Μεταρρυθμίσεις, μέρος πρώτο: οι ορφανές, του Αρίστου Δοξιάδη
Ο Αρίστος Δοξιάδης είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση οικονομολόγου, αρθρογράφου, πολιτικού με την πραγματική έννοια του όρου. Αν συμμετείχε στην διακυβέρνηση της χώρας σε αυτή τη δύσκολη φάση, όλοι θα κοιμόνταν πιο ήσυχοι. Το blog μας τον αγαπά ιδιαίτερα. Ας τον απολαύσουμε. (leo)
από το Protagon
Ο Αρίστος Δοξιάδης γράφει τέσσερα κείμενα για το μεγάλο θέμα που δεν συζητάμε σε αυτή την εκλογική μάχη: τις μεταρρυθμίσεις. Σήμερα γράφει για τη δημόσια διοίκηση, την Τετάρτη για το κοινωνικό κράτος, την Παρασκευή για την ανάπτυξη. Την Δευτέρα θα κλείσει με τις προτάσεις του για την ψήφο. www.protagon.gr, 23.4.12
Φωνάζουν, διχάζουν και αλλάζουν βαρειές κουβέντες τα κόμματα σε τούτο τον εκλογικό αγώνα, αλλά αν πιστέψουμε τα λόγια τους συμπίπτουν σε μερικούς μεγάλους στόχους: έντιμη και αποτελεσματική διοίκηση, κοινωνική αλληλεγγύη, ανάπτυξη. Ποιός λέει όχι σε αυτά; Συμπίπτουν, αριστεροί και δεξιοί, μεταρρυθμιστές και αντι-μνημονιακοί (για να μην πω μνημονιακοί και αντι-μεταρρυθμιστές και στεναχωρήσω). Διαφέρουν στον τρόπο. Άλλοι ζητάν αλλαγή προσώπων, άλλοι ψάχνουν περισσότερους πόρους, άλλοι προτάσσουν μεταρρυθμίσεις. Από αυτά τα τρία (πρόσωπα, πόροι, μεταρρυθμίσεις) το τρίτο έχει μακροπρόθεσμα την πιο μεγάλη σημασία -- ποιές θα είναι και αν θα γίνουν. Στο σημείωμα αυτό, και σε δύο επόμενα, γράφω για τις μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τους μεγάλους κοινούς στόχους. Κατά σειρά, με τη δημόσια διοίκηση, το κοινωνικό κράτος, και την ανάπτυξη.
Δημόσια Διοίκηση
Από όλες τις αλλαγές που προβλέπει το Μνημόνιο, αυτές που έχουν συζητηθεί λιγότερο, και που είναι άφαντες στον εκλογικό αγώνα, είναι οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Κανένας δεν εναντιώνεται σε αυτές ρητά. Ακόμα και οι πιο ακραία αντι-μνημονιακοί, λένε , «μα δεν αντιλέγω, φυσικά θάπρεπε να γίνουν αυτά» και μετά αλλάζουν την κουβέντα. Κανένας δεν εκλείσε τους δρόμους για να μη γίνουν, δεν φωνάζει στα κανάλια, δεν στοχοποιεί φανερά τους (λίγους) πολιτικούς που τις προωθούν. Τις ίδιες όμως, κανένας δεν τις υποστηρίζει σθεναρά. Είτε άρχισαν να υλοποιούνται είτε όχι, ελάχιστοι το έχουν μάθει. Αν κάπου σκαλώσουν κανένας δεν θα βγει να φωναξει και να ζητήσει ευθύνες. Είναι τα ορφανά της πολιτικής: όλοι λένε οτι τις συμπαθούν, και κανένας σχεδόν δεν σηκώνει το βάρος της υιοθεσίας.
Είναι η ηλεκτρονική συνταγογράφηση, η ηλεκτρονική παρακολούθηση της αγοράς του φαρμάκου και των ιατρικών υλικών, οι ηλεκτρονικές δημοπρασίες. Είναι το μητρώο των δημοσίων υπαλλήλων και η ενιαία αρχή πληρωμών. Είναι η Διαύγεια (που, για να είμαστε δίκαιοι, την ξεκίνησε ο Γιώργος Παπανδρέου πριν το Μνημόνιο). Είναι το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα σε νοσοκομεία και ΟΤΑ, και η κεντρική αναλογιστική παρακολούθηση των ασφαλιστικών ταμείων. Είναι η αυτοματοποίηση στις διαδικασίες έγκρισης των επιχορηγήσεων για επενδύσεις. Είναι οι αριθμητικοί δείκτες απόδοσης των ΔΟΥ, που θα μπορούσαν να επεκταθούν σε πολλές άλλες υπηρεσίες. Είναι οι μηχανισμοί παρακολούθησης του πετρελαίου που δυσχεραίνουν το λαθρεμπόριο. Είναι και πολλά παρόμοια που δεν έχουν μπει στο Μνημόνιο, αλλά που ισχύουν σε όλες τις αναπτυγμένες δημοκρατίες.
Μερικά μέτρα, όπως το διπλογραφικό, έχουν προταθεί από την αρχή της μεταπολίτευσης, και για τα πιο πολλά δεν υπάρχουν ισχυρές ιδεολογικές ενστάσεις (αν και κάποτε η ΕΙΝΑΠ θεωρούσε την κατάρτιση ισολογισμών των Νοσοκομείων πρόκριμα ιδιωτικοποίησης, λες και μόνο οι ιδιώτες πρέπει να ενδιαφέρονται για τον έλεγχο των δαπανών). Επρεπε όμως να φτάσουμε στο τέλος της μεταπολίτευσης, στη χρεοκοπία και στην τρόικα, για να αρχίσουν να εφαρμόζονται. Γιατί, άραγε;
Υπάρχει μια δευτερεύουσα και μια κύρια αιτία. Η δευτερεύουσα είναι οτι η διοικητική τεχνολογία χρειάζεται επιμονή και χρόνο για να εφαρμοστεί και να φέρει ορατό αποτέλεσμα. Η προεργασία που πρέπει να γίνει (π.χ. βάσεις δεδομένων και οι διαδικασίες για την ενημέρωση τους) είναι τελείως αόρατη. Οι υπουργοί δεν μπορούν να την διαφημίσουν στα κανάλια, και οι μεγαλοδημοσιογράφοι δεν μπορούν να επιδείξουν ούτε αγανάκτηση ούτε υπεροψία όταν την μελετάνε. Ο κόσμος χασμουριέται. Οι υπουργοί ξέρουν οτι θα έχουν φύγει μετά από 18 μήνες, και την δόξα του αποτελέσματος θα την καρπωθεί κάποιος επόμενος. Συνεπώς, το προσωπικό πολιτικό κίνητρο υπέρ αυτών των αλλαγών είναι μικρό.
Η κύρια αιτία είναι οτι οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν τον τρόπο δουλειάς εκατοντάδων χιλιάδων υπαλλήλων, και απειλούν είτε τις θέσεις εργασίας είτε τα άδηλα εισοδήματα πολλών από αυτούς. Για αυτό συναντούν αντιστάσεις, πότε πολλές και μικρές, πότε σθεναρές και αποφασισμένες, που είναι αρκετές να αποθαρρύνουν τους ετσι κι αλλιώς απρόθυμους υπουργούς.
Οι πρακτικές που θίγονται από τις τεχνικές αλλαγές βρίσκονται σε όλους τους τομείς του κράτους. Οι αξιωματούχοι και λειτουργοί θα χάσουν τη διακριτική ευχέρεια να δώσουν ένα επίδομα, να αρνηθούν μιά άδεια λειτουργίας, να γράψουν ένα ακριβό φάρμακο ή μια εξέταση, να κλείσουν μάτι στον γονιό οτι το παιδί πρέπει να κάνει ιδιαίτερο, να αναθέσουν ένα έργο, να αφήσουν να χτιστεί ένα σπίτι σε αμφισβητούμενη ζώνη, να προσλάβουν τρεις κηπουρούς για ένα στρέμμα τσιμέντο.
Μέχρι τώρα τις πρακτικές τους τις αποδέχονται σιωπηρά οι συνάδελφοι τους, και πολίτες που τις υφίστανται. («έτσι γίνονται οι δουλειές» -- «αυτή είναι η Ελλάδα»). Τις στηρίζει, έμμεσα, η πολιτική ηγεσία. Τις επιτρέπει ένα μεγάλο πλέγμα από νόμους και εγκυκλίους που δίνει την δυνατότητα στους υπαλλήλους ατομικά ή σε μικρές ομάδες να αποφασίζουν για την κατανομή πόρων στην κοινωνία, χωρίς πραγματική λογοδοσία. Τις υποστηρίζει η κρατούσα τεχνολογία στο δημόσιο, των χάρτινων αρχείων, των ελάχιστων ελέγχων, των πολλών υπογραφών και των αργών διαδικασιών. Η ουσία τους είναι η σχέση εξουσίας πάνω στον απέναντι, που επιτρέπει στον αξιωματούχο να αποσπάσει σημαντικό οικονομικό όφελος, ή στη πιο ήπια περίπτωση, να διατηρήσει τη θέση εργασίας του και το μισθό του χωρίς να προσφέρει παραγωγικό έργο.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών πάνω στο επίπεδο και στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος είναι τεράστιο. Δεν είναι μόνο οι μίζες και οι αργομισθίες. Είναι το κόστος των προμηθειών του δημοσίου που εκτινάσσεται και πάει σε συγκεκριμένους προμηθευτές. Είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις που δεν γίνονται γιατί τις αποτρέπει η γραφειοκρατία και η διαφθορά, και αυτές που γίνονται μόνο επειδή θα ζήσουν από τα προνόμια. Είναι οι εξόφθαλμα άδικες «κονωνικές παροχές» και τα περίεργα επιδόματα που κρύβονται στις υποπαραγράφους των υπουργικών αποφάσεων. Είναι τα ιδιαίτερα μαθήματα και τα περιττά φάρμακα. Αν κάποτε μετρηθούν όλα αυτά μαζί, θα βρεθεί οτι ανακατανέμουν προς το πλέγμα αυτής της άτυπης εξουσίας ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ (πολύ περισσότερο από την υπεραξία που καρπούνται οι σχετικά λίγοι μεγάλοι εγχώριοι εργοδότες). Και οτι αποτρέπουν πάμπολλες δραστηριότητες που θα έφερναν δουλειές και εισόδημα.
Οι πρακτικές είναι συχνές, καθημερινές, έχουν πολιτική στήριξη, ευνοϊκούς νόμους, σιωπηρή αποδοχή, κατάλληλη τεχνολογία, καταληγουν σε ιδιοποίηση πόρων σε μεγάλη έκταση, και σε διαμόρφωση της παραγωγικής βάσης. Δηλάδη το σύστημα έχει τα χαρακτηριστικά ενός «τρόπου παραγωγής» με τη μαρξιστική έννοια (όπως λέμε καπιταλιστικός, οικοτεχνικός, φεουδαρχικός).
‘Ενας τρόπος παραγωγής δεν εξαφανίζεται με ελέγχους σε συγκεκριμένες αποφάσεις και ούτε με ποινικές διώξεις σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Δεν αλλάζει όταν αλλάξουν τα πρόσωπα στις θέσεις εξουσίας, είτε στην κορφή είτε στη βάση. Δεν θα τον «πατάξει» ο τολμηρός ρεπόρτερ, ο αδέκαστος εισαγγελέας, ο ηθικός υπουργός: γιατί η «πάταξη» και οι διώξεις φέρνουν αποτέλεσμα μόνο όταν οι παραβάτες είναι λίγοι, όταν είναι εξαιρετικές περιπτώσεις.
Αυτός ο τρόπος παραγωγής, όπως και άλλοι στην ιστορία, θα κινδυνεύσει από αλλαγές στην τεχνολογία της πληροφορίας. Οπως η εξουσία και ο πλούτος της Καθολικής Εκκλησίας υπονομεύτηκε από την τυπογραφία, και η εξουσία του εκδότη πάνω στον συγγραφέα υπονομεύεται από το διαδίκτυο, έτσι και η εξουσία του αξιωματούχου (όχι του κράτους, αλλά του προσώπου) πάνω στους δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους θα υπονομευτεί από τις βάσεις δεδομένων, τις αυτόματες διαδικασίες και την ευρεία πρόσβαση σε αυτές (databases, workflow, web). Δεν πρόκειται για μηδαμινές αλλαγές, αλλά για μια μικρή επανάσταση.
Οι τεχνολογικές επαναστάσεις δεν συμβαίνουν αυτόματα. Πρέπει να υπάρχουν πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που τις προωθούν. Σήμερα, μια προωθητική δύναμη είναι η τρόικα. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των ελλήνων πολιτικών, δεν συνδέεται με τις ομάδες που έχουν να χάσουν από αυτές τις αλλαγές. Το αν ταυτίζεται με τα συμφέροντα του διεθνούς κεφαλαίου ή του ευρωπαίου εργαζόμενου και φορολογούμενου δεν έχει σημασία για το συγκεκριμένο ζήτημα. Για εμάς έχει σημασία το αποτέλεσμα: η διοικητική τεχνολογία που ζητά να εφαρμόσουμε προάγει τον δημοκρατικό έλεγχο της διοίκησης, και εξοικονομεί πόρους είτε για την ανάπτυξη είτε για κοινωνική πολιτική.
Ωστόσο την εφαρμογή δεν μπορεί να την κάνει η τρόικα. Θα την επιβάλλουν, αν τα καταφέρουν, μερικοί έλληνες πολιτικοί. Ποιοί μπορεί να είναι αυτοί;
Μάλλον δεν θα είναι ο κύριος Παφίλης (από το twitter, @rozaed: “15 χρόνια δεν έχει καταθέσει ισολογισμό ο Οίκος Ναύτου κ ο Παφίλης ρωτά: αυτό είναι το θέμα;!; Ναι ρε καραγκιόζη, ακριβώς αυτό!!”). Δεν θα είναι οι αγανακτισμένοι Καμμένοι και Συριζαίοι που λένε “τα λαμόγια στη φυλακή”, αλλά που φωνάζουν για απώλεια εθνικής κυριαρχίας όταν η τρόικα λέει να παρακολουθούμε τις δαπάνες όπως το κάθε δυτικό κράτος. Πιθανότατα δεν θα είναι ούτε οι παλιοκαραβάνες που θεωρητικά συμφωνούν με τις μεταρρυθμίσεις, αλλά βρίσκουν κάθε δυνατό πρόσχημα να τις σταματήσουν μόλις διαμαρτυρηθεί ο Ιατρικός Σύλλογος και η ΑΔΕΔΥ, ή μόλις γράψει απειλητικό ρεπορτάζ μια φυλλάδα.
Θα είναι αυτοί οι λίγοι, με τις τεχνοκρατικές παρωπίδες, που σε κάθε εμπόδιο θα βάζουν το κεφάλι κάτω και θα σπρώχνουν. Που θα επιμένουν να εξηγούν γιατί το να μετράμε είναι φιλολαϊκό. Μονόχνωτοι και στοχοπροσηλωμένοι. Αυτούς να φοβάστε, λαμόγια.
(Στο επόμενο: Κοινωνικό Κράτος)
*Ο Αρίστος Δοξιάδης είναι οικονομολόγος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου