Η Μαρία Ρεπούση για τον προϋπολογισμό και το μεσοπρόθεσμο



Η Μαρία Ρεπούση στην ομιλία της για τον προϋπολογισμό  αναφέρθηκε και σε ζητήματα Παιδείας, όπως ήταν φυσικό και όσα είπε ήταν ιδιαίτερα εύστοχα και αποκαλυπτικά. Ακολουθεί η τοποθέτησή της στη συζήτηση για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2013-1016

Σάββατο 10/11/2012
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι
Η Δημοκρατική Αριστερά ψηφίζει όπως γνωρίζετε τον προϋπολογισμό. Το κάνει για να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση που την θεωρεί -ακόμα και αν δεν είναι πάντα- κυβέρνηση εθνικής συνευθύνης. Ψηφίζει τον προϋπολογισμό για να μην αποσταθεροποιήσει την κυβερνητική πλειοψηφία που με πολύ κόπο και υπερβάσεις διαμόρφωσαν τρία κοινοβουλευτικά κόμματα με σημαντικές μεταξύ τους ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν βλέπουμε στον προϋπολογισμό το αποτύπωμα μιας σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής που όχι μόνον δεν ισορροπεί καλά με τους αναπτυξιακούς στόχους αλλά σε κάποιες περιπτώσεις τους αντιστρατεύεται.
Θα αξιοποιήσω την παιδεία και την έρευνα παραδειγματικά για να δείξω την ανισορροπία και την αντίφαση αυτή. Θα πω εισαγωγικά ότι η αναπτυξιακή διάσταση της έρευνας και της εκπαίδευσης έχει αναγνωριστεί πλήρως από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η έρευνα αποτελεί σήμερα κύριο πυλώνα για τις χρηματοδοτήσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων της περιόδου 2014-2020. Και αυτό γιατί έχει αποδειχθεί ότι η αύξηση των επενδύσεων στην έρευνα και στην τεχνολογία έχει άμεσο αντίκρισμα στην αύξηση του ΑΕΠ. Άλλωστε, με βάση το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρύθμισης 2011-14, καλούμαστε να υιοθετήσουμε συγκεκριμένο στόχο αύξησης της δαπάνης για την έρευνα προκειμένου να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι της τάξης του 2% ενώ ο δικός μας παραμένει καθηλωμένος στο 0.5% του ΑΕΠ.
Εμείς κάνουμε το αντίθετο. Κόβουμε και από την έρευνα και από τον πολιτισμό και από την εκπαίδευση. Μουσεία, ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια και τεχνολογικά ιδρύματα, λύκεια, γυμνάσια και δημοτικά σχολεία, ακόμα και νηπιαγωγεία δοκιμάζονται ήδη από τις σημαντικές μειώσεις που είχαν το 2012 και θα δοκιμασθούν ακόμα περισσότερο τη χρονιά που μας έρχεται για να ανταποκριθούν στα απολύτως αναγκαία. Τα σχολεία για να αντιμετωπίσουν ακόμα και τις στοιχειώδεις λειτουργικές τους δαπάνες όπως είναι η θέρμανση, τα πανεπιστήμια για να καλύψουν βασικά κενά στην ανανέωση του επιστημονικού τους δυναμικού. Οι εκπαιδευτικοί αλλά και οι πανεπιστημιακοί θα κληθούν να αφήσουν πίσω τους κεκτημένα με αγώνες εργασιακά δικαιώματα. Θα το κάνουν θέλω να πιστεύω αν δουν ότι οι θυσίες τους πιάνουν τόπο, αν οι περικοπές και η άρση των κεκτημένων εντάσσονται σε ένα σχέδιο αφενός εξορθολογισμού των δημόσιων δαπανών και ανάπτυξης αφετέρου. Εντάσσεται όμως; Θα φέρω δυο παραδείγματα για το αντίθετο. Είναι και τα δυο από το χώρο της παιδείας. Το πρώτο εικονογραφεί κατά την γνώμη μου τον ελλειμματικό χαρακτήρα της αναπτυξιακής προοπτικής του προϋπολογισμού. Το δεύτερο την επιβίωση πελατειακής λογικής ακόμα και σ’ αυτόν τον προϋπολογισμό της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής.
Σ’ αυτήν την αίθουσα ο υπουργός παιδείας μας είπε παραπάνω από μία φορές ότι οι συγχωνεύσεις στα ΑΕΙ θα υπακούσουν στις αναπτυξιακές προοπτικές της ανώτατης εκπαίδευσης; Θα γίνουν με άλλα λόγια μετά από σχεδιασμό με αναπτυξιακά κριτήρια. Πριν όμως γίνει ο σχεδιασμός πριν συζητηθούν τα κριτήρια στη βάση των οποίων πρέπει να γίνουν οι συγχωνεύσεις, ο προϋπολογισμός προβλέπει μείωση λειτουργικών δαπανών για τα ΑΕΙ ΤΕΙ κατά 42 εκ. λόγω συγχωνεύσεων. Αναρωτιέται κανείς πως έγινε ο υπολογισμός της μείωσης αφού ακόμα δεν υπάρχει αναπτυξιακό σχέδιο στο οποίο υπακούουν οι συγχωνεύσεις; Αντίστοιχη είναι και η πρόβλεψη της δαπάνης που αφορά στο προσωπικό των ΑΕΙ. Μειώνεται και αυτό κατά 12,3 εκ
Θα περάσω στο δεύτερο παράδειγμα που αφορά σε προνόμια και σε εξαιρέσεις που ακόμα και αυτός ο προϋπολογισμός της σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής έχει. Εκεί που η εκπαιδευτική κοινότητα είναι ανάστατη με την άρση της οργανικότητας των θέσεων στα σχολεία, εκεί που η ερευνητική κοινότητα είναι βαθειά ανήσυχη με την συγχώνευση των ερευνητικών κέντρων, εκεί που οι ερευνητές του ΕΚΚΕ για παράδειγμα αναρωτιούνται δικαίως γιατί πρέπει ειδικά αυτοί να περάσουν από το καθεστώς ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ, και ποιο είναι το δημοσιονομικό όφελος της συγχώνευσής του στο ΕΙΕ, ο προϋπολογισμός που αφορά στην Ακαδημία Αθηνών αυξάνεται κατά 105%. Από 6 περίπου εκ το 2011, πήγε στα 8 περίπου το 2012 και τώρα προβλέπεται 12 στον προϋπολογισμό του 2012. Τι συμβαίνει εδώ αναρωτιούνται όλοι οι λογικοί άνθρωποι; τι έκανε η Ακαδημία Αθηνών για να δικαιούται τέτοια αύξηση σε συνθήκες σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας; Θα πρέπει να εξηγηθεί αυτό στο κοινοβούλιο, κ. υπουργέ. Δεν θέλω να πιστέψω ότι η κυβέρνηση λειτουργεί εδώ με κομματικά κριτήρια ή ότι η σκανδαλώδης αύξηση της χρηματοδότησης οφείλεται στη δημιουργία ενός καινούριου ερευνητικού κέντρου που σχεδιάζεται στη Μεσσηνία, με αντικείμενο τη μελέτη της κλιματικής αλλαγής όταν μάλιστα αυτό το αντικείμενο καλύπτεται από υπάρχοντα ερευνητικά κέντρα όπως είναι το Αστεροσκοπείο και το ΕΛΚΕΘΕ.
Αυτά είναι δυο παραδείγματα λογικών που ενυπάρχουν δυστυχώς στο προϋπολογισμό. Για πολλούς πολίτες αυτής της χώρας που είναι διατεθειμένοι να υποστούν θυσίες για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ, να ξανασκεφθούν τα καταναλωτικά τους πρότυπα και να τ’ αλλάξουν, να στηρίξουν τις διαθρωτικές αλλαγές ακόμα και αν θίγουν βασικά δικαιώματά τους, οι παλιές πελατειακές λογικές δεν είναι πια ανεκτές. Το κυβερνητικό έργο παίρνει να πάρει οριστικό διαζύγιο από εκείνες τις παθογένειες που μας έφεραν στη χρεωκοπία.
Το στοίχημα της χώρας είναι συνεπώς και ένα στοίχημα ρήξης με αυτές τις πρακτικές. Στις παλαιοκομματικές πρακτικές θα ήθελα τέλος να εντάξω και τα εθνικολαϊκιστικά μαθήματα ιστορίας που δίνονται και σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα. Είναι στην πραγματικότητα μαθήματα πατριδοκαπηλίας και λαϊκισμού που επενδύουν στα φοβικά αισθήματα που έχει μερίδα των πολιτών καλλιεργώντας ότι πιο συντηρητικό και οπισθοδρομικό. Και καλά όταν αυτό γίνεται από τους Χρυσαυγίτες ή όσους τους συναγωνίζονται στις εθνικιστικές κορώνες ζηλεύοντας τη δημοσκοπική τους άνοδο. Να το κάνουν όμως και οι βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης και μάλιστα αυτοί που προσβλέπουν κατά τα λεγόμενα τους σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος είναι τουλάχιστον αντιφατικό. Ας επιλέξουν τι τελικά θέλουν. Ένα σύγχρονο κράτος που αξιοποιεί την ιστορία του για να βελτιώσει το παρόν και το μέλλον του, για να μάθει τους πολίτες του να σκέπτονται κριτικά ή ένα κράτος που χρησιμοποιεί την ιστορία του για να φανατίσει και να φυλακίσει το μέλλον του στο παρελθόν; Αυτό θα ήθελα να απαντήσω σε όσους -όπως λίγο πριν ο κ. Νεράτζης- θυμούνται το «συνωστισμό» για να αποδείξουν τον πατριωτισμό τους. Ας επιλέξουν κάτι άλλο, το «συνωστισμό» τον έχει αναλάβει και προσπαθεί να τον εξαργυρώσει η Χρυσή Αυγή και οι πολιτικοί χώροι που τη συναγωνίζονται. Αυτούς ότι και να κάνετε θέλω να ελπίσω ότι δεν μπορείτε πια να τους συναγωνιστείτε. Πάψτε λοιπόν να συνωστίζεστε μαζί τους διότι δεν κάνετε τίποτ’ άλλο παρά να τους ενισχύετε.

 Εισήγηση της Μαρίας Ρεπούση στη συζήτηση για το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής 2013-1016
Τετάρτη 7/11/2012
 
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Όπως ήδη γνωρίζετε, η Δημοκρατική Αριστερά δεν ψηφίζει το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής για το 2013-2016. Οι λόγοι εξηγήθηκαν νομίζω επαρκώς από την εισηγήτριά μας την Ασημίνα Ξυροτύρη. Εγώ θα αρκεστώ να πω ότι δεν μπορούμε να το ψηφίσουμε διότι συμπεριλαμβάνει θεσμικές αλλαγές για τις εργασιακές σχέσεις με τις οποίες η ΔΗΜΑΡ βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση. Στην πραγματικότητα επεμβαίνει το κράτος όχι για να προστατεύσει την εργασία αλλά να επιβάλλει θεσμικά την απορρύθμισή της. Σε μια κοινωνία που πλήττεται ανεπανόρθωτα, με οικογένειες που αλλάζουν άρδην τον τρόπο της ζωής τους για να επιβιώσουν, με εργαζόμενους που αναγκάζονται να χάσουν βασικά εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, δεν μπορεί να έρχεται το κράτος στο παρά πέντε με ρυθμίσεις που δίνουν τη χαριστική βολή στις εργασιακές σχέσεις.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Μας ήταν εξαιρετικά επώδυνο να συμφωνήσουμε στα δημοσιονομικά μέτρα. Ήταν όμως υποχρέωση της χώρας απέναντι στους δανειστές και στους εταίρους της και όπως γνωρίζετε είχαμε δεσμευθεί γι’ αυτό. Ότι θα τηρήσουμε τις δεσμεύσεις της χώρας για να παραμείνουμε στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια και ταυτόχρονα θα επαναδιαπραγματευθούμε για να βελτιώσουμε ότι βελτιώνεται με τελικό στόχο την αλλαγή των όρων της δανειακής σύμβασης και τη σταδιακή απαγκίστρωση από το μνημόνιο. Δεν καταφέραμε ν’ αλλάξουμε όσα θέλαμε.  Τα νούμερα ήταν αμείλικτα, η χώρα είχε αφεθεί για πολλά χρόνια στη διαφθορά, στη φοροδιαφυγή και στην παραμέληση της δημόσιας διοίκησης, το πολιτικό και διοικητικό προσωπικό είχε εθιστεί αν όχι στη συναλλαγή τουλάχιστον στην ανοχή της διαφθοράς και της αναποτελεσματικότητας. Ταυτόχρονα η βαθειά ύφεση καθιστούσε τις αλλαγές για την ελάφρυνση των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονταν δυσανάλογα και άδικα από την κρίση ακόμα πιο δύσκολες. Σ’ αυτές τις συνθήκες πάλεψε η Δημοκρατική Αριστερά ώστε να υπάρξει το μέγιστο δυνατό βάρος σε μέτρα εξυγίανσης και εξορθολογισμού, όπως είναι η μείωση των δαπανών λειτουργίας του κράτους αντί των περικοπών μισθών και συντάξεων, να θεσπιστεί η ρήτρα αντικατάστασης ώστε να δοθεί η δυνατότητα μη εφαρμογής ενός μέτρου αν πετύχουμε δημοσιονομική απόδοση από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, να μην  γίνουν οι προβλεπόμενες μαζικές απολύσεις στο δημόσιο τομέα, να μην μπει πλαφόν στα νοσήλια, να μην αυξηθούν τα ένσημα από 4500 σε 6000 για να μην περάσω σε μικρότερης σημασίας ζητήματα όπως τα δίδακτρα στις μεταπτυχιακές σπουδές που σε περίοδο κρίσης θα αφαιρούσαν το δυνατότητα εγγραφής φοιτητών και φοιτητριών από χαμηλόμισθα κοινωνικά στρώματα ή και άλλα όπως οι περαιτέρω μειώσεις στα αναπηρικά επιδόματα. Τέλος για να μην σας κουράσω, στόχος της ΔΗΜΑΡ ήταν και παραμένει η σύνδεση της δημοσιονομικής προσαρμογής με την ανάπτυξη και η προώθηση ενός αντίστοιχου σχεδίου που θα αντιμετωπίσει την ύφεση. Ο στόχος όμως αυτός θέλει το χρόνο του και η ελπίδα μας είναι ότι στο τέλος αυτής της κοινοβουλευτικής περιόδου αυτή η κυβέρνηση με όλες τις δυσκολίες της θα έχει να επιδείξει σημαντικό έργο.
Ερχόμαστε και πάλι στο μεσοπρόθεσμο. Όπως προείπα δεν θα το ψηφίσουμε για να εκφράσουμε τη διαφωνία μας στα εργασιακά που εμπεριέχει και που ήρθαν την τελευταία στιγμή για να βάλουν μια ακραία πινελιά τους στο χρώμα του μεσοπρόθεσμου. Πολλοί από εμάς πιστεύουμε επίσης ότι η κυβέρνηση δεν διαπραγματεύθηκε τα εργασιακά όπως έπρεπε. Τη διαφωνία μας αυτή επιλέγουμε να την εκφράσουμε με το ΠΑΡΟΝ που είναι βέβαια αρνητική ψήφος, δεν αθροίζεται ωστόσο στις δυνάμεις που μέσα σ’ αυτό το κοινοβούλιο δεν έχουν ψηφίσει θετικά σε τίποτα καταγγέλλοντας τα πάντα ακόμα και ρυθμίσεις που οι ίδιες έχουν προκρίνει. Να θυμίσω εδώ ότι οι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ δεν ψήφισαν ούτε τις αλλαγές που φέραμε στο νόμο 4009 για τα ΑΕΙ, ούτε καν τις προτάσεις που είχε υποστηρίξει τόσο η πανεπιστημιακή κοινότητα όσο και η φιλική τους παράταξη στα πανεπιστήμια. Το λέω αυτό ως χαρακτηριστικό δείγμα της πολιτικής της άρνησης που έχουν υιοθετήσει εφ’ όλης της ύλης. Οπαδοί του ΟΧΙ σε όλα συνεχίζουν την καταγγελτική παράδοση της αριστεράς έχοντας αφήσει πίσω παντελώς την κουλτούρα της μεταρρυθμιστικής αριστεράς που συμμετέχει προκειμένου ν’ αλλάξει τα πράγματα. Εμείς έχουμε επιλέξει αυτόν τον δρόμο και θα τον βαδίσουμε σταθερά με ότι αυτό σημαίνει, το δρόμο της δυναμικής συμμετοχής, της διαπραγμάτευσης, των διαθρωτικών αλλαγών όπως λέγαμε κάποτε για να διακρίνουμε το δικό μας το δρόμο από άλλους που θεωρούσαμε αδιέξοδους. Πήραμε και το δύσκολο δρόμο της συγκυβέρνησης, για να δώσουμε λύση στο κυβερνητικό αδιέξοδο που οδήγησε σε επαναληπτικές εκλογές τον Ιούνιο και που κινδύνευε να οδηγήσει και σε τρίτες με ανυπολόγιστες συνέπειες για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και στην ευρωζώνη. Κανείς άλλος δεν ήθελε και δεν μπορούσε να κυβερνήσει και αυτό ισχύει ακόμα. Δεν υπάρχει εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, το γνωρίζουμε καλά όλοι και όλες σ’ αυτήν την αίθουσα, το γνωρίζουν και οι πολίτες ανεξάρτητα από τις κομματικές τους πεποιθήσεις. Δυστυχώς ή ευτυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Η τρικομματική κυβέρνηση έχει πολλές αδυναμίες, κάμποσα προβλήματα  αλλά αυτή υπάρχει και οφείλουμε να διορθώσουμε το βηματισμό της, να την κάνουμε να λειτουργήσει καλύτερα, να αποκτήσει κουλτούρα συνεργασίας, να επιδείξει αποτελεσματικότητα.
Η επιλογή του ΠΑΡΟΝ σε σχέση με το ΟΧΙ δεν εξυπηρετεί μόνον τη διαφοροποίησή μας από τις δυνάμεις του ΟΧΙ αλλά εκφράζει και αυτήν μας την πεποίθηση. Ότι αυτή τη στιγμή αυτή η συγκυβέρνηση είναι η μόνη κυβερνητική λύση που διασφαλίζει την παραμονή της χώρας στο ευρώ και μπορεί να την οδηγήσει στην ανάπτυξη. Δεν θέλουμε συνεπώς να την αποσταθεροποιήσουμε, να την κάνουμε να λειτουργήσει καλύτερα θέλουμε, Διεκδικώντας ταυτόχρονα την  διαφοροποίησή μας από τους άλλους κυβερνητικούς εταίρους.  Γι’ αυτό και η άρνησή μας να υπερψηφίσουμε το μεσοπρόθεσμο είναι ταυτόχρονα ένα μήνυμα που απευθύνεται και προς την κοινωνία και προς τους κυβερνητικούς μας εταίρους. Προς την κοινωνία για να πει ότι είμαστε εδώ και για να μεταρρυθμίσουμε αλλά και για να υπερασπιστούμε όσο γίνεται το κοινωνικό κράτος, για να σώσουμε ότι σώζεται.  Η αρνητική μας ψήφος είναι επίσης ένα μήνυμα και προς τους κυβερνητικούς εταίρους, για να πει ότι χρειάζεται να διορθώσει πορεία αυτή η συγκυβέρνηση για ν’ αντέξει, δεν γίνεται να κατεβαίνουν  νομοσχέδια χωρίς να έχει προηγηθεί συζήτηση ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους, δεν γίνεται να αιφνιδιάζεται η κυβερνητική πλειοψηφία, δεν γίνεται να μην λαμβάνεται υπόψη σας ότι συγκυβερνάτε με την αριστερά, τη δημοκρατική, την υπεύθυνη που δεν παύει όμως να είναι αριστερά. Ταυτόχρονα πρέπει η συγκυβέρνηση να γίνει πιο αποτελεσματική, δεν μπορεί να έχουν περάσει 4 μήνες και να μην έχουν στελεχωθεί βασικές δομές του κράτους. Κυρίως η κυβέρνηση αυτή οφείλει να παρουσιάσει ένα συνεκτικό και ρεαλιστικό σχέδιο ανάπτυξης που θα εκκινήσει την αναπτυξιακή διαδικασία και θα συνδεθεί με την δημοσιονομική προσαρμογή. Για να κριθούμε με ορίζοντα τετραετίας αλλιώς δεν θ’ αντέξουμε.
Μας λένε οι συνάδελφοι του ΠΑΣΟΚ ότι η επιλογή μας είναι αλά κάρτ. Θα τους απαντήσω ότι όσο δεν έχουμε συμφωνήσει σε κάτι, δεν έχουμε συμβάλει στο σχεδιασμό του, διατηρούμε το δικαίωμα της διαφοροποίησης. Το διατηρούμε έτσι κι αλλιώς χωρίς να είναι αυτοσκοπός. Δεν κινδυνεύει απ’ αυτό η συγκυβέρνηση, πιστέψτε με, κινδυνεύει από το βηματισμό της και τις πρόχειρες ή μονόχρωμες μονοκομματικές λύσεις. Αυτό είναι το στοίχημα Μια κυβέρνηση συνεργασίας, αποτελεσματική με προτάσεις και πράξεις ενταγμένες σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο
Θα ολοκληρώσω με το τμήμα του σχεδίου νόμου που αναφέρεται στην παιδεία.  Το αξιοποιώ ως παράδειγμα αιφνιδιασμού και της συγκυβέρνησης και του κοινοβουλίου. Δεν πρέπει τέτοια σοβαρά ζητήματα να αντιμετωπίζονται πραξικοπηματικά. Όταν όλη η προσοχή είναι στραμμένη  στα δημοσιονομικά, ανατρέπεται το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τις οργανικές θέσεις των εκπαιδευτικών ή την ιδιωτική εκπαίδευση. Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει ανάγκη αλλαγών αλλά οι αλλαγές πρέπει να είναι και επεξεργασμένες και συζητημένες. Εδώ δεν έχουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν έχω χρόνο να αναφερθώ εδώ αναλυτικά. Θα καταθέσω ένα κείμενο με τροπολογίες και παρακαλώ πολύ τον υπουργό παιδείας να τις λάβει υπόψη του.

Σχόλια

  1. Πολύ "εύστοχα" Λεωνίδα. Όπως έλεγε και ο Μπούτας, "όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά". Χωρίς αξιολόγηση, χωρίς ιεράρχηση των αναγκών,χωρίς(?) επίγνωση ότι έπαψε να βρέχει λεφτά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. I DIMAR xriazete mathimata epikinoniakis politikis. O "sinostismos" den ixe kamia thesi stin omilia tis k. Repousi.

    Episis, vgeni sta kanalia o simpatestatos k. Papadopoulos gia na ekfrasi tis thesis tis DIMAR: tis DIAVAZI omos ksera, axroma ke agefsta san kati diaforous forotexnikous, ergatologous ktl pou pezoun ta kanalia. Apotelesma? Ine san na min tis lei katholou.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία