Υπάρχει άλλος δρόμος;
του Παναγιώτη
Πασπαλιάρη
Όπως
ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση, τα
κόμματα, και τα χιλιάδες blog
οι πολιτικοί δρόμοι για την αξιοποίηση
της έκτασης του Ελληνικού είναι δύο:
από τη μία να το αγοράσει (όπως και έγινε)
ο μεγάλος ιδιώτης, σε συνεργασία με
funds του εξωτερικού και να
την κάνει κάτι ανάμεσα σε Μονακό και
Ριβιέρα. Ο δεύτερος δρόμος είναι να
παραμείνει κρατική η έκταση και αφού
πέσει η κυβέρνηση (ο αιώνιος πόθος των
Ελλήνων) να την αναλάβουν τα κομματικά
στελέχη της νέας κυβέρνησης και να την
κάνουν κάτι ανάμεσα σε Central
Park και Κόκκινη Πλατεία.
Αναρωτιέμαι
όμως, τα θαύματα του ελληνικού τουρισμού
ή πιο απλά τα μέρη της Ελλάδας που όλοι
αγαπάμε να επισκεπτόμαστε, ποιος μέγας
ιδιώτης ή ποια κυβέρνηση ακριβώς τα
έφτιαξε; Τον Μόλυβο, το Πάπιγκο, το
Δίλοφο, το Μονοδένδρι, την Κέρκυρα, το
Ναύπλιο, την Ύδρα, τη Ρόδο, τα Χανιά, την
Καστοριά;
Στο χωριό που
μεγάλωσε ο πατέρας μου, στο πιο ψηλό
βουνό της Αργολίδας ο άνεμος είναι πάντα
δυνατός. Εκεί επέλεξε ο ιδιώτης να στήσει
μια συστάδα από ανεμογεννήτριες που αν
βρεθείς στο Ναύπλιο και σηκώσεις το
κεφάλι σου με κατεύθυνση βορειοανατολική
δεν μπορείς παρά να τις θαυμάσεις. Όχι
λέει η αντιπολίτευση. Το ρεύμα είναι
δημόσιο αγαθό και ο ιδιώτης δεν μπορεί
να το παράγει. Αυτό είναι δουλειά της
Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.
Και μένω πάλι
να αναρωτιέμαι, οι νέοι εκείνου του
χωριού, γιατί εγκαταλείπουν όλοι τις
εστίες τους και μεταναστεύουν στις
κοντινές ή στις πιο μακρινές ακόμα
πολιτείες, όπως έκαναν οι πατέρες τους,
οι παππούδες και οι πριν από αυτούς; Από
αυτόν τον πλούτο που έτυχε στη γη τους,
τον αέρα που κινεί γεννήτριες και γίνεται
ρεύμα, γιατί να είναι εντελώς αποξενωμένοι;
Γιατί να ανήκει στον ιδιώτη ή στο κράτος;
Αέρας χωρίς
καμία χρηστική αξία, κοινώς αέρας
κοπανιστός είναι το δίλημμα που θέτουν
σήμερα στον ελληνικό λαό τα παλιά
κόμματα. Από τη μία μια κοινωνία
φεουδαρχική, όπου 10-15 ολιγάρχες θα
ελέγχουν τα πάντα. Από την άλλη ένα
κράτος σοσιαλιστικό όπου 10-15 κομματικά
στελέχη θα ελέγχουν επίσης τα πάντα.
Οι πολιτείες
μας και τα χωριά μας, η προκοπή αυτού
του λαού, στηρίχτηκε τις λίγες φωτεινές
μας περιόδους σε μια μεγάλη μεσαία τάξη.
Όταν οι έμποροι της Ύδρας πλούτιζαν στα
λιμάνια της Μεσογείου έφτιαχναν σπίτια
πέτρινα, που θαυμάζονται ακόμα και
σήμερα. Το ίδιο και οι Καστοριανοί
έμποροι και οι Ζαγορίσιοι χτίστες. Έτσι
και το Ελληνικό έπρεπε να δοθεί
ρυμοτομημένο από πριν και με χρήσεις
γης στους πολίτες που ήθελαν κάτι
καινούριο να δημιουργήσουν, που θα
έβαζαν γι’ αυτό τις οικονομίες τους ή
θα δανείζονταν για να κάνουν πράξη το
όνειρό τους. Έτσι ο χώρος θα αποκτούσε
ζωή, και θα γινόταν πραγματικός πόλος
έλξης για όλο τον κόσμο.
Τη μεσαία αυτή
τάξη πρέπει να στηρίξει το Ποτάμι. Το
οικονομικό του πρόγραμμα, η καρδιά
δηλαδή της πολιτικής του ύπαρξης πρέπει
κατά τη γνώμη μας να είναι πώς θα
αναδιανείμει στους πολίτες τον εθνικό
μας πλούτο. Να δώσει τα μέσα στους
χωριανούς μου να στήσουν αυτοί
ανεμογεννήτριες, να τις συντηρούν και
να κερδίζουν από αυτές. Να κάνει το
πλεόνασμα κατοικίες για νέους οικιστές
που θα δώσουν ζωή στην εγκαταλελειμμένη
γη στην παραμεθόριο κι όχι χιλιάρικα
που ανακουφίζουν τη θλιβερή ζωή στις
τερατουπόλεις. Να αγοράσει μηχανήματα
και να τα δώσει σε νέους που θέλουν να
λειτουργήσουν τα παρατημένα εργοστάσια
της Θράκης.
Ακόμα, να
ξαναφτιάξει το δημόσιο τομέα με πρώτη
προτεραιότητα τη διευκόλυνση ατόμων
και συνεταιρισμών που θέλουν να φτιάχνουν
πράγματα και να τα πωλούν όπου γης. Να
μετατρέψει το Πανεπιστήμιο σε εργαλείο
καινοτομίας και πιστοποίησης νέων ιδεών
που μπορεί να δημιουργήσουν πλούτο. Μ’
άλλα λόγια, να δώσει γη, αέρα και νερό
στους νέους Έλληνες, με μόνη υποχρέωση
αυτοί να τα παραδίδουν στις επόμενες
γενιές αμόλυντα και αξόδευτα.
Η λύση αυτή
εφαρμόστηκε αμέσως μετά τη Μικρασιατική
καταστροφή όταν δόθηκαν στους πρόσφυγες
λίγα εκτάρια γης ανά οικογένεια, παρμένα
από τους τσιφλικάδες. Πώς νομίζουν οι
σύγχρονοι φωστήρες ότι σώθηκε η Ελλάδα
τότε; Τη λύση αυτή άλλωστε, μας την
παρέδωσε μαζί με την ελευθερία μας ο
πρώτος κυβερνήτης. Έγραψε κάποτε στον
μαρσιάλο (συνταγματάρχη) Μαιζόν για
τους στρατιώτες του έθνους που έκλεβαν
ότι έπεφτε στο δρόμο τους: «Και
τότε οι άνθρωποι ούτοι οι σήμερον
καταναλωταί, θέλουσιν αποβή παραγωγικοί,
και κτήματα έχοντες, θέλουσιν απέχει
των ξένων κτημάτων. Ουδέ γνωρίζον άλλον
τρόπον, παρά τούτον»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου