Ο λαός ως ενιαία οντότητα: οργανική ενότητα ή συλλογική αυταπάτη;



Αυτές τις μέρες ακούμε, "ο λαός αποφάσισε","ο λαός ψήφισε", "ο λαός έδειξε" κλπ. Από που πηγάζει όμως αυτή η σύλληψη του λαού ως υπερβατικού/ολιστικού υποκειμένου; Ποιος είναι ο στόχος της;

 της Αλίκης Νικολού

Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα μού δόθηκε από τη διαρκή επίκληση του   «λαού» για την προβολή και υποστήριξη δημαγωγικών επιχειρημάτων.

Ο όρος «λαός» -που έχει αντικαταστήσει απολύτως τους όρους «πολίτες» και «κοινωνία», στο λόγο της δημαγωγικής, της σταλινικής και της εξτρεμιστικής Αριστεράς- παραπέμπει σε κάποιου είδους συλλογικό υποκείμενο και σε μία αντίληψη του λαού ως οργανικής ενότητας. Η αποκλειστική επίκλησή του όμως υπονομεύει εννοιολογικά την πραγματικότητα της συν/ύπαρξης των πολλαπλών διαφοροποιήσεων και επιμέρους συμφερόντων και θεωρήσεων που ορίζουν τα άτομα και τις ομάδες που συγκροτούν τις αστικές, φιλελεύθερες κοινωνίες των πολιτών  
Στο φαντασιακό αυτό υποκείμενο αυτό είναι δυνατόν να αποδοθεί οποιαδήποτε -εκφρασμένη ή ενδιάθετη-  βούληση -την προνομιακή ερμηνεία της οποίας διεκδικεί εκείνος που την επικαλείται. Μοναδικό προκαθορισμένο χαρακτηριστικό της μπορεί να θεωρηθεί, ωστόσο, το ενιαίο και το μαζικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αποκλειστικός όρος «λαός» ή και «λαϊκές μάζες» έχει μονοπωλήσει ιστορικά τον πολιτικό λόγο που άρθρωσαν οι φορείς των κατά καιρούς κοινοτιστικών κοσμοαντιλήψεων (βλ. φασισμός, ναζισμός, λενινισμός/σταλινισμός, μαοϊσμός), οι οποίες απορρίπτουν τον ατομικισμό που αποτελεί θεμελιώδη συνθήκη και παραδοχή του φιλελευθερισμού.

Στις προ-νεωτερικές κοινωνίες -με εξαιρέσεις την Αθηναϊκή Δημοκρατία και ίσως την περίοδο της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας-, η έννοια του λαού ταυτίζεται με εκείνη του συνόλου των υπηκόων.

Η νεωτερικότητα, πρώτη -προϊόν άλλωστε η ίδια κοινωνικής/ταξικής διαφοροποίησης- αναγνωρίζει τις πολλαπλές διαφοροποιήσεις συμφερόντων και επιδιώξεων των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων και επεξεργάζεται θεσμούς για την κατά το δυνατόν ειρηνική/μη συγκρουσιακή, λειτουργική και εν τέλει ωφέλιμη συνύπαρξή τους. Σ’ αυτή την παραδοχή στηρίζεται ο ωφελιμιστικός/χρησιμοθηρικός χαρακτήρας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο οποίος, προϋποθέτοντας την ατομική ελευθερία και τη διαφοροποίηση, θεσπίζει διαδικασίες αντιπροσώπευσης, διαπραγμάτευσης, συναίνεσης, συμβιβασμού και εν τέλει σύνθεσης των διαφορετικών συμφερόντων και δράσεων των ατόμων και των ομάδων που απαρτίζουν την κοινωνία. Το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών αποτυπώνεται στους κοινοβουλευτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς που συγκροτούν το κοινωνικό συμβόλαιο, δηλαδή τον θεμέλιο λίθο κάθε φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Θα έλεγα μάλιστα ότι καθοριστικό ρόλο στη θέσμιση αυτή έχει διαδραματίσει η πραγματιστική παραδοχή από τις νεωτερικές κοινωνίες ότι στη βάση της ανθρώπινης ταυτότητας βρίσκεται το ιδιοτελές συμφέρον, το οποίο επιβάλλει κάποιες προγραμματικές συναινέσεις και κοινά αποδεκτούς κανόνες που να κατοχυρώνουν την ισότητα για την επιδίωξή του.

Η σύλληψη του λαού ως ολιστικού/υπερβατικού υποκειμένου έλκει σε μεγάλο βαθμό την καταγωγή από το ρεύμα του Ρομαντισμού -κυρίως του γερμανικού- και πηγάζει, πιστεύω, από δύο τάσεις: αφενός από την αντίδραση απέναντι στον θετικισμό της κοσμοαντίληψης του Διαφωτισμού και την απόρριψη του δόγματος ότι μπορούν να ανακαλυφθούν καθολικοί ορθολογικοί κανόνες ρύθμισης της ανθρώπινης δράσης και αφετέρου από την γερμανική μνησικακία απέναντι στην περιφρονητική, υποτιμητικά συγκαταβατική στάση των πολιτικά και πολιτισμικά κυρίαρχων Γάλλων.
Η ρομαντική αντίληψη θέλει τον λαό ως μια προσωποποιημένη οργανική ενότητα με σχεδόν μυστικιστικά χαρακτηριστικά, η οποία είναι φορέας συγκεκριμένων ιστορικών παραδόσεων,  καταστατικών μύθων και απόλυτων αξιών και αξιώσεων.

Υπό την έννοια αυτήν, ο λαός δεν μπορεί παρά να αποτελεί υπέρτατη και απόλυτη αρχή, ικανή να παρέχει άμεση νομιμοποίηση για την άσκηση κρατικής εξουσίας. Με τη νομιμοποίηση που ο λαός παρέχει -η οποία βασίζεται στην αδιαμεσολάβητη και ουσιαστικά φαντασιακή σχέση λαού/ηγέτη- μπορεί να γεννηθεί και να επιβληθεί μια εξουσία γνήσια πολιτική (κατά τη συντηρητική αντιφιλελεύθερη αντίληψη), δηλαδή ντεσιζιονιστική, ικανή να παίρνει και να εκτελεί άμεσα αποφάσεις που δεν χρειάζονται δικαιολόγηση -ηθική ή οικονομική-, αφού εκπηγάζουν από το υπέρτατο πολιτικό υποκείμενο -τον λαό.
Έτσι, αίρεται, κατά τρόπο άμεσο, η «πολιτική απροσδιοριστία» που (σύμφωνα με την πιο πάνω αντίληψη) χαρακτηρίζει τη φιλελεύθερη δημοκρατία και οφείλεται στην αντιπροσώπευση, καθώς και στη δέσμευση της κρατικής εξουσίας από τη νομιμότητα και την αρχή της δικαιολόγησης των αποφάσεών της.
Οι εχθροί της φιλελεύθερης νεωτερικότητας (με σημαντικό εκφραστή τον Καρλ Σμιτ) στήριξαν την πολεμική τους στη θέση ότι οι πιο πάνω θεσμοί ηθικοποιούν, εξορθολογίζουν  και τελικά νοθεύουν «το πολιτικό», που καταλήγει έτσι να διατηρείται με εύθραυστους συμβιβασμούς. Σε αντίθεση μ’ αυτό, προέβαλαν το ιδανικό ενός ισχυρού κράτους που ίσταται πάνω από την κοινωνία και μένει απρόσβλητο από τα συμφέροντα μεμονωμένων ομάδων.

Ενώ ο φιλελευθερισμός προσπάθησε να δημιουργήσει μια συνθήκη κανονικότητας, ιδρύοντας τους αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς, οι αντιφιλελεύθερες δυνάμεις, επικαλούμενες το λαό ως ενιαία οντότητα με άμεσα νομιμοποιητική εξουσία,  ευνόησαν -όταν δεν επέβαλαν- την κατάσταση εξαίρεσης.
Τα μετανεωτερικά απολυταρχικά καθεστώτα -ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές τους καταβολές- στήριξαν τις καταστάσεις διαρκούς εξαίρεσης, τις οποίες επέβαλαν, στην υποτιθέμενη ταυτότητα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, δηλαδή, μεταξύ λαού και κρατικής εξουσίας. Ο λαός, ως οργανική πολιτική ενότητα, ήταν πάντα παρών και δεν ήταν δυνατόν να αντιπροσωπεύεται. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, ο Λένιν, ο Στάλιν και ο Μάο  δεν διεκδίκησαν απλώς την ταυτότητα του ηγέτη αλλά εκείνη του προσωποποιημένου και ολιστικού/αδιαφοροποίητου λαού, ή αλλιώς των λαϊκών μαζών. Στις Λαϊκές Δημοκρατίες του λεγόμενου υπαρκτού  σοσιαλισμού, η κομματική νομενκλατούρα δεν αντιπροσώπευε τον λαό, υποτίθεται ότι ΗΤΑΝ ο λαός, ο οποίος ασκούσε απόλυτη εξουσία, ταυτιζόμενος με τον εαυτό του.          

Στην Ελλάδα των άγριων ημερών που διανύουμε, με την έλλειψη αστικής φιλελεύθερης παράδοσης και τους φθαρμένους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, βλέπουμε να ογκώνεται απέναντι στα ορατά αδιέξοδα ένα δήθεν αριστερό -δημαγωγικό- ρεύμα που αδυνατεί να δώσει πειστικές απαντήσεις στην κοινωνία και στους πολίτες. Μοναδικό του καταφύγιο και διέξοδος, ο κρατισμός. Με την επίκληση -για μία ακόμη φορά- του λαού ως ενιαίας και αδιαφοροποίητης οντότητας, επιδιώκει να αναστήσει και να καταστήσει κυρίαρχο πολιτικό και οικονομικό παράδειγμα αυτό που ιστορικά οδήγησε σε θηριωδίες και ερείπια.   

Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι οι ποικίλλων ιδεολογικών τάσεων   ηγέτες αυτής της δημαγωγικής/ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενωμένοι και προσωρινά σύμμαχοι κάτω από τη σημαία της -ανοιχτής ή συγκαλυμμένης- εχθρότητας απέναντι στους θεσμούς της φιλελεύθερης αστικής Δημοκρατίας,  υποτίθεται ότι αναζητούσαν τον λαό, αλλά βρήκαν τελικά το κράτος.

Η Αλίκη Νικολού είναι δικηγόρος

Σχόλια

  1. Ο λαός ως περιεκτικό ουσιαστικό δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συλλογικό υποκείμενο μίας πρότασης. Όταν όμως μιλάμε για τον "κόσμο" δεν τον λαμβάνουμε σαν νοήμων υποκείμενο. Το ίδιο και ο "λαός". Δεν είναι ένα νοήμων πρόσωπο, ένα ον, αλλά ένα σύνολο προσώπων.
    Ως εκ τούτου, λοιπόν, κάθε μετάφραση του στυλ ο λαός αποφασίσει, εκτίμησε, έδειξε κλπ, δεν είναι παρά μία συγκαλυμμένη ερμηνεία καθαρά κομφορμιστικής λογικής, όπως εκείνες που παρουσιάζει και η αρθρογράφος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία