Α. Γραβάνης - Α. Δημητρόπουλος: Πανεπιστήμια εξωστρεφή και χειραφετημένα
από το ΒΗΜΑ
Στο σύνθετο πλέγμα των σχέσεων κράτους και πανεπιστημίων η έννοια της «αυτοδιοίκησης» αφορά τα όργανα διοίκησης των ιδρυμάτων και τον τρόπο ανάδειξής τους και η έννοια της «αυτονομίας» τις αρμοδιότητες και τις αποφάσεις που τα αυτοδιοικούμενα όργανα των πανεπιστημίων μπορούν να πάρουν. Ενώ η αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ στην Ελλάδα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, είναι γνωστό ότι τα ελληνικά ιδρύματα είναι από τα λιγότερο αυτόνομα στην Ευρώπη. Δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός τους ως παραρτημάτων του υπουργείου Παιδείας.
Οι εκάστοτε όμως κυβερνητικές αποφάσεις για την Ανώτατη Εκπαίδευση υπόκεινται σε καταναγκασμούς ή εξαρτήσεις και συχνά εξυπηρετούν συντεχνιακά, κομματικά, τοπικιστικά ή συμφέροντα των εκάστοτε υπουργών. Ετσι, ο σχεδόν σοβιετικού τύπου κρατικός έλεγχος των ελληνικών ΑΕΙ ευνόησε τις τελευταίες δεκαετίες την αλόγιστη επέκταση της ανώτατης εκπαίδευσης για την ενίσχυση της κατανάλωσης στην περιφέρεια μέσω - πρωτίστως - της αύξησης των φοιτητών, των ιδρυμάτων, των τμημάτων και της κρατικής χρηματοδότησής τους. Δεν εξασφάλισε όμως ούτε την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ούτε την εξωστρέφεια των ΑΕΙ και την ανταπόκρισή τους στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομίας, παρά την αλλαγή των όρων διεθνούς ανταγωνιστικότητας που σηματοδότησαν η ένταξη της χώρας στο ευρώ και η ευρύτερη ενίσχυση της παγκοσμιοποίησης. Ετσι, από τη μια έχουμε τους περισσότερους εισακτέους από κάθε άλλη ανεπτυγμένη χώρα (περισσότερο από 65% κάθε γενιάς), από την άλλη, ο μεγαλύτερος εργοδότης των αποφοίτων των πανεπιστημίων παρέμενε το Δημόσιο δίχως, μάλιστα, ιδιαίτερες απαιτήσεις ποιότητας και ικανοτήτων από το προσωπικό του και την παροχή των υπηρεσιών του.
Η κρατική εποπτεία των αυτοδιοικούμενων ιδρυμάτων (που και αυτή προβλέπεται από το Σύνταγμα) αφορά φορμαλιστικούς ελέγχους νομιμότητας και όχι ουσίας. Υποθάλπει έτσι την εσωτερική «ιδιωτικοποίηση» της λειτουργίας των ιδρυμάτων από τις ομάδες (καθηγητών, φοιτητικών παρατάξεων, υπαλλήλων) που - με τον νόμο-πλαίσιο του 1982 - τα «συνδιοικούσαν» και τα νέμονταν, και ενισχύει την εσωστρέφειά τους, υπονομεύοντας τον δημόσιο χαρακτήρα τους.
Το εύρος, το βάθος και η διάρκεια της πολύπλευρης κρίσης του 2009 δεν ανέδειξαν μόνο τη χρεοκοπία του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας και της κρατικής διοίκησης. Ανέδειξαν, επιπλέον, την ανάγκη για τη ριζική αναδιάρθρωση της Ανώτατης Εκπαίδευσης, τη μεταρρύθμιση του ρυθμιστικού πλαισίου των πανεπιστημίων και τον αναπροσανατολισμό τους από την εκπαίδευση πρωτίστως δημοσίων υπαλλήλων ή καλά προστατευμένων επαγγελματιών, στην προετοιμασία για την απασχόληση σε μια αγορά ανταγωνιστική στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Την ανάγκη να ενισχυθούν η εξωστρέφεια των ΑΕΙ, η συνεργασία και η αλληλεπίδραση με τις επιχειρήσεις ώστε να συμβάλλουν στην οικοδόμηση ενός ισχυρού οικοσυστήματος καινοτομίας που ενισχύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Την ανάγκη τα ιδρύματα να διαφοροποιήσουν τις στρατηγικές ανάπτυξής τους στο τοπικό ή διεθνές περιβάλλον. Την ανάγκη τα ελληνικά πανεπιστήμια να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης ενισχύοντας τη θέση τους στον παγκόσμιο χάρτη των κέντρων γνώσης, επιδιώκοντας την προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών προς όφελος των ίδιων των ιδρυμάτων, των τοπικών οικονομιών αλλά και της διεθνούς θέσης της χώρας ως κέντρου εκπαίδευσης και πολιτισμού.
Οι αλλαγές στην οργάνωση και στη διοίκηση (Συμβούλια Ιδρυμάτων με ελεγκτικές αρμοδιότητες και συμμετοχή εξωτερικών μελών, σχολές με προγράμματα σπουδών, οργανισμοί και κανονισμοί, εξωτερική αξιολόγηση και πιστοποίηση προγραμμάτων σπουδών και ιδρυμάτων και χρηματοδότησή τους βάσει απόδοσης από ανεξάρτητη αρχή, διεθνοποίηση) που εισήχθησαν το 2011 (νόμος Διαμαντοπούλου) δεν έπλητταν την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ, όπως ισχυρίστηκαν όσοι αντιτάχθηκαν. Ούτε η αυτονομία, η διαφάνεια και η λογοδοσία των ΑΕΙ που ενισχύονταν ήταν αυτοσκοπός. Ηταν οι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου τα ιδρύματα να αποκτήσουν την απαραίτητη ευελιξία και εξωστρέφεια για να συμβάλουν στην ανάταξη της χώρας και της οικονομίας της, σε συντονισμό με την καταξιωμένη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν θα καταφέρει να πλήξει την αυτοδιοίκηση των ΑΕΙ. Αν το επιχειρήσει θα βρει απέναντί της το Σύνταγμα. Εκείνο όμως που πλήττει με τις αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις της είναι η αυτονομία και η εξωστρέφεια των ιδρυμάτων. Με παντελή άγνοια των αντίστοιχων εξελίξεων στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο και εγκλωβισμένη στις παρωχημένες ιδεοληψίες των στελεχών της για τον ρόλο των πανεπιστημίων, στις πιέσεις των «συμμάχων-πελατών» της εντός των ΑΕΙ, που επιδιώκουν να προστατέψουν όσα ίδια συμφέροντά τους απειλούνται από διαδικασίες διαφάνειας, αξιολόγησης και λογοδοσίας των ΑΕΙ, αλλά και των θεσμών, που φαίνεται να πιέζουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, μοιάζει να νομοθετεί όχι χωρίς σχέδιο, αλλά κυριολεκτικά στο γόνατο. Η κυβέρνηση υποτιμά και υποβαθμίζει τα ΑΕΙ, εμπιστευόμενη τους μέτριους εσωστρεφείς τους και όχι τους άριστους, ακαδημαϊκά ασφαλείς να δράσουν αυτόνομα. Τα πανεπιστήμια όμως αξίζουν, οπωσδήποτε, καλύτερη αντιμετώπιση και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Ιδιαίτερα σήμερα που ο ρόλος τους για την έξοδο από την κρίση είναι καθοριστικός.
Ο κ. Αχιλλέας Γραβάνης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, ερευνητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Ερευνας (ΙΤΕ).
Ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι διδάκτωρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής της London School of Economics.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου