραγμάτων τον πιο πιθανό δρόμο προς τη δημοκρατία. Ομως, η διεθνής εμπειρία προσφέρει αρκετά παραδείγματα χωρών που εκδημοκρατίστηκαν σταδιακά, δίχως πραξικοπηματικές εκτροπές. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα τελικά οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου, που κατέστησε δυνατή μια ριζική και άμεση λύση του «δημοκρατικού προβλήματος» της χώρας, δημιουργώντας ένα βαθύ και ανυπέρβλητο ρήγμα ανάμεσα στην ακραία και στη μετριοπαθή Δεξιά, χωρίς το οποίο η πορεία προς τον εκδημοκρατισμό θα ήταν πολύ πιο δύσκολη και προβληματική. Χωρίς το σοκ του Ιουλίου ’74 δύσκολα θα είχαμε την καθαρή λύση του πολιτειακού και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974, αποφάσεις που παρέμεναν στον χώρο της φαντασίας μόλις δέκα χρόνια πριν.
Ενα από τα πιο ευαίσθητα ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία και την αποτίμηση της δικτατορίας είναι το θέμα της λαϊκής αποδοχής της. Δεν υπάρχουν ασφαλείς δείκτες για να μετρηθεί, όμως αρκετοί αντικειμενικοί παρατηρητές της εποχής κάνουν λόγο για μια επιφανειακή μεν αλλά πλατιά αποδοχή. Πράγματι, η δικτατορία ταυτίστηκε με μια εποχή μεγάλης οικονομικής ανόδου και αισιοδοξίας, με την κορύφωση ουσιαστικά του μεταπολεμικού ελληνικού οικονομικού θαύματος. Η χώρα αστικοποιήθηκε, η οικοδομική δραστηριότητα γνώρισε δόξες, το οδικό δίκτυο επεκτάθηκε, ο εξηλεκτρισμός της χώρας ολοκληρώθηκε και πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας ξένες επενδύσεις. Παρά τις αυταρχικές πρακτικές του καθεστώτος, πολλές τέχνες άνθησαν και η νεολαία προσέγγισε μαζικά τα δυτικά πρότυπα διασκέδασης, κατανάλωσης και ζωής. Η κοινωνία του 1974 μικρή σχέση είχε με αυτή του 1964.
Η διαδικασία κοινωνικού εκσυγχρονισμού είχε, βέβαια, ξεκινήσει πριν από τη δικτατορία, αλλά εκείνη την επιτάχυνε γνωρίζοντας πως η αποδοχή της εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ανάπτυξη και ενισχύοντας την τάση των ανθρώπων για αναζήτηση της ευτυχίας στην ιδιωτική σφαίρα. Οπως όμως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η νέα μεσαία τάξη που αναδύθηκε την περίοδο εκείνη απαίτησε, όταν ήρθε η στιγμή, τον απογαλακτισμό της από το καθεστώς που την ανέδειξε. Και ίσως για τον λόγο αυτό, όταν τον πέτυχε, να θέλησε να ξεχάσει την εποχή αυτή αποποιούμενη κάθε ευθύνη και συνενοχή.
Η δικτατορία ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα. Ισως γιατί υπήρξε ένα μικρό διάλειμμα δίχως μεγάλη σημασία. Ισως γιατί μας θυμίζει κάποιες ενοχλητικές πτυχές της Ιστορίας που προτιμάμε να βάζουμε στην άκρη. Ισως πάλι, γιατί χωρίς αυτήν, ο πολιτικός και κοινωνικός εκσυγχρονισμός της χώρας να είχε απαιτήσει πολύ πιο μακρόχρονες και επίπονες διαδικασίες. Η δικτατορία είναι σαν ένα από αυτά τα μεγάλα παλιά έπιπλα που δεσπόζουν σε ένα δωμάτιο τόσο πολύ που δεν τα παρατηρούμε ποτέ.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Ευθύμης Δημόπουλος: 
Ορισμένα από τα συμπεράσματα της «Παράδοξης κληρονομιάς» του Σ. Καλύβα έχουν παρουσιαστεί ξανά σε αρθρογραφία και κανείς από τους συγγραφείς των άρθρων δεν κατηγορήθηκε ως «απολογητής της δικτατορίας».
• «Η δικτατορία επέδρασε άμεσα ή έμμεσα στη μεταμόρφωση του ελληνικού πολιτικού χάρτη. Κατ’ αρχάς προκάλεσε ένα βαθύ ρήγμα στη Δεξιά. Βαθμιαία το μεγαλύτερο τμήμα της Δεξιάς, απογοητευμένο και αντίθετο με τη στρατιωτική χούντα, προχώρησε στην αποκοπή του από το ακραίο τμήμα του. Η δικτατορία επέσπευσε τη διαδικασία μεταλλαγής της δεξιάς σ’ ένα δημοκρατικό φιλελεύθερο κόμμα». (Φοίβος Οικονομίδης,Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, 19 Απριλίου 2001)
• « Ο Μακαρέζος σε άρθρο του, που έγινε δεκτό στους Financial Times, το Φεβρουάριο του 1969, προέβλεπε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα έφθανε τα 1.000 δολάρια το έτος 1972. Στην πραγματικότητα, ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε μόλις το 1970! Το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνει και τα επόμενα χρόνια, ξεπερνώντας κατά κεφαλήν τα 1.200 δολάρια το 1973, για να υποστεί μικρή κάμψη το 1974. Το πέρασμα από τα 700 στα 1.250 δολάρια μέσα σε έξι χρόνια δεν ήταν ένα απλό στατιστικό φαινόμενο. Στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει μια πορεία που σε άλλες χώρες χρειάστηκε δεκαετίες για να επιτευχθεί. Με αυτή την έννοια, ήταν πράγματι πορεία εντυπωσιακή. Όμως, θα αλλοίωνε κανείς την πραγματικότητα, αν δεν λάμβανε υπόψη τι είχε συμβεί πριν από τη δικτατορία. Το 1953 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν περίπου 300 δολάρια. Το 1965 είχε περάσει τα 600 και όπως φαίνεται στο γράφημα 1, η πορεία του δείκτη στα δύο χρόνια πριν από το πραξικόπημα υπήρξε εξίσου εντυπωσιακή. Συνεπώς, στην περίοδο 1967 – 1974 συνεχίστηκε μια πορεία που είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν, τότε που διαμόρφωναν την οικονομική πολιτική οι κυβερνήσεις του Συναγερμού και της ΕΡΕ». (Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, 19 Απριλίου 2001)
• «Από το 1971 βιβλία, εφημερίδες, κινηματογραφικά και θεατρικά έργα με καμουφλαρισμένα μηνύματα δημιουργούν μια νέα πνευματική ζωή». (Γιώργος Αναστασιάδης Ιστορικά Ελευθεροτυπίας, 19 Απριλίου 2001)
• «Στη χούντα ξεκινά η μετάβαση προς μια κοινωνία της κατανάλωσης, με πρότυπα απόλυτα ομογενοποιημένα: τηλεόραση (1968), σουπερμάρκετ (1970), αυτοκίνητο σε μαζική κλίμακα, διαρκή καταναλωτικά αγαθά, διαμέρισμα και εξοχικό……………………..Η χούντα ενθάρρυνε τα μεγαλόπνοα επενδυτικά σχέδια (Καράς, Εσο Πάπας, Καραγιώργης – Πύλος, Λάτσης και Βαρδινγιάννης – Ελευσίνα, Ναυπηγεία κλπ). Παράλληλα προέκρινε τον Πειραιά ως διεθνές εφοπλιστικό κέντρο και καλλιέργησε την ιδέα της ανάδειξης νέων κέντρων εμπορίου στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου (Βόλος, Πάτρα, Ηράκλειο) (Γιώργος Σταθάκης Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 20 Απριλίου 2007)

Παναγής Παναγιωτόπουλος

Μου είναι πολύ δύσκολο να παρακολουθήσω τον σκανδαλισμό που προκαλεί σε ορισμένους το άρθρο του Καλύβα. Θα ήταν πιο ειλικρινείς στην καταγγελία τους αν αυτό το όψιμο αντιχουντικό-αντιαναθεωρητικό ρεφλέξ το είχαν εκδηλώσει όταν άρχισε η μεγάλη επίθεση στη Μεταπολίτευση, από το 2010 και μετά. Αν δεν είχαν ανεχτεί δίπλα τους την ρητορική "Η χούντα δεν τελείωσε το 73", αν δεν είχαν συμπαρασταθεί στους μουντζολαικιστές της Πλατείας, αν είχα ασκήσει κριτική στο κατά βάθος χουντείκο ντελίρο εκείνου που κάθε τόσο και λιγάκι καταδικάζει "τα τελευταία 40 χρόνια". Όμως την ενόχληση και την διαφωνία των άλλων, αυτών που πολιτικά και υπαρξιακά κατανοούν την αξία της Μεταπολιτευτικής περιόδου, την συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό. Ειδικά όσων, όπως και εγώ, φροντίζουν να μην αφορίζουν και να μην στιγματίζουν ένα πρόσωπο αλλά αντιλαμβάνονται ότι η συζήτηση όπως προσπαθεί να την οργανώσει ο Καλύβας είναι προβληματική και ατελέσφορη. Επειδή τυχαίνει να είμαι εδώ και αρκετά χρόνια μελετητής της προ και της μετα δικατορικής περιόδου, αναγκαστικά σχηματίζεται μέσα μου και μια θεώρηση της Χούντας. 

Το στοίχημα είναι ακριβώς εκεί: αν θα υπάρξουν κάποια στιγμή οι όροι για μια θεώρηση, ερευνητική και παραγωγική της περιόδου, διότι παρά τις ενδιαφέρουσες προσθήκες των ερευνητών για την περίοδο είμαστε σε αρκετά μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι σε μια ηθική στάση απέναντι στο ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο η οποία στερεί την δυνατότητα να μάθουμε. Με άλλα λόγια επταετία 67-74 παραμένει ένα μαύρο κουτί, στο μέτρο που η μετα-ιστορική δημόσια ιστορία και η πολιτική μνήμη ενοποιούν όλα τα φαινόμενα, τις μυριάδες κοινωνικών κοινωνικών και πολιτισμικών μιας κοινωνίας. Αυτή την αδυναμία σωστά εντοπίζει ο Καλύβας (χωρίς να είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο μόνος), ό τι πχ υπάρχουν δυναμικές που δεν ανακόπτονται από την Χούντα. Μας λέει με άλλα λόγια ότι η Χούντα δεν είναι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς αλλά ένα αυταρχικό καθεστώς και ότι ο καπιταλισμός και η κοινωνική μηχανική της ελληνικής του εκδοχής δεν έπαψαν να αναπτύσσονται στο εσωτερικό της και επί των ημερών της. Κάτι τέτοιο όμως είναι στο όριο του αυτονόητου και της ταυτολογίας, πράγμα όχι και τόσο παραγωγικό για την κουβέντα (αντιπαραγωγικό ίσως όταν το παρουσιάζει τόσο εμφατικά και αξιωματικά) αλλά παραλείπει να μιλήσει για τις δυναμικές που ανεκόπησαν εξ αιτίας της Χούντας, και είναι ουκ ολίγες και ιδιαίτερα σημαντικές. 
Σε ό τι αφορά δε τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο στο μέτρο που δεν τον αντιπαραθέτει με την υπερπολιτικοποίηση (πράγμα απολύτως απαραίτητο και εμφανές όταν μελετάει το χάσμα ανάμεσα σε μια οικονομία και κοινωνία που εκσυγχρονίζονται δυναμικά και δημοκρατικά από τη μία στα 60ζ και από την άλλη, την ίδια περίοδο, την πολιτική οξείδωση και τον αταβισμό που κινούνται παράλληλα και που εν τέλει οδηγούν στο πραξικόπημα). Αυτή η υπερπολιτικοποίηση της κοινωνίας, την οποία ορισμένες δυναμικές του 60 έδειχναν να ξεπερνούν, θα την κληροδοτήσει πχ η Χούντα στην Μεταπολίτευση, μαζί με την αντιφασιστική δημοκρατική συναίνεση (που δεν την ονομάζει όμως έτσι) την οποία επικαλείται ως άτυπο ιστορικό ευεργέτημα της Χούντας προς εμάς, σε αυτή την προβληματική τελεολογία του. 
Εν τέλει με το άρθρο του ο Καλύβας, ενώ προσπαθεί να θίξει την μονομπλοκ θεώρηση του μαύρου κουτιού της Χούντας, περισσότερο δυναμιτίζει παρά οργανώνει το αίτημα μιας διαφοροποιημένης και πλουραλιστικής έρευνας για την περίοδο. Νομίζω ότι οι δυο κεντρικές του θέσεις (συνέχειες, ευεργετική τελεολογία) ενώ θα μπορούσαν υπό όρους να είναι το κίνητρο μιας ερευνητικής περιέργειας εμφανίζονται ως αξιωματικές παραδοχές, Επιμένω να θεωρώ ότι είναι πιο ενδιαφέρον να δούμε ποιες συνέχειες με την δεκαετία του 60 χάσαμε ως μεταπολιτευτική δημοκρατία από το να αποκαταστήσουμε κάτι που μάλλον εύκολα αποδεικνύεται, ότι η πολιτική της Χούντας δεν διέλυσε, διότι δεν μπορούσε, την αναπτυξιακή τροχιά και τον εκδυτικισμό. Η ακόμα, πιστεύω ότι είναι πιο σημαντικό να σκεφτούμε ποια είναι η μηχανική που φέρνει την λεγόμενη φάση «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και τι παράγει κατόπιν η ίδια, από το να αφήνουμε να εννοηθεί ότι οι κατοπινές θετικές εξελίξεις ενός αρνητικού φαινομένου μπορεί να σχετικοποιήσουν την αρνητικότητα του.

Αλλα άρθρα

Σχόλια

  1. Η ένταξη σε κάποια πολιτική παράταξη καλό είναι να γίνεται στη βάση των καλώς εννοουμένων οικονομικών συμφερόντων και όχι με βάση ιδεοληψίες που προέρχονται από οικογενειακά ψυχικά τραύματα της μακράς περιόδου όπου οι κομμουνιστές υφισταντο διώξεις πριν την μεταπολίτευση , φαντασιώσεις κ.λ.π.

    Η κυρίαρχη αντίθεση ήδη πριν την στρατιωτική δικτατορία ήταν ότι σημαντικό ποσοστό απο τα μεσαία στρώματα επιστημόνων, έμπορων, βιοτεχνών ανήκαν στην αριστερά ενώ οι ΔΥ στην δεξιά.
    Στην δεξιά άνηκε η μικρή άρχουσα τάξη της χώρας (100 οικογένειες)

    Καθώς αυξανόταν το ΑΕΠ (ήδη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε στα 1000 δολάρια το 1970) τα μεσαία στρώματα, άρα και τα αριστερά πλούτιζαν. Ολόκληροι κλάδοι (λ.χ. εκδόσεις) άνηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αριστερά. Δεν μπορούμε να θυμηθούμε πολλούς αξιόλογους δεξιούς διανοουμένους, καλλιτέχνες ,….Ήταν σαν η δεξιά να εκχώρησε το προνόμιο των ιδεών στην ευρύτερη αριστερά…. Κατά την μεταπολίτευση και ιδίως μετά το 1981 μερικοί απο τα μεσαία στρώματα άρχισαν να αναπτύσσουν επιχειρήσεις . Όποτε είναι προφανές ότι αυτοί οι πλούσιοι «αριστεροί» φαντασιώνονται ότι αποτελούν προοδευτικό τμήμα της κοινωνίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία