Κραυγές και Ψίθυροι


Δημήτρης Αθηνάκης, Αποστόλης Αρτινός, από τη Μεταρρύθμιση


Το συμβάν της χρεοκοπίας μιας χώρας έχει κάποιο νόημα στο βαθμό που επανοηματοδοτεί τα πράγματα. Μια ρηξιγενής διαφορά που αποκαλύπτει έναν άλλο ορίζοντα, ένα καινοφανές πεδίο ζωής, όπου τίποτε από τα παρελθόντα δεν μπορεί πλέον να μείνει το ίδιο. Οι πολιτικές, οι ριζοσπαστικές πολιτικές, στην καινοτόμο αυτή αλήθεια δοκιμάζουν και τις αντοχές τους.
Ριζοσπαστικό θεωρούνταν πάντοτε αυτό που διατίθεται στην προσδοκία του νέου, στον ανησυχαστικό του ορίζοντα. Μια καινοτόμος χειρονομία μέσα στον κόσμο, μια πρωτοποριακή κίνηση, δηλαδή μια περιθωριακή κίνηση, που δεν συντονίζεται τόσο με τη συνισταμένη των συμφερόντων μιας κοινωνίας, όσο με μια λανθάνουσα, ασυνείδητη, λαϊκή προσδοκία.

Οι σημερινές ιδεοληπτικές αγκυλώσεις της κομμουνιστογενούς αριστεράς, οι λαϊκιστικές εξάρσεις της, οι μεροληπτικές καθηλώσεις του πολιτικού της λόγου διαγράφουν ένα ζοφερό, ασφυκτικό και αδιέξοδο περιβάλλον, που αδυνατεί να εντοπίσει τα ζητήματα των καιρών, να τα διαγνώσει και να αναζητήσει τις λύσεις τους.


Στο πολιτισμικό περιβάλλον της Αριστεράς, η ιδεολογική οπτική ήταν και η μόνη οπτική θέασης του κόσμου. Η πραγματικότητα των πραγμάτων εντοπιζόταν έτσι μόνο στην εκκεντρικότητα του ιδεολογικού λόγου. Ακόμη και καταστάσεις εξόχως πραγματικές, όπως η χρηματοδοτική αδυναμία μιας χώρας, για παράδειγμα, δεν γίνεται αντιληπτή παρά μόνο στο καθεστώς μιας ιδεολογικής εξάρνησης. Η εκτακτικότητα, έτσι, της κατάστασης δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, όπως κι αυτό το αριθμητικό μέγεθος του χρέους. Ο Μαρξ μετρούσε αριθμούς, αλλά εδώ δεν αναγνωρίζεται η πραγματικότητά τους. Μια αντιεπιστημονική λοιπόν, απόλυτα αντιμαρξική, μυθολογική διαστροφή, που αδυνατεί να αναγνώσει τους συμπτωματολογικούς θριάμβους των ημερών μας, παραδομένη σε μια μετασοβιετική, ιδεολογική ειδωλολατρεία. Μια γλώσσα αυτιστική, καθηλωμένη στις ιστορικές της απολήξεις, που έχει αποστερηθεί κάθε δυνατότητα ποιητικής αποτελεσματικότητας. Γιατί περί αυτού πρόκειται.
Μέσα στην αιχμηρότητα αυτή, η σύγχρονη ριζοσπαστικότητα οφείλει να είναι η ριζοσπαστικότητα της μετριοπάθειας και του διαλόγου. Μια πολιτική που θα διανοίγει ένα χώρο δεξίωσης και όχι αποκλεισμού και κατακερματισμού. Η καθαρότητα, σ’ αυτό το μεταιχμιακό στάδιο της Ιστορίας,  δεν εντοπίζεται τόσο σε ιδεολογικές δοξασίες, όσο στην καθαρότητα μιας επιθυμίας, μιας διπλής μάλιστα επιθυμίας κατανόησης, αυτής του παρόντος και των επερχόμενων. Ένας ριζοσπαστισμός που οφείλει να εντοπίζεται στην τοπική του διαλόγου και όχι, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και σε ένα πρόσφατο κείμενο του ο Σεβαστάκης («Ενθέματα», εφ. «Αυγή», 27/10/2013), σε μια κενή πόζα ριζοσπαστισμού. Η μετριοπάθεια αυτή δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, μια αποϊδελογικοποιημένη, εκπτωτική συνθήκη, αλλά μια εσωστρεφής κίνηση κατανόησης ενός αδιανόητου που σήμερα υπερέχει. Μια κίνηση δηλαδή απόλυτα μαρξική.

Οι ρεαλιστικές προσεγγίσεις της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, δάνειο αυτές της φιλελεύθερης κουλτούρας, διασώζουν, έτσι, μια μοναδική δυνατότητα για την πολιτική, τη δυνατότητα της ποιητικής της δράσης μέσα στο απονεκρωμένο σώμα του κοινωνικού. Η κίνηση αναγκαστικά θα διαγράψει τα πρώτα της βήματα στο περιθώριο του κατεστημένου λόγου, μια και θα είναι μια κίνηση ανάνηψης και εγρήγορσης, καταστάσεις δηλαδή απωθητικές σʼ ένα ήδη δοκιμαζόμενο σώμα.


Από τη μέρα, έτσι, που οι 58 δημοσίευσαν την έκκλησή τους για τη σύγκλιση της Δημοκρατικής παράταξης, οι (αρνητικές) αντιδράσεις δεν έπαψαν να εντάσσονται στο γνωστό γαϊτανάκι των τελευταίων ετών: λαϊκίστικα αντανακλαστικά, απώθηση κάθε εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος και ιδεοληψίες μιας μετασοβιετικής μελαγχολίας. Οι όροι της πολιτικής κουβέντας σε οριακές εποχές, όπως αυτή που διανύουμε, εξακολουθούν να μπλέκουν το συναίσθημα με τις πραγματικές ανάγκες, τους πραγματικούς αριθμούς και, φυσικά, τις πραγματικές συνθήκες. Το πραγματικό, για άλλη μια φορά, θα μείνει αδιάγνωστο.

Είναι μάλλον προφανές ότι οι αριθμοί, αν και λένε συνήθως την αλήθεια ή μια κάποια, εν πάση περιπτώσει, αλήθεια, δεν είναι πάντοτε και ο οδοδείκτης των λύσεων. Το αντεπιχείρημα εδώ είναι το ευτελισμένο ―πολλάκις και πανταχόθεν― ευφυολόγημα το «με κέντρο τον άνθρωπο». Ο προσανατολισμός του σωτηριολογικού πολιτικού λόγου καταντά μονότονος ωστόσο εδώ: κέντρο ο άνθρωπος, απροϋπόθετα, χωρίς να συζητώνται τα ερωτήματα: ποιος άνθρωπος, σε ποιο κέντρο, σε ποιες συνθήκες, σε ποιο μέλλον. Η Αριστερά, για άλλη μια φορά, αδυνατεί να αντιληφθεί το παρόν της.

Βέβαια, όλοι οι σωτήρες του κόσμου επικαλούνταν μονίμως το συναίσθημα ή το βαθύ ένστικτο εκείνων που ήθελαν να φέρουν με το μέρος τους. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν έκρυβαν πάντοτε το στόχο ενός καλά κρυμμένου θυμικού που, εντωμεταξύ, είχε ξεχαστεί και βαθιά θαφτεί στην πρότερη, εύκολη εν πολλοίς, καθημερινότητα. Ακόμη και οι αναφορές στην πραγματικότητα (συνθήκες, ανάγκες, αριθμούς) είχαν πάντοτε μέσα τους μια συναισθηματική επίκληση και ένα επιφανειακό επίπεδο αντιμετώπισης των καταστάσεων μέσα από ένα ψευδεπίγραφο «εμείς σας αγαπάμε». Μια επίκληση συναισθήματος, που μάλλον δεν φτάνει από μόνο του.

Κι όμως, η σωτηρία, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πάντοτε ερχόταν είτε ως μάννα εξ ουρανού είτε ως πολλαπλασιασμένα ψάρια ή ως περαιτέρω καταστροφή. Ειδικά σε εποχές όπου η απελπισία βρισκόταν στο ζενίθ της, ο στοχευμένος στο συναίσθημα λόγος ήταν μια διέξοδος από το ανυπέρβλητα δύσκολο σήμερα. Οι φωνές της λογικής, σε κάθε τέτοια περίπτωση, θάβονταν βαθιά, περιθωριοποιούνταν ή ακούγονταν ως γραφικότητες, τη στιγμή που, υπό άλλες συνθήκες, γραφικοί χαρακτηρίζονταν όσοι δραπέτευαν από το λογικό (με εισαγωγικά ή χωρίς).

Το «λογικό» ήταν, κατά κανόνα, η κυριαρχία των πολλών, το γενικό «ναι» ή το γενικό «όχι». Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, το λογικό (πάλι: σε εισαγωγικά ή χωρίς) το βαφτίζει η πλειονότητα, ο μέσος όρος. Άρα, πρέπει να ξαναδούμε τους όρους από την αρχή, να ξαναβαφτίσουμε το λόγο μας, να δούμε και πάλι τις συνθήκες ερμηνεύοντάς τες. Η ερμηνεία δεν μπορεί να είναι απόλυτη, αλλά μπορεί να είναι κοντά στην πραγματικότητα. Κοντά στα απτά δεδομένα.
Σήμερα, ο κυρίαρχος λόγος είναι κατά βάση συναισθηματικός και μάλιστα μιας ιδεοληπτικής εκφοράς. Προφανώς, η πρώτη αντίδραση σε κάτι που φαντάζει αναπόδραστο θα είναι τέτοια, κανείς δεν αμφιβάλλει. Η πολιτική απάντηση όμως ποια πρέπει να είναι; Ένα σχέδιο εναλλακτικής πολιτικής ή μία θολή καταδίκη τού κατά βούλησιν τέρατος; Κι ενώ λοιπόν έχουμε παντού γύρω μας να παλεύει ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη, δεν βρέθηκε κανείς, σ’ αυτό τον πυρετό των ημερών, να συγκεράσει το ένα άκρο (λογική) με το άλλο (συναίσθημα).

Αυτό εμείς το βρήκαμε ―επιτέλους!― στο φρέσκο κείμενο των 58. Μια προσπάθεια να βρεθεί η μέση λύση μεταξύ του άγριου πραγματικού και της άγριας αντιμετώπισής του. Το βλέπουμε σαν μια προσπάθεια να έρθει πιο κοντά η λογική με το συναίσθημα και να ξαναϊδωθεί η πραγματικότητα ως εσωτερική ανθρώπινη ολότητα: λογική και ευαισθησία.

Είναι μια προσπάθεια να εντοπιστεί και να ξεπεραστεί το μείζον: εκεί που η πολιτική στόχευσε την καρδιά του αμήχανου, εξαιτίας της γενικευμένης κρίσης, συλλογικού φαντασιακού, προσπαθώντας να το φέρει στο δρόμο της ιδεολογικοποίησης του συναισθήματος, και ωθώντας το στην πλήρη απονέκρωση της πολιτικής και ρεαλιστικής κριτικής του ικανότητας, εκεί ακριβώς έρχεται το καινούργιο: στην αντιμανιφεστοποίηση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, μέσα από ένα λόγο που αποτελεί μείγμα ρεαλιστικού οράματος και παγιωμένου πραγματισμού. Να τελειώνουμε, δηλαδή, με τις κραυγές και να περάσουμε στους ψιθύρους· εκείνους που συναλλάσσονται και συνδιαλέγονται ψύχραιμα με το παρόν και το μέλλον.

Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, η Ν.Δ. και κομμάτια του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ εξαντλούνται σε συναισθηματική συνθηματολογία και ιδεόληπτα πυροτεχνήματα, τόσο η ανάγκη για έναν σύγχρονο, καινοτόμο πολιτικό λόγο, με γερά κρατήματα στο κέντρο της λογικής και της ευαισθησίας, θα εμφανίζεται. Κι αν θέλουμε να το περιορίσουμε ακόμη περισσότερο: όσο ο ΣΥΡΙΖΑ σηκώνει γροθιά στο κατεστημένο (ποιο απ’ όλα; και του δικού του;) και η Ν.Δ. τείνει χείρα ζητιανιάς στας Ευρώπας ―με το λαϊκισμό υπό μάλης και οι δύο―, τόσο ο ενδιάμεσος χώρος θα φαντάζει μια όαση.

Τέλος, όσο δεν αντιλαμβάνεται η ―κατά τα άλλα ουμανιστική― Αριστερά ότι ο άνθρωπος, μέσα σε μια κοινωνία, όσο κατακερματισμένη κι αν είναι, (πρέπει να) κινείται με βάση τους θεσμούς, ως το αυτονόητο της δημοκρατίας, όσο απαξιώνει τους θεσμούς, ασχολείται με τα επουσιώδη και όχι με το όλον και αναζητά τη λύση μέσω της μετακύλισης των αρμοδιοτήτων στις λαϊκές μάζες ―γεγονός βαθύτατα αντιδημοκρατικό, αλλά που προφανώς εξυπηρετεί τη χρονική συγκυρία για λαϊκισμούς―, τόσο θα αναδύεται η αναγκαιότητα του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος: ενεργοποίηση και μετέπειτα ανανέωση των θεσμών.

Το κείμενο των 58, αν μπορούσαμε, θα το υπογράφαμε ξανά και ξανά. Πάει αρκετός καιρός από τότε που η λέξη και η πράξη «Δημοκρατική (συμ)παράταξη» μοιάζουν τόσο παράφορα αναγκαίες, τόσο αδυσώπητα αληθινές και τόσο αφόρητα επείγουσες.
Θα είμαστε μαζί τους.

*Ο Αποστόλης Αρτινός και ο Δημήτρης Αθηνάκης είναι συγγραφείς

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία