To πολυπολιτισμικό παράδοξο


του Ιωαννη Κουτσούκου από το The books' Journal
Οι δυτικές κοινωνίες, η ελληνική ανάμεσά τους, αντιμετωπίζουν τη μετανάστευση πληθυσμών, σε μια οικονομικά μη ευνοϊκή συγκυρία. Το φαινόμενο προκαλεί προβληματισμούς που εν τέλει αντανακλούν στη διερώτηση για τον εαυτό μας.
Οι μετανάστες αναπαράγουν τις δικές τους πολιτισμικές πρακτικές βασιζόμενοι στις ελευθερίες της κοινωνίας μας. Αλλά επειδή μέχρι πρόσφατα η άσκηση των ελευθεριών αυτών γινόταν με πιο «ομοιόμορφο» τρόπο, αυτή η συνθήκη προκαλεί δύο κατηγορίες προβλημάτων στην κοινωνική συμβίωση: αφ’ ενός την αναγνώριση των πρακτικών αυτών στη «δημόσια σφαίρα», σε τομείς δηλαδή όπου εμπλέκεται το κράτος, αφ’ ετέρου την αντίδραση των γηγενών στην κοινωνική συμβίωση. Το αίτημα της πολυπολιτισμικότητας μπορεί έτσι να νοηθεί κατ’ αυστηρό ή κατά ευρύτερο τρόπο. Ας ονομάσουμε την αυστηρή έννοια πολυπολιτισμικότητα και την ευρύτερη «πολυπολιτισμικότητα» (με εισαγωγικά). Αυστηρά, η πολυπολιτισμικότητα είναι το αίτημα να κατοχυρωθεί η αναγνώριση των πολιτισμικών αυτών πρακτικών στη δημόσια σφαίρα με την αναγνώριση των κοινοτήτων ως φορέων δικαιωμάτων. Πιο έμμεσα, η πολυπολιτισμικότητα πατά στην ευρύτερη τάση της ανάπτυξης της προσωπικότητας στη δημόσια σφαίρα, που υπήρχε ήδη στις δυτικές κοινωνίες: το πρόσωπο ως τέτοιο ζητά να αντιμετωπίζεται από το κράτος σε μια σειρά καταστάσεων όχι ως ο αφηρημένος πολίτης αλλά ως το συγκεκριμένο πρόσωπο. Στο βαθμό που τα πρόσωπα άλλων πολιτισμών μπορούν να διεκδικήσουν και αυτό το δικαίωμα, μπορεί για τη χάραξη κρατικής πολιτικής να υπάρξει defacto συνεννόηση με κοινότητες π.χ. για την τυχόν διαμόρφωση προγράμματος μαθημάτων. Το ζήτημα είναι πολύπλοκο και υπάρχουν διαβαθμίσεις. Η ευρύτερη έννοια, αυτή της «πολυπολιτισμικότητας», αφορά την ανεκτικότητά μας ως κοινωνίας απέναντι σε θεμιτές δραστηριότητες άσκησης δικαιωμάτων που μας ξενίζουν.
Το επιχείρημα των υπέρμαχων της πολυπολιτισμικότητας είναι διπλό: αφ’ ενός η ίδια η δημόσια σφαίρα, μεγάλη στη Δύση λόγω του παρεμβατικού κράτους, παρ’ όλη την αυτοτιτλοφορούμενη ουδετερότητά της, αντανακλά το πολιτισμικό πρότυπο των γηγενών. Επομένως η αναγνώριση των κοινοτήτων λειτουργεί ως ο καθρέφτης της αλήθειας και είναι μια εξισωτική μεταχείριση. Αφ’ ετέρου είναι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος για την έμπρακτη υποδοχή των μεταναστών από τους οποίους είναι ανεδαφικό να ζητούμε να αφήνουν στην άκρη κομμάτια του εαυτού τους στη συμμετοχή τους στη δημόσια σφαίρα. Πολύ πιο αποτελεσματικό είναι αφ’ ενός να αναγνωρίσουμε τον εαυτό τους, αφ’ ετέρου να φιλελευθεροποιήσουμε τις κοινότητες από «μέσα». Την πολυπολιτισμικότητα αυστηρά νοούμενη φαίνεται να πρεσβεύει ο Παναγιώτης Δημητράς (Mύθοι και πραγματικότητα για την πολυπολιτισμικότητα, The Books' Journalhttp://booksjournal.gr/slideshow/item/507-).
Είναι αναμφισβήτητο ότι η κριτική της πολυπολιτισμικότητας είναι πολύτιμη: πράγματι σε ομοιογενείς κατά βάση πολιτιστικά πληθυσμούς η δημόσια σφαίρα, από αδράνεια, από συνήθεια, από συντηρητισμό, από πρακτικότητα, αντανακλά το πολιτισμικό πρότυπό τους. Δύο ενδεικτικά παραδείγματα: η καθιέρωση αργιών και η συμμετοχή εκπροσώπων των χριστιανικών θρησκειών σε κρατικές επιτροπές για μια σειρά ζητήματα που έχουν αντανακλάσεις σε θρησκευτικά ζητήματα, π.χ. βιοηθικής. Η εμφάνιση του «άλλου» αποκαλύπτει για τον εαυτό μας περισσότερα πράγματα από όσα μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Αλλά αυτό λογικά δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη την αναγνώριση και άλλων κοινοτήτων, μπορεί να σημαίνει την τροποποίηση της δημόσιας σφαίρας ώστε να ανταποκρίνεται πιστότερα στην αντίληψη που έχουμε γι’ αυτή. Στην πραγματικότητα, αναλόγως θέματος και απόφασης, είναι ζήτημα μείγματος η διόρθωση της «αδρανούς» σε ομοιόμορφους πολιτισμικούς κύκλους δημόσιας σφαίρας.
Ο βαθύτερος λόγος για την επιφύλαξη του γράφοντος στην πολυπολιτισμικότητα είναι ακριβώς η αναγνώριση των κοινοτήτων ως φορέων δικαιωμάτων: το πολιτικό μας σύστημα βασίζεται στην αναγνώριση ελευθέρων και ίσων ατόμων. Η αναγνώριση κοινοτήτων και η προσπάθεια φιλελευθεροποίησης από τα μέσα συνιστά υποχώρηση του πολιτικού μας μοντέλου. Όπως ορθά τονίζει στην παρέμβασή του ο Δημήτρης Κυρίτσης (http://tsakyrakis.wordpress.com/2014/08/05/δημήτρης-κυρίτσης-ξεπερνώντας-το-πολ/) η λύση στο πολυπολιτισμικό παράδοξο δεν είναι η αλλοίωση της δημοκρατίας μας αλλά η προσπάθεια εμβάθυνσής της.
Εν τούτοις, αυτό το πολιτικό μοντέλο δεν είναι ξένο προς το βαθύτερο πολιτισμικό μας πρότυπο: η προβληματική του πολιτεύματος ως πολιτεύματος ελευθέρων και ίσων ατόμων προϋποθέτει την ατομική θέαση του ανθρώπου και τη δυνατότητά του να επικοινωνεί με το κράτος αδιαμεσολάβητα. Τούτα συνιστούν βαθιές πολιτισμικές επαναστάσεις της δυτικής νεωτερικότητας οι οποίες χρειάστηκαν πολύ χρόνο για να γίνουν κτήμα. Η απομάγευση του κόσμου, δηλαδή η εκκοσμίκευση, συνετέλεσε στη δυτική νεωτερικότητα φέρνοντας μια βαθιά αλλαγή: ο πολιτικός ρόλος της θρησκείας έπαυσε. Δεν έγινε από τη μία μέρα στην άλλη και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση της δημοκρατίας. Ωστόσο, αυτό αμέσως προϋποθέτει, από την πλευρά του κοινωνού-ατόμου πλέον, μια σχετική μετριοπάθεια: η μεταφυσική του αντίληψη για τον κόσμο δεν διέπει την πολιτική συγκρότηση, πρέπει να ανέχεται την ύπαρξη και άλλων αντιλήψεων για την αρετή, άλλων ηθικών συστημάτων. Έτσι, π.χ., σε ζητήματα θρησκείας, ο κοινωνός πρέπει να ’ναι μετριοπαθής θρήσκος. Η ρωλσιανή διάκριση «αγαθού» και «δικαίου», η δυνατότητα δηλαδή να διαχωρίσουμε τα επίπεδα δεν είναι αυτονόητη, αλλά ένα πολιτισμικό κεκτημένο. Κατά τούτο, η εμβάθυνση στις απαιτήσεις του πολιτικού μας φιλελευθερισμού δεν είναι υπέρβαση του παραδόξου αλλά λύση του, με την αποδοχή εν τέλει του πολιτισμικού μας προτύπου. Σε αυτό το σημείο ο φιλελευθερισμός δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ουδετερότητα, αλλά θέση.
Δεν είναι τυχαίο πως η πραγματοποίηση αυτού του μοντέλου συνδέθηκε ιστορικά με την ύπαρξη του δημόσιου σχολείου και ότι στο σχολείο είναι που συναντώνται πολλά προβλήματα με την πολυπολιτισμικότητα (π.χ., το θέμα της μαντίλας), χωρίς να είναι πάντα σαφές αν ανήκουν στην πολυπολιτισμικότητα με τη στενή έννοια ή την «πολυπολιτισμικότητα» με την ευρεία. Άλλωστε, η ύπαρξη του δημόσιου σχολείου και του προγράμματος μαθημάτων αναδεικνύει την απορία του επίσημου φιλελευθερισμού: για τα «άτομα εν τη γενέσει», τους ανήλικους δηλαδή, παρέχεται διδασκαλία από το κράτος. Εδώ αναδεικνύεται ότι το πολίτευμά μας είναι πολύπλοκο: πότε λειτουργεί ως ουδετερότητα, πότε ως θέση.
Στο σημείο αυτό, λοιπόν, υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή: αν εν τέλει το πολίτευμά μας προϋποθέτει κάποιες κοινωνικές αξίες, χρειάζεται τη διαφορετικότητα ακριβώς για να εμβαθυνθεί και να καταξιωθεί ως πολίτευμα πλουραλισμού. Αν το αίτημα της πολυπολιτισμικότητας διακινδυνεύει πτυχές του πολιτεύματός μας, η «πολυπολιτισμικότητα», ο εν τοις πράγμασι πλουραλισμός πολιτισμικών πρακτικών και αντιλήψεων του αγαθού, είναι ευπρόσδεκτος. Είναι; Γιατί στην πραγματικότητα αρκετούς από τους γηγενείς μάς ξενίζει. Μας ενοχλούν τα φαγητά, οι μυρωδιές, η άλλη μουσική, η άλλη θρησκεία. Εδώ είναι που χρειάζεται μια δουλειά πάνω στον εαυτό μας, ένας αναστοχασμός του ποιοι είμαστε ως πολιτικά όντα. Και είναι φορές που τα όρια δεν είναι τόσο απλά, όπως δείχνουν τα παραδείγματα της μαντίλας και της μπούρκας.
Αυτή τη γραμμή παραβιάζουν με αρκετό ταλέντο τα κείμενα του Θάνου Τζήμερου («Πολυπολιτισμικότητα και άλλα παραμύθια», Protagon, 30 Ιουλίου 2014) και της Σώτης Τριανταφύλλου «Η πλάνη της πολυπολιτισμικότητας» (Athens Voice, 18 Ιουνίου 2014). Γιατί προκάλεσαν τόσο ντόρο; Πολύ απλά γιατί χρησιμοποιούν εν μέρει ορθά επιχειρήματα, απλοποιημένα, λάθος σε πτυχές, αλλά επιχειρήματα που ο επίσημος φιλελευθερισμός ως ουδετερότητα αδυνατεί να αντικρούσει, για να χτυπήσουν όχι απλώς την πολυπολιτισμικότητα αλλά την «πολυπολιτισμικότητα». Στην περίπτωση του Τζήμερου με επιτηδευμένα μπρουτάλ τρόπο. Στην περίπτωση της Τριανταφύλλου με κοσμοπολίτικες παραστάσεις που δεν αναιρούν όμως το νεοσυντηρητικό προφίλ του άρθρου της: η μετανάστευση όχι ως πρόκληση αλλά φόβος συν μία υποψία σμιτιανής εχθρότητας. Και οι αντιδράσεις δείχνουν ότι πάτησαν φλέβα χρυσού: αφ’ ενός ενθουσιώδεις υποστηρικτές που είναι κατά της «πολυπολιτισμικότητας», αφ’ ετέρου κριτικές κάπως αμήχανες στο βαθμό που αδυνατούν να σηκώσουν το γάντι, ότι ναι, ο πολιτικός φιλελευθερισμός δεν λειτουργεί πάντα ως ουδετερότητα, αλλά και ως θέση.
Στο πλαίσιο αυτό ανασύρθηκε παλαιότερο άρθρο του Μιχάλη Παπαγιαννάκη («Για μία πολυπολιτισμική σύγχρονη κοινωνία», Καθημερινή, 31 Δεκεμβρίου 2006) για την πολυπολιτισμικότητα για να καταδείξει την αμηχανία της αντίδρασης. Το άρθρο του Μιχάλη Παπαγιαννάκη είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον από πολλές πτυχές. Παρ’ όλη την επίκληση της πολυπολιτισμικότητας, η καρδιά του άρθρου είναι εναντίον της, ακόμη και σε ζητήματα όπως αυτό της μαντίλας, όπου δεν είναι αυτονόητο ότι αυτή παίζει ρόλο. Ακόμη, ως φορέας της ανανεωτικής Αριστεράς, δεν μοιραζόταν την αυτοαντίληψη των φιλελευθέρων για το φιλελευθερισμό ως «ουδετερότητα» και δεν είχε πρόβλημα να αναδείξει το χαρακτήρα της πολιτικής μας κοινότητας ως θέσης. Από την άλλη όμως είναι σαφέστατο ότι είναι υπέρ της «πολυπολιτισμικότητας», κατά τούτο το άρθρο του το χωρίζει άβυσσος από αυτά του Τζήμερου και της Τριανταφύλλου. Μάλλον προς τα εκεί κινείται και ο Μάνος Ματσαγγάνης («Η μισαλλοδοξία των άλλων - και εκείνη"των δικών μας"», The Books' Journal, 1 Αυγούστου 2014, http://booksjournal.gr/slideshow/item/505-) αν και παρανοεί κατά τη γνώμη μου το άρθρο της Τριανταφύλλου.
Αυτό το «πολυπολιτισμικό» παράδοξο δεν λύνεται ούτε με την επίκληση της «πολιτισμικής δημοκρατίας». Η δυνατότητα όλων των κοινωνiών να παράγουν τον πολιτισμό που καταναλώνουν, να είναι δηλαδή πομποί και δέκτες είναι ένα ιδεατό, όχι πολύ διαφορετικό από μια προσπάθεια εφαρμογής της χαμπερμασιανής δημόσιας σφαίρας στα πολιτιστικά ζητήματα. Ως ιδεατό δείχνει το στόχο αλλά όχι τα μέσα: είναι δεδομένο ότι στα ζητήματα του πολιτισμού υπάρχει ελιτισμός και ίσως, ειδικά στα ζητήματα του πολιτισμού, να μην είναι εφικτό να γίνεται αλλιώς. Αλλά ακόμη και αν γίνεται αλλιώς, η «δημοκρατία», αυστηρά νοούμενη, προϋποθέτει από όλους τους κοινωνούς τη μετριοπάθεια στα πολιτιστικά ζητήματα, δηλαδή την καταρχήν αποδοχή του πολιτικού μας μοντέλου: κοντολογίς την απόρριψη της πολυπολιτισμικότητας και την αποδοχή της «πολυπολιτισμικότητας». Δεν υπερβαίνει το παράδοξο, είναι κομμάτι του.
  Ιωάννης Κουτσούκος. Νομικός, υποψήφιος διδάκτορας συνταγματικού δικαίου στο Paris 1.

Σχόλια

  1. Στην «εξατομικευμένη» κοινωνία μας είναι ακριβώς η σταδιακή εξάλειψη του ξένου που συνιστά πρόβλημα μέσω του οποίου δικαιολογούνται οι βίαιες περιθωριοποιήσεις.
    Ετσι σήμερα δεν θα ήταν ο άλλος, αλλά εν δυνάμει κάθε άλλος, αντικείμενο βίαιων ενεργειών στον βαθμό που είναι ασθενέστερος από τον επιτιθέμενο και θεωρείται κατώτερος και ανυπεράσπιστος. Σήμερα το αλλότριο κατασκευάζεται και επανακατασκευαζεται διαρκώς ως ένας τρόπος επανοριοθέτησης του οικείου, με έναν τρόπο που καταλήγει να είναι φανερά σχεδόν ξεδιάντροπα πολιτικός, όπως όριζε το πολιτικό ένας μεγάλος θεωρητικός του μεσοπολεμικού ολοκληρωτισμού ο Karl Schmitt: «Η ειδικά πολιτική διάκριση στην οποία μπορούν να αναχθούν οι πολιτικές πράξεις και τα πολιτικά κίνητρα είναι η διάκριση φίλου και Εχθρού. Είναι η «κοινωνική κατασκευή της εικόνας του εχθρού» που αποτελεί ξανά τη συγκολλητική ουσία των ταυτοτήτων […]

    Στην εποχή μας αντιμετωπίζουμε μια θεμελιώδη αντίφαση. Από την μια πλευρά έχουμε μια υλική πραγματικότητα παγκοσμιοποιημένη, περίπλοκη και διάχυτη και από την άλλη πλευρά μια φαντασιακή αναπαράσταση αυτής της πραγματικότητας που την ανασυνθέτει νοσταλγικά, που προσπαθεί να εξαλείψει τα κενά, να την αναπλάσει ως ενιαία και μοναδική. Παρουσιάζεται ετσι ένα φαινόμενο, υπερβολικής αγάπης (για οσους βέβαια μας μοιάζουν) και ίσως, υπερβολικού μίσους για όσους (φαντασιακά) διαφέρουν […]http://vardavas.wordpress.com/2012/03/13/p-theod-xen-enek/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Φίλε ευχαριστώ για το καίριο σχόλιό σου. Καλά να περνάς

      Διαγραφή
    2. Αλλά τα πράγματα φοβάμαι ότι δεν είναι μόνο η αντίθεση φίλου και εχθρού δικού ή ξένου. Σίγουρα προβάλλονται πάντοτε ως τέτοια αλλά υπάρχει ένα στοιχείο πολιτικό που μας διαφεύγει. Δημοκρατία- Σαρία. Νομίζω ότι η γεφύρωση εδώ είναι αδύνατη. Ως εκ τούτου ή ο δυτικός μουσουλμάνος πρέπει να επιλέξει αναγκαστικά δημοκρατία πράγμα που δεν είναι καθόλου φιλελεύθερο ( το αναγκαστικά) ή η δημοκρατία πρέπει να δεχτεί νησίδες Σαρίας δηλαδή άλλους θεσμούς για τους μουσουλμάνους ( βλέπε Μουφτή στην Ξάνθη). Η σύγκρουση είναι προφανής και φυσικά το χώνεμα πολύ δύσκολο. Ως εκ τούτου οι δυτικοί μουσουλμάνοι ή δέχονται τη δημοκρατία υποβαθμίζοντας το θρησκευτικοπολιτικό στοιχείο στη ζωή τους, ή ζουν σε διαρκή έξαρση και σύγκρουση με τους δυτικούς θεσμούς.
      Το μπλέξιμο δεν είναι ούτε στη μαντίλα, ούτε στο τζαμί ούτε στις μουσικές στις εορτές και το ραμαζάνι. ¨Ολα αυτά είναι αυτονόητα. Το μπλέξιμο είναι στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο μάρτυρας του Ιεχωβά δεν έχει δικαίωμα να απαγορέψει στο γιατρό να κάνει μετάγγιση στο παιδί του που βρίσκεται στο χειρουργείο. Ο μουσουλμάνος έχει δικαίωμα να απαγορεύσει στο κορίτσι του να πάει στο σχολείο; Αυτό είναι το κρίσιμο. Αναγνωρίζουμε στην κοινότητα το δικαίωμα να παραβιάζει το νόμο του κράτους για εσωτερικά της θέματα;

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία