Κρίση: μπορεί να είναι η ευκαιρία για την ανασύνταξη της κεντροαριστεράς;



του Λυκούργου Χατζάκου από τη Μεταρρύθμιση

Εν μέσω κρίσης, της οποίας τον πυρήνα αρνείται να κατανοήσει και παγκόσμιων γεωπολιτικών μεταβολών, των οποίων η ταχύτητα και η απρόσμενη εξέλιξη αιφνιδιάζει, με σταθερές παρελθόντων ετών να ανατρέπονται αφού και η αδράνεια του διπολισμού εξήντλησε τα όριά της, η ελληνική κοινωνία προσπαθεί να βρει στηρίγματα και ελπίδες· αισθάνεται «προδομένη» από τις πολιτικές δυνάμεις που διαχειρίσθηκαν, με εντολή της, πάντοτε, τα δημόσια πράγματα και απελπισμένα προσφεύγει σε αμφίβολης ή μηδαμινής αξίας ιδεολογήματα. Ακόμη και αυτή η Μεταπολίτευση δεν ξέφυγε από την μήνιν των «αγανακτισμένων». Σε αρκετά ζητήματα η κριτική μπορεί να είναι βάσιμη, πλην όμως, σε καμία περίπτωση δεν προσήκει η ισοπέδωση και η απαξίωση της μετάβασης από ένα δικτατορικό καθεστώς στην Δημοκρατία, όποια προβλήματα και αν αυτή παρουσιάζει, ουδαμώς συγκρίνεται η δημοκρατική Πολιτεία με όσες αδυναμίες και αν έχει με ένα φασιστικό και βιαίως επιβεβλημένο καθεστώς.
Με την Μεταπολίτευση, η χώρα αφήνει πίσω τις αβαρίες του εμφυλίου. Εισέρχεται σε μια τροχιά προσέγγισης με την δυτική πραγματικότητα και επιχειρεί την ισότιμη ένταξή της  στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, θέτει τα θεμέλια της εθνικής συμφιλίωσης και κάνει τα πρώτα δειλά βήματα εκσυγχρονισμού και εμπέδωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος. Θέτει τα θεμέλια της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Νομιμοποιεί το επί δεκαετίες εκτός νόμου Κ.Κ.Ε., όλες οι πλευρές δείχνουν να έχουν πάρει το μάθημά τους και να αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος έχει φύγει μπροστά.
Ταυτοχρόνως, στον πολιτικό ορίζοντα ένας νέος σχηματισμός κάνει την εμφάνισή του. Ιδρυτής του, ένας πεπειραμένος και δυναμικός πολιτικός, επιστήμων διεθνούς κύρους, γοητευτικός και ευγενής άνθρωπος, μια ακτινοβολούσα προσωπικότητα. Στην διαδρομή του προς την εξουσία συσπειρώνει ευρύτερες δυνάμεις· από την μέχρι τότε περιθωριοποιημένη και ηττημένη αριστερά, έως την κεντρώα «σιωπηρή πλειοψηφία» η οποία, αν και δημοκρατικού προσανατολισμού, δεν μπορούσε μέχρι εκείνη την στιγμή να υπερβεί τους φόβους και τα τραύματα του εμφυλίου, ώστε να συνταχθεί με τις υπάρχουσες αριστερές παρατάξεις. Η πρόταση εξουσίας που διετύπωσε το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου καλύπτει τις ανάγκες και εκφράζει τα όνειρα ενός λαού, μιας Παράταξης, είναι επαρκής. Το 1981 φέρνει το ΠΑΣΟΚ στην Κυβέρνηση και το καθιστά τον κύριο φορέα της κεντροαριστεράς, παρά τις επιχειρούμενες προσπάθειες αποτροπής από πλευράς των παραδοσιακών αριστερών σχημάτων (Συμμαχία των 5 κατά το1978, στόχοι του ΚΚΕ για το 17% κ.λπ).


  1. Η Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου ― το ΠΑΣΟΚ, δύναμη εξουσίας της κεντροαριστεράς.
Η Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, διεύρυνε την νομιμοποιητική βάση του πολιτεύματος, καθώς έφερε στα κέντρα εξουσίας τους μέχρι τότε αποκλεισμένους από τα πράγματα  προσκείμενους στη ηττημένη πλευρά του εμφυλίου και προσέφερε στους προοδευτικούς πολίτες μια επιλογή εξουσίας, πέρα από την εμφυλιοπολεμική αριστερά, ή οποία, ακόμη δεν είχε κάνει απολογισμό ουσίας και ειλικρινή αυτοκριτική για την κατάληξη των γεγονότων μετά την απελευθέρωση και τις ευθύνες της για τις εξελίξεις που οδήγησαν στον εμφύλιο. Η έκφραση των ονείρων και των πόθων του λαού από το ΠΑΣΟΚ εντός πλαισίου εθνικής ενότητας, δημιούργησε κοινωνικό-πολιτικό ρεύμα Αλλαγής και πέτυχε την συσπείρωση σοσιαλιστικών δυνάμεων, δυνάμεων  της μεταρρυθμιστικής αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας.
Η παράταξη επί Ανδρέα Παπανδρέου, προσέφερε σημαντικό έργο όχι μόνον, λόγω βελτιώσεως του βιοτικού επιπέδου των μέσων και κατωτέρων στρωμάτων, αλλά, πρωτίστως, με την δημιουργία παρακαταθήκης στον θεσμικό και  στον κοινωνικό τομέα· η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, οι συμμετοχικοί θεσμοί -παρά τις μετέπειτα αδυναμίες που εμφανίστηκαν-, άνοιξαν τον δρόμο για μία μακρά πολιτική κυριαρχία του προοδευτικού χώρου καθώς, οι πολίτες με προοδευτικό/αριστερό προσανατολισμό βρήκαν την δυνατότητα να απογαλακτισθούν από τις μονότονες, ατελέσφορες και επομένως, περιορισμένης εμβέλειας επιταγές της παραδοσιακής αριστεράς και να δικαιώσουν τους αγώνες της προοδευτικής παράταξης καθιστώντας αυτήν, Κυβέρνηση ισχυράς πλειοψηφίας, δίχως να χάσουν το στίγμα και τον προσανατολισμό τους.
Αυτό, η εξισορρόπηση των κοινωνικών δυνάμεων στο κέντρο της εξουσίας, ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της πρώτης φάσης πολιτικής κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ. Φυσικά υπήρξαν λάθη, παραλείψεις και ελλείμματα εκ των οποίων, τα πλέον σημαντικά εστιάζονται στο πεδίο διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία και της δαπάνης –σε κάποιες περιπτώσεις υπερβολικής- τόσο κρατικών όσο και Ευρωπαϊκών πόρων. Θεωρώ, όμως, σημαντικότερο αρνητικό σημείο την αδυναμία πλήρους κατοχύρωσης διαφανούς και μη αμφισβητήσιμης λειτουργίας των θεσμών και των κρατικών οργάνων με συνέπεια την αποτυχία εδραίωσης εμπιστοσύνης από την πλευρά των πολιτών απέναντι στο Κράτος.
Στην δεύτερη φάση, μετά το διάλειμμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη και ενώ είχε πραγματοποιηθεί η κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ, η αμηχανία της πρώιμης περιόδου της Παγκοσμιοποίησης και της έλλειψης πόλου εξισορρόπησης, η σοσιαλδημοκρατική/κεντροαριστερή πρόταση εμφανίζεται κυρίαρχη στις Δυτικές Δημοκρατίες. Οι Clinton, Bler, Miteran, Gonzales, Ortega και αργότερα Dalema κυριαρχούν στις ΗΠΑ, Η.Β., Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία, βγάζουν τους πολιτικούς σχηματισμούς των οποίων ηγούνται από την θέση της αντιπολίτευσης και κυριαρχούν πολιτικά, ενώ στις Σκανδιναβικές: Σουηδία, Φιλανδία και Νορβηγία οι σοσιαλδημοκράτες διαχειρίζονται από καιρό την ευθύνη της εξουσίας. Είναι η εποχή, είναι η 10ετία κατά την οποία, η κρίση του Κεϋνσιανού μοντέλου οδηγεί στην απεμπόλησή του από τους θρησκευτικά προσηλωμένους σε αυτό σοσιαλδημοκράτες. Η Παγκοσμιοποίηση, ο Μπλέρ στο Ηνωμένο Βασίλειο επηρεασμένος από την πολιτική της Margaret Thatcher, ο Bill Clinton με την τακτική του «τριγωνισμού» και άλλοι καθοριστικής σημασίας παράγοντες συνεργούν και απομακρύνουν, ακόμη περισσότερο, τους σοσιαλδημοκρατικούς σχηματισμούς στην Ευρώπη από την Κεϋνσιανή οπτική με συνέπεια την υποχώρηση του Κοινωνικού Κράτους, που ασκεί ρυθμιστικό ρόλο μεταξύ Κοινωνίας και Αγοράς.


2. Η περίοδος του Εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος
Στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύει στην ηγεσία του κόμματος και της χώρας τον Κώστα Σημίτη και τμήματα της ευρύτερης κεντροαριστεράς συμπαρατάσσονται με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχει καθιερωθεί ως η ηγεμονική δύναμη του πολιτικού αυτού φάσματος. Με το Δημοκρατικό Πολίτευμα στέρεο πλέον (αφού ακόμη και η Αριστερά ως ενιαίος Συνασπισμός είχε συγκυβερνήσει με την «επάρατο»), το διακύβευμα που προβάλλεται είναι ο εκσυγχρονισμός. Το ΠΑΣΟΚ αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι δυνατόν να εμμένει στην φρασεολογία της προηγούμενης 10ετίας, αποχωρίζεται την κενή περιεχομένου, πλέον, εθνικοαπελευθερωτική εσωστρεφή ρητορεία και ορθώς πράττει, εφ’ όσον η Ελλάδα μετέχει ενεργά και ισότιμα στην Ε.Ε.
Όμως, ενώ σε επίπεδο στελεχών αυτό ήταν αυτονόητο, η λαϊκή βάση του, ήταν εφεκτική να αποδεχθεί την στροφή. Η ένταξη στην ΟΝΕ και η λάμψη της ευρωπαϊκής συμμετοχής, έδινε ένα αίσθημα υπεροχής συγκριτικά με τους γειτονικούς Βαλκάνιους λαούς –κάποιες φορές στα όρια της υπεροψίας-, στους Έλληνες πολίτες που παπαγάλιζαν φιλοευρωπαϊκά συνθήματα και τσιτάτα, στην πραγματικότητα, όμως, ποτέ δεν θεράπευσαν την εθνική ψύχωση, εκείνη της ταλάντευσης μεταξύ Δύσεως και Ανατολής. Είναι χαρακτηριστικές οι αγωνιστικές εξάρσεις εν μέσω κατανάλωσης ευρωπαϊκών κονδυλίων και της αναπτυξιακής νιρβάνας. Μπορεί τα ευρωπαϊκά προγράμματα αναπτυξιακής/οικονομικής στήριξης να καταναλώνονταν εύπεπτα και δίχως ενδοιασμούς, όμως, δεν πιστεύω ότι οι Έλληνες πολίτες ενστερνίστηκαν ολόψυχα την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης, πιθανόν γιατί ούτε την κατενόησαν εις βάθος ούτε είχαν καμία πρόθεση να την κατανοήσουν, εξ ου και η άρνηση στην ανάληψη των απορρεουσών ευθυνών από αυτή την ένωση (τούτο, όμως είναι προσωπική μου θεώρηση). Η Κυβέρνηση Σημίτη είναι ίσως η πρώτη ελληνική κυβέρνηση η οποία είχε απαλλαγεί από το άχθος της ρητορικής του εμφυλίου και δεν είχε να αντιμετωπίσει προβλήματα με την παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δόθηκε βάρος στην αναβάθμιση του ρόλου της χώρας στην διεθνή σκηνή και στον εκσυγχρονισμό του Κράτους, ώστε η λειτουργία του να βρεθεί εγγύτερα σε αυτή των άλλων ευρωπαϊκών. Η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και η πολιτική ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. δίχως να προϋποτίθεται η επίλυση του πολιτικού προβλήματός της και η ανάπτυξη υποδομών, είναι τα βασικά και υψηλής εθνικής σημασίας ζητήματα τα οποία η κυβέρνηση αυτή διεκπεραίωσε με απόλυτη επιτυχία.
Ατυχώς, ο οργανισμός του ΠΑΣΟΚ και πάλι ακολουθούσε ασθμαίνων και εφεκτικός. Μεγάλη μερίδα μελών και στελεχών του, αντιδρούσαν στην προοπτική μεταρρυθμίσεων, με τα γνωστά, προσχηματικά «λαοφιλή» συνθήματα της εποχής εκείνης. Η σύγκρουση των πρώην αυριανιστών και των εσωκομματικών αντιπάλων του Κώστα Σημίτη με τις εκσυγχρονιστικές τάσεις έλαβε διαστάσεις και κατεδείχθη τόσο στο Συνέδριο, το Συνέδριο της Νεολαίας (με την αλήστου μνήμης ανταλλαγή καθισμάτων) όσο και με την αντίδραση Συνδικαλιστικών στελεχών σε κάθε προσπάθεια εφαρμογής μεταρρυθμιστικών σχεδιασμών (π.χ. ασφαλιστικό).
Δεδομένης της παρακμιακής λειτουργίας των Οργανώσεών του –όσων απέμεναν εν λειτουργία-, το ΠΑΣΟΚ τύποις έφερε τον τίτλο «Κίνημα». Κατ’ ουσίαν, είχε απολέσει τον κινηματικό του χαρακτήρα και ρόλο. Λογικό, καθώς η συνθήκη δεν ήταν ίδια με εκείνη της 3ης Σεπτέμβρη του 1974 και διένυε την δεύτερη περίοδο πολιτικής κυριαρχίας και άσκησης εξουσίας. Ο χαρακτηρισμός «Κίνημα» είχε μόνον ιστορική-συμβολική αξία ή επέδρα ως θυμικό γλυκαντικό σε ρομαντικές ψυχές. Ίσως στο σημείο αυτό θα έπρεπε να είχε επιχειρηθεί ο μετασχηματισμός του σε ένα κόμμα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς και της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Σίγουρα επρόκειτο για ένα δύσκολο εγχείρημα καθώς η ηγετική ομάδα δεν είχε ευρεία συναίνεση από την βάση.
Η Κυβέρνηση Σημίτη, παρά το σημαντικό έργο και το θετικό πρόσημο στον απολογισμό της, είχε τρία βασικά προβλήματα. Το πρώτο ήταν η αδυναμία ελέγχου της κερδοσκοπίας κατά την μετάβαση στο νέο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και την εξακόντιση των τιμών σε αδιανόητα για την ελληνική πραγματικότητα ύψη. Δεύτερον, ότι για διάφορους λόγους η ευκαιρία που προσέφερε η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, δεν αξιοποιήθηκε ουσιαστικά για την ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων.  Τέλος, η προσήλωση στους υψηλούς εθνικούς στόχους και η εσωκομματική ασυναρτησία μεταξύ των δύο πόλων στην κομματική εξουσία, δεν επέτρεψε την σφιχτή διοίκηση του κόμματος με αποτέλεσμα την εμφάνιση κακών φαινομένων τα οποία είτε εμφάνιζαν τα κυβερνητικά στελέχη με αλαζονικό πρόσωπο είτε άφηναν περιθώρια για υπαινιγμούς είτε σε κάποιες περιπτώσεις πράγματι, ορισμένοι χρησιμοποίησαν την θέση επιρροής που κατείχαν προκειμένου να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη (χρήμα ή άλλα).
Αυτά, συνδυαζόμενα με την δυσκολία που άρχιζαν οι πολίτες να συναντούν στην καθημερινότητά τους και κυρίως με το ΠΑΣΟΚ να εμφανίζει αδιαμφισβήτητα σημάδια παρακμής, επέφεραν το τέλος της πολιτικής του κυριαρχίας του και ως συνέπεια της διάσπασης της συμμαχίας των σοσιαλδημοκρατών με δυνάμεις ευρύτερης της αριστεράς, και την άνοδο στην εξουσία της Κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή με την νίκη στις εκλογές της 7ης Μάρτη 2004. Η ήττα εκείνη ήταν μια στρατηγική ήττα.
Καθ’ όλο, αυτό, το διάστημα η οργανωμένη παραδοσιακή αριστερά –και η ολοκληρωτική έκφρασή της και η ανανεωτική-, παρέμενε θεατής, μηρυκάζοντας τα συνήθη και εμμένουσα στα στερεότυπα του χώρου. Περιχαρακωμένη δεν τόλμησε το άνοιγμα και την υπέρβαση και ήταν εμφανές πως οι εξελίξεις σε ένα ραγδαίως μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον την υπερέβαιναν. Το ΚΚΕ συνεχώς αυτοπεριοριζόταν περιμένοντας την Γη να γίνει κόκκινη, ο Συνασπισμός με την δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις, απευθυνόμενος κυρίως σε αριστερές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες κινούμενες οριακά στο περιθώριο και σχήματα αριστεριστών, δίχως να αρθρώνει ουσιαστικό λόγο και πρόταση, αυτοπεριορισμένος στην διαμαρτυρία
3. Η περίοδος Γιώργου Α. Παπανδρέου ή μια χαμένη ευκαιρία
Η ανάρρηση στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, εμφάνισε αρχικά θετικά σημεία, κυρίως γιατί η ατζέντα που έβαζε ο νέος Πρόεδρός του ανταποκρινόταν στις σύγχρονες συνθήκες στο εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον. Έθιγε ζητήματα όπως αυτό της μετανάστευσης, της ισονομίας, της δικαιοσύνης και των ίσων ευκαιριών, της αξιοκρατικής αξιολόγησης. Οι εξαγγελίες για μια «δίκαιη κοινωνία» και την «Ελλάδα των αξιών», την συνεργασία Κράτους και θεσμικών οργάνων του με την Κοινωνία πολιτών, προφανώς ήταν περισσότερο από θελκτικές για ένα προοδευτικό/αριστερό ακροατήριο. Παραλλήλως, η παρουσία του Γιώργου Παπανδρέου, προσήλκυσε νέα πρόσωπα. Όλα προοιώνιζαν έξοδο από την παρακμή και ανάκαμψη του χώρου μετά από την ήττα του 2004.
Ακόμη, πολλοί είδαν σε αυτό την δυνατότητα να επέλθει η αναγκαία και ζητούμενη από καιρό δημιουργική όσμωση, με αριστερές πολιτικές δυνάμεις, εις τρόπον ώστε να υπάρξει ανανέωση του πολιτικού προσωπικού του. Δυστυχώς, δεν πέτυχε η προσπάθεια για λόγους που σχετίζονται και με το σώμα του ΠΑΣΟΚ, αλλά και σε πολύ μεγάλο βαθμό σε χειρισμούς και επιλογές του ίδιου του Γιώργου Παπανδρέου. Το κόμμα, είχε σοβαρά προβλήματα και οι επιλογές σε πρόσωπα ήταν καθοριστικές καθώς στην πλειοψηφία τους αυτά απεδείχθησαν ανεπαρκή για να διαχειριστούν μια παράταξη όπως το ΠΑΣΟΚ. Η νέα ηγετική ομάδα δεν κατενόησε ότι η εκλογική νίκη του 2009 δεν επήλθε ως αποτέλεσμα αποδοχής από την κοινωνία μιας σαφούς και επεξεργασμένης πρότασης εξουσίας, αλλά, από την αηδία του εκλογικού σώματος για μια κυβέρνηση Καραμανλή που εξαπάτησε και διέψευσε κάθε προσδοκία. Ουσιαστικά το ΠΑΣΟΚ, ως ιδεολογική πρόταση, παρέμενε στην αντιπολίτευση.
Η δημοσιονομική κρίση ξέσπασε ένα εξάμηνο μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ και επέφερε τα γνωστά αποτελέσματα. Παρά τους λάθος χειρισμούς από την Κυβέρνηση, γεγονός είναι ότι για την κρίση δεν ευθύνεται αποκλειστικά το ΠΑΣΟΚ και θα τολμούσα να πώ ότι και η κυβέρνηση Καραμανλή της περιόδου 2004-2009, παρά τις εγκληματικές επιλογές της, επιδείνωσε και επιτάχυνε την έλευσή της, αλλά δεν δημιούργησε την κρίση. Αυτή, επήλθε ως αθροιστικό αποτέλεσμα γενετήσιων και χρονίων παθογενειών της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής. Απλά, όταν χρειάστηκε κάποιος να υπερασπισθεί την πολιτική της Κυβέρνησης και το ΠΑΣΟΚ, αυτός, δεν υπήρχε και σε συνδυασμό με αφελείς επιλογές τακτικών χειρισμών επήλθε η κατάρρευση της Κυβέρνησης Παπανδρέου. Το πολιτικό υποκείμενο είχε από αυτή την ίδια ηγετική του ομάδα λοιδορηθεί, απαξιωθεί και οδηγηθεί στον προθάλαμο της εντατικής. Ο φορέας είχε από το 1987 εισέλθει σε μια νοσηρή παρακμιακή κατάσταση.  Από ζων πολιτικός οργανισμός είχε καταλήξει να είναι ένα άθροισμα βουλευτικών στρατών και παραγοντίσκων. Σε αυτή την κατάσταση η Προεδροποίησή του ως όρος επιβίωσης της ομάδας φίλων του Γιώργου Παπανδρέου, έδωσε την χαριστική βολή. Το ΠΑΣΟΚ έπαψε να υπολογίζει τα μέλη του και αυτά, με την σειρά τους εύκολα το εγκατέλειπαν. Ανεπίτρεπτα τακτικά λάθη και κατάλυση της θεσμικότητας του ΠΑΣΟΚ, ανόητοι πολιτικοί λιμοκοντόροι και επηρμένοι νεόκοποι αποδείχθηκαν τραγικές περιπτώσεις και κατασπατάλησαν το κεφάλαιο Παπανδρέου, ο οποίος για λόγους που δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να ερμηνεύσω, άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, ενώ κάθε λογική υπαγόρευε άλλη τακτική. Αυτά, έφεραν την μέχρι πρότινος ισχυρή έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς στην δεινή θέση που βρίσκεται σήμερα, ενώ και η αμηχανία της μεταβατικής περιόδου στην αλλαγή ηγεσίας, δεν βοήθησε. Αν και η νέα ηγεσία –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- τηρεί υπεύθυνη και σοβαρή στάση στο πρόβλημα της χώρας, ο λόγος του Κινήματος δεν ακούγεται.

4. Νέα ηγεσία: αδιέξοδα και ίδια πρακτική
Διακρίνοντας τα πρώτα βήματα της νέας ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να διαπιστώσει κάποιος σοβαρές αλλαγές στην νοοτροπία και την μέθοδο λειτουργίας. Αν υποτεθεί ότι αναζητείται δρόμος ανασυγκρότησης και επαναφοράς του κόμματος  στην πρότερη θέση του, είναι προφανές ότι αυτό θα επέλθει μόνον ως αποτέλεσμα ολικής λειτουργικής επανεκκίνησης. Η εκδοχή αυτή, αποκλείει την λογική «φύγε εσύ-έλα εσύ». Δηλαδή, δεν μπορεί να επιτύχει κανένα θετικό αποτέλεσμα η αλλαγή φρουράς σε θέσεις κομματικής ευθύνης με μόνο κριτήριο την σχέση των στελεχών με το περιβάλλον του Προέδρου. Οι «υδραυλικές» τοποθετήσεις, αδικούν τον ηγέτη ενός κόμματος που διατείνεται την πρόθεσή του να καταστεί ηγετικός σχηματισμός σε έναν πολιτικό χώρο και παραπέμπουν περισσότερο σε αρχηγό ομάδας ή ομάδων. Ένα κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ πρέπει να έχει λειτουργικές πολιτικές δομές και να παιδαγωγεί τα μέλη του στην κομματική θεσμικότητα, τις δημοκρατικές διαδικασίες και την αξιοκρατική αξιολόγηση. Φαίνεται ότι αυτή, τουλάχιστον, την στιγμή δεν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια λειτουργία, καθώς ομάδες στελεχών μοιάζουν να αναζητούν την κατάλληλη ευκαιρία για ηρωική έξοδο, συμπαρασύροντας ή μάλλον με την προσδοκία να συμπαρασύρουν ένα τμήμα που θεωρούν συγγενές με τις απόψεις ή στοχεύσεις τους. Θεωρώ επομένως, εξαιρετικά δύσκολο για το κόμμα -που πράγματι, στα είκοσι και πλέον χρόνια της κυριαρχίας του άλλαξε την χώρα-, να επανακάμψει σε βραχύ ή μέσο διάστημα. Αυτό δεν θα οφείλεται σε καμία περίπτωση στην καιροσκοπική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, σε νοσηρές καταστάσεις που αφορούν στο ίδιο το κόμμα.

5. Οι άλλες δυνάμεις της Αριστεράς
Οι άλλες συντεταγμένες αριστερές δυνάμεις συνεχίζουν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έπρατταν και προ κρίσεως. Το ΚΚΕ, έντιμο και σαφές μέσα στην στερεότυπη άρνησή της πραγματικότητας, αναμένει μεσσιανικά την έλευση του σοσιαλισμού, όπως αυτό τον αντιλαμβάνεται.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδεικνύει συνεχώς την ανευθυνότητά του και την χαοτική εσωτερική του ασυναρτησία. Με ευθύνη του και λόγω του κενού αντιπαράθεσης, επέτυχε να περάσει στην κοινωνία ο διαχωρισμός σε μνημονιακά – αντιμνημονιακά κόμματα και οι ανεκδιήγητες ημέρες των «αγανακτισμένων» που ακολούθησαν -όπου δεν ξεχώριζες από τα συνθήματα την πολιτική προέλευση των διαμαρτυρομένων-, έφερε την κοινωνία σε κατάσταση παροξυσμού την στιγμή ακριβώς, που υπήρχε ανάγκη να επικρατήσει ψυχραιμία και πρόταση αλλαγής. Ο διαχωρισμός αυτός, δίχως άλλη πρόταση –όπως ετέθη μέχρι και τις εκλογές του Μαρτίου-, περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος από την ακρότατη ή χαοτική αριστερά μέχρι την ακρότατη και στα όρια του φασισμού δεξιά. Απήλλαξε την Κυβέρνηση Καραμανλή, νομιμοποίησε ακραίες φασιστικές οργανώσεις, υποδαύλισε ακραίες αρνητικές και καταστροφικές συμπεριφορές, δίχως να έχει να προτείνει κάτι το ουσιώδες και πραγματικά χρήσιμο.
Την στιγμή λοιπόν που η χώρα και οι πολίτες είχαν ανάγκη από μια ψύχραιμη και σοβαρή πρόταση εξόδου από την κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την εύκολη και ανεύθυνη τακτική της ολοκληρωτικής άρνησης και του χαϊδέματος των πολιτών, δίδοντας το σύνθημα ισοπέδωσης κάθε αξίας, κάθε ορίου και επιπροσθέτως, οι αντιφατικές τοποθετήσεις στελεχών του ενισχύουν το χάος.
Προφανείς είναι οι επιδιώξεις του προέδρου του να υποκαταστήσει στην συνείδηση του λαού τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ του 1974. Από την πρώτη στιγμή, στην διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του Μαρτίου η προσπάθεια αυτή, ήταν εμφανής αφού ακόμη και οι κινήσεις και οι τονισμοί στις ομιλίες του επιχειρούσαν ευθεία παραπομπή στον Ανδρέα Παπανδρέου ενώ δεν έλειψαν και οι κορώνες για την προδομένη «γενιά της Αλλαγής». Μόνο που αυτή η γενιά περιλαμβάνει και όσους -πρό της ανανήψεώς τους και της δημόσιας μετανοίας-, ο πολιτικός του χώρος καθύβριζε και στοχοποιούσε ως πολιτικούς απατεώνες ή «λαμόγια» και αποκαλούσε τους πολίτες που τους ακολουθούσαν πρωτόγονους και βολεμένους μικροαστούς. Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη αναφορά, είναι γνωστό σε ποιους αφορά.
Με απόλυτη συνέπεια στην ανευθυνότητά του, εξακολουθεί να χαϊδεύει αυτιά και να υπόσχεται τον νέο Παράδεισο επί γης, σε δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους και όποιον θεωρεί ότι η κατανοητή οργή του για τις δύσκολες ημέρες θα τον προσάγει με το ψηφοδέλτιο του κυρίου Τσίπρα στην επόμενη κάλπη. Δεν ακούγεται όμως από την Κουμουνδούρου καμία πρόταση, κανένα σοβαρό σχέδιο. Αυτό είναι ένας επικίνδυνος λαϊκισμός, που ακόμη και αν η συγκυρία αναδείξει πρώτο κόμμα τον σύριζα, θα προκαλέσει μεγάλες βλάβες στην πολιτική - οικονομική ζωή και συνακολούθως στην κοινωνική συνοχή.

6. Προοπτικές
Την αγωνία των πολιτών καπηλεύονται διάφοροι πολιτικοί λιμοκοντόροι και καιροσκόποι είτε εκ δεξιών είτε εξ αριστερών. Εποχές συγχυσμένες, η ψυχραιμία στην ανάλυση και αξιολόγηση των δεδομένων εκλείπει ενώ ο «κοινός νους» δεν είναι, πλέον και τόσο κοινός. Ελάχιστες οι φωνές που διατηρούν ίχνη σοβαρότητας και αξιοπρέπειας -ευτυχώς, υπάρχουν όσο κι αν προς το παρόν δεν ακούγονται ή δεν καταγράφονται δυναμικά.
Σε αυτή την συνθήκη ασυναρτησίας, θλιβερή μα και προκλητική, εμφανίζεται η ανυπαρξία διατύπωσης ουσιαστικής πρότασης για την διακυβέρνηση και την προοπτική της χώρας, ειδικότερα από τον χώρο της κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ, βγαίνει τραυματισμένο από την διαχείριση της δημοσιονομικής κρίσης, καθώς χρεώθηκε την είσοδο της χώρας στο ΔΝΤ και τον μηχανισμό στήριξης, την λήψη των ομολογουμένως σκληρών και σε περιπτώσεις άδικων μέτρων και την κριτική να ασκείται προς αυτό και τα στελέχη του κυρίως για την κακή ή μηδενική διαπραγμάτευση. Η κριτική αυτή, δεν είναι αβάσιμη αν και πρέπει, πάντοτε, να συγκρατείται ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ο φορέας εκείνος που ευθύνεται για τον πλήρη εκτροχιασμό των δημοσιονομικών δεδομένων και την όξυνση των συνθηκών που είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση και σφοδρότητα της κρίσης.
Από την άλλη, η ΔΗΜΑΡ, αν και αρχικώς με την συγκρότησή της εξέπεμψε ένα αισιόδοξο μήνυμα, δεν κατέστη δυνατόν, μέχρι αυτή τη στιγμή, να καλύψει το κενό που δημιουργούσε η εκλογική καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ και να γίνει ο διάδοχος πολιτικός σχηματισμός, ο βασικός κορμός των δυνάμεων της σύγχρονης ευρωπαϊκής αριστεράς και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό, προφανώς οφείλεται και σε αιτίες σύμφυτες με την προέλευση του κόμματος της ΔΗΜΑΡ.
Παρά την πιεστική καθημερινότητα -η οποία συνεχώς επιδεινώνεται-, θεωρώ πως έφθασε η στιγμή να κάνουμε παύση. Να σιγάσουν οι οργίλες και εν τέλει, αδιέξοδες κραυγές και να εστιάσουμε την προσοχή και την σκέψη μας αφ’ ενός, στο ποια Ελλάδα επιθυμούμε και αφ’ ετέρου στο ποια Αριστερά οραματιζόμαστε. Οφείλουμε να αναλύσουμε την σύγχρονη συνθήκη και να επανεξετάσουμε τι θεωρούμε σήμερα, αριστερή και προοδευτική αντίληψη και να τοποθετηθούμε. Προσωπικά, θα απορρίψω την εκδοχή της ολοκληρωτικής Αριστεράς ως ένα πείραμα που έχει αποτύχει. Δεν θα επιλέξω ούτε τον κατά δήλωσή του ανανεωτικό και κατ’ επίφαση “αριστερό” ΣΥΡΙΖΑ, γιατί με βάση τα όσα ανέφερα σχετικά προηγουμένως δεν τον θεωρώ αριστερή δύναμη προόδου.
Θα κάνω χρήση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού και θα θεωρήσω εαυτόν κεντροαριστερό, αναλαμβάνοντας ίσως το πλέον δύσκολο ρόλο του πολιτικά ενεργού ανθρώπου ο οποίος βλέπει την μέχρι σήμερα παράταξή του ως «Έρημη Χώρα» λεηλατημένη, αιφνιδιασμένη και στείρα. Η ανάπτυξη της κεντροαριστεράς, του χώρου που επιδιώκει τον μετασχηματισμό και την  εξέλιξη των πραγμάτων σε προοδευτική κατεύθυνση εντός πλαισίου δημοκρατικής διεργασίας και διαδικασίας, απασχολεί την τελευταία 10ετία μεγάλο αριθμό πολιτών, πολιτικών και διανοουμένων. Η συνεχώς αυξανόμενη και οξυνόμενη αγωνία όλων μας για την καθημερινή επιβίωση, δεν επιτρέπει εμβρίθεια σε φιλοσοφικές αναζητήσεις ή εξάντληση σε φιλολογίζουσες παραθέσεις και εκθέσεις ιδεών. Κάθε ολιγωρία είναι εγκληματική..
Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, ως χώροι της ευρωπαϊκής αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας και ως οι μόνοι πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίζεται να έχουν συναίσθηση της πραγματικότητας, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη για την εκκίνηση διεργασιών ανασύνταξης της κεντροαριστερής παράταξης και την επεξεργασία νέας, βιώσιμης πρότασης εξουσίας. Απαιτείται να δοθεί όραμα καιελπίδα όχι με συνθήματα και λογική ’74 ή ’81, αλλά ως προϊόν   σοβαρού στρατηγικού σχεδιασμού και σχεδίου αλλαγής του μοντέλου ανάπτυξης αξιοποίησης όλων των θετικών του παρελθόντος και αλλαγής εκείνων που δημιούργησαν ή συνέβαλλαν στην σημερινή κατάσταση.
Σε αυτή την διεργασία, εθνικής ζωτικής σημασίας και κρισιμότητος, οφείλουν να συναντηθούν με όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου και με σύγχρονες προσεγγίσεις, πέρα από αγκυλώσεις, δοξασίες και ιδεολογήματα ή στερεότυπες ρητορείες να διεξάγουν έναν ουσιαστικό, περιεκτικό διάλογο προοπτικής. Διάλογο ο οποίος θα εκτείνεται από την σύνταξη και κατάθεση πρότασης για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και διακυβέρνησης έως την επίλυση θεμάτων δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων, θεσμικής κατοχύρωσης των λειτουργιών αυτών. Να εξετάσουμε υπό νέα σύγχρονη οπτική ζητήματα που αφορούν στο εκλογικό σύστημα και άλλων κρίσιμων θεσμικών ζητημάτων.
Η ευθύνη ανασυγκρότησης και ανασύνταξης του προοδευτικού/αριστερού, δημοκρατικού χώρου είναι η πρόκληση αλλά και η αναγκαιότητα άμεσης ανταποκρίσεως από τις δυνάμεις δημοκρατικής-μεταρρυθμιστικής αριστεράς επιτακτική και εθνικής σημασίας.


Σχόλια

  1. Εντάξει ενδιαφέρον κείμενο, θα περίμενα ίσως περισσότερο σκληρή κριτική και στις δύο περιόδους του ΠΑΣΟΚ, όσον αφορά τον σοσιαλισμό (81-89) και τον φιλελευθερισμό (96-04) των ημετέρων! Υπάρχει πάντα και φερεγγυότητα των προσώπων έτσι, μην τα ισοπεδώσουμε και όλα. Τέλος πάντων, να προτείνω κάτι, έτσι λίγο ιντριγκαδόρικο; Νομίζω ότι θα βοηθήσει πολύ την χώρα στην νέα εποχή. Προτείνω την δημιουργία ενός κεντρώου φιλελεύθερου μεταρρυθμιστικού κόμματος. Θα μπορούσε άνετα να αποτελείται από διακεκριμένα στελέχη αρκετών κομμάτων, αναφέρω ενδεικτικά Σπηλιωτόπουλο, Χατζηδάκη, Μητσοτάκη, Ραγκούση, Μόσιαλο, Διαμαντοπούλου. Θα έχουν ως πρότυπο τον Μπλαιρ, και θα μας μιλούν καθημερινά για αναγκείες μεταρρυθμίσεις! Μια χαρά! Πιστέψτε με, μια τέτοια πολιτική κίνηση θα διευκόλυνε πολύ το τοπίο.
    CM

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Και βέβαια θα διευκόλυνε, ένα φιλελεύθερο κόμμα και το τοπίο αλλά και την πραγματική πολιτική. Θα δούμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία