Η πολιτική των ισχυρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και Οικονομική Κρίση, Θετική διέξοδος



του Δημήτρη Παναγιωτόπουλου από το Leaks.gr

Το οικονομικό-κοινωνικό πρόβλημα των νότιων χωρών της ΕΕ όπως τούτο εκδηλώνεται ως κρίση κυρίως στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες του Nότου της ΕΕ έχει την αφετηρία του στο τέλος της δεκαετίας του '50. Από τότε σχεδιαζόταν ο σφιχτός οικονομικός εναγκαλισμός των μικρών από τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης. Τις συνέπειες αυτού του σχεδιασμού, βιώνουμε σήμερα ως τραγική κατάληξη σ' όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομίας με δραματικές επιπτώσεις σ' όλο το φάσμα κοινωνικής ζωής και στο μέλλον του λαού μας και της νεολαίας. Σε τούτο συντέλεσε καταλυτικά και η στο εσωτερικό εφαρμοζόμενη πολιτική, πολιτική «βολέματος» ανοήτως από το πελατειακό σύστημα εξουσίας, με λογική κοντόφθαλμης διαχείρισης, με αμβλυμμένη την περί του πρακτέου συνείδηση σε βαθμό ενδοτισμού και την κλεπτοκρατεία.

α. Ιστορικά στοιχεία

Από τη διάσκεψη των υπουργών εξωτερικών των 6 κρατών «της κοινοπραξίας Άνθρακος και Χάλυβος» (Μεσσήνη της Ιταλίας τον Ιούνιο του 1955, με Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο Ολλανδία και Λουξεμβούργο), χρονολογείται η προσπάθεια στην Ευρώπη δημιουργίας ευρύτερων οικονομικών χώρων ζωνών. Μεταξύ των έξι αυτών κρατών και τη συμφωνία της Ρώμης (Μάρτιος του 1957), ιδρύθηκε η «Κοινή Ευρωπαϊκή αγορά» και η «κοινοπραξία ατομικής ενέργειας». Μετά από αυτή τη συνεργασία και προς αντιπερισπασμό προς τους 6, ως άνω (1955), έκανε την εμφάνιση της Τελωνιακή Ένωση, υπό την ηγεσία της Αγγλίας, η τότε : «Ευρωπαϊκή Συνεργασία Ελεύθερου Εμπορίου» με μέλη την Αυστρία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Ελβετία και Πορτογαλία. Όπως ήταν αναμενόμενο ανάμεσά τους επιδιώκεται εντατικά ανταγωνισμός βιομηχανικής παραγωγής με σκοπό την παρακώλυση, με κάθε προσπάθεια, εκβιομηχάνισης των γεωργικών χωρών και την άνετη εκμετάλλευση αυτών (βλ. Δ. Στεφανίδης [1961], Εισαγωγή εις την Εφηρμοσμένην Οικονομικήν, σελ. 51,52.).

Από το τέλος του 19ου Αιώνα οι γεωργικές χώρες, όπως η Ελλάδα, άρχιζαν να βαδίζουν ένα δρόμο εμπορικής χειραφέτησης και εκβιομηχάνισης, αλλά ο δρόμος γι' αυτές τις χώρες ήταν και δύσκολος και με πολλά και ανυπέρβλητα εμπόδια. Υπήρχε η εξωτερική αντίδραση από τα ισχυρότερα εμποροβιομηχανικά κράτη και την επιθυμία τους να κρατούν όσο γίνεται σε μάκρος χρόνου το οικονομικό τους μονοπώλιο, σε συνδυασμό με αρνητικά και θετικά πολιτικά και οικονομικά μέτρα, αλλά και πολλές φορές με τη βία, τον πόλεμο. Πέραν αυτού υπήρχε και η εσωτερική αντίδραση των αμβλυμμένης οράσεως, οικονομολόγων και πολιτικών, του εσωτερικού των χωρών αυτών, αλλά και διάφοροι κύκλοι συμφερόντων με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, που έφθανε στα όρια αντεθνικού συμφέροντος, οι οποίοι κόπτονταν για την ελευθερία των εισαγωγών εκ του εξωτερικού. Αυτή η πολιτική πολλές φορές υπερέβαλε σε τέτοιο βαθμό, που έφθανε σε συστηματική δυσφήμιση κάθε φυσικής ποιοτικής έλλειψης των πρωτοείσακτων εγχωρίων βιομηχανικών προϊόντων, ενώ καυτηρίαζαν ως άδικη δήθεν (!) και χαριστική κάθε προστατευτική δασμολογική ενέργεια της πολιτείας με αποτέλεσμα την αναγκαία άνοδο των τιμών. Αυτό συμβαίνει ακόμα μέχρι και σήμερα όπου υπάρχει ελληνική παραγωγή. Επακόλουθο τούτων ήταν και παραμένει οι νέες βιομηχανίες να χαρακτηρίζονται θνησιγενείς, μέσα και στο δημιουργούμενο λαϊκό κλίμα, καθότι δεν υπάρχει παράδειγμα να μπορεί να αναπτυχθεί βιομηχανικός κλάδος χωρίς την μακρόχρονη δασμολογική και οικονομική προστασία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι η εξέχουσα εμποροβιομηχανική θέση της Αγγλίας των ΗΠΑ και της Γερμανίας δημιουργήθηκε με πρωτοφανή συνδυασμό προστατευτικών δασμολογικών μέτρων για περίπου δύο αιώνες.

Σημειώνεται ότι: η «Ευρωπαϊκή Συνεργασία Ελεύθερου Εμπορίου» στις αρχές της δεκαετίας του 60 ανέπτυξε προφανείς εχθρικές διαθέσεις προς την «Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». Είναι χαρακτηριστική η σύγκληση διάσκεψης στο Παρίσι το 1960 για να γεφυρωθούν οι διαφορές με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ και Καναδά, όπου δεν κατέστη δυνατόν να εκδοθεί απόφαση εξ' αιτίας των αντιτιθεμένων οικονομικών συμφερόντων.

Κατανοεί επομένως κανείς ότι για τους συνεργαζόμενους λαούς η ωφέλεια προβλεπόταν να μην είναι ίδια για όλους όσους συμμετείχαν στις ευρύτερες αυτές ενώσεις. Τα οφέλη αυτά ήταν δυνατόν να προέρχονται από τη διεύρυνση των ενώσεων και με τη συμμετοχή και άλλων λαών, με όσο μεγαλύτερη δυνατή διεύρυνση, για μεγαλύτερα οφέλη των προηγμένων
και παλαιοτέρων μελών από τους νεοεισερχόμενους. Τα νεότερα μέλη των ενώσεων αυτών όπως αργότερα και η Ελλάδα ήταν καταδικασμένα να παραμένουν σε στασιμότητα ή και να οπισθοδρομούν, διότι ο ανταγωνισμός των προηγμένων χωρών δεν επέτρεπε σ' αυτά δυνατότητα αναπτύξεως, κυρίως στους τομείς της γεωργίας, των τεχνικών παραγωγής και το
βιομηχανικό τομέα (προφητικές οι σκέψεις του Δ. Στεφανίδη, όπ.π ). Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε εκπατρισμό όχι μόνο κεφαλαίων, που ήταν λιγοστά
και αναγκαία, αλλά και με μετανάστευση στις οικονομικώς προηγμένες χώρες της Ευρώπης, προς ενίσχυση της παραγωγής τους. Με αυτόν τον τρόπο οι προηγμένες χώρες κέρδιζαν και κερδίζουν σε πλούτο και ανθρώπινο δυναμικό σε βάρος και με ζημία των υπό ανάπτυξη και ασθενέστερων χωρών όπως αργότερα και με την Ελλάδα.

β. Η πολιτική εντός της ΕΟΚ και ΕΕ


H συνέχεια εδώ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία