Για το δημοτικό σχολείο ( κριτική -θέσεις - προτάσεις)



Δημοσιεύουμε σήμερα, σε αποκλειστική ανάρτηση, την εμπεριστατωμένη εργασία των φίλων δασκάλων Ευθύμη Δημόπουλου και Γιώργου Μιχαλαρία για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αποτελείται από τρία μέρη. Σήμερα δημοσιεύουμε το 1ο και 2ο μέρος και τις επόμενες ημέρες το 3ο. Ελπίζουμε να τύχει της προσοχής των καθ΄ύλην αρμόδιων , αλλά και να αποτελέσει την ευκαιρία για την έναρξη ενός διαλόγου γύρω από το δημόσιο δημοτικό σχολείο.


των Ευθύμη Δημόπουλου και Γιώργου Μιχαλαρία


ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (Κριτική και Προτάσεις)

Αν συγκρίνουμε την πορεία των τριών βαθμίδων της ελληνικής εκπαίδευσης την εικοσαετία 1990 – 2010, δύσκολα θα αρνηθούμε ότι αυτή που έχει διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση, αυτή που προχώρησε περισσότερο είναι η πρωτοβάθμια.
Πράγματι, στο διάστημα αυτό στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και του Δημοτικού Σχολείου σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές με ανανεωτικό χαρακτήρα. Το διδακτικό δυναμικό εμπλουτίστηκε με μια γενιά αποφοίτων Πανεπιστημιακών Παιδαγωγικών Σχολών αλλά και με εκπαιδευτικούς διαφόρων ειδικοτήτων (μουσικοί, θεατρολόγοι, εικαστικοί, εκπαιδευτικοί ξένων γλωσσών). Η παλαιότερη γενιά των πτυχιούχων διετών Παιδαγωγικών Σχολών επιμορφώθηκε ενώ άλμα πραγματοποίησε η παραγωγή παιδαγωγικής βιβλιογραφίας που αριθμεί πλέον εκατοντάδες νέους τίτλους. Οι δάσκαλοι αναγνωρίζονται πια ως επιστήμονες και όχι ως οι πληβείοι της εκπαίδευσης.
Καθιερώθηκε και εδραιώθηκε ο θεσμός του ολοήμερου σχολείου, νέα και καλύτερα βιβλία εισήχθησαν στα αναλυτικά προγράμματα, οι δάσκαλοι πειραματίστηκαν με νέες διδακτικές μεθόδους και τεχνικές. Τάξεις υποδοχής και ένταξης μεταναστευτικού μαθητικού πληθυσμού δημιουργήθηκαν, η υλικοτεχνική υποδομή βελτιώθηκε σημαντικά. Στο πλαίσιο των ανανεωτικών αλλαγών εντάσσονται επίσης τόσο το πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για τα Πρότυπα – Πειραματικά όσο και η εγκύκλιος για τις συνενώσεις σχολείων χάρη στην οποία μπαίνει τέλος σε μια εκπαιδευτική στρέβλωση πολλών δεκαετιών (βλέπε μονοθέσια και διθέσια δημοτικά σχολεία).
Ωστόσο, δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε. Το Δημοτικό σχολείο αντιμετωπίζει σοβαρές δυσλειτουργίες και η ανταπόκρισή του στις δομικές μεταβολές των μεθόδων αναζήτησης της γνώσης βραδυπορεί. Επιπλέον, νέα προβλήματα αναδύθηκαν και ορισμένα από αυτά μάλιστα έχουν αποκτήσει ήδη επείγοντα χαρακτήρα. Ο συνδικαλισμός συνεχίζει να τραυματίζει το έργο της εκπαίδευσης, καθηλωμένος σε μια λογική στείρου αρνητισμού. Η επίσημη εκπαιδευτική πολιτική βασισμένη στα πελατειακά δίκτυα του κομματισμού αδρανεί ή βερμπαλίζει ρητορικά (αποδίδοντας χαρακτήρα μεσιανικό στις αλλαγές που εισηγείται) αντί να πράττει και να εφαρμόζει. Οι σύλλογοι διδασκόντων παγιδεύονται στη δημοσιοϋπαλληλική μιζέρια της διευθέτησης των καθιερωμένων και αφυδατώνονται.
Ας επιχειρήσουμε να εστιάσουμε σε αυτά τα προβλήματα, αναζητώντας παράλληλα προτάσεις για την αντιμετώπισή τους και την ανανέωση της σχολικής ζωής.

  1. Η ασύμμετρη παιδαγωγική.
Σε αδρές γραμμές η μεταπολιτευτική ιστορία του ελληνικού σχολείου ακολουθεί την εξής εκπαιδευτική και παιδαγωγική διαδρομή: το αυταρχικό σχολείο υποχωρεί και τελικά καταρρέει υπό την επίδραση μιας μακράς περιόδου εκδημοκρατισμού της εκπαίδευσης. Η εξέλιξη αυτή ανταποκρίνεται τόσο στα νέα πολιτικά δεδομένα της χώρας όσο και στην ανάγκη προσαρμογής του ελληνικού δημοτικού σχολείου στο νέο αντιαυταρχικό και μαθητοκεντρικό παιδαγωγικό παράδειγμα. Όμως, όπως και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής στη χώρα, η φάση αυτή εξελίσσεται χωρίς ισορροπία και παρουσιάζει σοβαρές ασυμμετρίες οι οποίες διαταράσσουν τη λειτουργία του δημόσιου σχολείου.
Όσοι σπουδάσαμε και δουλεύουμε ως δάσκαλοι και παιδαγωγοί γνωρίζουμε καλά ότι κεντρικός στόχος της νεότερης Παιδαγωγικής είναι η εξασφάλιση στο δημοτικό σχολείο παιδαγωγικής ατμόσφαιρας. Με τον όρο παιδαγωγική ατμόσφαιρα αναφερόμαστε σε μια συγχορδία ερεθισμάτων, καταστάσεων, σχέσεων και δράσεων που λειτουργούν ως προϋποθέσεις αγωγής και μάθησης. Ορισμένες από αυτές τις προϋποθέσεις έχουν την αφετηρία τους στις παραδόσεις της ρουσωϊκής και αντιαυταρχικής αγωγής όπως ο σεβασμός της παιδικής φύσης, η ελευθερία επιλογών και έκφρασης του παιδιού, η εμπέδωση αισθήματος ασφάλειας και η ψυχική ικανοποίησή του στο χώρο του σχολείου. Ταυτόχρονα όμως η παιδαγωγική σκέψη υπογραμμίζει πως η παιδαγωγική ατμόσφαιρα οφείλει να καλλιεργεί συστηματικά στην παιδική και μαθητική προσωπικότητα τις αρχές της αυτοπειθαρχίας, του σεβασμού των συλλογικών κανόνων και ορίων, της ανάληψης των ευθυνών, της τήρησης των υποχρεώσεων, της οργάνωσης του χώρου και του χρόνου της μάθησης. Αυτά τα δύο σκέλη, οι δύο όψεις του εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοεξαρτώνται. Πρέπει να ισορροπούν κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, σε κάθε εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό πρόβλημα που διαχειριζόμαστε.
Όμως, η ισορροπία αυτή κινδυνεύει να ανατραπεί στο σημερινό ελληνικό δημοτικό σχολείο εις βάρος του δεύτερου σκέλους. Οποιοσδήποτε βέβαια μπορεί να αντιτείνει, και δικαίως, πως γι’ αυτή την εξέλιξη δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνο το σχολείο αλλά ένα πλήθος άλλων παραγόντων (οικογενειακή αγωγή, τηλεόραση, μαζική κουλτούρα, πρότυπα κ.τ.λ.). Προφανώς, αλλά η παρούσα προσέγγιση αφενός υποστηρίζει πως το σχολείο πρέπει να περιφρουρήσει την αυτοτέλεια του κοινωνικού του προορισμού και να μην παραδοθεί αμαχητί και αφετέρου επικεντρώνεται στις ευθύνες του σχολείου που κάθε άλλο παρά αμελητέες τις θεωρεί. Ποιες είναι αυτές οι ευθύνες ;
Καταρχήν, η επίσημη παιδαγωγική διαχείριση της σχολικής καθημερινότητας στη δημοτική εκπαίδευση επενδύεται με έναν πομπώδη ρητορισμό ως προς το πρώτο σκέλος (αντιαυταρχικό) της παιδαγωγικής ατμόσφαιρας, γιατί έτσι επιβάλλουν συνθηματολογικές παιδαγωγικές ρετσέτες και μια απολύτως επικοινωνιακή πρόσληψη της αντιαυταρχικής αγωγής. Την ίδια στιγμή το δεύτερο σκέλος (σεβασμός των κανόνων και των ορίων) υποσιτίζεται και ατροφεί ολοένα, γιατί εκεί οδηγούν η υποβάθμιση του σχολικού κύρους, η απεμπόληση από το δάσκαλο του καθοδηγητικού του ρόλου, οι ρηχές παιδαγωγικές νοοτροπίες που ταυτίζουν την εκπαιδευτική πειθαρχία με τον αυταρχισμό αλλά και οι διαρκείς παρεμβάσεις εγωκεντρικών γονέων. Αποτέλεσμα, μια ιδιότυπη παιδαγωγική με χαρακτηριστικά φοβικά, ενοχικά και υπερπροστατευτικά απλώνεται σε όλο το εκπαιδευτικό μας σύστημα και παράγει μαζικά παιδιά που δυσκολεύονται να επεξεργαστούν την έννοια των ορίων. Τα παιδιά που αντιλαμβάνονται τη σχολική τάξη ως προέκταση του οικογενειακού living room, της οθόνης της τηλεόρασης και του video game διαρκώς αυξάνονται. Τα φαινόμενα αυτά βέβαια διαφοροποιούνται ανάλογα με την περιοχή και την οικονομική κατάσταση του πληθυσμού αλλά οπωσδήποτε τείνουν να αποκτήσουν κυρίαρχο χαρακτήρα.
Όλοι βέβαια αντιλαμβανόμαστε πως ο πειθήνιος μαθητής που παρακολουθεί με τα χέρια σταυρωμένα δεν είναι το ζητούμενο και ότι η διαχείριση της ανώριμης παιδικής φύσης είναι μέσα στα πλαίσια του επαγγέλματός μας. Όμως δεν πρόκειται περί αυτού. Αναφερόμαστε σε μια συνθήκη όπου η διεξαγωγή του μαθήματος απαιτεί από το δάσκαλο τεράστια σπατάλη ενέργειας, όπου ο καθαρός διδακτικός χρόνος μειώνεται όλο και περισσότερο από διαρκείς παραινέσεις συμμόρφωσης, όπου εμπεδώνεται από πολλά παιδιά μια αντίληψη ασυλίας ακόμη και για ενέργειες που λειτουργούν διαλυτικά για το μάθημα, όπου οι μαθητές οι οποίοι ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν, δυσανασχετούν και ταλαιπωρούνται. Και όμως το δημόσιο σχολείο έχει καθήκον να προσελκύσει όχι μόνο τους αδιάφορους αλλά να υπερασπιστεί και όσους εκδηλώνουν γνήσιο ενδιαφέρον για μάθηση και αναζήτηση.
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης οι δάσκαλοι προσπαθούν και σχεδιάζουν στρατηγικές. Όμως η όλη διαχείριση επαφίεται στον επαγγελματικό πατριωτισμό του κάθε δασκάλου, το ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται μέσω ενός ευρύτερου σχολικού ή συστημικού σχεδιασμού. Έτσι πολλοί είτε αντιμετωπίζουν μοιρολατρικά την κατάσταση είτε εύχονται να περάσει γρήγορα η χρονιά. Αλλά κάθε νέα χρονιά το πρόβλημα επανέρχεται με μεγαλύτερη οξύτητα. Βέβαια, κανείς δάσκαλος- παιδαγωγός δεν αναπολεί το σχολείο της βέργας, της φάπας και των προσβολών για να επιτύχουμε πειθαρχία και προσήλωση. Όμως πολλοί από εμάς υποστηρίζουμε την ανάγκη η σχολική μονάδα ως σύνολο να σχεδιάσει κανόνες, να θέσει όρια και να τα υπερασπιστεί με σθένος. Υπερασπιζόμαστε τη διαμόρφωση μιας παιδαγωγικής ατμόσφαιρας που θα χειραφετεί το παιδί μέσα από τη βαθμιαία ανάληψη των ευθυνών του, στόχος που βρίσκεται στο φιλοσοφικό πυρήνα της αντιαυταρχικής αγωγής.
Σημειώνουμε επιπλέον πως αναμφίβολα το σχολείο, και ίσως το ελληνικό σχολείο περισσότερο, συχνά γίνεται βαρετό, αδιάφορο και πληκτικό. Από την άλλη πλευρά όμως είναι υπερβολικό να φαντασιωνόμαστε ένα σχολείο που καθημερινά θα ψάλλει την «Ωδή στη χαρά». Η εκπαίδευση, η κάθε είδους προπαιδεία (επαγγελματική, αθλητική, καλλιτεχνική, μορφωτική) δεν υπήρξαν ποτέ διαδικασίες αμιγώς ευφρόσυνες. Συνολικά η μαθητεία είναι μια συνθήκη ζωής με αργούς και βασανιστικούς ρυθμούς, που περιλαμβάνει μελέτη, επανάληψη, ανία και μόχθο, χωρίς να αποκλείονται οι στιγμές μέθεξης και δημιουργίας. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους μαθητές μας, ας προσπαθήσουμε να τους εμφυσήσουμε αυτό το πνεύμα προσπάθειας χωρίς να υπερβάλλουμε και χωρίς να κολακεύουμε.
Ταυτόχρονα, επισημαίνουμε την ανάγκη ειδικής ψυχολογικής και εκπαιδευτικής υποστήριξης των παιδιών του δημοτικού σχολείου. Οι σχολικοί σύμβουλοι και οι ψυχολόγοι στις διευθύνσεις χρειάζεται να σκύψουν με επαγγελματισμό πάνω σε αυτά τα προβλήματα και όχι να αρκούνται σε «εκθέσεις ιδεών» ή σε γενικές οδηγίες για τους «ναυτιλομένους». Αξίζει να λάβουμε υπόψη μας πως με βάση σχετικά πρόσφατη ερευνητική εργασία ειδικών της Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών για το σύνδρομο ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) που δημοσιεύθηκε σε επιστημονικό περιοδικό του εξωτερικού και πορίσματά της αναδημοσιεύθηκαν στο ΒΗΜΑ (24/9/2010) ανιχνεύεται ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών (περίπου 1 στα 10) που παρουσιάζουν τη συγκεκριμένη διαταραχή. Χωρίς ενίσχυση της ειδικής αγωγής, χωρίς αναδιοργάνωση των δημόσιων διαγνωστικών κέντρων και χωρίς σταθερή συνεργασία αυτών των κέντρων με τα δημοτικά σχολεία οι δάσκαλοι θα αυτοσχεδιάζουν και οι οικογένειες θα συνεχίσουν να καταφεύγουν σε ιδιωτικά κέντρα, επωμιζόμενες ένα τεράστιο οικονομικό κόστος
Ιδιαίτερη πτυχή αλλοτρίωσης της παιδαγωγικής ατμόσφαιρας αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο το δημοτικό σχολείο στέκεται στη βαθμολόγηση της σχολικής επίδοσης των μαθητών. Ως δάσκαλοι αναγνωρίζουμε πως τίποτε δεν είναι πιο αποκαρδιωτικό για τα παιδιά από την επανειλημμένα αρνητική βαθμολογία, πως η βαθμολόγηση δεν ταυτίζεται με την αξιολόγηση, πως δεν πρέπει να λειτουργεί τιμωρητικά, πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι αντικειμενική και να λειτουργεί με οριζόντια κριτήρια. Είναι όμως άλλο αυτό και άλλο να καταλήγουμε σε βαθμολογίες-παρωδία για να μην κακοκαρδίσουμε τους γονείς και να αντιπαρέλθουμε τις πιέσεις τους. Είναι άλλο να αναζητούμε κριτήρια και τεχνικές που θα μας βοηθήσουν σε μια πληρέστερη βαθμολόγηση και άλλο να μοιράζουμε αφειδώς πλαστές αριστείες με κωμικά παρεπόμενα (βλέπε το τι συμβαίνει με την επιλογή των σημαιοφόρων όπου συχνά υποψήφια είναι η μισή τάξη) για να αποκοιμώνται μακάρια οι μαθητές και να αποπροσανατολίζονται. Είναι άλλο πράγμα η μαζική εκπαίδευση και άλλο η ανυπόληπτη εκπαίδευση.
Η βαθμολόγηση είναι ένα επιπλέον εργαλείο, ανάμεσα σε άλλα, για να μετρήσουμε, να εκτιμήσουμε αποτελέσματα και να προσανατολιστούμε ανάλογα. Χρειάζεται να το διαχειριζόμαστε υπεύθυνα και ακριβοδίκαια και όχι να καταντά η ημέρα της επίδοσης των ελέγχων μια ημέρα που ανεβαίνει κατακόρυφα το επαγγελματικό στρες, μια ημέρα που οι περισσότεροι συνάδελφοι θα ήθελαν να την αποφύγουν. Η ευθυνόφοβη αυτή στάση οδήγησε στην καθίζηση των μηχανισμών αξιολόγησης στο δημοτικό σχολείο, σε λάθος συμπεράσματα και εκφύλισε μέσω του πληθωρισμού την έννοια της αριστείας, των πρωτείων και της διάκρισης, προάγοντας τον ισοπεδωτισμό και τη φυγοπονία.
Σοβαρή ασυμμετρία της παιδαγωγικής ατμόσφαιρας αποτελεί και ο τρόπος με τον οποίο κατανοείται ο ρόλος του δασκάλου σε σχέση με το μαθητή. Με βάση μια λαϊκίστικη παιδαγωγική νοοτροπία ο δάσκαλος σήμερα συχνά προσδιορίζεται ως φίλος, ως δεύτερος γονέας του μαθητή και όχι ως ένας «σημαντικός άλλος» που χρειάζεται να καθοδηγεί τον μαθητή, αναλαμβάνοντας ευθύνες κοινωνικοποίησης και εκπαίδευσης. Μια στρεβλή αντίληψη περί μαθητοκεντρισμού εξομοιώνει το δάσκαλο με το μαθητή, κάνοντας κακό και στους δύο. Θα συμφωνήσουμε πως ο δάσκαλος οφείλει να συμπαραστέκεται και να εμψυχώνει το μαθητή αλλά παράλληλα πρέπει να είναι ακριβοδίκαιος κριτής και μέντορας της εκπαιδευτικής προσπάθειας του παιδιού. Αν ο δάσκαλος παραιτηθεί από τη δεύτερη διάσταση του ρόλου του θα πάψει να υπηρετεί και την πρώτη. Ο μαθητής δεν ζητά στο πρόσωπο του δασκάλου ένα φίλο που θα τον κολακεύει ή ένα γονιό που θα τον κανακεύει, δεν ζητά αυτό που ο Freire εύστοχα αποκαλεί «πατερναλιστική περιποίηση», αλλά ένα δάσκαλο - παιδαγωγό ο οποίος εμπιστεύεται ανυπόκριτα τις λανθάνουσες δυνάμεις του και εργάζεται συστηματικά για την απελευθέρωσή τους. Η σχέση δασκάλου μαθητή δεν απαιτεί εξομοίωση αλλά σεβασμό των ρόλων, χωρίς σε καμία περίπτωση αυτό να συνεπάγεται έλλειψη ταπεινοφροσύνης και αγάπης από το δάσκαλο. Και όμως όλες αυτές οι πολύτιμες παιδαγωγικές παρακαταθήκες είτε αγνοούνται είτε συχνά διαστρέφονται στην καθημερινότητα του δημοτικού σχολείου.

  1. Σύλλογος Διδασκόντων και εκπαιδευτική ανανέωση.
Ο κομματισμός και ο συνδικαλισμός έβλαψαν την πρωτοβάθμια σε δύο κυρίως επίπεδα. Πρώτον, υπήρξαν οι ιδεολογικοί αυτουργοί μιας εντελώς προβληματικής αντίληψης περί επαγγελματικής ευθύνης των εκπαιδευτικών. Με βάση την πάγια συνδικαλιστική - κομματική ερμηνεία το κράτος έχει την πλήρη και μοναδική ευθύνη για την κατάσταση στην παιδεία και η βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης εξαρτάται αποκλειστικά από την αύξηση των ποσοτικών μεγεθών (αύξηση των κρατικών δαπανών, μαζικοί διορισμοί εκπαιδευτικών, αύξηση των μισθών, δαπάνες υλικοτεχνικής υποδομής κ.τ.λ.). Την ίδια στιγμή ο κομματοσυνδικαλισμός – σε απόλυτη αναντιστοιχία με τη ρητορεία του υπέρ του δημόσιου σχολείου –πολεμούσε και συνεχίζει να πολεμά, λόγω και έργω, ακόμη και τις άτολμες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες των υπουργείων παιδείας που επέβαλε η αδήριτη λογική του εκσυγχρονισμού (ΑΣΕΠ, νέα βιβλία, αξιολόγηση, συνενώσεις σχολείων κ.τ.λ.) μέσα από μια λογική απόλυτου αρνητισμού και διατήρησης των «κεκτημένων». Υπό το βάρος αυτών των επιδράσεων εγκαταστάθηκε στην εσωτερική ζωή και συνείδηση της σχολικής κοινότητας μια δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία που εξαρτά απολύτως το εκπαιδευτικό έργο από το κράτος, απαλλάσσει το δημόσιο λειτουργό - εκπαιδευτικό από τις ευθύνες του, αποστεγνώνει το δάσκαλο από κάθε επιστημονική διάσταση του ρόλου του και καθηλώνει τη δράση του Συλλόγου διδασκόντων αποκλειστικά σε γραφειοκρατικά πλαίσια, χλευάζοντας ως ελιτίστικη κάθε εκπαιδευτική πρωτοβουλία που αναστατώνει τα καθιερωμένα. Σε αυτά τα πλαίσια δεν είναι δυνατόν να αναζωογονηθεί η δημόσια εκπαίδευση ενός χρεοκοπημένου κράτους.
Δεύτερον, υποβάθμισαν, μάλιστα για μακρύ χρονικό διάστημα και συστηματικά, την ποιότητα του στελεχικού δυναμικού και ακύρωσαν την αρχή της αξιοκρατίας στο επίπεδο της διοικητικής ιεραρχίας. Τα πελατειακά κομματοσυνδικαλιστικά δίκτυα μοιράζοντας θέσεις και οφίτσια στους δικούς τους ανθρώπους και πουλώντας εξυπηρετήσεις σε όποιον τους «υπέβαλε τα σέβη του» στέρησαν από την ελληνική εκπαίδευση αξιόλογο στελεχικό δυναμικό και πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο. Έτσι παρήχθησαν διοικητικά στελέχη ( διευθυντές σχολείων, διευθυντές περιφερειών, σχολικοί σύμβουλοι) κατά τεκμήριο ανεπαρκή – οι λαμπρές εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα – παιδαγωγικά ανερμάτιστα, που δεν μελετούν, συνήθως δεν τους αρέσει να διδάσκουν και αδυνατούν να διαχειριστούν οτιδήποτε έξω από τα διοικητικά καθιερωμένα. Αν οι ηγεσίες του Υπουργείου παιδείας εξακολουθήσουν να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν εκπαιδευτική πολιτική στηριγμένες σε αυτά τα δίκτυα, το δημόσιο σχολείο θα βαλτώσει.
Μπορεί να απαλλαγεί η δημόσια εκπαίδευση από τα πελατειακά δίκτυα και το μικροσυμφέρον της συντεχνίας ; Η χρεοκοπία και η ευρωπαϊκή επιτήρηση εξαναγκάζουν το πολιτικό σύστημα να προχωρήσει σε ορθολογικότερη διαχείριση των δαπανών και σε περιορισμένα μεταρρυθμιστικά βήματα. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσονται μέτρα όπως η κατάργηση των Γραφείων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, η επιστροφή στα σχολεία αποσπασμένων σε γραφεία, η μείωση διοικητικών θέσεων, ο περιορισμός των αποσπάσεων, το τέλος των μαζικών διορισμών, οι συνενώσεις σχολείων κ.τ.λ.. Από την άλλη πλευρά η περικοπή του μισθού, οι σοβαρές αδράνειες (βλέπε υπόθεση των βιβλίων) και η επιβίωση του πνεύματος της συντεχνίας σε νόμους – όπως ο 3848 για την αξιοκρατία στην εκπαίδευση – δημιουργούν πρόσθετα εμπόδια. Όμως, η κρίση φέρνει στην επιφάνεια κοινωνικά αιτήματα τα οποία υπό προϋποθέσεις μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα εκπαιδευτική δυναμική. Τα στατιστικά της κρίσης δείχνουν αύξηση εγγραφών στο δημόσιο σχολείο αφού όλο και περισσότεροι γονείς δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις των ιδιωτικών. Η στροφή αυτή προς το δημόσιο σχολείο θα συνοδευτεί και από την ενίσχυση του κοινωνικού αιτήματος για ανανέωση και μεταρρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων.
Πώς μπορούν οι εκπαιδευτικοί να ανταποκριθούν σε αυτή τη νέα συνθήκη ; Πρωτίστως με εκπαιδευτική πρωτοβουλία και επαγγελματική ευθύνη. Με ποιο τρόπο μπορεί να ενισχυθεί ο συλλογικός χαρακτήρας μιας τέτοιας προοπτικής ; Κυρίως μέσα από τη ριζική αναδιοργάνωση της εσωτερικής εκπαιδευτικής ζωής του σχολείου και της λειτουργίας του Συλλόγου Διδασκόντων ο οποίος, παρά το προωθημένο νομοθετικό πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, είναι σήμερα παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά νεκρός. Υπάρχει μόνο για να ανταποκρίνεται σε γραφειοκρατικές απαιτήσεις. Πώς μπορεί να αποκτήσει ένα νέο ρόλο ; Καταρχήν, μέσα από τακτικές συνεδριάσεις σε δεκαπενθήμερη βάση, εκτός διδακτικού ωραρίου, με ατζέντα καθαρά παιδαγωγική, εκπαιδευτική και πολιτιστική που θα αποσκοπούν στην ανταλλαγή εμπειρίας, στη σχεδιασμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων και θα εκφράζονται με συλλογικές εκπαιδευτικές δράσεις οι οποίες θα επιτρέψουν στο σχολείο να δημιουργήσει σταδιακά τη δική του ζηλευτή παράδοση και να τη γνωστοποιήσει στον κοινωνικό του περίγυρο. Αν μάλιστα το Υπουργείο επιδιώξει και υποστηρίξει μια διαφανή, και όχι «στημένη» από τα πελατειακά δίκτυα, αξιολόγηση των σχολείων με κίνητρα δημόσιας αναγνώρισης, επιμόρφωσης και εκπαιδευτικής επικοινωνίας με ευρωπαϊκά σχολεία, τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε ανανέωση της εκπαιδευτικής ατμόσφαιρας των δημοτικών σχολείων.
Σε αυτό το περιβάλλον ο δάσκαλος είναι δυνατόν να ανατροφοδοτηθεί επιστημονικά και εργασιακά και να απαλλαγεί από τη μιζέρια της δημοσιοϋπαλληλίας, ανακαλύπτοντας την ξεχωριστή ποιότητα ενός πολύ ενδιαφέροντος και δημιουργικού επαγγέλματος. Οι συνάδελφοι οι οποίοι διατίθενται να υποστηρίξουν ένα τέτοιο εγχείρημα είναι πάρα πολλοί.


Σχόλια

  1. Φοβάμαι ότι:
    1. Έχετε απόλυτο δίκιο.
    2. Το κομματικό και συντεχνιακό κατεστημένο (περιλαμβάνει δεξιούς, πασόκους και συμβατικούς αριστερούς) θα φροντίσει να μην γίνει τίποτε από όσα λέτε.
    Συνέπειες:
    1. Παιδιά με λάθος εκπαίδευση (το λέω κομψά)
    2. Δάσκαλοι δυστυχείς (δημόσιοι υπάλληλοι, που δεν αντλούν ευχαρίστηση από τη δουλειά τους, μόνο δυστυχείς μπορεί να είναι).

    Πάντως μπράβο σας που τα λέτε. Έστω και αν δεν ακουστούν (το σύστημα φροντίζει...).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Επιτέλους, η δημοτική εκπαίδευση αποκτά ένα κείμενο που ξεφεύγει από τα τετριμμένα και προσεγγίζει με ρεαλισμό και ουσία τη δημοτική εκπαίδευση και τη σχολική δημοτική ζωή. Συγχαρητήρια !!
    Ένας συνάδελφος από την Κυψέλη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αν και δεν έχω ιδιαίτερη σχέση με την παιδαγωγική, το κείμενο μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον. Να παρατηρήσω ότι η εμπειρική μου σχέση με το δημοτικό σχολείο είναι μέσω της κόρης μου που πάει Α Δημοτικού. Κάποια ενδιαφέροντα πράγματα που έχουμε παρατηρήσει με τη γυναίκα μου είναι ότι:
    (α) σχεδόν κάθε μέρα βλέπουν μια ώρα καρτούν από dvd (!!), συνήθως την τελευταία ώρα και
    (β) τα παιδιά που ήρθαν στο δημοτικό από δημόσια νηπιαγωγεία φαίνονται περίπου "αγράμματα" σε σχέση με τα παιδιά που ήρθαν από ιδιωτικά
    (γ) η έλλειψη βιβλίων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, η δουλειά των δασκάλων είναι που μετράει και
    (δ) ακατανόητα πολλές αργίες και γιορτές

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ένα κείμενο που ως γονιό με γεμίζει αισιοδοξία ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στη δημόσια εκπαίδευση και να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος του σχολείου που σήμερα φαίνεται να έχει χαθεί

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Συγχαρητήρια στους δύο αυτούς εκπαιδευτικούς που διεκδικούν αναβάθμιση του σχολείου. Ας μην ξεχνάμε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό στην εξέλιξη ενός τόπου από την παιδεία και πως το δημοτικό σχολείο πρέπει να κατευθυνθεί και πάλι προς αυτήν την κατεύθυνση και όχι να αποτελεί προέκταση του παιδικού σταθμού

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Στάθη
    Και η δικιά μου εμπειρία από την πρωτοβάθμια είναι κυρίως μέσω των παιδιών μου. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων νηπιαγωγείων. ¨οχι όμως πάντα. Ο μικρός μου γιος φοίτησε σε ένα θαυμάσιο δημόσιο νηπιαγωγείο στο οποίο οι δάσκαλοι ήταν άριστοι σε όλα. Στο διπλανό πάλι σχολείο τα πράγματα ήταν χάλια. Είναι κυριολεκτικά ρουλέτα, τι θα τύχει. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης αξιολόγησης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Πολύ σημαντικό κείμενο για ένα από τα σημαντικότερα θέματα που αφορούν το μέλλον αυτού του τόπου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Σταμάτη χαίρε. Καλώς βρεθήκαμε τουτέστιν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Είναι εξαιρετικό το άρθρο/μελέτη. Συμφωνώ εν πολλοίς. Το πρόβλημα είναι ότι ένα σχεδόν επαρκές παιδαγωγικά δημοτικό, οι μαθητές πηγαίνουν σε ένα γυμνάσιο που πάσχει και παιδαγωγικά και γνωστικά (αποστήθιση και στειρότητα γνώσεων), με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε χαμηλές επιδόσεις και να απομακρύνονται από την Τριτοβάθμια ή τις Σχολές αίγλης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Δείμο. Ακριβώς το έπιασες το νόημα. Ως μάχιμος εκπαιδευτικός γνωρίζεις τη μαύρη τρύπα του γυμνασίου. Εκεί παίζεται το παιχνίδι. Αλλά οι μόνοι που δεν το ξέρουν είναι οι αρμόδιοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία