Η Ελλάδα που ονειρεύεται ο Μάνος Ματσαγγάνης


Πως είναι η Ελλάδα που ονειρεύεται ο Μάνος Ματσαγγάνης;
Απλά πράγματα αυτονόητα μα τόσο μακρινά για μας. Ανθρώπινες γειτονιές, δημόσιοι λειτουργοί που κάνουν σωστά τη δουλειά τους, δημόσια αγαθά ποιότητας διαθέσιμα για όλους, φόροι που πληρώνονται κανονικά αλλά και φοροφυγάδες που τιμωρούνται, υγιής επιχειρηματική κουλτούρα, ενιαία, ευέλικτη αλλά και ασφαλή αγορά εργασίας, συνδικάτα που θα υποστηρίζουν αυτούς που πραγματικά τα έχουν ανάγκη, κοινωνία ανοιχτή στις νέες προκλήσεις και φυσικά νέες πολιτικές πρωτοβουλίες από νέους στην πολιτική ανθρώπους.(Leo)
από το protagon
Αναγέννηση του δημόσιου χώρου

Πώς είναι η Ελλάδα που ονειρεύομαι; Με δάση χωρίς καμμένα και χωρίς αυθαίρετα. Εξοχές χωρίς σκουπίδια. Παιδικές χαρές χωρίς βανδαλισμένα παγκάκια και grafitti. Πλατείες χωρίς τραπεζοκαθίσματα. Εστιατόρια και μπαρ με λιγότερο τσιγάρο (είναι θέμα σεβασμού). Γειτονιές με λιγότερο θόρυβο (είναι θέμα σεβασμού). Πεζοδρόμια - και πεζόδρομους - χωρίς παρκαρισμένα και χωρίς μοτοσυκλέτες (είναι θέμα σεβασμού). Πόλεις με λιγότερα αυτοκίνητα, κέντρο της πόλης χωρίς αυτοκίνητα. Κοντινές μετακινήσεις με το μετρό, με το ποδήλατο - και με τα πόδια. Πιο μακρινά ταξίδια με το τραίνο. Επειδή: «Αν χάσουμε το σιδηρόδρομο δεν θα χάσουμε μόνο ένα πολύτιμο περουσιακό στοιχείο, που θα μας κοστίσει πολύ ακριβότερα να αντικαταστήσουμε ή να αποκαταστήσουμε. Θα είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι έχουμε ξεχάσει πώς να ζούμε συλλογικά.» (Tony Judt)
Εξυγίανση του κράτους
Οι «δημόσιοι λειτουργοί» που αξίζουν να ονομάζονται έτσι είναι αστυνόμοι που ενδιαφέρονται για τη δίωξη του εγκλήματος και την προστασία των φιλήσυχων πολιτών (δηλ. δεν πουλάνε εκ του ασφαλούς νταηλίκι σε πιτσιρικάδες, δεν συναλλάσσονται με τα κυκλώματα της νύχτας, δεν βαριούνται γενικώς να ασχοληθούν). Υπάλληλοι υπηρεσιών που εξυπηρετούν με ευσυνειδησία. Γιατροί, νοσηλευτές, δάσκαλοι και καθηγητές που κάνουν τη δουλειά τους με εντιμότητα, και όσο καλύτερα μπορούν. Γνωρίζοντας προκαταβολικά ότι η ανταμοιβή τους δεν θα είναι παρά ένας καλός μισθός, η εκτίμηση των συναδέλφων τους, και η ευγνωμοσύνη όσων πέρασαν από τα χέρια τους. (Κάποιοι από αυτούς υπάρχουν ήδη: τους έχουμε γνωρίσει. Πρέπει επειγόντως να πληθύνουν.) Επίσης: προϊστάμενοι και διευθυντές που με τη στάση τους δίνουν ένα παράδειγμα επαγγελματισμού και ακεραιότητας. Και φυσικά: πολιτικοί που συνδέουν τη φιλοδοξία τους (θεμιτό: αν δεν ήταν φιλόδοξοι θα έκαναν άλλη δουλειά) με το δημόσιο συμφέρον (όπως το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι).
Ανασύσταση των δημόσιων αγαθών
Η Ελλάδα (παρά τον βλακώδη αντιαμερικανισμό) είναι η πιο Αμερικανική χώρα της Ευρώπης. Πουθενά αλλού δεν θεωρείται τόσο φυσιολογικό τόσοι πολλοί να τρέχουν σε ιδιώτες γιατρούς, να γεννούν σε ιδιωτικά μαιευτήρια, να στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο, να αθλούνται σε ιδιωτικά γυμναστήρια κτλ. κτλ. Θα πρέπει τα δημόσια αγαθά – το είδος, η ποιότητα και η διαθεσιμότητά τους - να ξαναβρεθούν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Όχι ως πρόσχημα για τα σκανδαλώδη προνόμια των λίγων που ζουν από αυτά. Αλλά ως περιεχόμενο της καθημερινότητας όλων μας, ως πολιτών ενός κράτους που θέλει να λέγεται προηγμένο. Ακόμη και όσοι ανήκουν στις εύπορες μεσαίες τάξεις καλά θα έκαναν να ενδιαφερθούν ξανά για τα δημόσια αγαθά: μπορεί κάποτε να τα χρειαστούν.
Αποκατάσταση της φορολογίας
Μέχρι τώρα δεν έχει επινοηθεί κάποιο ικανοποιητικό υποκατάστατο ενός κράτους που λειτουργεί σωστά. Όσο και αν έχουν βαλθεί να μας πείσουν για το αντίθετο οι οπαδοί του ελαχίστου κράτους – με τη βοήθεια των συντεχνιών του Δημοσίου. Δεν εννοώ ότι η φορολογία είναι αναγκαίο κακό. Εννοώ ότι είναι αναγκαίο καλό: βρίσκεται στον πυρήνα της δημοκρατίας. Οι πολίτες – εφόσον φυσικά πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους - έχουν δικαίωμα (ή μάλλον υποχρέωση) να απαιτούν δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, διαφάνεια στις δημόσιες δαπάνες, καταπολέμηση της σπατάλης στα δημόσια έργα. Εξ άλλου: «Οι φόροι, σε τελευταία ανάλυση, είναι τα τέλη που πληρώνουμε για να είμαστε μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας.» (Franklin D. Roosevelt)
Απαξίωση της φοροδιαφυγής
Χρειαζόμαστε ένα θεσμικό περιβάλλον (δηλ. αξίες και συμπεριφορές, όχι μόνο νόμους) που να απαξιώνει την φοροδιαφυγή. Όχι απλώς να την απαγορεύει και να την τιμωρεί. Θα πρέπει όσοι επιδίδονται σε αυτήν να ντρέπονται να κυττάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, να φοβούνται μήπως το μάθουν τα παιδιά τους και οι φίλοι τους, να τρέμουν την αποδοκιμασία των συναδέλφων τους. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουν ότι εάν συλληφθούν δεν θα μπορούν να υπολογίζουν στη συνενοχή των υπαλλήλων της Εφορίας, ούτε στη μεσολάβηση κάποιου πολιτικού, ούτε στην επιείκεια των δικαστηρίων.
Υγιής επιχειρηματικότητα
Η αθλιότητα του δημόσιου τομέα συχνά βρίσκει το ταίρι της σε εκείνη του ιδιωτικού. Υπάρχουν εξαιρέσεις – το γνωρίζω, αλλά δεν αξίζει να αντιδικούμε για το εάν αυτές είναι περισσότερες και λαμπρότερες εδώ ή εκεί. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι πάρα πολλές επιχειρήσεις καταφέρνουν να είναι βιώσιμες μόνο στο βαθμό που παραβιάζουν κατά συρροήν τη νομοθεσία: φορολογική, περιβαλλοντική, ασφαλιστική, εργατική - και ποιος ξέρει ποια άλλη. Κακά τα ψέμματα: μέχρι πρόσφατα, ο ταχύτερος τρόπος για να βγάλει ένας επιχειρηματίας χρήματα στην Ελλάδα ήταν να αξιοποιήσει κάποια καλή γνωριμία ώστε να εξασφαλίσει κάποια επιδότηση ή κάποιο καλό συμβόλαιο με το Δημόσιο. Η «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής» ως νόρμα. Τώρα που το Δημόσιο δεν διαθέτει πια χρήματα για μοίρασμα, θα χρειαστούμε μιαν άλλου τύπου επιχειρηματικότητα. Και για να την αποκτήσουμε δεν αρκεί η απλοποίηση της νομοθεσίας, ούτε η σταθεροποίηση του φορολογικού περιβάλλοντος, ούτε η εξυγίανση της φορολογικής διοίκησης. Θα πρέπει επίσης να επικρατήσει μια υγιέστερη κουλτούρα μεταξύ των επιχειρηματιών, καθώς και ανάμεσα σε όσους τους δίνουν τον τόνο για το τι είναι νόμιμο, τι ηθικό – και τι σε τελευταία ανάλυση μεσοπρόθεσμα αποδοτικό. Οι δικαιολογίες τελείωσαν, για όλους.
Ενιαία αγορά εργασίας
Μια επιτυχής ρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αντιδρούν δυναμικά στις εξωτερικές συνθήκες (π.χ. στον όγκο των παραγγελιών για τα προϊόντα που παράγουν) όταν αυτές μεταβάλλονται. Θα πρέπει όμως επίσης να επιτρέπει στους εργαζόμενους να ζουν κανονικές και αξιοπρεπείς ζωές. Η ευελιξία και η ασφάλεια είναι τα κύρια συστατικά όλων των αγορών εργασίας. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι στο ένα κομμάτι της αγοράς εργασίας (σε Δημόσιο και ΔΕΚΟ) είναι συγκεντρωμένη όλη η ασφάλεια χωρίς καθόλου ευελιξία – ενώ στο άλλο (στις μυριάδες επιχειρήσεις όπου εργάζεται η συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών) είναι συγκεντρωμένη όλη η ευελιξία χωρίς καθόλου ασφάλεια. Για να γίνει η αγορά εργασίας ενιαία και χωρίς στεγανά, θα πρέπει να την ξαναρυθμίσουμε. Χρειαζόμαστε περισσότερη ευελιξία, εκεί όπου σήμερα δεν υπάρχει. Και κυρίως, χρειαζόμαστε περισσότερη ασφάλεια (νομική, κοινωνική, συνδικαλιστική), εκεί όπου αυτή απουσιάζει. Αυτό δεν γίνεται μόνο με νόμους: χρειάζεται να αλλάξει η ατζέντα της πολιτικής απασχόλησης του κράτους, των εργοδοτικών οργανώσεων, των συνδικάτων.
Συνδικάτα «νέου τύπου»
Τα τελευταία χρόνια τα συνδικάτα μας αντιστάθηκαν πεισματικά σε κάθε απαραίτητη μεταρρύθμιση. Υπερασπίστηκαν τα πιο σκανδαλώδη προνόμια. Αδιαφόρησαν για το δημόσιο συμφέρον. Με δυο λόγια, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να χρεωκοπήσουμε. Ό,τι και αν συμβεί από εδώ και στο εξής, για αυτή τους την αφροσύνη είναι καταδικασμένα να πληρώσουν βαρύ τίμημα. Η ιδέα του συνδικαλισμού έχει πλέον απαξιωθεί: μεταξύ των απλών πολιτών, και ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζόμενους. Οι οποίοι δεν αισθάνονται ότι τους αφορά η λυσσαλέα μάχη για να μην περικοπεί το επίδομα έγκαιρης προσέλευσης, ο 18ος μισθός στα ΕΛΠΕ, η σύνταξη στα 48 στη ΔΕΗ. Και όμως: για μια πολιτισμένη χώρα η υπεράσπιση των εργαζομένων από την εργοδοτική αυθαιρεσία εξακολουθεί να είναι ζωτικό θέμα - υπερβολικά ζωτικό για να το αφήσουμε σε αυτά τα συνδικάτα. Πώς βγαίνουμε από ένα τέτοιο αδιέξοδο; Δύσκολα. Εκτός εάν τα ίδια τα συνδικάτα αποφασίσουν να αλλάξουν. Εκτός εάν ενδιαφερθούν για τα προβλήματα όσων δουλεύουν με μπλοκάκι, όσων πληρώνονται κάτω από τον κατώτατο μισθό, όσων υπογράφουν για 4 ώρες αλλά δουλεύουν 8. Με άλλα λόγια: εκτός εάν τα συνδικάτα μας αποφασίσουν να ενδιαφερθούν για όλους εκείνους που τα έχουν περισσότερη ανάγκη. Εάν το κάνουν, θα ωφελήσουν πρώτα από όλα τον ίδιο τους τον εαυτό. Και ταυτόχρονα θα προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες σε όσους από εμάς θέλουν να ζουν σε μια λιγότερο άδικη και λιγότερο άνιση κοινωνία.
Ανοιχτή κοινωνία
Είναι λίγο παράξενο να είναι κανείς νέος στην Ελλάδα του σήμερα. Οι σπουδές ενδιαφέρουν κυρίως ως «χαρτί». Τα καλύτερα παιδιά πάνε για μεταπτυχιακά «έξω», και μένουν εκεί. Δουλειές καλές δεν πολυ-υπάρχουν. Οι ουρές στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ ατελείωτες. Μέχρι να έλθει η πολυπόθητη «επαγγελματική αποκατάσταση», καφέ και μπαρ γεμάτα: ας είναι καλά ο μπαμπάς και το χαρτζηλίκι του. Το ξέραμε ότι οι νέοι μας μένουν στο πατρικό τους περισσότερο από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν φαίνεται όμως να έχουμε συνειδητοποιήσει ότι τα τελευταία 20-30 χρόνια το φαινόμενο αυτό αντί να περιορίζεται συνεχώς διογκώνεται. Η Ελλάδα έχει γίνει μια μπλοκαρισμένη κοινωνία. Αυτό - εάν θέλουμε να έχουμε μέλλον ως χώρα - θα πρέπει να αλλάξει. Και φυσικά δεν θα αλλάξει με 60χρονους πολιτικούς που μιμούνται τους 16χρονους, ή τους αποθεώνουν όταν σπάζουν βιτρίνες. Χρειάζεται να σκεφτούμε από την αρχή την οργάνωση της κοινωνίας μας: την παιδεία, την κοινωνική προστασία, την αγορά εργασίας. Όχι για να χαϊδέψουμε τους νέους μας (αυτό το έχουν κάνει ήδη οι μαμάδες τους). Αλλά για να τους δώσουμε ευκαιρίες ώστε να αναλάβουν οι ίδιοι πρωτοβουλίες για τη δική τους ζωή.
Ανανεωμένη πολιτική
Ποτέ έως τώρα δεν ήταν τόσο βαθειά η κρίση της πολιτικής, και τόσο χαμηλό το κύρος των πολιτικών. Εν πολλοίς δικαίως. Εν μέρει όμως αδίκως: σε μια δημοκρατία έχουμε τους πολιτικούς που αξίζουμε – και εμάς μας άξιζαν αυτοί. Σήμερα καταφέρονται εναντίον των πολιτικών ακόμη και όσοι μέχρι χθες πίεζαν για διορισμούς, χαριστικές διατάξεις, νομιμοποίηση αυθαιρέτων, ρυθμίσεις χρεών. Ή όσοι ακόμη και σήμερα, καθημερινά, στις δικές τους δουλειές, κλέβουν την Εφορία, απαιτούν φακελλάκι, πληρώνουν για να αγοράσουν τα θέματα του International Baccalaureate: ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας μας μέχρι ενός. Ότι οι πολιτικοί μας αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων είναι προφανές. Όμως, έξω από αυτό το πολιτικό σύστημα σωτηρία δεν υπάρχει (τουλάχιστον για όσους από εμάς δεν ονειρεύονται εθνοσωτήρες). Κάποιοι πολιτικοί θα αποσυρθούν – και δεν θα τους νοσταλγήσουμε. Κάποιοι άλλοι θα τους διαδεχθούν. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι πιο έντιμοι, με πιο φρέσκιες ιδέες, με μεγαλύτερη όρεξη για δουλειά. Ας φροντίσουμε όλοι για αυτό – στην ανάγκη, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι πολιτικές πρωτοβουλίες ή ακόμη και ευθύνες. Το έχω δοκιμάσει προσωπικά: ακόμη και όταν δεν έχει μεγάλο αποτέλεσμα (συνήθως δεν έχει), είναι πάντοτε ψυχοθεραπευτικό. Σας το συνιστώ.
*Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική πολιτική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γεννήθηκε στη Γερμανία (παιδί μεταναστών) το 1963. Σπούδασε στην ΑΣΟΕΕ (1981-86), καθώς και – με υποτροφία του ΙΚΥ - στα Πανεπιστήμια του York (1987-88) και του Bristol (1988-1992). Εργάστηκε ως ερευνητής στη London School of Economics (1990-93), ως διδάσκων επί συμβάσει στα Πανεπιστήμια Κρήτης (1996-99) και Θεσσαλίας (1999-2001), και ως Ειδικός Σύμβουλος του Πρωθυπουργού (1997-2001). Η πολιτική του δραστηριότητα εκδηλώνεται ερασιτεχνικά και κατά διαστήματα: υπήρξε διαδοχικά μέλος του Ρήγα Φεραίου (1981-87, την τελευταία διετία ως μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου), μέλος της ιδρυτικής Πολιτικής Επιτροπής της Ελληνικής Αριστεράς (1987), πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων της Ιταλικής Σχολής Αθηνών (2002-05), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Διδασκόντων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (2007-09), μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων ΔΕΠ (2007-10). Από πέρυσι το καλοκαίρι συμμετέχει στη Δημοκρατική Αριστερά, με το μοναδικό τρόπο που έχει μάθει να κάνει τέτοια πράγματα: χωρίς καμμία αυταπάτη, αλλά με πολλές ελπίδες. Κανείς δεν είναι τέλειος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία