Σκέψεις για την Ευρώπη






από το arguments

Καθώς τον τελευταίο καιρό νιώθουμε την πνιγηρή αύρα του ευρωσκεπτικισμού να μας κυκλώνει από τα αριστερά μας και από τα δεξιά μας, αισθανόμαστε την ανάγκη να τοποθετηθούμε απέναντι στην καχυποψία που διακατέχει τις πιο αντιδραστικές φωνές του πολιτικού φάσματος έναντι της Ευρώπης.
Ο ευρωσκεπτικισμός που αρχικά χαρακτήριζε τα ακροδεξιά κόμματα που ονειρεύονταν πως η καταστροφή της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα σηματοδοτούσε την επιστροφή στο έθνος-κράτος και στην εθνικιστική ιδεολογία, μολύνει σιγά σιγά, όχι μόνο το μονολιθικό ΚΚΕ που αναγνωρίζει στην ιδέα της Ευρώπης μονάχα ό,τι του επιτρέπουν τα μυωπικά γυαλιά του (δηλαδή πολυεθνικές και μονοπώλια), αλλά και την πάλαι ποτέ ανανεωτική αριστερά που παραδομένη στον πλειοδοτικό ανταγωνισμό με το ακροαριστερό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ αναπολεί το πρόσφατο σταλινικό παρελθόν των νέων της ηγετών καθώς λησμονεί την πολιτική της κληρονομιά. Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας υποκύπτει στη σιτεμένη γοητεία του παλιού πατριωτικού ΠΑΣΟΚ και των συμμαχιών του και ανακινεί τα εθνικιστικά αντανακλαστικά βλέποντας στην υπόθεση του μνημονίου κάποια απώλεια της εθνικής κυριαρχίας –με την οποία παρέλειψε να ασχοληθεί τα χρόνια του καταναλωτικού πάρτι με τα ευρωπαϊκά κονδύλια και τα δανεικά που μασουλούσε αρειμανίως από το ’81 και έπειτα. Σήμερα, λοιπόν, για όλα φταίνε οι «ξένοι», ο οποίοι εποφθαλμιούν τον περιούσιο λαό μας και που ως γνωστόν έτρωγαν βελανίδια όταν εμείς φτιάχναμε την Ακρόπολη· τώρα ήρθε μάλλον η ώρα της αποκατάστασης της ιστορικής δικαιοσύνης, δηλαδή η ώρα να τα φάμε εμείς τα βελανίδια, όπως έγραψε κάποιος.
Την ίδια στιγμή η Ευρώπη απηυδισμένη από την «ελληνική ιδιαιτερότητα» πείθεται από τους συντηρητικούς πολιτικούς της και παραδίνεται στη δική της εσωστρέφεια, εγκαταλείπει σιγά σιγά το όραμα της ενωμένης Ευρώπης και στρέφει το βλέμμα προς τον παλιό εθνοκεντρισμό. Ο ευρωσκεπτικισμός θριαμβεύει. Φυσικά, η παρτίδα δεν έχει τελειώσει. Υπάρχουν και δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του φιλελευθερισμού, της ορθολογικής αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας που φαίνονται διατεθειμένες να αγωνιστούν για την πραγματοποίηση μιας πολιτικής ενοποίησης που θα ολοκληρώσει –ελπίζουμε επανορίζοντας την- την οικονομική.

Η Ευρώπη και ο αδιέξοδος εθνικισμός 

Στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ιδέας -αυτής τουλάχιστον που υπερασπιζόμαστε εμείς- βρίσκεται το όραμα της συνένωσης των ανθρώπων και της συνύπαρξης των διαφορών. Η ιδέα της Ευρώπης συνιστά το μόνο ως τώρα εγχείρημα που βρίσκεται προς την κατεύθυνση της υπέρβασης του εθνικισμού και έχει στεφθεί με μια σχετική επιτυχία. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα είναι το μόνο που υλοποιεί, έστω μερικώς και ατελώς για την ώρα, τόσο την ιδέα της συνομοσπονδιοποίησης των ανθρώπων κάτω από κοινές αξίες όσο και το διεθνιστικό όραμα του Διαφωτισμού και του πρώιμου εργατικού κινήματος. Η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά το μόνο θεσμό που υπερβαίνει την εσωστρέφεια και την κλειστότητα του κράτους-έθνους -πηγή πολέμων, τρόμου, αίματος- και θέτει τις βάσεις για την ενότητα της ανθρωπότητας. Κατά συνέπεια η υποστήριξη της Ευρώπης είναι ο μόνος συνεπής τρόπος να είναι κανείς διεθνιστής σήμερα.[1]
Για όσους προτρέξουν να πουν πως η Ευρώπη είναι απλώς μέρος του υποχθόνιου σχεδίου για την διάλυση των ιδιαιτεροτήτων και την ομογενοποίηση μέσα από τη σχεδιασμένη σε «ξένα» κέντρα εξάπλωση της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας, απαντούμε πως η Ευρώπη βλασταίνει από τις διαφορές. Η ταυτότητα της Ευρώπης είναι «η ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα», όπως μας λέει ο Τοντόροφ. Η Ευρώπη δεν θεμελιώνεται στην άρνηση των διαφορών, αλλά στην κατάφασή τους. Οι Ευρωπαίοι αποφάσισαν να συνυπάρξουν ύστερα από αρκετούς αιώνες πολέμων, βίας, εξοντώσεων και ατέρμονων προσπαθειών κυριαρχίας του ενός πάνω στον άλλο. Αποκορύφωση αποτέλεσαν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι και οι ολοκληρωτισμοί του 20ού αιώνα. Αντιθέτως, η ιδέα της ευρωπαϊκής συνύπαρξης έβαλε ένα τέρμα στο φαύλο κύκλο της βίας του οποίου πηγή τόσο κατά τον 19ο όσο και τον 20ό αιώνα στάθηκε κυρίως ο εθνικισμός και το πολιτικό μόρφωμα που αντιστοιχεί σε αυτόν, το αυτάρκες και παντοδύναμο έθνος-κράτος. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για το ουμανιστικό και διεθνιστικό περιεχόμενο που βρίσκεται στη βάση της ευρωπαϊκής ιδέας από την έκλειψη των πολεμικών συγκρούσεων από τον ευρωπαϊκό χώρο τα τελευταία εξήντα χρόνια.
Ωστόσο, η υπέρβαση του έθνους-κράτους επιβάλλεται επίσης από τα πλανητικά προβλήματα που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα και τα οποία είναι αδύνατον να ξεπεραστούν εντός του στενού πλαισίου των εθνικών συνόρων. Τα οικονομικά, οικολογικά, πολιτισμικά προβλήματα της σημερινής παγκοσμιοποιημένης εποχής απαιτούν λύσεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Το ευρωπαϊκό σχέδιο θέτει τις βάσεις για μια ευρύτερη συνεργασία και συνομοσπονδιοποίηση όλου του κόσμου, αναγκαία για μια πολιτική που θα ήθελε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής. Προφανώς ο δρόμος αυτός είναι ακόμη μακρύς. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, της οποίας αναγκαία προϋπόθεση είναι η πολιτική ενοποίηση και η πραγματική αλληλεγγύη εντός της ένωσης, είναι η αρχή, την οποία μόνο η Ευρώπη μπορεί να κάνει. Το κλείσιμο στο έθνος-κράτος δεν μπορεί παρά να είναι σήμερα ένας άγονος και αδιέξοδος δρόμος. Σε έναν κόσμο που μαστίζεται από εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, η Ευρώπη πρέπει να γίνει ένα άλλο παράδειγμα, εμβαθύνοντας την ένωσή της.
europeΑντιθέτως, τελευταία βιώνουμε μια επανάκαμψη του εθνοκεντρισμού που εκφράζεται -μεταξύ άλλων- με τους μικροπολιτικούς ενδοιασμούς των άτολμων Ευρωπαίων ηγετών σε θέματα όπως η οικονομική κρίση, όπου μια ευρωπαϊκή λύση φαίνεται αναπόφευκτη για τη σωτηρία της ευρωζώνης, το μεταναστευτικό ζήτημα, όπου είδαμε μέχρι και την αναστολή της Συνθήκης Σένγκεν και την μόνιμη αδυναμία της πολιτικής ενοποίησης, όπου οι Ευρωπαίοι δείχνουν ανίκανοι ως τώρα να δεχτούν μια υπερεθνική δημοκρατία. Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, πιστός στο Ευρωπαϊκό όραμα, σχολιάζοντας αυτή την αντίστροφη στάση απομάκρυνσης από την Ένωση, παρατηρεί: «[…] εκεί που πολλοί βλέπουν τα στραβά της «Ευρώπης», εγώ, ως Ευρωπαίος δημοκράτης, διακρίνω τα κακά αποτελέσματα των διακυβερνητικών συμβιβασμών, δηλαδή ότι δεν υπάρχει αρκετή Ευρώπη!»[2].
Η εκχώρηση μέρους της κυριαρχίας του έθνους-κράτους, συνιστά ωστόσο απειλή; Όχι, κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα γιατί, όπως αναφέραμε και παραπάνω, η πραγματική απειλή βρίσκεται στην αδυναμία να κατανοήσουμε πως τα σημερινά πλανητικά προβλήματα απαιτούν λύσεις σε υπερεθνικό επίπεδο. Όπως πάλι παρατηρεί ο Κον-Μπεντίτ: «Η οικολογία σε μία μόνο χώρα είναι εξ ορισμού προορισμένη να αποτύχει»[3]. Άλλωστε, η πολιτική που εμείς υπερασπιζόμαστε δεν προβλέπει τη δράση μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά προϋποθέτει επίσης την ανανέωση της πολιτικής στο τοπικό επίπεδο, κάτι που απαιτεί τη διατήρηση της τοπικής αυτονομίας, προωθώντας όμως παράλληλα την ένωση για τα μεγάλα προβλήματα. Σε αντίθεση με την πολιτική που ακολούθησαν τα έθνη-κράτη κατά τη συγκρότησή τους από το 16ο έως το 19ο αιώνα, η οποία κατάστρεψε την αυτονομία των επαρχιών και των πόλεων, επιβάλλοντας μια κυρίαρχη εξουσία, παιδεία, γλώσσα και ιστορία (για να μην αναφέρουμε τις περιπτώσεις που συνοδεύτηκε από γενοκτονίες), το ευρωπαϊκό πρόγραμμα σημαίνει την ένωση για τα μεγάλα θέματα, αλλά ταυτόχρονα και τη διατήρηση της αυτονομίας του έθνους-κράτους[4] εκεί που απαιτούνται πιο τοπικές λύσεις. «Η Ευρώπη πρέπει να είναι η Ευρώπη των πατρίδων όντας ταυτόχρονα η υπερεθνική Ευρώπη»[5].
Επίσης η προοπτική της ένωσης για μας είναι αξεχώριστη από την ταυτόχρονη προοπτική της αποκέντρωσης εξουσιών που σήμερα ρυθμίζει το κράτος και που θα έπρεπε να διευθετούνται σε επαρχιακό ή και κοινοτικό επίπεδο. Τα σημερινά προβλήματα μας προκαλούν από τη μία να αναγεννήσουμε το τοπικό στοιχείο που απωλέσαμε με την ανάπτυξη των κρατών και από την άλλη να εμβαθύνουμε, να μεταρρυθμίσουμε και να μετασχηματίσουμε όπου χρειάζεται την πολιτική παρέμβαση σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. «Ο δρόμος μπορεί να ανοίξει, λοιπόν, μόνο μέσα από τη διαλεκτική του τοπικού και του σφαιρικού, του εθνικού και του παγκόσμιου. Μπορεί επίσης να ανοίξει μόνο μέσα από τη σύνδεση και τελικά τη συνεργία των διαφόρων δυνάμεων και τάσεων που κινούνται προς τη σωτήρια κατεύθυνση.»[6]
Ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο η Ευρώπη δε συνιστά απειλή για τις εθνικές ιδιαιτερότητες, είναι το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια πολυμορφική ένωση. Η ιδέα της Ευρώπης γεννιέται ακριβώς από την ανάγκη συνύπαρξης των διαφορών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ευρωπαϊκό όραμα βασίζεται στην αρχή «της απόδοσης του ίδιου καθεστώτος στις διαφορές»[7]. Καμία ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα δεν θεωρείται ανώτερη από κάποια άλλη. «Η ισχύς είναι εδώ εν τη διαιρέσει» όπως λέει ο Τοντόροφ. Η διαφορετικότητα είναι ζωτικό στοιχείο της Ευρώπης. Ο Βολταίρος έλεγε στις Φιλοσοφικές επιστολές: «Αν στην Αγγλία υπήρχε μόνο μια θρησκεία, θα κινδύνευαν από το δεσποτισμό· αν υπήρχαν δύο θα αλληλοεξοντώνονταν· υπάρχουν όμως τριάντα, και ζουν ειρηνικά κι ευτυχισμένα» και συμπληρώνει την κρίση του για τα τρία έθνη Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς λέγοντας: «Δεν ξέρω ποιο από τα τρία έθνη είναι προτιμητέο, μακάριος όμως όποιος μπορεί να νιώσει τις διαφορετικές αρετές τους»[8]. Η Ευρώπη που πρεσβεύουμε θεμελιώνεται στο πνεύμα των παραπάνω διατυπώσεων του Βολταίρου, στο πνεύμα δηλαδή του πλουραλισμού και της ανεκτικότητας και αυτοκαταργείται στην αναγγελία της μονολιθικότητας και του μανιχαϊσμού.
Σήμερα στην Ευρώπη συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές γλώσσες, έθνη, θρησκείες, ιδεολογίες. Η Ευρώπη συνιστά κατά κάποιον τρόπο ένα κοσμοπολίτικο μοντέλο, εντός του οποίου όλες οι πολιτισμικές ταυτότητες είναι ισότιμες. Αυτό το μοντέλο επιτρέπει το άνοιγμα στο άλλο, την επαναδιαπραγμάτευση αυτού που είμαστε και διευρύνει  την ατομική μας αυτονομία συμβάλλοντας στην οικοδόμηση μιας πραγματικά πολλαπλής ταυτότητας, δηλαδή μιας πραγματικά ανθρώπινης ταυτότητας. Ωστόσο, απλώς και μόνο η ισότιμη συνύπαρξη των διαφορών θα έτεινε προς ένα μεταμοντέρνο μοντέλο πολιτισμικού σχετικισμού. Όμως, η Ευρώπη έχει και ένα δεύτερο θεμέλιο, πέραν της ανεκτικότητας, που είναι οι κοινές ανθρωπιστικές αξίες και οι δημοκρατικοί θεσμοί, προϊόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μάλιστα, το ίδιο το καθεστώς της ανεκτικότητας συνιστά μία από τις αξίες του νεότερου Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η Ευρώπη, λοιπόν, συγκροτείται πάνω στη συνύπαρξη των διαφορών από τη μία, και από την άλλη σε ένα μίνιμουμ αξιών, θεσμών και νόμων που μοιράζονται όσοι συμμετέχουν στην Ευρώπη και που διασφαλίζουν τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την λειτουργία του κράτους δικαίου. Αυτό το φιλελεύθερο κανονιστικό πλαίσιο προστατεύει την Ευρώπη από το σχετικισμό από τον οποίο κινδυνεύει ο κοσμοπολιτισμός. Επιτρέπει την ισότητα των πολιτισμών, χωρίς να εκμηδενίζει τις φιλελεύθερες αξίες. Ο νόμος κατισχύει του εθίμου, γιατί είναι αυτός που εξασφαλίζει το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και στην αμφισβήτηση.[9] «΄Οσο περισσότερο», λοιπόν, «φοβόμαστε ότι ένα από τα έθνη που συνθέτουν την Ευρώπη θα κυριαρχήσει στα υπόλοιπα ή θα συμμαχήσει εις βάρος τους με τρίτες δυνάμεις, άλλο τόσο πρέπει να επιδιώκουμε τη μεταφορά της κυριαρχίας σε υπερεθνικούς θεσμούς, η δημοκρατική νομιμότητα των οποίων θα αυτονομηθεί από τα συμφέροντα των εθνικών κρατών»[10], όπως έγραφε πριν από είκοσι χρόνια ο Αντρέ Γκορζ, ο πατέρας της πολιτικής οικολογίας.


Η δική μας Ευρώπη

Υπερασπιζόμενοι την Ευρώπη, αναγνωρίζουμε, λοιπόν, τον εαυτό μας στο οικουμενικό μήνυμα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, ή καλύτερα του ελληνοδυτικού πολιτισμού με την ορολογία του Καστοριάδη, εντός του οποίου ξεπροβάλλει η αναζήτηση της ελευθερίας και της ισότητας, ο ανθρωπισμός, το άτομο ως αυτόνομο υποκείμενο, η πολιτική και η φιλοσοφία ως φορείς αμφισβήτησης και χειραφέτησης, κάνοντας να αναδυθεί έτσι μια παράδοση της οποίας βασικό στοιχείο είναι η αμφισβήτηση της παράδοσης. Η δική μας Ευρώπη είναι η Ευρώπη που ενώνει τους λαούς, που εναντιώνεται στη βαρβαρότητα, που υπερασπίζεται τη δημοκρατία και αγωνίζεται για την εμβάθυνσή της, που ενσωματώνει τις αρετές άλλων πολιτισμών· η Ευρώπη της κοινωνικής δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, των ατομικών ελευθεριών, της ισονομίας, της εκκοσμίκευσης, της ανεκτικότητας, της κριτικής ορθολογικότητας· είναι τέλος η Ευρώπη που καταργεί το Θεό και επωμίζεται το βάρος της αβεβαιότητας, στηριζόμενη στον εαυτό της και όχι σε εξωκοινωνικές οντότητες, εφευρίσκοντας την ιδέα του νόμου και των συνταγμάτων που πηγάζουν από τη λαϊκή κυριαρχία.
Ασφαλώς η Ευρώπη δεν είναι μόνο ο Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση και τα συντάγματα. Κουβαλάει επίσης μια ιστορία βαρβαρότητας και αίματος. Η Ευρώπη είναι επίσης ατέλειωτοι εθνικοί και θρησκευτικοί πόλεμοι, είναι ο ολοκληρωτισμός και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι η αποικιοκρατία και η σκλαβιά. Όμως, αν και η περίοδος του εθνικισμού, του ιμπεριαλισμού και του ναζισμού έχει παρέλθει και η Ευρώπη έχει όντως συνειδητοποιήσει την ενοχή της και έχει αποκηρύξει αυτήν την επονείδιστη πλευρά της, συνεχίζει, ωστόσο, να συμμετέχει σε πολέμους όπως στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, να επεμβαίνει στη Λιβύη, αλλά να μην κάνει τίποτα για τη Συρία, να στηρίζει τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξάγονται σε μια χώρα-κόλαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, να εκμεταλλεύεται τον τρίτο κόσμο για να καλύψει τις πολυτελείς ανάγκες της. Η Ευρώπη έχει αποδείξει πως η βαρβαρότητα ή ο πολιτισμός δεν είναι κάτι που διακρίνει έναν πολιτισμό, αλλά διακρίνει τις πράξεις οι οποίες μπορεί να είναι βάρβαρες ή πολιτισμένες. Εν ολίγοις, ακόμη και ο πιο ουμανιστικός και δημοκρατικός πολιτισμός είναι ικανός για τη χειρότερη βαρβαρότητα, την οποία, μάλιστα, διαπράττει συνήθως στο όνομα της ανωτερότητάς του. Προφανώς, η εναντίωση στην ευρωπαϊκή βαρβαρότητα, όπως και σε κάθε βαρβαρότητα, είναι αδιαπραγμάτευτο μέρος της Ευρώπης που υπερασπιζόμαστε.
Αυτά που μένει να γίνουν
Για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μένουν ακόμα πολλά να γίνουν. Χρειάζονται ευρωπαϊκές λύσεις στα μεγάλα προβλήματα όπως η οικονομική κρίση και η μετανάστευση. Χρειαζόμαστε ένα κοινό ευρωπαϊκό δόγμα άμυνας που θα μείωνε τους εξοπλισμούς, για το οποίο, όμως, πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να εκχωρήσουμε μέρος της εθνικής κυριαρχίας μας. Το ίδιο απαιτεί και μια διακρατική πολιτική ενέργειας εντός της Ευρώπης. Η Ευρώπη πρέπει επίσης να ολοκληρώσει την πολιτική της ενοποίηση. Ήρθε ο καιρός και για μια μεταεθνική ευρωπαϊκή δημοκρατία, που μπορεί να ξεκινήσει με τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού συνταγματικού πλαισίου. Πρέπει επίσης να μεγαλώσει η αλληλεγγύη στο επίπεδο της ένωσης. Η ξεχασμένη αλληλεγγύη είναι αυτό που λείπει σήμερα, και αυτό που σώζει από την καταστροφή που μας οδηγεί ο ατομικισμός και η κατανάλωση. Η αλληλεγγύη αυτή, φυσικά, δε μπορεί να σημαίνει τον παρασιτισμό ενός καθυστερημένου Νότου επί ενός προηγμένου Βορρά, αλλά μια συντονισμένη πορεία προς ένα κοινό μέλλον με αμοιβαίες υποχωρήσεις, αναπροσανατολισμούς και εναρμονίσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής με γνώμονα την αντιμετώπιση των προβλημάτων (μετανάστευση, κρίσεις χρέους των χωρών της ευρωζώνης, περιβαλλοντική κρίση) με βάση τις ευρωπαϊκές αξίες.  
Χρειαζόμαστε μιαν ακόμη ταυτότητα, αυτή του Ευρωπαίου πολίτη, πρόσθετη στις ήδη υπάρχουσες εθνικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές ταυτότητες. Το πεπρωμένο μας είναι συνδεδεμένο με την Ευρώπη και με τον πλανήτη. Σήμερα πρέπει να σκεφτούμε την ένωση των εθνών και όχι την ανεξαρτησία τους. Η τελευταία αφορά μόνο τους λαϊκιστές και τους δημαγωγούς. «Η δημοκρατία που πρέπει να γεννηθεί σε ευρωπαϊκή κλίμακα απαιτεί τη διάχυση και την εμφύτευση της συνειδητοποίησης μιας κοινότητας πεπρωμένου και του αισθήματος ότι ανήκουμε σε αυτή την κοινότητα.»[11]
Οι αδυναμίες της σημερινής Ευρώπης είναι εσωτερικές αδυναμίες των λαών της Ευρώπης. Η πολλαπλή κρίση στο εσωτερικό της είναι αξεχώριστη από την πολλαπλή κρίση που βιώνει σήμερα ο δυτικός κόσμος και όλος ο πλανήτης. Η κρίση είναι περισσότερο κρίση αξιών και σημασιών και οφείλεται στην υποχώρηση της δημιουργικότητας του δυτικού κόσμου, αλλά και της ελπίδας για έναν καλύτερο κόσμο. Η κρίση απαιτεί την αλλαγή προσανατολισμού της Δύσης και του κόσμου. Η αλλαγή προϋποθέτει να απαλλαγούμε από τον ατομικισμό, τον καταναλωτισμό, την χωρίς όρια επέκταση της τεχνο-γραφειοκρατικής σφαίρας και της τυφλής ορθολογικότητας που διαχωρίζει αλληλένδετα προβλήματα. Τα αποτελέσματα του φαντασιακού της ανάπτυξης, της προόδου, της βιομηχανοποίησης, της κατανάλωσης, της απάθειας μαζί με την ανεξέλεγκτη ελευθερία των αγορών και την «καζινοποίηση» της οικονομίας μας οδηγούν σήμερα σε μια γενικευμένη κρίση. Παρατηρούμε την αποδυνάμωση -και την αποτυχία- του κοινωνικού κράτους, την κρίση της δημοκρατίας, την κοινωνική έκρηξη, τα οικολογικά προβλήματα, την άνοδο της ξενοφοβίας, της ισλαμοφοβίας, του ευρωσκεπτικισμού. Η απάντηση που μπορούμε να σκιαγραφήσουμε στα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα περνάει από την επιστροφή στις πηγές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, από την αναγέννηση της αλληλεγγύης, την ανανέωση της πολιτικής, πάνω απ’ όλα, όμως, απαιτεί να συνειδητοποιήσουμε τις βαθύτερες αιτίες της σημερινής κρίσης, να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε τα προβλήματα, να τα σκεφτούμε στην πολυπλοκότητά τους, να ξεπεράσουμε τους μανιχαϊσμούς, να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη μας, να αλλάξουμε τη ζωή μας.



[1]  Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι από τους πρώτους -αν όχι ο πρώτος- που μίλησε για Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι ο διεθνιστής αναρχικός επαναστάτης Μπακούνιν. Επίσης, σε μια από τις αναρχικές ενώσεις που συμμετείχε απαιτούσε η διακήρυξη για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης να είναι η πρώτη κατά σειρά, ενώ σκεφτόταν να εκδώσει κι ένα περιοδικό με το ίδιο όνομα. Αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά: «Ότι για να κάνουμε να θριαμβεύσει η ελευθερία, η δικαιοσύνη και η ειρήνη στις διεθνείς σχέσεις της Ευρώπης, για να κάνουμε αδύνατο τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ διαφορετικών λαών που συνθέτουν την Ευρωπαϊκή οικογένεια, δεν υπάρχει παρά ένας μόνο τρόπος: να συγκροτήσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Μιχαήλ Μπακούνιν, Φεντεραλισμός, Σοσιαλισμός, Αντιθεολογισμός, μτφρ. Γ. Νταλιάνης, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, σελ. 33.
[2] Daniel Cohn-Bendit, Τι να κάνουμε;, μτφρ. Μελίττα Γκουρτσογιάννη, εκδ. Κέδρος, 2010, σελ. 137
[3] Ό.π. σελ. 149
[4] Το έθνος πρέπει να λαμβάνεται εδώ όχι ως «το οργανικό, τεθωρακισμένο και αιώνιο έθνος, αλλά το έθνος ως συμβόλαιο και κοινή θέληση» όπως παρατηρεί ο Sami Naïr στο Edgar Morin & Sami Naïr, Μια πολιτική πολιτισμού, μτφρ. Ελένη Αστερίου, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1998,  σελ. 392.
[5] Edgar Morin & Sami Naïr, Μια πολιτική πολιτισμού, ό.π. σελ. 245
[6] Ό.π. σελ. 389.
[7] Τσβετάν Τοντόροφ, Ο φόβος των βαρβάρων - Πέρα από τη σύγκρουση των πολιτισμών, μτφρ. Γ. Καράμπελας, εκδ. Πόλις, 2009, σελ. 310.
[8] Τα αποσπάσματα από το Βολταίρο αναφέρονται από τον Τ. Τοντόροφ, ό.π. σελ. 301.
[9] Σχετικά με τη συζήτηση γύρω από τον κοσμοπολιτισμό, το μεταμοντερνισμό και τον οικουμενισμό βλ. ό.π. σελ. 315-317.
[10] Αντρέ Γκορζ, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός, Οικολογία, μτφρ. Στάθης Μπάλιας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1993, σελ. 196.
[11]  Edgar Morin & Sami Naïr, Μια πολιτική πολιτισμού, ό.π. σελ. 269.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία