Μεταρρύθμιση στην έρευνα;





Σημαντικό άρθρο του φίλου μας βιολόγου-ερευνητή Γιάννη Καρακάση σχετικά με την επιστημονική έρευνα και τα ερευνητικά κέντρα.



του Γιάννη Καρακάση*

Δεν ξέρω αν το κράτος (και ειδικά το ελληνικό) έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει μια στοχευμένη ή εφαρμοσμένη έρευνα με προκαθορισμένο σκοπό και συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια, ακόμη και αν είχε απεριόριστες πιστώσεις στη διάθεσή του. Δηλαδή μεγάλες ερευνητικές πρωτοβουλίες όπως εκείνες που οδήγησαν στην κατασκευή της ατομικής βόμβας ή τα διαστημικά προγράμματα κλπ συγκεντρώνοντας τους καταλληλότερους (για το θέμα) επιστήμονες της Γης, θέλουν και ένα ορισμένο επίπεδο οργάνωσης που απέχει πολύ από αυτό που έχει κατακτήσει ο κρατικός μας μηχανισμός.

Και όμως η οργάνωση των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων έχει την δομή ελέγχου «από τα πάνω» με Πρόεδρο του ΔΣ ή Διευθυντή που τοποθετείται ως Διοικητής και με αποστολή ακριβώς την διοίκηση των ερευνητών και των δραστηριοτήτων τους. Μια τέτοια δομή είναι ασφαλώς απαραίτητη αν πρόκειται για έρευνα που στοχεύει (όχι στον πόλεμο των άστρων φυσικά) αλλά ακόμη και σε πολύ απλούστερα βιομηχανικά και αναπτυξιακά έργα με μεγάλο ή έστω μέτριο οικονομικό ενδιαφέρον και όπου συνυπολογίζονται εθνικές αναπτυξιακές ή άλλες στρατηγικές, βιομηχανικά απόρρητα κ.ο.κ.

Το ερώτημά μου όμως είναι: τελικά αυτό είναι που παράγουν σήμερα τα Ερευνητικά μας Κέντρα; Η εντύπωση που έχω, μετά από 25 χρόνια έρευνας από τα οποία 15 ως ερευνητής σε ερευνητικό κέντρο είναι ότι οι σημαντικότερες εκροές των ερευνητικών κέντρων είναι εργασίες σε επιστημονικά περιοδικά, όπως και στα Πανεπιστήμια, άλλοτε περισσότερα και άλλοτε λιγότερα σε σύγκριση με τους αντίστοιχους Πανεπιστημιακούς. Οι ευρεσιτεχνίες που έχουν κατατεθεί από ερευνητές κατά κανόνα είναι παρεμπίπτουσες, δηλαδή προέκυψαν όχι από την βούληση της Διοίκησης ή του υπουργείου αλλά συμπτωματικά από την πρωτοβουλία ή την εμμονή κάποιου ερευνητή. Συχνά (έχω την εντύπωση σε συντριπτικό ποσοστό αλλά δεν έχω τα δεδομένα για να το τεκμηριώσω) οι ευρεσιτεχνίες αυτές δεν έβγαλαν ούτε δεκάρα από εμπορική αξιοποίηση και σίγουρα όχι τα έξοδα κατοχύρωσης των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη και Αμερική. Εξαιρέσεις υπάρχουν πχ. η FORTHNET (αν και δεν είμαι σίγουρος ότι αποτελεί ευρεσιτεχνία αλλά μάλλον μια spin off επιχείρηση που δημιουργήθηκε από στελέχη του ΙΤΕ) αλλά η γενική εικόνα δεν δικαιολογεί την εμμονή σε αυτή την γραμμή για το μοντέλο διοίκησης και τις προσδοκίες για στοχοθετημένη έρευνα μεγάλης κλίμακας από δημόσια κέντρα.

Ακόμη περισσότερο που το κράτος βάζει μαζί δεκάδες ανθρώπους από περισσότερο ή λιγότερο συναφή αντικείμενα, χορηγεί (από τα ΕΣΠΑ κλπ) ενίοτε πανάκριβες υποδομές και μετά αφήνει τα κέντρα χωρίς χρηματοδότηση (ή έστω ευκαιρίες χρηματοδότησης) με αποτέλεσμα ή αδράνεια ή οι «εθνικές προτεραιότητες» και τα συναφή να πηγαίνουν περίπατο και να υποκαθίστανται από τις ad hoc ανάγκες του όποιου ερευνητικού προγράμματος (κατά κανόνα Ευρωπαϊκού) κατάφερε με κόπο και τύχη να προσελκύσει κάποιος από τους  ερευνητές.

Με τα παραπάνω δεν εννοώ ότι οι ερευνητές είναι άχρηστοι γιατί δεν φέρνουν χρυσοφόρες πατέντες. Το αντίθετο, πιστεύω ότι και οι ερευνητές και οι υποδομές των ΕΚ πρέπει να αξιοποιηθούν θετικά στα πλαίσια μιας αναδιάρθρωσης του «ενιαίου χώρου έρευνας και εκπαίδευσης». Όπως στην Γαλλία, την Γερμανία και την Βρετανία όπου ερευνητικές ομάδες ή ολόκληρα ινστιτούτα εντάχθηκαν στα Πανεπιστήμια κρατώντας, ανάλογα με την περίπτωση, κάποιο βαθμό οργανωτικής αυτοτέλειας και δημιουργώντας «πόλους αριστείας» αξιοποιώντας τις συνέργειες μεταξύ όλων των κατηγοριών ανθρώπινου δυναμικού: ερευνητών, καθηγητών, φοιτητών, μεταπτυχιακών κλπ.

Θα μου πείτε αυτά αφορούν άλλες χώρες, στην Ελλάδα άντε να κάνεις έρευνα με καταλήψεις κάθε δεύτερη εβδομάδα. Και όμως αν δείτε την εμπειρία του Πανεπιστημίου Κρήτης όπου σε μεγάλο βαθμό έχει προσεγγιστεί το σύστημα που ανέφερα παραπάνω θα δείτε ότι τα αποτελέσματα είναι θεαματικά και από ποσοτική και από ποιοτική άποψη. Ίσως επανέλθω περί του μοντέλου Κρήτης με ένα εκτενές κείμενο γιατί αξίζει τον κόπο να το εξετάσουμε: αποτελεί μια καλή αφορμή για σκέψεις το πώς ένα σχετικά νέο πανεπιστήμιο με 40 χρόνια ζωής βρίσκεται στην κορυφή των αξιολογήσεων σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά, έχει την 50η θέση παγκόσμιας κατάταξης των νέων πανεπιστημίων με λιγότερα από 50 έτη λειτουργίας και καταγράφει παγκόσμιες επιτυχίες σε πολλούς τομείς. Και αυτά μολονότι διέπεται από το ίδιο θεσμικό καθεστώς με τα άλλα ελληνικά, έχει τις ίδιες δυσκολίες να αντλήσει πόρους από το ελληνικό κράτος, περιβάλλεται από τις ίδιες κομματικές στρατιές με τις ίδιες ιδιοτελείς επιδιώξεις. Αντί να αναρωτιόμαστε γιατί το Χ ελληνικό Πανεπιστήμιο δεν είναι Harvard ή Cambridge (οπότε θα εισπράξουμε πολλές δικαιολογημένες εν πολλοίς ενστάσεις ότι συγκρίνουμε τα μη συγκρίσιμα) νομίζω είναι πιο γόνιμο να αναρωτιόμαστε γιατί δεν είναι Πανεπ. Κρήτης.

Στα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι τα ΕΚ αποτελούν τους βραχίονες με τους οποίους η πολιτεία επιτυγχάνει τους εθνικούς ερευνητικούς στόχους. Η λεγόμενη εθνική στρατηγική για την θαλάσσια έρευνα, ή την μοριακή βιολογία ή την θεωρητική φυσική ή οτιδήποτε άλλο, αποτελεί αγαπημένο θέμα αρκετών αλλά επίσης πολλοί υποψιαζόμαστε ότι απλά δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, το κράτος θα την καλλιεργούσε συστηματικά και θα ενδιαφερόταν για τα αποτελέσματά της, θα είχε θέσει προτεραιότητες και κάποιος θα λογοδοτούσε για τις αποτυχίες ή θα πιστωνόταν τις επιτυχίες. Τις τελευταίες δεκαετίες η εκάστοτε πολιτική ηγεσία χρησιμοποιεί την έρευνα, τα ΕΚ και τους ερευνητές ως ένα ακόμη τρόπο για την πρόσβαση στα ΜΜΕ όπου ο αρμόδιος υπουργός ή ο ΓΓΕΤ κομπάζει μπροστά στις κάμερες για επιτυχίες που δεν του ανήκουν και που συμπτωματικά συνέβησαν «επί των ημερών του». Η εντύπωση ότι το κράτος (και δη το ελληνικό) θα θέσει προτεραιότητες στην έρευνα με στόχο την ανάπτυξη και θα επιτύχει έτσι την έξοδο από την κρίση μου φαίνεται απελπιστικά αφελής. Το κράτος στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να συντηρήσει μια ανθρώπινη και υλική ερευνητική υποδομή και να θέσει κανόνες δίκαιης χρηματοδότησης, επιβράβευσης της αριστείας, συντήρησης της πολυμορφίας κ.ο.κ. αλλά ελάχιστοι θα εμπιστευόμαστε κάποιον υπουργό να θέσει «αντικειμενικούς, εθνικούς στόχους». Η πείρα λέει ότι μέχρι τώρα ακόμη και τα αντικείμενα προκύπτουν λίγο-πολύ στην τύχη από ερωτήσεις προς τους ίδιους τους χρηματοδοτούμενους (του στυλ: «Τι νομίζετε ότι θα σας ενδιέφερε να προκηρύξουμε;») και από εν πολλοίς τυχαία πρόσβαση στην κορυφή της κρατικής μηχανής.

Για να συνοψίσω: η μετάταξη της ΓΓΕΤ και των ΕΚ στο υπουργείο ανάπτυξης συνιστά εμμονή σε ένα αναποτελεσματικό μοντέλο και ο χωρισμός του ενιαίου χώρου εκπαίδευσης-έρευνας αποτελεί κίνηση προς την λάθος κατεύθυνση. Ας την αναθεωρήσουμε και ας συζητήσουμε μια βελτίωση των όρων της συνεργασίας ΕΚ-Πανεπιστημίων. Και μια προειδοποίηση: είναι αλήθεια ότι η έρευνα και η τεχνολογία θα μας βγάλουν από την κρίση αλλά μακροπρόθεσμα, όχι σήμερα ή αύριο το πρωί. Το δέντρο αυτό δυστυχώς αργεί να δώσει καρπούς και αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που οι περισσότεροι ανόητοι θεωρούν ότι δεν συμφέρει η καλλιέργειά του.

Ο Γιάννης Καρακάσης είναι βιολόγος και εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία