Προλεγόμενα σε μια απόπειρα πολιτειακής ανίχνευσης της νέας, παγκοσμιοποιημένης, εποχής στη χώρα μας.
Μεγάλη τιμή για το blog " μη μαδάς τη μαργαρίτα" να ανεβάζει μαζί με το blog "Πολιτική Επιθεώρηση" ένα πολύ σημαντικό κείμενο του Αντώνη Μανιτάκη, σε πρώτη παρουσίαση. Ευχαριστώ και από εδώ τον Αντώνη Μανιτάκη για την τιμή που μου έκανε. (Leo)
Προλεγόμενα σε μια απόπειρα πολιτειακής ανίχνευσης της νέας, παγκοσμιοποιημένης, εποχής στη χώρα μας.
του Αντώνη Μανιτάκη
1.Το τέλος της μεταπολίτευσης και η επώδυνη κυοφορία μιας άλλης εποχής
Ανεξάρτητα από τη θέση
που παίρνει κανείς, αρνητική ή θετική, απέναντι στην αναγκαστική υπαγωγή της
χώρας μας υπό την επιτήρηση του
«Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης» με τη σύναψη
της «Δανειακής Σύμβασης Διευκόλυνσης» των 80 δισεκατομμυρίων Ευρώ και με
την προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκείνο που διαφαίνεται, ως σίγουρο, είναι ότι το έτος 2010, και
ακριβέστερα η 3η ή η 8η Μαΐου, σηματοδοτεί το τέλος της μεταπολίτευσης και την απαρχή μιας άλλης εποχής.
Μιας εποχής, με ασαφή, δυσδιάκριτα και
σφόδρα αμφιλεγόμενα -είναι αλήθεια- χαρακτηριστικά και με συνέπειες που σφάζουν
ή προκαλούν δέος, αλλά με προοπτική μακράς διάρκειας και με ενδείξεις διαμόρφωσης
νέας ιστορικής περιόδου[1]. Οι
αλλαγές που συντελούνται, αλλά κυρίως
αυτές που προμηνύονται ή καθιερώνονται νομοθετικά εις εκτέλεση του «Μνημονίου» και του "Μεσοπρόθεσμου",
προοιωνίζονται, όλες μαζί, ένα σκηνικό ατομικής
και κοινωνικής διαβίωσης και κυρίως μορφές εργασίας, απασχόλησης και κοινωνικής
ασφάλισης καθώς και σχέσεις κράτους- οικονομίας, κοινωνίας και κράτους, πολίτη
και διοίκησης, ριζικά διαφορετικές από αυτές που ζήσαμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Βρισκόμαστε μπροστά στην
επίπονη ανάδυση ενός κοινωνικού και
εργασιακού καθεστώτος, εντελώς διαφορετικού από αυτό που γνωρίσαμε το δεύτερο
ήμισυ του περασμένου αιώνα, με διευρυμένη πολιτική αβεβαιότητα και εκτεταμένη
κοινωνική ανασφάλεια.
Κατάρα ή μοναδική ευκαιρία, συνειδητή επιλογή ή αναγκαίο
κακό, το αποκαλούμενο σχηματικά «Μνημόνιο», στην πραγματικότητα ο Ευρωπαϊκός
Μηχανισμός Στήριξης (ΕΜΣ) και σήμερα το Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, είναι
ωστόσο εδώ και είμαστε αναγκασμένοι ως
κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης να συμμεριζόμαστε και να
συμμορφωνόμαστε με τις κοινές και ομόφωνες αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων της
ΕΕ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε απαλλοτριώσει οριστικά τη νομισματική μας κυριαρχία
και έχουμε αποδεχτεί οικειοθελώς και ασμένως σοβαρούς περιορισμούς στη
δημοσιονομική του κυριαρχία, πριν από πολλά χρόνια και ότι η χώρα μας έχει επί πλέον συναινέσει επανειλημμένως
στην οικονομική της λιτότητας και του ισχυρού ευρώ. Είμαστε καταναγκασμένοι να προγραμματίζουμε
τη ζωή μας με βάση δημόσιες ευρωπαϊκές πολιτικές, που ενδεχομένως δεν
αποδεχόμαστε πολιτικά, που ίσως και αποστρεφόμαστε,
επειδή πιστεύουμε ακράδαντα ότι μια άλλη Ευρώπη με μια άλλη οικονομική
πολιτική, εντελώς διαφορετική, είναι εφικτή και μπορεί ακόμη και τώρα να επιβληθεί
με τη συνεργασία όμως και τον συντονισμό των λαών της Ευρώπης.
Το πλέον εύκολο και απλοϊκό μαζί θα ήταν, βέβαια, να αγνοήσουμε την "μνημονιακή" πραγματικότητα
και ενεργώντας, όπως πρίν, με περισσή πολιτική ευήθεια να αρκεστούμε στην
ιδεολογική καταδίκη της, στη δαιμονοποίηση και στην γενικόλογη ιδεολογική απόρριψή
της προσδοκώντας και προφητεύοντας, ως Κασσάνδρες, την μοιραία ανατροπή της εξ αιτίας των κοινωνικών δεινών που προβλέπουμε
ότι θα επισωρεύσει. Η στρουθοκαμηλική αυτή στάση, που καθοδηγείται από
έναν αφελή αριστερό βολονταρισμό και
διέπεται από έναν αθεράπευτο σοσιαλιστικό ιδεαλισμό, αρνείται να δεί ότι το αποκαλούμενο «Μνημόνιο» δεν αποτελεί ένα
ατύχημα ούτε ένα παραστράτημα της οικονομικής και πολιτικής μας ζωής, ένα λάθος της οικονομικής ιστορίας, που
κάποτε θα εξαλειφθεί χωρίς να αφήσει ίχνη της παρουσίας του. Η κρίση της
ελληνικής κοινωνίας έρχεται από μακριά και θα πάει μακριά, αφού εξάλλου
συναρτάται και μια παγκόσμια οικονομική ύφεση.
Για τον λόγο αυτό και οι διαρθρωτικές αλλαγές που
συντελούνται τόσο βίαια γύρω μας, δεν είναι συγκυριακές ούτε παροδικές, έστω
και αν δρομολογήθηκαν με αφορμή μια πρωτοφανή και αναπάντεχη κρίση χρέους του
ελληνικού κράτους. Ανταποκρίνονται σε
διαρκείς και δομικές ανάγκες ή αδυναμίες
ή ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας και επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν, μεταξύ
των άλλων, τον αντιπαραγωγικό και
μεταπρατικό χαρακτήρα της.
Οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας ήταν γνωστές
και αποτελούσαν κοινό τόπο πολλών Ελλήνων διανοητών, από την εποχή της
Μεταπολίτευσης, όπως, μεταξύ των άλλων, του Κ. Τσουκαλά[2]. Για
να αναφέρω έναν ακόμη, διανοητή της
ίδιας περιόδου, τον Π. Κονδύλη, θα μετέφερα, ακέραια, μία μόνον σκέψη
του από όσες είχε τότε διατυπώσει επισημαίνοντας, ότι «ακόμη και η απλούστερη σκέψη και γνώση
φανερώνει ότι οικονομική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των
παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον
αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προπαντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η
χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει και για να τα εισάγει δανείζεται, δηλαδή
εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της. Ο δρόμος της
ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης
μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού, της εκποίησης της χώρας»[3]. Μπορεί κανείς να μη συμμερίζεται τις θεωρίες του
Κονδύλη, οφείλει όμως να αναγνωρίσει ότι υπήρξε προφητικός διαπιστώνοντας ότι
«η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε στα τελευταία διακόσια χρόνια
φτάνει στο τέλος της…». Η Ελλάδα "βρίσκεται στους πιο χαμηλούς δείκτες καταμερισμού της υλικής και πνευματικής
εργασίας»[4].
[1]
Ο Κώστας Βεργόπουλος, καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Α.Π.Θ. στα πρώτα
χρόνια της μεταπολίτευσης, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μια εποχή έχει τελειώσει,
ζούμε το τέλος της, έστω και αν η αναδυόμενη νέα παραμένει επί του παρόντος
αντιφατική και απροσδιόριστη. Οι πιστωτές περιφέρονται με αρπακτική διάθεση
δικαστικού κλητήρα, προβαίνουν σε κατασχέσεις και εκποιήσεις, μέσα σε σωρούς
πτωμάτων και ερειπίων της εποχής που έχει ήδη εκπνεύσει. Οι οφειλέτες δηλαδή η
μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, συνειδητοποιούν την αυταπάτη της οποίας υπήρξαν
θύματα στη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας» Κώστα Βεργόπουλου, Μετά το τέλος. Η οικονομία της καταστροφής και
η επόμενη ημέρα, Λιβάνη, 2011, σ. 13
[2]
Βλέπε κυρίως, τις μελέτες του στο Κράτος Κοινωνία, Εργασία στη μεταπολεμική
Ελλάδα, Θεμέλιο, 1986 και το κλασσικό του, «Είδωλα πολιτισμού. Ελευθερία,
ισότητα και αδελφότητα στην σύγχρονη Πολιτεία"
[3] Παναγιώτης
Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, από τη μοντέρνα στην
μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, Θεμέλιο,
1991, σ. 31/32. Μερικές σκέψεις του αν και γράφτηκαν είκοσι χρόνια πριν είναι
ανατριχιαστικά επίκαιρες: «Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι σημερινοί
Έλληνες με την καθημερινή τους πράξη κάνουν ό, τι μπορούν για να προσαρμοσθούν
κατά το δυνατόν γρηγορότερα και καλύτερα στις συνθήκες της παρασιτικής
κατανάλωσης και αυτή περιλαμβάνει οποιαδήποτε δραστηριότητα έχει ως τελική της
συνέπεια τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε όσα παράγονται και σε όσα
καταναλώνονται…». «Η ίδια σχιζοφρένεια διέπει και τη συμπεριφορά των κομμάτων,
τα οποία πλειοδοτούν σε εθνικιστική ρητορεία την ίδια στιγμή που εκποιούν τον
κρατικό μηχανισμό και το κράτος
γενικότερα για να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων
τους»(σ. 45).
[4] Παναγιώτης
Κονδύλης, ό.π., σ. 47 και πιο πάνω με την ίδια σκληρή ειλικρίνεια: «…στην
Ελλάδα οι ηδονιστικές αξίες του αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης
συμφύρθηκαν με τις παμπάλαιες και πασίγνωστες επιχώριες έξεις της πνευματικής
νωθρότητας, του εξυπνακιδισμού και της ημιμάθειας. Η σύμφυρση αυτή ήταν η φυσική και βολική είσοδος του
μεταμοντερνισμού σ΄έναν τόπο όπου το αστικό εργασιακό ήθος είναι ουσιαστικά
άγνωστο όχι μόνον στον τομέα της υλικής παραγωγής, αλλά και στον τομέα του
πνεύματος, όπου δεν διαμορφώθηκαν επιστημονικές παραδόσεις με συνοχή και με
μακροχρόνιους φορείς και όπου μίμοι και γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά
ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα
μαζικής ενημέρωσης».
Η συνέχεια εδώ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου