Ελευθερία λόγου, μισαλλοδοξία και ιστορική μνήμη



Δύο κείμενα που δίνουν τροφή για σκέψη. Να απαγορευτεί ή όχι δια νόμου ο μισαλλόδοξος λόγος; Οι νομοθετικές απαγορεύσεις μήπως ενισχύουν αντί να αποδυναμώνουν τους ρατσιστές παντός είδους; Είναι οι απαγορεύσεις μια άμυνα της Δημοκρατίας απέναντι στο απόλυτο κακό; Αρκεί ο δημοκρατικός διάλογος για να ανακόψει στην αιμάτινη γραμμή του φασισμού; Ο Σταύρος Τσακυράκης και ο Νίκος Μπίστης διαφωνούν και εμπλουτίζουν το διάλογο σε ένα θέμα γύρω από το οποίο η υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας περισσεύει. (leo)

Ελευθερία λόγου και μισαλλοδοξία

Σταύρος Τσακυράκης από το ΒΗΜΑ

Σε ποια βάση άραγε μπορεί μια φιλελεύθερη κοινωνία να απαγορεύσει τον μισαλλόδοξο λόγο χωρίς να αντιφάσκει με τη θεμελιώδη σημασία που αποδίδει στην ελευθερία της έκφρασης; Οχι ασφαλώς στη βάση ότι η πλειοψηφία διαφωνεί ριζικά με το περιεχόμενό του ή ότι αποτελεί μια βαθύτατα λανθασμένη ιδέα που διακηρύσσει μια αποκρουστική άποψη κοινωνικής οργάνωσης. Η ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται την ελεύθερη διακίνηση όλων των ιδεών και των απόψεων ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Δεν νοείται ελεύθερος δημόσιος διάλογος αν αυτός προσληφθεί ως αποκαθαρμένος από τις λανθασμένες, εξωφρενικές ή απεχθείς ιδέες. Η ρήση ότι νομικά δεν υπάρχουν ορθές ή λανθασμένες απόψεις δεν σημαίνει ότι το «η γη είναι πιάτο» περιέχει την ίδια αλήθεια με το «η γη είναι στρογγυλή». Σημαίνει απλούστατα ότι και οι δύο απόψεις έχουν θέση στον δημόσιο διάλογο, ότι και οι δύο προστατεύονται εξίσου.

Τα επιχειρήματα για το πόσο κακός και λανθασμένος είναι ο μισαλλόδοξος λόγος είναι μεν ορθά, δεν βοηθούν όμως να απαντήσουμε στο ερώτημα που θέσαμε. Προσωπικά, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι μισαλλόδοξες απόψεις, δηλαδή οι απόψεις που εκφράζουν μίσος προς άλλους ανθρώπους εξαιτίας κάποιων χαρακτηριστικών τους (της φυλής, του φύλου, των πεποιθήσεων ή των ερωτικών προτιμήσεων), αποτελούν βαθύτατα λανθασμένες ιδέες. Εφόσον εξ ορισμού αντιστρατεύονται την ίση αξία των ανθρώπων και διακηρύσσουν τον αποκλεισμό κάποιων από την κοινωνική οργάνωση, είναι ασυμβίβαστες με την ίδια την έννοια της κοινωνικής συμβίωσης. Υπό αυτή την έννοια είναι ακόμη πιο διαστροφικές από τις αντιδημοκρατικές απόψεις, αφού δεν αρνούνται σε κάποιους την πολιτική συμμετοχή αλλά την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Αλλά, όπως ακριβώς η διαφωνία ή το λανθασμένο των αντιδημοκρατικών ιδεών δεν αποτελούν επαρκή δικαιολογία για τον εξοβελισμό τους από τον δημόσιο διάλογο, το ίδιο ισχύει και με τον μισαλλόδοξο λόγο και αυτό δεν αλλάζει αν προσθέσουμε κάποιο επίθετο, αν π.χ. πούμε ότι είναι ιδιαίτερα κακός λόγος.

Σταθερή βάση για την απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου μπορεί να αναζητηθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται άμεσος και επικείμενος κίνδυνος επέλευσης κάποιου κακού. Αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει άμεση υποκίνηση σε παράνομες πράξεις ή κατά πρόσωπο λεκτικές επιθέσεις κατά συγκεκριμένων προσώπων. Στις περιπτώσεις αυτές δεν ενδιαφέρει τόσο το περιεχόμενο του μηνύματος όσο μια συμπεριφορά που χρησιμοποιεί τον λόγο ως μέσο για να επιφέρει άμεση βλάβη. Τέτοιες συμπεριφορές, όμως, τιμωρούνται ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως αν ο λόγος (το μέσο) που χρησιμοποιείται είναι μισαλλόδοξος ή όχι.

Οσοι υποστηρίζουν την απαγόρευση του μισαλλόδοξου λόγου δεν έχουν, βέβαια, κατά νου το κακό που προκαλείται σε εξατομικευμένες περιπτώσεις. Περιγράφουν την οδύνη, τον τρόμο και την ανασφάλεια που αισθάνονται τα θύματα ως μέλη μιας ομάδας από την προπαγάνδιση μιας διεστραμμένης και βλαβερής ιδεολογίας και προσβλέπουν στην απαγόρευση για να τους απαλλάξει από αυτά τα δεινά. Πρόκειται, όμως, για δεινά που συνδέονται με τις επιπτώσεις του λόγου, με την επίδραση που έχει στην κοινωνική ζωή ο εκθειασμός της ανισότητας. Το πρόβλημα είναι ότι όσο πιο πολύ εντοπίζεται το κακό στον ιδεολογικό ρόλο του μισαλλόδοξου λόγου, τόσο πιο πολύ συγκρούεται με μια αντίληψη ισχυρής προστασίας της έκφρασης που επιβάλλει την προστασία κάθε μηνύματος, ακόμη και του πλέον απεχθούς.

Αν περιορίζουμε την έκφραση βάσει των πραγματικών ή εικαζόμενων επιπτώσεων που έχει το περιεχόμενο του μηνύματος σε κάποιους ανθρώπους, τότε προσυπογράφουμε την πιο άγρια λογοκρισία. Κάθε ιδέα, ακόμη και η πλέον «ευγενής», μπορεί να προκαλέσει πόνο, φοβία ή διάφορα άλλα ανεπιθύμητα συναισθήματα σε κάποιον άνθρωπο. Ακόμη και η εκδήλωση αγάπης, μια ερωτική εξομολόγηση, μπορεί να προκαλέσει αηδία, αποστροφή, οδύνη. Αν επιδιώξουμε να φιμώσουμε κάθε λόγο που έχει δυσάρεστες επιπτώσεις σε κάποιον, στην πραγματικότητα ανάγουμε τη σιωπή ως βασική αρχή της κοινωνικής οργάνωσης (κρείττον το σιγάν). Αντίθετα, αν συμφωνούμε με την αρχή της ελευθερίας της έκφρασης, τότε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η διαφωνία, η εναντίωση, η προσβολή, η οργή, η αγανάκτηση, η ψυχική οδύνη δεν είναι θεμιτές δικαιολογίες περιορισμού του λόγου.

Γινόμαστε έτσι αναίσθητοι στο ιδεολογικό κακό που προκαλεί ο μισαλλόδοξος λόγος; Η απάντηση είναι ότι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με τον μόνο ορθό και αποτελεσματικό τρόπο, που είναι ο αντίλογος. Ο αντίλογος στον μισαλλόδοξο λόγο δεν αποσκοπεί στην ανακάλυψη της αλήθειας αλλά στην ενδυνάμωση των δικών μας απόψεων, στην εξέταση των ζητημάτων σε βάθος, στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη ζωή και την κοινωνία μας. Πριν από λίγα χρόνια βαυκαλιζόμασταν ότι ήμασταν οι μεγαλύτεροι αντιρατσιστές του κόσμου και η δυναμική εμφάνιση της Χρυσής Αυγής μάς προσγείωσε στην πραγματικότητα. Επιφανειακά ήμασταν αντιρατσιστές, όπως επιφανειακά ήμασταν χιλιάδες άλλα πράγματα. Δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποκτήσουμε ως κοινωνία συνείδηση της κακίας του μισαλλόδοξου λόγου, αν επιδιώξουμε να τον απαγορεύσουμε, αν θελήσουμε να τον αφήσουμε να λειτουργεί υπόγεια.
Τέλος, όσοι πιστεύουν ότι οι νομοθετικές απαγορεύσεις μπορούν αποτελεσματικά να υποκαταστήσουν τα επιχειρήματα, ας έχουν κατά νου ότι μπορεί να φέρουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Οι αντιρατσιστικοί νόμοι της Βαϊμάρης και οι διώξεις χιτλερικών χρησιμοποιήθηκαν προπαγανδιστικά από τον Χίτλερ και μάλλον ευνόησαν παρά απέτρεψαν την άνοδό του.

Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Ελευθερία λόγου και ιστορική μνήμη

Νίκος Μπίστης από το ΒΗΜΑ

Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του στο ΒΗΜΑ στις 19 Μαΐου, με τίτλο «Μισαλλοδοξία και ελευθερία του λόγου» ο Σταύρος Τσακυράκης διερωτάται «Σε ποια βάση άραγε μπορεί μια φιλελεύθερη κοινωνία να απαγορεύσει τον μισαλλόδοξο λόγο, χωρίς να αντιφάσκει με την θεμελιώδη σημασία που αποδίδει στην ελευθερία της έκφρασης;».

Καταλήγει ότι δεν υπάρχει τέτοια βάση, συμμεριζόμενος έτσι αντίστοιχους προβληματισμούς που αναπτυχθήκαν όταν στην Γαλλία και άλλού προέκυψε το θέμα της άρνησης του Ολοκαυτώματος και γενικότερα η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς. Το θέμα είναι αναμφίβολα σύνθετο και από την φύση του δύσκολο. Δεν είναι τυχαίο ότι το ΚΚΕ που δεν έχει τις φιλελεύθερες ανησυχίες του Τσακυράκη, για λόγους μελλοντικής αυτοπροστασίας του, πρακτικά καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με αυτόν. Έχοντας επίγνωση της δυσκολίας που συνεπάγεται η προσπάθεια να βάλεις όριο με βάση τον νόμο (η ελευθερία χωρίς όρια σε απαλλάσσει από αυτήν την υποχρέωση) παρά ταύτα πιστεύω ότι υπάρχει όριο που το προσδιορίζει ο συνδυασμός ιστορικής γνώσης και άμεσης, σχεδόν αυτόματης, σύνδεσης της έκφρασης με την δράση. Γιατί ο συνδυασμός ναζισμού, παντός τύπου ρατσισμού και ξενοφοβίας, έχει ιστορικά καταγραφεί και καθημερινά καταγράφεται ως το απόλυτο κακό, χωρίς αστερίσκους και ερωτηματικά. Δεν είναι το μόνο κακό, είναι όμως το απόλυτο κακό, που δεν αποδέχεται καμία διαφορετικότητα και κάνει τον διαφορετικό σαπούνι ενώ εφαρμόζει αμέσως στον δρόμο τα πιστεύω του. 

Δηλαδή η δολοφονική έκφραση μετατρέπεται αυτόχρημα και συνήθως οργανωμένα σε δολοφονία. Δεν διαλέγονται, χρησιμοποιούν το κοινοβούλιο όπως τους έμαθε ο Γκαίμπελς (ερχόμαστε σαν λύκοι να πέσουμε στα πρόβατα) και αυτή είναι μια από τις διαφορές τους με την λαϊκή η άκρα Δεξιά. Ενώ λοιπόν έχει δίκιο ο Σταύρος όταν προτάσσει τον αντίλογο ως μέσο αντιμετώπισης, έχει κατά την γνώμη μου λάθος όταν τον απολυτοποιεί «ως τον μόνο ορθό και αποτελεσματικό τρόπο».

Η εμπειρία από την μεταπολεμική Γερμανία έδειξε ότι και η συνταγματική απαγόρευση λειτούργησε (και στην Βαϊμάρη κατά πάσα πιθανότητα θα λειτουργούσαν οι απαγορευτικοί νόμοι, αν έπαιρναν τους ναζί από την αρχή στα σοβαρά. Τώρα όμως ξέρουμε).

Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, τα ναζιστικά μορφώματα μετονομάστηκαν επανειλημμένως, αλλά η ασφυκτική πίεση από μέρους του κράτους απέδωσε και κυρίως απονομιμοποίησε τις πρακτικές τους. Η παράλληλη απαγόρευση του KPD (Κομμουνιστικού Κόμματος) για ιστορικούς λόγους (βλ. Ανατολική Γερμανία), δεν επηρέασε σημαντικά την Αριστερά η οποία μετά την ενοποίηση δρα, αναπτύσσεται και συμμετέχει στην δημόσια ζωή ως die Linke. Αυτά για τους φόβους του ΚΚΕ, το οποίο δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι ουδείς σήμερα το παίρνει στα σοβαρά όταν απειλεί «το αστικό καθεστώς». 

Επίσης, με βάση την εμπειρία από τις χώρες της ΕΕ, δεν νομίζω ότι δικαιολογούνται φόβοι ότι «αν περιορίσουμε την έκφραση βάσει των πραγματικών ή εικαζομένων επιπτώσεων που έχει το περιεχόμενο του μηνύματος σε κάποιους, τότε προσυπογράφουμε την πιο άγρια λογοκρισία».

Και κάποια παρατράγουδα στις νέες (πρώην σοσιαλιστικές χώρες, πχ Ουγγαρία, Εσθονία) αντιμετωπίστηκαν από την δύναμη της Δημοκρατίας. Ας έχουμε δε υπόψη μας ότι όταν αναφερόμαστε στους νεοναζιστές μιλάμε για πολύ πραγματικές επιπτώσεις και όχι εικαζόμενες. Πρόκειται για άμυνα της Δημοκρατίας η οποία μπορεί να αλλάζει μορφή ανάλογα με το μέγεθος και την αμεσότητα της απειλής. 

Ο νόμος, και συνακόλουθα η όποια ποινή, δεν υπάρχουν αναλλοίωτοι στον χρόνο και ανεπηρέαστοι από τις ιστορικές εξελίξεις Δεν πρέπει βέβαια να εξυπηρετούν εφήμερες σκοπιμότητες αλλά δεν είναι και αναίσθητοι μπροστά σε προκλήσεις ιστορικού διαμετρήματος. Αν δούμε με σημερινά κριτήρια την καταδίκη και εκτέλεση την 6ηΦεβρουαρίου 1945 του Γάλλου συγγραφέα, εθνικοσοσιαλιστή και συνεργάτη των Γερμανών Ρομπέρ Μπραζιγιάκ, θα θεωρήσουμε την ποινή υπερβολική. Τότε οι νωπές μνήμες των εκτελεσμένων αντιστασιακών και των εγκλημάτων κατακτητών και συνεργατών τους επέβαλαν στον Ντε Γκωλ να απορρίψει την αίτηση χάριτος. Ο συνδυασμός ναζισμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας δεν αποτελεί μια μικρή πρόκληση και η ιστορική εμπειρία λέει ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με όλα τα νόμιμα μέσα από την αρχή. Η συζήτηση για τις άλλες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που θα περιορίσουν το φαινόμενο, είναι νόμιμη, αναγκαία αλλά παράλληλη μα την αδιάλλακτη στάση που πρέπει να έχει η πολιτεία απέναντι στο φαινόμενο. Και η αδιαλλαξία αποτυπώνεται και στο νομοθετικό έργο.

Ξέρω τις ποικίλες ενστάσεις αλλά δεν τις συμμερίζομαι. Μα είναι μόνο ο ναζισμός; Και τα γκουλάγκ του Στάλιν; Και ο Πολ Ποτ; Και τα εγκλήματα του καπιταλισμού; Και η αποικιοκρατία που την υπηρέτησαν δυτικές δημοκρατίες; Και η υποκρισία της εκκλησίας, με την Ιερά Εξέταση, την νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου και την απόφαση ότι οι δούλοι δεν έχουν ψυχή ώστε να νομιμοποιείται το δουλεμπόριο;
Επιμένω και για αυτό χρησιμοποίησα την έκφραση απόλυτο κακό, μόνο ο ναζισμός - φασισμός...
Όλα τα άλλα σχετικοποιήθηκαν η και ανατράπηκαν εκ των έσω, αυλακώθηκαν από αιρέσεις, ερμηνείες που η ουμανιστική προσέγγιση αμφισβήτησε τον ολοκληρωτικό πυρήνα και συγκρούστηκε με τους φανατικούς και την μισαλλοδοξία τους. Μετά τον Στάλιν (με τον οποίον ας μην ξεχνάμε ότι συμπαρατάχθηκαν ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ απέναντι στο απόλυτο κακό) υπήρξε ο Μπερλίγκουερ, ο Χο Τσι Μινχ, ο Γκορμπατσώφ.
Ο καπιταλισμός εν μέρει εξανθρωπίστηκε, οι Δημοκρατίες παρήγαγαν εσωτερικά αντισώματα ώστε να φτάσει σε αίσιο τέλος ο αντιαποικιακός αγώνας, δίπλα στα εκκλησιαστικά Ιερατεία υπήρξαν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η Θεολογία της απελευθέρωσης, ο δικός μας Αναστάσιος της Αλβανίας. Και κυρίως εκατομμύρια οπαδοί που πίστεψαν σε ένα καλύτερο κόσμο, πιο ανθρώπινο και απογοητεύτηκαν αλλά βάλανε το λιθαράκι τους προς την ορθή κατεύθυνση.
Και εδώ έγκειται η κολοσσιαία διαφορά με τους ναζί και τους νεοναζιστές που επιβάλλει κατά την γνώμη μου και διαφορετική νομική αντιμετώπιση. Αυτοί για τίποτε δεν μετάνιωσαν και είναι έτοιμοι να κάνουν ακριβώς τα ίδια και πάλι. Δεν μπορούν αυτή την στιγμή να κάψουν ανθρώπους σε φούρνους, μαχαιρώνουν τα βράδια. Από την λατρεία του θανάτου και το viva la muerte των φρανκικών, στους φούρνους του ¨Άουσβιτς και στο «Αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή».
Αυτή η αιμάτινη γραμμή δεν αντιμετωπίζεται μόνο με αντίλογο. Η νομοθετική θωράκιση δεν αποτελεί υποχώρηση της φιλελεύθερης κοινωνίας. Αποτελεί απόδειξη σοβαρότητας και αποφασιστικότητας.

Σχόλια

  1. Υπάρχει βέβαια και η άποψη του Φαήλου (δες antinews και εφημερίδα Δημοκρατία) ότι η ΝΔ δεν πρέπει να νοιώθει ενοχές για το "δεξιό" της προφίλ και άρα καμία δουλειά δεν έχει να ψηφίζει νόμους που την αποξενώνουν από την εκλογική βάση της. Προτιμώ αυτή την κυνικότατη ανάγνωση από το ωραιοποιημένο "με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο ενισχύουμε το φασισμό". Μακάρι να υπήρχε η πολιτική βούληση και να βλέπαμε παραδειγματική τιμωρία σε περιστατικά ρατσιστικής βίας, εξορμήσεις της ΧΑ σε νοσοκομεία και λαϊκές αγορές κλπ. Όταν δεν υπάρχει καμία απάντηση από την πολιτεία, αυτές οι πρακτικές νομιμοποιούνται.

    Εγώ προβλέπω ότι η ΔΗΜΑΡ για μια ακόμα φορά θα παίξει το παιχνίδι του Σαμαρά και αν δεν περάσει το ν/σ θα βγάλει μια από τις γνωστές της ανακοινώσεις :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η άποψη μου βρίσκεται εγγύτερα στην τοποθέτηση του κυρίου Τσακυράκη, όχι τόσο για λόγους νομικούς, αλλά κυρίως για λόγους αξιακούς και πολιτικής στρατηγικής και τακτικής. Ενδεχόμενη προώθηση του λεγόμενου «αντιρατσιστικού» νόμου θα αποτελέσει πολιτικό δώρο για τη Χρυσή Αυγή και μοιραίο πολιτικό λάθος για τις δυνάμεις του λεγόμενου συνταγματικού τόξου. Η πολιτική δυναμική δεν αντιμετωπίζεται με νομικισμούς και απαγορεύσεις. Αντιμετωπίζεται στο πραγματικό πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό πεδίο. Οι «μουντζαχεντίν» της πολιτικής ορθότητας ενισχύουν ασύγνωστα τους μελανοχίτωνες νεοναζί χωρίς να διδάσκονται τίποτα από την ιστορία, αλλά και από τα δικά τους λάθη. Δείτε π.χ. πόσο σταμάτησαν τον light ισλαμισμό του Ερντογάν οι νομικές απαγορεύσεις των τοποτηρητών της «κοσμικότητας» στρατηγών. Η μόνη μας τύχη είναι, ότι δεν υπάρχει κάποια χαρισματική ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο του ελληνικού νεοναζισμού. Αλλιώς...

    Α, ρίξτε και μια ματιά σε αυτό:

    Οι αγαθές προθέσεις και το παιχνίδι της Χρυσής Αυγής
    Του Στέφανου Κασιμάτη

    http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/05/2013_520223

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ενδιαφέροντα τα όσα γράφετε φίλοι μου. Εγώ δεν έχω λύσει το πρόβλημα γιαυτό και δεν γράφω και κάτι σχετικό. Όλες οι δημοκρατικές απόψεις και του Τσακυράκη και του Μπίστη έχουν συν και πλην. Ξέρω όμως μερικά σίγουρα που θάπρεπε να κάνει η δημοκρατία.
      1. Να προστατεύει τους διαφορετικούς και να τιμωρεί αμείλικτα όσους προβαίνουν σε ρατσιστικές πράξεις. Στη χώρα μας αυτά δεν είναι δεδομένα.
      2. Να εκφραστεί με κάποιο καθαρό τρόπο η κοινή αντίθεση όλων των δημοκρατικών κομμάτων, χωρίς αστερίσκους, στο ρατσισμό αλλά και την πολιτική βία. Ούτε αυτό έχει γίνει και μάλλον είναι απίθανο να γίνει.
      Άρα μην περιμένουμε από νόμους να λύσουν το πολιτικό πρόβλημα.

      Διαγραφή
    2. Απόλυτα σωστός Λέων στο τι πρέπει να κάνει η δημοκρατία. Αλοίμονο όμως αν ποινικοποιήσουμε την γνώμη, όσο αποκρουστική κι αν είναι αυτή, όπως των ναζί της "Χ.Α.". Με την ίδια "λογική" μπορεί κάλλιστα να ποινικοποιηθεί η γνώμη της αριστεράς - όταν π.χ. αναφέρεται στην πάλη των τάξεων.
      Μπάμπης

      Διαγραφή
    3. Μόνο που, Μπάμπη, το ζήτημα πλέον δεν αφορά μόνο τη "γνώμη" αλλά τις πράξεις της ΧΑ (τάγματα εφόδου κλπ) και εκεί αρχίζει ο προβληματισμός...

      Διαγραφή
    4. Προφανώς και με πλήρη νομική κάλυψη οι πράξεις τιμωρούνται - και σήμερα με τους ισχύοντες νόμους τιμωρούνται. Μπορεί κάλλιστα να ισχυροποιηθούν οι διατάξεις, να γίνει π.χ. ιδιώνυμο το ρατσιστικό έγκλημα. Επιμένω όμως, δεν επιτρέπεται να ποινικοποιηθεί η έκφραση γνώμης, ανοίγονται επικίνδυνα μονοπάτια έτσι.
      Και κάτι ακόμα: Όσο με το δίκιο μας φωνάζουμε ότι η κυβέρνηση είναι τρικομματική και δεν επιτρέπεται ο Σαμαράς και οι κολαούζοι του να ενεργούν σαν εκπρόσωποι μιας νεοδημοκρατικής κυβέρνησης, το ίδιο οφείλουμε να σκεφτόμαστε κι εμείς - έχουν και οι δεξιοί απόψεις δικές τους, είμαστε υποχρεωμένοι να τις παίρνουμε υπ΄ όψι μας.
      Μπάμπης

      Διαγραφή
  3. "... μην περιμένουμε από νόμους να λύσουν το πολιτικό πρόβλημα"

    Ακριβώς αυτή είναι η ουσία του θέματος.

    Το μόνο που μπορεί να πετύχουν αυτού του είδους οι νομοθεσίες εκτρώματα, που καταδικάζουν τον λόγο αντί της πράξης, είναι να προετοιμάσουν το νομικό πλαίσιο για την Χρυσή Αυγή, το ΚΚΕ ή κάποιο άλλο απο τα ολοκληρωτικά κόμματα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, για να περιποιηθούν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους αν ή όταν πάρουν την εξουσία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν θέλω νόμους που να καταδικάζουν οποιοδήποτε λόγο. Δεν θέλω λογοκρισία. Αν αρχίσουμε με το ποιος λόγος είναι ρατσιστικός, φασιστικός κλπ, βλέπω πολλούς και από τις δυο πλευρές στα δικαστήρια. Αν τα δημοκρατικά κόμματα δεν μπορούν να πείσουν τους πολίτες για τη διαφορά τους από το Ναζισμό, δεν μπορούν και έως εκεί. Αυτό είναι διαφορετικό από τη ρατσιστική, φασιστική, ολοκληρωτική βίαιη πρακτική. Εκεί υπάρχουν νόμοι που πρέπει να εφαρμόζονται. Όσοι κλείδωσαν καθηγητές σε αίθουσα συνεδριάσεων θα πρέπει να δικαστούν και να καταδικαστούν. ¨Οσοι σκότωσαν, χτύπησαν, κυνήγησαν, διαμπόμπευσαν ένα ξένο ή ένα 'Ελληνα να πάνε φυλακή.

      Διαγραφή
    2. Συμφωνώ απολύτως.

      Για παράνομες πράξεις υπάρχουν ήδη νόμοι που για μικροπολιτικούς λόγους δεν εφαρμόζονται και σαν λύση σε αυτό το πρόβλημα προτείνεται η δίωξη για την έκφραση ιδεών, όσο απεχθείς και να είναι.
      Ούτως ή άλλως η ελευθερία του λόγου έχει νόημα κυρίως (ή ακριβώς) όταν υπάρχει διαφωνία.
      Επίσης μου φαίνεται περίεργο το ότι για το ίδιο αδίκημα θα υπάρχει διαφορετική τιμωρία ανάλογα με το θύμα, όπως νομίζω ότι προβλέπεται από το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.
      Η ευκολία με την οποία εγκαταλείπουμε τις βασικές κοινωνικές και νομικές αρχές που στήριξαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, για να λύσουμε με ευκαιριακό τρόπο πολιτικά προβλήματα, μπορεί να μας οδηγήσει ξανά σε φαινόμενα της δεκαετίας του '30

      Στην επόμενη φάση, δεν αποκλείεται να κλείνουμε στα ψυχιατρεία όσους δεν 'αγαπούν' αρκετά όποιο κόμμα είναι στην κυβέρνηση, γιατί λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν καταλαβαίνουν το ταξικό ή το φυλετικό τους συμφέρον, είναι 'αντικειμενικά' παράφρονες και χρειάζονται θεραπεία.

      Διαγραφή
    3. Ναι mo είναι δυνατόν να φτάσουμε παντού. ¨Οταν το κριτήριο είναι μόνο επικοινωνιακό και συμφέρει το πολιτικό σύστημα και τα τερτίπια του. Πρόκειται για ένα παράλληλο κόσμο, που εμείς οι κοινοί θνητοί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. ΚΑι υποκρισία, απίστευτη υποκρισία.

      Διαγραφή
  4. (Σχόλιό μου στην "Μ", στο άρθρο του Ν.Μ.)

    Το Σύνταγμα,απαγορεύει τον περιορισμό στην ελεύθερη έκφραση των ατόμων.

    Δεν κάνει το ίδιο με τα κόμματα.

    Δεν επιτρέπει την ίδρυση κομμάτων, που επιδιώκουν την ανατροπή της δημοκρατίας και στα επιμέρους άρθρα του και συνολικά.

    Συνεπώς, κόμματα που επικαλούνται είτε την αναίρεση των θεμελιωδών διατάξεών του- των μη αναθεωρητέων, όπως η ισότητα των πολιτών, ανεξάρτητα, από χρώμα, φυλή, φύλο, πεποιθήσεις, σεξουαλική προτίμηση κλπ-, δεν μπορούν να λειτουργούν ελεύθερα.

    Φυσικά οι μεμονωμένοι φασίστες, μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους και φυσικά να έχουν και τις συνέπειες, είτε της εγκληματικής ενέργειας, είτε της ηθικής ευθύνης, όπως αυτά αντιμετωπίζονται από τον ποινικό Κώδικα.

    Συνεπώς η Χρυσή Αυγή, οφείλει να υπογράψει τον σεβασμό του Συντάγματος, αν θέλει να λειτουργεί ως κόμμα -όπως η υπογραφή του Φλωράκη για το ΚΚΕ, για μη επιδίωξη ανατροπής του συντάγματος- κατ’αρχήν και να διώκεται όταν την παραβιάζει.

    Φυσικά ανεξάρτητα, απ’αυτό, η Δικαιοσύνη, για κάθε έγκλημα ρατσιστικής βίας, οφείλει να εγκαλεί τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής, ως ηθικά υπεύθυνο για προτροπή στην τέλεση του εγκλήματος.

    Το Σύνταγμα δηλαδή, περιφρουρεί το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών, αλλά δεν επιτρέπει την λειτουργία κομμάτων, που προπαγανδίζουν τον περιορισμό της, όχι μόνο με τον λόγο, αλλά και με τις "διαφορετικότητές τους", τις οποίες και προστατεύει σαφώς.
    ----------
    Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ελεύθερη έκφραση, αφορά τα φυσικά πρόσωπα.
    Τα Νομικά πρόσωπα, δεν έχουν το ίδιο δικαίωμα.
    Εκτός από τα κόμματα, για τα οποία αναφέρομαι παραπάνω, ξέρουμε τους περιορισμούς για παράδειγμα στα ΜΜΕ, όπου το ΕΣΡ, χαρακτηρίζει τα θέματα που προβάλλονται, ως "Κατάλληλα, Ακατάλληλα κλπ) και επιβάλει πρόστιμα.

    Νομίζω, ότι η συζήτηση, πρέπει να επικεντρωθεί, στο ερώτημα "Εκτός από τα φυσικά πρόσωπα που έχουν απεριόριστη ελευθερία, στην έκφραση, δικαιούνται την ίδια ελευθερία τα Νομικά Πρόσωπα;"

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία