Μεταρρυθμιστική τεχνολογία και διαρθρωτικές αλλαγές


Πλάτων Τήνιος από το Protagon 
Οχι περισσότερες αλλά διαφορετικές μεταρρυθμίσεις
«Η χώρα χρειαζόταν και χρειάζεται μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές». Στα τέλη του 2011 η διαπίστωση αυτή είναι κοινός τόπος – ίσως δε και  κοινοτυπία - της προοδευτικής διανόησης.
Τι είδους και ποιες μεταρρυθμίσεις όμως; Εξετάζοντας τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνολικά και συλλήβδην είναι εύκολο να υποθέσει κανείς ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι ένα αδιαφοροποίητο σύνολο από το οποίο μπορεί κανείς να έχει «λιγότερο» ή «περισσότερο», ανάλογα με τις δικές του αντοχές, τις εντολές της Τρόικας ή κάποια άλλη συγκυρία. Η δε «ποσότητα των διαθρωτικών αλλαγών» μπορεί να τεθεί στην πλάστιγγα ως αντίβαρο στην «έκταση της λιτότητας».

Tο κείμενο που ακολουθεί υποστηρίζει ότι οι αλλαγές που χρειάζονται σήμερα είναι ποιοτικά διαφορετικές από αυτές που είχαν σχεδιαστεί και εφαρμόζονται. Επιλέγοντας αλλαγές «από τα έτοιμα» σχέδια που λίμναζαν στα συρτάρια των υπουργείων, κινδυνεύουμε να προωθήσουμε σχέδια αναντίστοιχα  με τις ανάγκες του μέλλοντος. Πιο σημαντικά όμως, τα προωθούμενα σχέδια μεταρρυθμίσεων ταιριάζουν με μεγέθη των υποχρεώσεων του Δημοσίου που είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από αυτά που είναι ρεαλιστικό να συντηρηθούν από την Ελλάδα στην μετά την κρίση εποχή.
Δεν χρειάζονται περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Χρειάζονται διαφορετικές μεταρρυθμίσεις. Και για αυτό χρειάζεται σκέψη, προετοιμασία, προγραμματισμός.
Πράγματα ουσιώδη εν ανεπαρκεία.
Μεταρρυθμίσεις από τα έτοιμα
Μεγάλο τμήμα της δημόσιας συζήτησης οικτίρει την έλλειψη ή την καθυστέρηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με αυτή την (σε γενικές γραμμές ορθή)  άποψη, η έλλειψη μεταρρυθμίσεων στο παρελθόν μας καταδικάζει σήμερα, εκ των πραγμάτων, σε μονόδρομο γενικευμένων περικοπών – επί δικαίων και αδίκων.  Και αυτό επειδή δεν υπάρχει ούτε η δυνατότητα, ούτε η προετοιμασία, αλλά ούτε και η επιχειρηματολογία να αποπειραθούν βαθύτερες και περισσότερο στοχευμένες μειώσεις, που θα καθίσταντο δυνατές αν είχαν γίνει οι μεταρρυθμίσεις στον καιρό τους.

Πράγματι, η χώρα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν είχε μπει  στην κρίση, όπως και η Γερμανία, έχοντας ήδη κάνει μεταρρυθμίσεις σε προηγούμενα στάδια. Μια πιο ευέλικτη οικονομία αντιμετωπίζει τις προκλήσεις ευκολότερα και ανακάμπτει ταχύτερα.

Στην επιχειρηματολογία αυτή εξετάζεται ο ρόλος των μεταρρυθμίσεων από μακροοικονομική οπτική, ως κάτι ομοιογενές που αντιδιαστέλλεται με την (εξίσου ομοιογενή) ανάγκη δημοσιονομικών περικοπών. Φυσική συνέπεια της αδιαφοροποίητης ομοιογένειας είναι η παρότρυνση ‘κάλλιο αργά παρά ποτέ’ και η ενεργοποίηση των μεταρρυθμίσεων το ταχύτερο – ει δυνατόν και προ του τέλους της εβδομάδας.

Ποιες όμως μεταρρυθμίσεις;
Η μεταρρυθμιστική αδράνεια και η άρνηση της ανάγκης μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια σημαίνει ότι τα σχέδια που είναι εφικτό να προταθούν είναι μόνο αυτά τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας (συχνά εν κρυπτώ) πριν από μια δεκαετία και πάνω. Αυτές οι (κάπως σκονισμένες) μεταρρυθμίσεις ‘από τα έτοιμα’ έχουν μια σειρά από χαρακτηριστικά που τις καθιστούν προβληματικές:

Πρώτον, σχεδιάστηκαν μια εποχή που ουδείς ζητούσε ουσιαστικές αλλαγές.  Οι αλλαγές συνεπώς είναι αυτό που λέγεται ‘παραμετρικές αλλαγές’. Αλλάζουν ορισμένες λεπτομέρειες κρατώντας την δομή σε  γενικές γραμμές σταθερή.  Αυτές οι αλλαγές προσφέρονται και σε ποσοτική ερμηνεία – αν αλλάζουμε την συγκεκριμένη παράμετρο πολύ ή λίγο.

Δεύτερον, αφού είναι πνευματικά τέκνα περασμένων δεκαετιών που ποτέ  δεν έχουν συζητηθεί ανοικτά, συχνά είναι καθρέφτης του τρόπου που οι εμπνευστές τους έβλεπαν τα προβλήματα τότε. Όχι όπως θα έβλεπε κάποιος το θέμα τώρα με τις σημερινές απόψεις και τα σημερινά δεδομένα. Θέματα που διαφοροποιούν το μέλλον από το παρελθόν – η θέση της γυναίκας, η νέα τεχνολογία, η παγκοσμιοποίηση – είναι πιθανόν να υποεκπροσωπούνται ή να είναι τελείως απόντα. Αν ήταν αυτοκίνητο, το προϊόν της μεταρρύθμισης  θα θύμιζε μοντέλο της δεκαετίας του 1980 (με όλες τις τότε βελτιώσεις και αξεσουάρ) παρά μοντέλο που προορίζεται για τη δεκαετία του 2020.

Τρίτον και σημαντικότερο, οι ‘μεταρρυθμίσεις από τα έτοιμα’ δεν μπορούν να λάβουν υπόψη τα διδάγματα και τα προτάγματα της κρίσης.  Η κρίση συνεπάγεται δύο κρίσιμα θέματα για τον σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, ένα μικροοικονομικό και ένα μακροοικονομικό.

Στον μικροοικονομικό τομέα – στην συμπεριφορά όλων μας δηλαδή – πρέπει να σχεδιαστεί ένα νέο σύστημα που να καταργεί την μικρο-θεμελίωση της καταστροφής και να αποτρέπει την επανάληψή της. Δηλαδή να αναιρεί όλα τα κίνητρα και τις δομές στα οποία αντιδράσαμε όλοι εμείς οι κάτοικοι της Ελλάδας όταν οδηγήσαμε την χώρα στα βράχια.
Στον μακροοικονομικό τομέα η κρίση μας λέει ότι μακροπρόθεσμα μόνο ένα πολύ μικρότερο κράτος είναι συμβατό με την βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών – τουλάχιστον για τα επόμενα 15 χρόνια.
Η κρίση και ο σχεδιασμός των μεταρρυθμίσεων
Τα μαθήματα αυτά έχουν αρχίσει να γίνονται κάπως κατανοητά. Δυστυχώς, όμως, αυτό έγινε ανάποδα – αρχίζοντας από τα μακροοικονομικά μεγέθη και μόνο σταδιακά και διστακτικά προχωρώντας προς την κατεύθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών που επηρεάζουν την μικροοικονομική συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η κρίση δανεισμού και η Τρόικα έχουν φροντίσει να γίνει αντιληπτό το ΣΟΣ μακροοικονομικό μάθημα στο Υπουργείο Οικονομικών: Ή μόνιμη λιτότητα ή μικρότερο κράτος.
Αυτό μεταφράζεται ως προτροπή προς τα λοιπά υπουργεία: «Ανοίξτε τις στρόφυγγες των μεταρρυθμίσεων!».

Όμως οι μεταρρυθμίσεις που βρίσκονταν έτοιμες στα συρτάρια των ‘παραγωγικών υπουργείων’ – αφού σχεδιάστηκαν πολύ πριν την κρίση – αντιστοιχούν σε κράτος πολύ  μεγαλύτερο και πολύ πιο φιλόδοξο από αυτό που θα ήθελε το Υπουργείο Οικονομικών. Αυτή η κρίσιμη διαφορά φαίνεται ότι έπεσε ‘θύμα της μετάφρασης’: Μεταξύ μιας αντίληψης μακροοικονομικής, από την μια πλευρά, που θέλει τις μεταρρυθμίσεις ποσοτικά προσαρμόσιμες ώστε να μπορεί να ζητηθεί ‘περισσότερη μεταρρύθμιση’ χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες.  Από την άλλη πλευρά – των παραγωγικών υπουργείων – υπάρχει έλλειψη κατανόησης του διαφορετικού ρόλου που θα καλούνται να παίξουν αν το Κράτος – πραγματικά – είναι στο μέλλον πολύ μικρότερο.

Το κρίσιμο συστατικό, η έλλειψη του οποίου οδηγεί στην αδυναμία συνεννόησης, είναι ο διάλογος και η δημόσια συζήτηση. Πριν την κρίση απαγορευόταν οποιαδήποτε διαδικασία προβληματισμού αν αυτή οδηγούσε σε δυσάρεστα συμπεράσματα. Αυτό συμπεριλάμβανε και οποιοδήποτε προβληματισμό για το πώς θα μπορούσε να είναι το σύστημα διαφορετικό από αυτό που ήταν πάντοτε. Μετά την κρίση, η απουσία διαλόγου και συζήτησης συνεχίστηκε. Η όποια συζήτηση λαμβάνει χώρα φαίνεται να περιορίζεται σε μια καχύποπτη διαπραγμάτευση με την Τρόικα, ενώ όσες αποφάσεις λαμβάνονται δικαιολογούνται με το στερεότυπο επιχείρημα ότι επιβλήθηκαν από την Τρόικα ή ότι είναι απαραίτητες για την είσπραξη της x δόσης.

Όμως, ποιες παρενέργειες έχει η προώθηση δομών που – αν και βαφτίζονται μεταρρυθμίσεις – στην πραγματικότητα συντηρούν αντί να θεραπεύουν το πρόβλημα; Το πλέον εμφανές αποτέλεσμα είναι η αστοχία προβλέψεων. Οι παλιές δομές και η διατήρηση των παλιών κινήτρων οδηγούν σε περισσότερη δόση της ίδιας συμπεριφοράς που μας οδήγησε στην κρίση – με την μορφή ‘αθέλητων παρενεργειών’.  Η αναμέτρηση των ‘αθέλητων παρενεργειών’ με την αδήριτη ανάγκη τήρησης του προϋπολογισμού οδηγεί επανειλημμένα και με μαθηματική ακρίβεια στην επισώρευση νέων μέτρων λιτότητας. Ξανά και ξανά.

Παραδείγματα αυτού του φαινομένου υπάρχουν σε πολλούς τομείς.  Το ασφαλιστικό είναι ίσως το πιο ξεκάθαρο.  Ο νόμος 3863/10 διατήρησε την δομή του μονολιθικού κρατικού συστήματος με ένα σχεδιασμό ως το 2060, ενώ ενίσχυσε κατά πολύ τα άμεσα κίνητρα πρόωρης εξόδου στην συνταξιοδότηση κατά την διάρκεια της κρίσης. Ο ‘Καλλικράτης’ προβλέπει ένα μέγεθος και θεματολογία για την τοπική αυτοδιοίκηση που αντιστοιχεί σε πολύ μεγαλύτερο κράτος από αυτό που θα μπορούμε να συντηρούμε το 2020.  Στο σύστημα Υγείας ασχολούμαστε με την (απαραίτητη) περιστολή σπατάλης χωρίς να προβληματιζόμαστε αν το σύστημα ακόμη και  χωρίς την σπατάλη θα παραμένει στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας. Στο Δημόσιο ασχολούμαστε με το πώς θα πληρώνονται οι Δημόσιοι Υπάλληλοι χωρίς να έχουμε προβληματιστεί με το τι θα έπρεπε να κάνει το Δημόσιο. 

Αποτέλεσμα όλων αυτών των αποκεντρωμένων μεταρρυθμίσεων είναι ότι συντηρείται ο ρόλος και η φιλοδοξία του Κράτους σε επίπεδα που αντιστοιχούν στην προ της κρίσης εποχή. Η προσπάθεια διατήρησης αυτών των δομών οδηγεί με μαθηματική σιγουριά σε αθέλητες παρενέργειες τις οποίες πληρώνει – θέλει δεν θέλει – ο ιδιωτικός τομέας. 
Τι δέον γενέσθαι;
Οι διαδικασίες που οδηγούν σε παραγκωνισμό του ιδιωτικού τομέα – είτε ως άμεσο αποτέλεσμα δημοσιονομικών πιέσεων, είτε ως πρόβλημα ρευστότητας – πρέπει να αναγνωριστούν και να καταβληθεί προσπάθεια να σταματήσουν.  Η αναπτυξιακή αντίδραση του ιδιωτικού τομέα παραμένει η μόνη ελπίδα ανάκαμψης της Ελληνικής οικονομίας.

Θα έπρεπε να δούμε την περίοδο που διανύουμε τώρα - με το Μνημόνιο και τη λιτότητα - ως περίοδο  περισυλλογής και ανασχεδιασμού: μια περίοδο πιθανώς δυσάρεστη, αλλά απαραίτητη. Οι – ποσοτικού ή παραμετρικού χαρακτήρα - μεταρρυθμίσεις που γίνονται τώρα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τα σωστικά μέτρα που αποτρέπουν την πλήρη διάλυση και ‘αγοράζουν χρόνο’ για τον σχεδιασμό των ποιοτικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που χρειαζόμαστε για να μας οδηγήσουν στην μετά την κρίση Ελλάδα.

*Ο Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία