Γιατί τα μέσα ενημέρωσης είναι τόσο «αντιφασιστικά»;


του Θάνου Τσουμαλάκου

Μήπως βολεύει  η Χρυσή Αυγή  το πολιτικό σύστημα   ή  γιατί τα μέσα ενημέρωσης είναι τόσο «αντιφασιστικά»;

Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά, πως τα μέσα ενημέρωσης υπακούουν  στον νόμο των Weber-Fechner, που δηλώνει περίπου πως το μέγεθος του αισθήματος είναι ανάλογο προς τον λογάριθμο του ερεθίσματος, δηλαδή η πραγματική επιρροή με την φαινόμενη επιρροή απέχουν σημαντικά. Ετσι, στο πολιτικά ακαλλιέργητο περιβάλλον μας, η κατανόηση δεν είναι γραμμική αλλά λογαριθμική (να μην το παρακάνω με τα μαθηματικά), για αυτό βομβαρδίζουν ανηλεώς το Mega, Αλφα, Αντένα, Star, κλπ., με γιγάντιες δόσεις ενημέρωσης. Βέβαια, το παραπάνω δεν συνδέεται με την αξιολόγηση της δολοφονίας του άτυχου Παύλου Φύσσα, αλλά μονον με το πώς την διαχειρίζονται τα μέσα ενημέρωσης.

Τα μέσα, όμως, δίνουν τον παλμό, υπάρχουν και αναλύσεις πιο τεκμηριωμένες, “Ο ελληνικός καπιταλισμός αντεπιτίθεται μέσω της ισχυροποίησης της αστικής Δημοκρατίας” (Leo στην Μαργαρίτα 30/9).
Ο καπιταλισμός διευθετεί τις αντιθέσεις του μέσω των οικονομικών ελίτ, καμία αντίρρηση, αλλά νομίζω τέτοιες επισημάνσεις  έχουν ένα μεθοδολογικό θέμα, αφού ενοποιούν τα σπασμένα κομμάτια του ελληνικού παζλ λίγο άτσαλα:
οι κυρίαρχες οικονομικές ελίτ στην Ελλάδα επιχειρούν μέσω του κράτους, συχνά δε μπορεί να χάσουν και το πάνω χέρι, οπότε τότε γεννιούνται και τα επί ΠΑΣΟΚ λεγόμενα «νέα τζάκια».
Αρα η πολιτική εξουσία δύναται να τροποποιεί και να επιβάλλει τον επιχειρηματικό χάρτη, οι δε οικονομικές ελίτ «τρέφονται» από κρατικές μπίζνες. Σε συνεννόηση, λοιπόν, οι δυό τους συμφωνούν και αποφασίζουν περισσότερο έλεγχο, απελευθέρωση ή άνοιγμα σε ξένες αγορές, ενσωμάτωση στο Ευρωπαικό πλαίσιο ή απομόνωση,  ότι σε τελική ανάλυση συγκυριακά εξυπηρετεί τα συμφέροντα τους. Αν δε προσθέσεις, πως η Ελληνική αγορά  είναι ένα μικρό γήπεδο, για να έχεις μέγεθος πρέπει να εμπλακείς σε πολλούς τομείς. Οσο περισσότερο, όμως,  εμπλέκεσαι, τόσο περισσότερο συγχρωτίζεσαι με την πολιτική εξουσία και το περιβάλλον επηρεάζεται αμφίδρομα. Ταυτόχρονα, και οι μπίζνες γίνονται «ελληνοκεντρικές», αφού δεν χρειάζεται να παράγεις καινοτομία και εξαγωγές για να κερδίσεις. Το περιθώριο κέρδους θα ρυθμιστεί κατάλληλα, όχι μέσω του ανταγωνισμού, αλλά της παρεμβατικής δυνατότητας στην πολιτική εξουσία και της ικανότητας να κάνεις deals μαζί της, και με το ίδιο τρόπο θα οριστεί και η μελλοντική σου επιχειρηματική  αναπτυξη.

Προσθέτοντας, τέλος,  και  την παραδοσιακή εξάρτηση των ντόπιων πολιτικών ελίτ με τις ξένες κυβερνήσεις, έχεις μία καθαρότερη εικόνα γιατί στην Ελλάδα ανθεί η «αντιπροσωπεία και το αντζτεντιλίκι» έναντι της καινοτομίας και της ανάπτυξης. Βέβαια, δεν είναι όλοι όμοιοι, μπορούμε να  διακρίνουμε την διαφορά,  λόγου χάρη της Βιοχάλκο από τον Λαυρεντιάδη, του Τιτάνα από την Ασπίδα του Ψωμιάδη κλπ., δηλαδή την οικονομική ελίτ (παραδοσιακή ή όχι δεν έχει σημασία), η οποία παράγει κάτι και επιχειρεί και στο εξωτερικό,  από την «κρατική ελίτ» της ανάληψης ντόπιων έργων υποδομής και παραγωγής διοδίων στην ελληνική επικράτεια ή την δήθεν τραπεζοχρηματιστηριακή και απολύτως πολιτικά καλυπτόμενη τα τελευταία 20 χρόνια. Αρα και τα συμφέροντα των παραπάνω επιχειρηματικών ελίτ δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά.

Στο παραπάνω  πολιτικό πλαίσιο, η Χρυσή Αυγή μέχρι πρόσφατα, έπαιξε υποκριτικά το χαρτί της συνολικής άρνησης και της αντισυμβατικής  αντίστασης  στις παθογένειες του πολιτικοοικονομικού γίγνεσθαι.  Είχε δε, σημαντική επιτυχία (μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι),  λόγω της τεράστιας κρίσης της Ελληνικής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν είναι πιστεύω ενάντια στα συμφέροντα της κλειστής οπισθοδρομικής και κρατικοδίαιτης ελίτ που περιγράψαμε παραπάνω. Ετσι κι αλλοιώς, ελέγχοντας μακροχρόνια και ασφυκτικά τα μέσα ενημέρωσης, οι απόψεις της Χρυσής Αυγής ουσιαστικά δεν  συγκινούν. Το αντίθετο, παρουσιάζονται επί μακρόν, από τα «δημοκρατικά» μέσα σαν γελοιογραφία, τα ίδια δε στελέχη υποδύονται το σκίτσο που απουσιάζει. Ετσι και τα λόγια δεν είναι πλαδαρά και η γελοιογραφία χρησιμοποιείται σαν άποψη.
Στην σημερινή συγκυρία, η συγκεκριμένη ελίτ, μάλλον την χρησιμοποίησε και την  χρησιμοποιεί αυτή την κατάσταση, όντας σε δύσκολη θέση.

Για ποιά διείσδυση, επίσης, μιλάμε στην Ελληνική κοινωνία;
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πολιτικά, πως η περίφημη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στον κρατικό μηχανισμό, αυτές οι ομάδες αστυνομικών, νοσοκομειακών υπαλλήλων, αλλά και ανέργων, κλπ, είναι όλοι αυτοί που περίπου ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ-ΝΔ πριν λίγα χρόνια, είναι νορμάλ άνθρωποι που βλέπουν κάτι πρωτόγνωρο: την καταστροφή του ελληνικού μοντέλου και την την προσπάθεια ανασύνθεσης του με τα ίδια ακριβώς πρόσωπα και μηχανισμούς!
Γιατί μπορεί να συμβαίνει κάτι πρωτόγνωρο με την δράση της κοινωνίας, αφού όπως γράφτηκε εύστοχα, «μπαίνουν πουθενά, σε κανένα άλλο κράτος του κόσμου, οι διαδηλώσεις στη Βουλή; Κάνει ντου ποτέ κανένας άλλος στη Βουλή μιας δημοκρατίας εκτός από τους πραξικοπηματίες με τα τανκς;» (Γεωργελές Athens Voice).  

Η ερώτηση  μοιάζει λογική, αλλά αντιστικτικά, υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο που θα την πλήρωνε μόνον ο Τζοχατζόπουλος και ο Παπαγεωργόπουλος μετά από τέτοια καταστροφή; Υπάρχει, λόγου χάρη, άλλη χώρα στον κόσμο που o έλεγχος  της χρηματοδότησης των κομμάτων γίνεται με τόσο εξοργιστικά αδιαφανή τρόπο; Κια μάλιστα η αδιαφάνεια να δικαιολογείται και από το κομμουνιστικό κόμμα; Υπάρχει άλλη χώρα στον κόσμο με τόση συνεισφορά του επωνύμου στην εκλογή βουλευτών, όπου η «βαριά κληρονομιά του ονόματος» πριμοδοτεί θετικά μέσω της μεταφυσικής της, τους γόνους πολιτικών οικογενειών; Αναλογιστείτε πόσο πριμοδοτούν την απέχθεια της κοινωνίας και πόσο την μπερδεύουν όλες οι παραπάνω καταστάσεις.

Σαν κερασάκι, τα τηλεοπτικά πάνελς συντηρούν πάλι (άγνωστο πως εξαγνισμένους πολιτικά), λίγο Πρωτόπαπα με Μανιάτη, Μητσοτάκη με Αβραμόπουλο, ενώ περιφέρονται τριγύρω σε θολή διάσταση Λοβέρδος, Καστανίδης, Γιακουμάτος,  και εμφανίζονται και καλά παιδιά τύπου Παπαμιμίκου. Οταν λοιπόν γράφεται πως  «αυτη την στιγμή ζούμε την μεγαλύτερη επιχείρηση κάθαρσης της ελληνικής δημοκρατίας από το 1974» (Πρετεντέρης στα ΝΕΑ 2/10), σίγουρα υπάρχει λόγος πιο σοβαρός, γιατί ας μην γελιόμαστε, δεν την ζούμε. Απλά σε αυτό το κομμάτι των οικονομικοπολιτικών ελίτ, η έννοια του φασισμού λειτουργεί σαν εν δυνάμει φόβητρο στα χέρια των  αρχηγών της συν-κυβέρνησης  (να γιατί ο Βενιζέλος το ξεκίνησε πρώτος), και χρειάζεται διαρκή συντήρηση. Η συντήρηση αυτή αναλαμβάνεται από τα μέσα με κενολογίες και κενοτοπίες. Εκεί έρχεται η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και λειτουργεί σαν επιταχυντής των εξελίξεων και δίνει την απαραίτητη κάλυψη σε όλους.

Μένει να ατιολογηθεί, πως περιέργως (από αφέλεια;) μαζοχιστικά απολαμβάνουν τον τίτλο του φασίστα-φόβητρου τα στελέχη της Χρυσής Αυγής και τον επιδοτούν. Στη γενικευμενη αμηχανία η οποία επικράτησε μετά την αποφυλάκιση των τριών, ενώ στην απολογία του ήταν λογικός, ο Κασιδιάρης άρχισε να χτυπά σαν οργισμένος χούλιγκαν φωτορεπόρτερς και περαστικούς. Συνειρμικά μόνον θα πρέπει να εξηγηθεί αυτή η ικανότητα των στελεχών της Χρυσής Αυγής, να δράττονται της ευκαιρίας για κύκλους  εξωθεσμικών δραστηριοτήτων (φανοί και φωτιές βγαλμένα από τα «μάτια ερμητικά κλειστά», κλωτσιές σε περαστικούς, φτυσίματα σε κάμερες, ξύλο σε μετανάστες, κλπ), πιστοποιώντας πλήρως τις κατηγορίες των μέσων και των μηχανισμών ενημέρωσης και τελικά να βρίσκουν την καίρια θέση στα δελτία των οκτώ. Μου θυμίζει τους κύκλους αναφοράς της Ρεπούση με το συνωστισμό της Σμύρνης και τα Αρχαία, καμία σύγκριση βέβαια, με την υψηλότερη αισθητική της κυρίας καθηγήτριας (ελπίζω η αναφορά να μην λογοκριθεί)
Μετατρέπονται, ετσι, με την τακτική τους  σε τηλεοπτικές καρικατούρες, αναιρώντας  το όποιο παρεμβατικό πολιτικό μήνυμα θα πέρναγαν χωρίς τα καραγκιοζιλίκια, το οποίο θα μπορούσε να διοχετευθεί, έστω και με την λανθάνουσα θεσμική υπόσταση της ιδιότητας του βουλευτή πολιτικού κόμματος.

 «Βους επί γλώσση» έλεγαν οι αρχαίοι, για τον καταναγκασμό της σιωπής.
Η Χρυσή Αυγή θα ξεφουσκώσει με το ίδιο τρόπο που φούσκωσε (ήδη ετοιμάζουν την ανάσταση του Καρατζαφέρη). Είναι σημαντικό, πιστεύω,  να ορίσουμε την ανάγκη της πολιτικής έκφρασης του νέου, έξω από την τρέχουσα δήθεν αντιφασιστική κενολογία των μέσων ενημέρωσης και των παραδοσιακών ελίτ που «οργάνωσαν» την σύγχρονη ελληνική παραδοξότητα που κατέληξε σε τραγωδία.  Χρειαζόμαστε μία τελείως φρέσκια γενιά «οργανικών» διανοούμενων (με την ερμηνεία του Γκράμσι), για να επεξεργαστει την προοδευτική μετεξέλιξη της από το σημερινό χάος. Να απαντήσει στην άθλια διαχείριση της κρίσης και το γελοίο της «εσωτερικής υποτίμησης» της συγκυβέρνησης.
Αν θα ονομάζεται κεντροαριστερά, κυβερνώσα, της ευθύνης, κλπ.  είναι δευτερεύουσης σημασίας, σημασία έχει να είναι φρέσκια. Αυτό θα λειτουργούσε θεραπευτικά στην τραυματισμένη  κοινωνία.


Θάνος Τσουμαλάκος
06-10-2013


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία