Το εαρινό εξάμηνο του Γιώργου Στόγια
O καλός μας φίλος και συγγραφέας Γιώργος Στόγιας σε μια συναρπαστική συνέντευξη στο αίθριο του Πανδοχείου,
με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Εαρινό εξάμηνο» από τις εκδόσεις
ΑΠΟΠΕΙΡΑ.
Θα μας συνοδεύσετε ως
την θύρα του τελευταίου σας βιβλίου;
Ευχαρίστως, σας προτείνω όμως να πάμε στις 04:48, όπως ήταν
ο τίτλος του τελευταίου έργου της Σάρα Κέιν, μήπως πάρουμε καμιά λογική
κουβέντα από τους ήρωές του. Την υπόλοιπη ημέρα, στα μαθήματα, στα ρακάδικα,
στα μπαρ, στις ερωτοτροπίες και στις παραισθήσεις, δεν πρόκειται να μας δώσουν
ιδιαίτερη σημασία, υπεροπτικοί και αγενείς μέσα στον φοιτητόκοσμό τους. Τέτοιες
στιγμές όμως είναι σαν να προσγειώνονται βίαια στην πραγματικότητα (που οι
ίδιοι αμφισβητούν ότι υπάρχει). Ανάμεσα στα συντρίμμια μπορεί να βρούμε το
μαύρο κουτί που περιέχει τόσο τους χειρισμούς που οδηγούν κάθε νύχτα στο οιονεί
μοιραίο ατύχημα, αλλά και πιο πίσω, τον σχεδιασμό της πτήσης.
Έχετε γράψει σε
τόπους εκτός του γραφείου σας/σπιτιού σας;
Ο ιδανικός μου τόπος για να γράφω θα ήταν ένα ηχομονωμένο
διαφανές γυάλινο δωμάτιο σε ένα πολυσύχναστο καφεστιατόριο όπου κανείς δεν θα
μου δίνει σημασία και εγώ θα μπορώ να σηκώνω το κεφάλι από την οθόνη του
υπολογιστή μου, να αφήνομαι για λίγο στην παρακολούθηση της δραστηριότητας των
άλλων, ένα είδος κοινωνικού θεάτρου δίχως δράμα, και μετά να επιστρέφω στην
ιστορία μου…
Το καλοκαίρι του 2010, προσπαθούσα για δυο μήνες στο γραφείο
μου να ζωντανέψω την πρώτη πρόβα στην οποία συμμετέχει η Ντίνα, η
πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος «Εαρινό Εξάμηνο». Χρειάστηκε να βρεθώ μέσα
Αυγούστου στο βροχερό Άμστερνταμ, σε ένα προσωπικό συνεχές διάλειμμα από τις
εργασίες ενός διεθνούς συνεδρίου Ιστορίας, σε ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον που
έσφυζε από, αδιάφορη προς εμένα, ανακουφιστική φλυαρία, για να καταφέρω,
ελεύθερος πια από καθρέφτες και πειρασμούς, να ολοκληρώσω τη σκηνή και να προχωρήσω
στο σκοτεινότερο δεύτερο μέρος του βιβλίου μου.
Σας ακολούθησε ποτέ
κανένας από τους ήρωες των βιβλίων σας; Μαθαίνετε τα νέα τους;
Επειδή όσο καιρό είμαστε μαζί τούς δίνω τα πάντα που έχω,
συχνά σε βάρος του σώματός μου και των πραγματικών ανθρώπων γύρω μου (εννοώ
αυτούς που δεν είναι μόνο στο μυαλό μου αλλά και στο δικό τους), όταν τελειώνει
αντικειμενικά η σχέση μας, προσπαθώ να τους ξεχάσω, σαν ποτέ να μην ήταν τίποτα
περισσότερο από χαρακτήρες στο χαρτί ή στη σκηνή. Συμπεριφέρομαι δηλαδή σαν
εραστής που μετά τον χωρισμό προετοιμάζεται να αποκρούσει κάθε πιθανή υπόμνηση
από το παρελθόν, αλλάζω διεύθυνση, τηλέφωνα, ντύσιμο και μέρη που συχνάζω. Δεν
μαθαίνω ποτέ αν η αγάπη μου πληγώθηκε από τη στάση μου γιατί και αυτή
εξαφανίζεται, σαν να μη ζήσαμε τίποτε ποτέ μαζί, ένα αίσθημα κενού που μου
γεννάει απορία σχετικά με τη σκοπιμότητα της δικής μου δημιουργικότητας. Ώσπου,
δυο-τρία χρόνια μετά την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε, εμφανίζεται ξαφνικά σαν
φάντασμα και χωρίς λόγια μου εξηγεί τα πάντα, γιατί έκανα εκείνο το έργο, τι
σήμαινε για μένα, πού έκανα λάθος.
Ποιος είναι ο
προσφιλέστερός σας τρόπος συγγραφής; Πώς και πού παγιδεύετε τις ιδέες σας;
Στο θεατρικό «Η μεταφυσική ενός δικέφαλου μοσχαριού» του
Πολωνού συγγραφέα Στάνισλαβ Βίτκιεβιτς υπάρχει ένας ήρωας, ο Πάρβις, που
συχνάζει στα μπαρ του Σίδνεϊ και πυροβολεί όποιον τον αποκαλέσει «καλλιτέχνη».
Με παρόμοια λογική, που δεν αντέχω όμως να την φτάσω στα άκρα γιατί δεν μισώ
τον εαυτό μου στο σημείο που το έκανε εκείνος αλλά και ο δημιουργός του, δεν
θέλω να έχω συνήθειες, μέθοδο, ταυτότητα, υποχρέωση, επαγγελματική σχέση με τις
ιδέες μου. Θέλω να επιτρέπω στον εαυτό μου τη δυνατότητα να μην ξαναγράψω λέξη
εάν δεν έχω σοβαρό λόγο να το κάνω. Ακόμη καλύτερα: ο κανόνας να είναι να μην
ξαναγράψω τίποτα, παρά μόνο στην περίπτωση που θα νιώθω την απόλυτη ανάγκη γιατί
έχω κάτι να πω και θέλω να το βάλω σε λέξεις… Σε πιο πρακτικό επίπεδο, την
κατεύθυνση των επόμενων βημάτων, στο πλαίσιο πάντα του μεγάλου σχεδίου της
αφήγησης, την επεξεργάζομαι σε καταστάσεις όπου δεν έχω τον συνήθη έλεγχο του
σώματός μου, όπως όταν τρέχω, όταν κάνω μπάνιο, όταν με παίρνει ο ύπνος
(ευτυχώς όχι όταν κάνω έρωτα!). Η λεπτομερής δουλειά όμως γίνεται κατά τη
διαδικασία της γραφής, όπου πολλές ειλημμένες αποφάσεις αναθεωρούνται.
Η συνέχεια της συνέντευξης εδώ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου