Το κοινό μας λάθος, του Ορέστη Καλογήρου
Του Ορέστη Καλογήρου, Books' Journal, τχ. 14, Δεκέμβριος 2011
ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, Το όνειρο του Οδυσσέα, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 336
Τι γυρεύει ένας φυσικός όπως εγώ στα χωράφια της λογοτεχνίας; Η απάντηση δεν είναι ότι νομιμοποιούμαι να έχω γνώμη για το μυθιστόρημα ως ομόλογος του κεντρικού ήρωα (αφού το μυθιστόρημα πραγματεύεται την άνοδο και την πτώση ενός πανεπιστημιακού), ούτε ως συγγενής επιστημονικά με τον συγγραφέα του, που είναι μαθηματικός. Η απάντηση βρίσκεται στις αδιόρατες κλωστές με τις οποίες συνδεθήκαμε με τον Μάκη Καραγιάννη πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια. Περίπου συνομήλικοι, είμαστε και οι δυο παιδιά της μεταπολίτευσης. Με την κυριολεκτική έννοια «παιδιά». Ήμασταν μικροί για να «μπούμε» το 1973 στο Πολυτεχνείο, αλλά ζήσαμε «από μέσα» τα χρόνια της πρώιμης μεταπολίτευσης. Τα πρώτα μας είδωλα ήταν οι «ήρωες» του Πολυτεχνείου (ένας από αυτούς ήταν και ο Στέφανος Δενδρινός, ο ήρωας του βιβλίου). Τους μιμηθήκαμε σε όλα, στα βιβλία που διαβάζαμε, στα τραγούδια που ακούγαμε, στον κινηματογράφο που βλέπαμε, στα ρούχα που φορούσαμε, μα πάνω απ’ όλα στην πολιτική ένταξη στην Αριστερά. Στα μαθητικά και φοιτητικά μας χρόνια αναπνέαμε με απληστία την πολιτικοποίηση, τη στράτευση, την επανάσταση. Όχι όλοι και όλες με τον ίδιο τρόπο. Κι εδώ βρίσκεται η δεύτερη αδιόρατη κλωστή. Περίπου το 1980 συναντηθήκαμε με τον Μάκη Καραγιάννη στην οργάνωση ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, την οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού της Φυσικομαθηματικής Σχολής. Ζήσαμε μαζί ένα κομμάτι της εποποιίας της ανανεωτικής Αριστεράς και, θαρρώ, αυτό μας σημάδεψε και τους δυο.
Ύστερα χαθήκαμε, τραβήξαμε τους δρόμους μας. Συναντηθήκαμε ξανά πριν από κάνα χρόνο, οδηγημένοι από την ίδια ασφυκτική ανάγκη. Την ανασύσταση του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς. Από τις πρώτες κουβέντες, από τα πρώτα γραπτά που ανταλλάξαμε, διαπιστώσαμε ότι εκείνο το αδιόρατο νήμα κρατούσε καλά. Η ανάγνωση της ελληνικής πραγματικότητας, τα ερωτήματα (γιατί φτάσαμε ως εδώ; τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα;), όλα περίπου ίδια. Ένα ακόμη αδιόρατο νήμα που μας ένωνε η λογοτεχνία. Με τον υπογράφοντα ως ανάξιο εραστή και τον συγγραφέα ως άξιο υπηρέτη της. Όλα αυτά εξηγούν τις προθέσεις αυτού του κειμένου, που το έγραψα με μεγάλη χαρά, αλλά κυρίως εξηγούν πολλές από τις προκείμενες του βιβλίου.
ΤΙ ΠΗΓΕ ΣΤΡΑΒΑ
Το Όνειρο του Οδυσσέα είναι ένα πολυπρισματικό λογοτέχνημα, ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό, αστυνομικό, ερωτικό, ιστορίας της λογοτεχνίας και των μαθηματικών… Όμως από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του το ερμηνευτικό κλειδί του θεωρώ ότι βρίσκεται στη φράση του συγγραφέα-αφηγητή που ακολουθεί:
«Σιγά-σιγά και χωρίς να το θέλω, βρέθηκα να γράφω το βιβλίο που σχεδίαζε. Είναι μια βαθύτερη ανάγκη να καταλάβω όχι μόνον εκείνον αλλά μια ολόκληρη εποχή». (σελ. 120)
Η φράση αυτή μας αποκαλύπτει ότι, κατά βάθος, το βιβλίο είναι υπαρξιακό. Όχι με την τρέχουσα έννοια της ταύτισης του συγγραφέα με έναν από τους ήρωες. Αλλά, επειδή ο συγγραφέας πρέπει να απαντήσει σε ένα προσωπικό, αγωνιώδες ερώτημα. Τι πήγε στραβά, ποιο ήταν το λάθος; Γιατί μια χώρα, μια κοινωνία, μια γενιά, που βγήκε με τόση αυτοπεποίθηση από τη δικτατορία, που επαγγέλθηκε την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία και τη δημοκρατία, εν τέλει χρεοκόπησε ηθικά; «Τι μεσολάβησε και από την Αριστερά της θυσίας, της ατομικής θυσίας, για χάρη των μεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγμάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισμός είτε η δημοκρατία, προταγμάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ατομικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαμε, με την εδραίωση της δημοκρατίας, σε μια άλλου τύπου Αριστερά, του εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν;» για να χρησιμοποιήσω μια φράση από το κείμενο «Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία», το λεγόμενο και «κείμενο των έξι» (Κιντή, Παπαδάκη, Ματσαγγάνης, Καρράς, Παπαδημητρόπουλος, Καλογήρου) που δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο Books’ Journal και το οποίο ο συγγραφέας ενστερνίζεται.
Ο Μάκης Καραγιάννης θέτει αυτά τα ερωτήματα, πρώτα απ’ όλα γιατί νοιώθει ενοχές, νοιώθει συνυπεύθυνος. Πίστεψε στο «όνειρο του Οδυσσέα» και στρατεύτηκε στον αγώνα τον καλό για τα μεγάλα ιδανικά. Ψάχνει να βρει το «Λάθος» με την ανομολόγητη ελπίδα να το εξηγήσει στην επόμενη γενιά, μήπως αυτή το αποφύγει. Γιατί πιστεύει ότι το πανανθρώπινο αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, «για τον καημό του εν γένει πάσχοντος ανθρώπου» δεν είναι λάθος. Κυρίως, όμως, έχει το δικαίωμα να θέσει αυτά τα ερωτήματα. Γιατί παρέμεινε χαμηλών τόνων, αλώβητος, σεμνός, μακριά από το «πάρτυ». Επιτρέψτε μου να πιστεύω, ότι κατά την ταπεινή μου γνώμη, αυτό οφείλεται και στο ότι κράτησε μέσα του την αφήγηση της ανανεωτικής Αριστεράς. Σε πολλές σελίδες του βιβλίου αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι τον έσωσε και η καταφυγή στο Φλωμπέρ.
Ο Στέφανος Δενδρινός είναι ένας εξέχων πανεπιστημιακός δάσκαλος. Πολλούς, ιδιαίτερα τους συναδέλφους μου, ίσως τους ενοχλήσει αυτό. Τον τελευταίο χρόνο η συζήτηση για τη μεταρρυθμιστική τομή στο ελληνικό πανεπιστήμιο πολλές φορές επικεντρώθηκε, ατυχώς, στην ισοπεδωτική απαξία του ανθρώπινου δυναμικού του. Οι δυνάμεις της αντιμεταρρύθμισης το εκμεταλλεύτηκαν, μίλησαν για «ολοκληρωτική επίθεση ενάντια στο δημόσιο πανεπιστήμιο» με ανομολόγητο, επιτρέψτε μου, στόχο «να μην αλλάξει τίποτα». Ίσως κάποιοι εντάξουν «Το όνειρο του Οδυσσέα» στην «εκστρατεία συκοφάντησης του πανεπιστημίου». Όμως δεν είναι έτσι. Όχι, μόνον, επειδή η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε πριν μια δεκαετία από το σκάνδαλο του Παντείου (είναι πασιφανής η ομοιότητα της ιστορίας του Στέφανου Δενδρινού με το σκάνδαλο εκείνο), αλλά κυρίως επειδή η αναφορά στο σκάνδαλο της Επιτροπής Ερευνών είναι προσχηματική. Δεν πρόκειται για το πανεπιστήμιο, αλλά για μια ολόκληρη χώρα, μια ολόκληρη κοινωνία, μια ολόκληρη γενιά. Το Λάθος ήταν συλλογικό, το ίδιο είναι και η ευθύνη για την πορεία της γενιάς της μεταπολίτευσης. Από τη σκοπιά αυτή δεν πρόκειται για ένα «πανεπιστημιακό μυθιστόρημα» και δεν εντάσσεται σε καμιά «εκστρατεία συκοφάντησης».
Όμως, ο Μάκης Καραγιάννης δεν κατηγορεί αφ’ υψηλού, δεν ηθικολογεί. Συμπάσχει με τους ήρωές του, προσπαθεί να τους κατανοήσει. Τα ερωτήματα μένουν ανοιχτά. Γιατί ο συγγραφέας έχει επίγνωση της πολυπλοκότητας των ανθρώπινων σχέσεων και της ιστορίας. Ιδιαίτερα της ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Παρά την εμφανή ομοιότητα με την ιστορία του χειρογράφου του Αριστοτέλη που μας διηγήθηκε ο Ουμπέρτο Έκο στο «Όνομα του Ρόδου», εδώ εν τέλει το παλίμψηστο είναι η πόλη της Θεσσαλονίκης. Ησυχαστές, ζηλωτές, αγιογράφοι, εβραίοι, επαναστάτες, ρουφιάνοι, ορθολογιστές, δυτικόφρονες, γυναίκες της νύχτας, τραμπούκοι, νεόπλουτοι εκδότες, παραπέμπουν στον τόπο και στον χρόνο: Αγιονόρος και ΑΠΘ, αλλά και Μπάρα και Ζεϊτενλίκ. Και Μάης του ’36 και εμφύλιος και δικτατορία. Εντυπωσιάζει ο συγγραφέας με το πλήθος των αναφορών του, ενδεικτικών της ευρυμάθειάς του, είτε αυτές έχουν να κάνουν με θεολογικές διαμάχες είτε με ιστορία του κινήματος είτε με ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την πόλη. Ο μυημένος αναγνώστης συναντάει πρόσωπα της Θεσσαλονίκης είτε με τα πραγματικά ονόματά τους, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, είτε καλυμμένα όπως ο παλιός αντιστασιακός της δικτατορίας ο Νάντης Χατζηκώστας, που δεν είναι άλλος από το Νάντη Χατζηγιάννη. Κι αν ρωτούσαμε τον συνταγματολόγο Αντώνη Μανιτάκη, σίγουρα θα είχε πολλά να μας πει για εκείνη τη βραδιά που οι φονταμενταλιστές ενός γνωστού Αρχιμανδρίτη (τότε) της πόλης μας (όπως ο Ιάκωβος Δαπόντες) έσπασαν το πιάνο και ματαίωσαν τη συναυλία της Ένωσης Πολιτών μέσα στη Ροτόντα. Τολμώ να υποθέσω ότι και ο καθηγητής Φυσικής Στερεάς Κατάστασης Ορέστης Αθανασίου, που αναλαμβάνει τη φασματοσκοπική μελέτη του παλίμψηστου, παραπέμπει σε έναν γνωστό μας.
ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ
Το Όνειρο του Οδυσσέα δεν είναι ένα σχόλιο πάνω στη συγκυρία. Η μεγάλη λογοτεχνική του αρετή είναι η διαχρονικότητα και η αυθεντικότητά του. Δεν γράφτηκε «για την κρίση» και γι’ αυτό δεν γράφτηκε με υστεροβουλία. Βρίσκεται στον αντίποδα του συρμού, του ανέξοδου λαϊκισμού, του φτηνού εντυπωσιασμού. Μας καλεί να σκεφτούμε, να κοιτάξουμε στον καθρέφτη, να αναστοχαστούμε ατομικά και συλλογικά. Τελικά, μήπως η μεταπολίτευση, που το τέλος της τόσες φορές προαναγγέλθηκε, θα τελειώσει όταν θα κλείσει τον κύκλο της η «γενιά του Πολυτεχνείου»; Μήπως ο φόνος του Στέφανου Δενδρινού, η πατροκτονία δηλαδή που διαπράττει ο συγγραφέας, ένα παιδί της γενιάς του Πολυτεχνείου, προοιωνίζεται την κάθαρση για να μπορέσει το μήνυμα της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης να περάσει στις επόμενες γενιές; Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι χωρίς τα ελαστικά όρια που η ίδια η κοινωνία έθεσε, χωρίς την άρρητη συγκατάθεση μιας ολόκληρης γενιάς, δεν ερμηνεύεται η εκτροπή του Στέφανου Δενδρινού. Το Λάθος το διαπράξαμε όλοι και όλες. Καιρός να αλλάξουμε ρότα για να μπορούμε πάλι να ονειρευτούμε την κοινωνία της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς. Προλαβαίνουμε; Το Όνειρο του Οδυσσέα μας γνέφει καταφατικά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου