Ο διεθνής ζόφος και το μήνυμα των αγορών


του Κώστα Καλλίτση από την Καθημερινή
Οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά δύσκολες, ιδιαίτερα αν αφορούν το μέλλον -όπως έλεγε με χιούμορ ο Niels Bohr- αλλά το βέβαιο είναι ότι ο αποπληθωρισμός στην Ευρώπη, η μείωση τιμών σε διεθνή εμπορεύματα και η μείωση των τιμών του πετρελαίου, ψαλιδίζουν τις προσδοκίες για παγκόσμια ανάπτυξη και προκαλούν άγχος στις αγορές. Που, όπως επιβεβαιώνεται, εύκολα γίνεται πανικός στην αγέλη. Ακόμα και στις ΗΠΑ, τα κεφάλαια βγαίνουν από τις μετοχές (πρακτικά, μόνο όσες σχετίζονται με την επιδημία του ιού Εμπολα ανεβαίνουν...) αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο για να κρυφτούν, τα κρατικά ομόλογα – των οποίων, αν και λήγει το πρόγραμμα επαναγοράς της FED, οι αποδόσεις πέφτουν αντί να ανεβαίνουν.

Ο πυρήνας της ζοφερής διεθνούς κατάστασης βρίσκεται στην Ευρώπη. Μετά τα αρνητικά στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή και τις εξαγωγές της Γερμανίας, την Τετάρτη ανακοινώθηκε μείωση της βιομηχανικής παραγωγής της Ευρωζώνης 1,8% τον Αύγουστο και, την Πέμπτη, απροσδόκητη μείωση των εξαγωγών της κατά 3%. Παράλληλα, ο αποπληθωρισμός προχωρά. Τον Σεπτέμβριο, η γενική άνοδος τιμών στην Ευρωζώνη ήταν μόνο 0,3% ενώ όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν σε περαιτέρω μείωση, με συνέπειες που έχουν εξηγηθεί ήδη στη 10ετία του 1920: Οταν όλοι προσδοκούν πτώση τιμών, αναστέλλουν κάθε δραστηριότητα και περιμένουν την πτώση. Η στασιμότητα εμπεδώνεται.

Η κατάσταση επιβαρύνεται από τρεις αιτίες: (α) Η Γερμανία, αντί να αντλήσει διδάγματα, εμμένει με αδιαλλαξία στην πολιτική της απόλυτης πειθαρχίας και της λιτότητας. (β) Η ΕΚΤ, που μπορούσε εύκολα να κάνει ό,τι απαιτείται όταν το πρόβλημα ήταν η έλλειψη φτηνής ρευστότητας, δεν μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά όταν όλη η Ευρωζώνη είναι παγιδευμένη στον αποπληθωρισμό. Απαιτείται ταυτόχρονη δράση σε τρία επίπεδα: Δημοσιονομικό, ισορροπημένες μεταξύ ευρωπαϊκού Βορά και Νότου διαρθρωτικές αλλαγές, ρευστότητα από την ΕΚΤ. Ωστόσο, (γ) οι 3 ισχυρότερες δυνάμεις, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία, όχι μόνο αδυνατούν να χαράξουν κοινή γραμμή ευρωπαϊκής πλεύσης αλλά ακολουθούν αποκλίνουσες πορείες, χωρίς καν να εμπιστεύονται η μία την άλλη. Οταν η διεθνής και η ευρωπαϊκή κατάσταση είναι τόσο δύσκολη, αυτό που μία μικρή χώρα (που είναι σε ειδικό πρόγραμμα και έχει αδύναμη οικονομία) πρέπει να αποφύγει να κάνει, είναι να φερθεί σαν τον «μάγκα λαγό» στο γνωστό ανέκδοτο με το λιοντάρι.

Γιατί μπήκαμε σε Μνημόνιο; Επειδή οι αγορές αρνήθηκαν να μας δανείσουν και δεν υπήρχε εναλλακτική. Οι αγορές μας έστειλαν το εισιτήριο για το Μνημόνιο, αυτές θα εκδώσουν και το εξιτήριο.

Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, τις είχαν τεστάρει κι είχαν πάρει το εξιτήριο, ενώ ήταν σε Μνημόνιο. Βγήκαν στις αγορές πολύ πριν βγουν από τα Μνημόνια και είχαν δανειστεί από αυτές όλα τα κεφάλαια που θα χρειάζονταν για τον πρώτο χρόνο από τη λήξη του Μνημονίου τους. Τα υπόλοιπα, οι αποφάσεις του ΔΝΤ και του Eurogroup, ήταν τυπικές διαδικασίες – ασφαλώς, χωρίς σαφή υπονοούμενα από τους εταίρους («παίρνετε μεγάλη και αχρείαστη ευθύνη»...) και, βεβαιότατα, χωρίς νταραβέρια του τύπου «θα χάσουμε τις εκλογές και θα ’χετε να κάνετε με άλλη κυβέρνηση».
Τι έκαναν οι καθ’ ημάς ιθύνοντες;

Πρώτον, έκαναν ότι δεν καταλαβαίνουν. Δανειστήκαμε 3 δισ. για 5ετία με 4,95% (τριπλάσιο από της Πορτογαλίας) σε μια περίοδο άκρατης διεθνούς ευφορίας, μετά ζητήσαμε 3 δισ. και μας έδωσαν μόνο τα μισά, ενώ η δευτερογενής αγορά ομολόγων πάντα έδειχνε ότι δεν αρέσουμε: Ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστική ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα. Παρότι το 85% του χρέους μας το κατέχουν δημόσιοι φορείς του εξωτερικού, δηλαδή έχει αποσυρθεί από την αγορά, οι αγορές έβλεπαν κίνδυνο στην Ελλάδα. Η Αθήνα ήθελε να βλέπει λαμπερά success stories. Δεύτερο και χειρότερο, παρά την απροθυμία των αγορών να μας δανείσουν, άρχισαν οι λεονταρισμοί, διαλαλώντας ότι θα βγούμε από το Μνημόνιο και αγωνιστικά θα βρούμε από τις αγορές τα κεφάλαια που χρειαζόμαστε. Αποτέλεσμα ήταν ότι το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου, από 5,47% στις αρχές Σεπτεμβρίου, μετά τις σχετικές διακηρύξεις στη ΔΕΘ άρχισε να σκαρφαλώνει και μάλιστα να ξεπεράσει το 8% προ ημερών. Οι αγορές επανέλαβαν αυτό που τα επίσημα ώτα αρνιόνταν να ακούσουν: Δεν μας εμπιστεύονται.

Οποιος κυβερνά ή πρόκειται να κυβερνήσει θα πρέπει να νιώθει ρίγη στη σκέψη των προβλημάτων που ορθώνονται. Χρειαζόμαστε μια νέα διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας. Ωστόσο, στις συνθήκες διεθνούς και ευρωπαϊκού ζόφου, κάθε ενέργεια και κάθε κουβέντα της χώρας μας πρέπει να είναι (αποφασιστική, αλλά...) μετρημένη και ζυγιασμένη. Γιατί κάθε λάθος, μπορεί να επιβαρύνει δυσανάλογα το κόστος που θα κληθεί να πληρώσει ο άνεργος, η επιχείρηση που πασχίζει να ζήσει παρά τα τερατώδη επιτόκια και τους άνισους όρους ανταγωνισμού, όλοι όσοι ήδη λυγίζουν από τη φορολογία που πληρώνουν έναντι όλο και χειρότερης ποιότητας υπηρεσιών. Και συμβαίνει μερικές φορές, η σύνεση να λείπει, όταν περισσότερο παρά ποτέ είναι αναγκαία.
Έντυπη

Σχόλια

  1. Από την μέση και κάτω το άρθρο περιγράφει για άλλη μια φορά τα αυτονόητα.

    Στο πρώτο μέρος όμως δεν παραλείπει να παραθέσει τα γνωστά λανθασμένα κλισέ όπως πχ:

    1. «… η μείωση τιμών σε διεθνή εμπορεύματα και η μείωση των τιμών του πετρελαίου, ψαλιδίζουν τις προσδοκίες για παγκόσμια ανάπτυξη»

    Ακόμα και οι πρωτοετείς σε οικονομικές σχολές γνωρίζουν ότι οι χαμηλές τιμές στο πετρέλαιο και τις πρώτες ύλες αποτελούν αναγκαία (όχι όμως φυσικά και ικανή) συνθήκη για την παγκόσμια ανάπτυξη. Ιδιαίτερα για την Ευρώπη που εισάγει σχεδόν το σύνολο του πετρελαίου και των πρώτων υλών για τις βιομηχανίες της, αυτές οι χαμηλές τιμές είναι ακόμα πιο σημαντικές από τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες που έχουν σχετική αυτάρκεια όπως πχ οι ΗΠΑ.

    Για να καταλάβουμε το μέγεθος της πλάνης μπορούμε να αναρωτηθούμε αν η παγκόσμια ανάπτυξη θα ήταν μεγαλύτερη με το πετρέλαιο στα 185 δολάρια το βαρέλι αντί για τα περίπου 85 που είναι σήμερα.

    Αυτό που δεν κατανοούν οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με τα οικονομικά είναι ότι οι χαμηλές τιμές των πρώτων υλών είναι αποτέλεσμα εκτός των άλλων και της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας (που δημιουργεί χαμηλότερη ζήτηση) και όχι το αντίστροφο.

    2. «Παράλληλα, ο αποπληθωρισμός προχωρά. Τον Σεπτέμβριο, η γενική άνοδος τιμών στην Ευρωζώνη ήταν μόνο 0,3% …»

    Η μικρή άνοδος των τιμών αποτελεί χαμηλό πληθωρισμό και όχι αποπληθωρισμό. Τα μαθηματικά ισχύουν ακόμα και για τους λάτρεις της μαγικής λύσης που μπορεί να δώσει στην οικονομία ο πληθωρισμός. Σημειώνω ωστόσο ότι η σχέση μεταξύ πληθωρισμού και δυναμικότητας μιας οικονομίας είναι σχεδόν πάντα αντιστρόφως ανάλογη για όλες τις οικονομίες του πλανήτη. Δηλαδή όσο μεγαλύτερος ο πληθωρισμός τόσο πιο αδύνατη και φτωχή είναι η οικονομία κάποιας χώρας και το αντίστροφο (πχ Αργεντινή, Βενεζουέλα, όλες οι αφρικανικές χώρες κλπ). Η ιδέα ότι η παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας μπορεί να βελτιωθεί πολλαπλασιάζοντας τα μέσα ανταλλαγής των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγονται από αυτήν αποτελεί μια ιδέα που όσες φορές και να πεθάνει, δυστυχώς νεκρανασταίνεται κάθε φορά ισχυρότερη γιατί αποτελεί μια εύκολη μαγική λύση που δεν απαιτεί οικονομία, αποταμιεύσεις, επενδύσεις κλπ που δεν είναι ευχάριστες και χρονοβόρες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. 3. «Όταν όλοι προσδοκούν πτώση τιμών, αναστέλλουν κάθε δραστηριότητα και περιμένουν την πτώση. Η στασιμότητα εμπεδώνεται.»

    Όπως για παράδειγμα στα ηλεκτρονικά προϊόντα όπου κανένας δεν αγοράζει προσωπικούς υπολογιστές ή τηλεοράσεις ή ψυγεία γιατί σε ένα χρόνο θα είναι φτηνότερα. Ή ακόμα, μια εταιρεία μεταφορών δεν αγοράζει ένα επιπλέον φορτηγό για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση γιατί του χρόνου οι τιμή του φορτηγού θα είναι αυξημένη μόνο κατά 0,3% ή μειωμένη κατά 1% δίνοντάς της την ευκαιρία να γλυτώσει μερικά ευρώ αν το αγοράσει σε ένα χρόνο. Ή ακόμα δεν νοικιάζει ένα νέο αποθηκευτικό χώρο που είναι απαραίτητος γιατί μπορεί σε ένα χρόνο να το νοικιάσει στην ίδια τιμή (0% πληθωρισμός) ή και 1% φτηνότερα.

    Η στασιμότητα δεν «εμπεδώνεται» από την στασιμότητα ή την μείωση των τιμών που αποτελεί ασφαλή ένδειξη υγείας μιας οικονομίας η οποία με την σωστή επένδυση των αποταμιεύσεων μπορεί να παράγει συνεχώς περισσότερα, καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα και υπηρεσίες.

    4. «Η Γερμανία, αντί να αντλήσει διδάγματα, εμμένει με αδιαλλαξία στην πολιτική της απόλυτης πειθαρχίας και της λιτότητας.»

    Περίεργη πειθαρχία και σουρεαλιστική λιτότητα. Σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρώπης έχουν ακόμα κρατικά ελλείμματα πέραν του 3% και σωρευτικά κρατικά χρέη πάνω από το 80% του ΑΕΠ (πχ Γερμανία) και στις περισσότερες περιπτώσεις πάνω από το 100%.( public debt )

    Όσα διδάγματα και αντλήσει η Γερμανία, από τη στιγμή που κάθε χρόνο τα Ευρωπαϊκά κράτη, αφού εξαντλήσουν μέσω της φορολογίας όλα τα τοπικά διαθέσιμα κεφάλαια που θα έπρεπε λογικά να κατευθυνθούν σε παραγωγικές επενδύσεις, ζητούν τρισεκατομμύρια από τις διεθνείς αγορές για να καλύψουν τα μόνιμα κρατικά τους ελλείμματα, η ανάπτυξη θα παραμένει όνειρο απατηλό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι τα διαρκώς διογκούμενα κρατικά χρέη και τα συνεχή ελλείμματα, δεν αποκλείουν την λιτότητα και την φτώχια των φορολογικών υποζυγίων που χρηματοδοτούν την κρατική σπατάλη μαζί με τις διεθνείς αγορές χρήματος. Αντίθετα, η κρατική γαλαντομία που στηρίζεται στην υπερβολική φορολόγηση και στα δανεικά οδηγεί αναπόφευκτα στην λιτότητα και την φτώχια όσους δεν έχουν πρόσβαση στην κρατική γαλαντομία (πχ πενηντάρηδες συνταξιούχοι).

    «Η ΕΚΤ, που μπορούσε εύκολα να κάνει ό,τι απαιτείται όταν το πρόβλημα ήταν η έλλειψη φτηνής ρευστότητας, δεν μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά όταν όλη η Ευρωζώνη είναι παγιδευμένη στον αποπληθωρισμό.»

    Το μυθικό τέρας του αποπληθωρισμού για ακόμα μια φορά για να μην ξεχαστούμε.

    Τα τελευταία 5 χρόνια η ΕΚΤ, πέρα από κάθε αρχή χρηστής διαχείρισης, διπλασίασε την νομισματική κυκλοφορία και έφερε τα επιτόκια στο 0,25% τροφοδοτώντας με σχεδόν δωρεάν ρευστότητα το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, χωρίς φυσικά να βοηθήσει καθόλου στην περιζήτητη ανάπτυξη, αφού σχεδόν το σύνολο της νέας ρευστότητας παρέμεινε στα ταμεία των τραπεζών. Αυτό που λείπει δεν είναι η φτηνή ρευστότητα. Αυτό που λείπει είναι οι επενδυτικές ευκαιρίες, σε ένα διεθνώς ανταγωνιστικό περιβάλλον. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που αρνούνται να δουν και να αντιμετωπίσουν οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

    Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, έχουν δημιουργήσει ένα τερατώδη δημόσιο τομέα, ο οποίος δεν μπορεί πια να χρηματοδοτηθεί από τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα ο οποίος συνεχώς συρρικνώνεται, όσο ψηλά κι αν ανέβει η φορολογία. Αντίθετα κάθε επιπλέον αύξηση της φορολογίας οδηγεί σε μικρότερες επενδύσεις και μικρότερη φορολογητέα ύλη κοκ. Η διαδικασία αυτή σε συνδυασμό με την υπέρμετρη προστασία όλο και περισσότερων οικονομικών ομάδων από τον ανταγωνισμό, οδηγεί στην στασιμότητα και μελλοντικά στην συρρίκνωση.

    Αν το 2014 οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επέστρεφαν στους προϋπολογισμούς του 2000 (αν θυμάμαι καλά, δεκαπέντε χρόνια πριν, οι ευρωπαίοι πολίτες δεν πέθαιναν αβοήθητοι στην μέση του δρόμου από πείνα και αρρώστιες), τότε όλοι οι προϋπολογισμοί θα ήταν πλουσιοπάροχα πλεονασματικοί και δεν θα υπήρχε καμιά ανάγκη για «πρόσβαση στις αγορές» για επιπλέον δανεικά. Αντίθετα θα μπορούσαν ταχύτατα να μειώσουν και τα κρατικά χρέη σε διαχειρήσιμα επίπεδα.

    Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι ακόμα και σήμερα, τα ευρωπαϊκά κράτη, έχουν καταφέρει μέσα από την σχετική σταθερότητα της ευρωζώνης και την ρητορεία περί λιτότητας, να διατηρήσουν τα επιτόκια δανεισμού από τις διεθνείς αγορές σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αρκεί να συγκρίνουμε το 5% που δανείζεται πχ η Πορτογαλία με το 10% που δανείζεται σήμερα πχ η Ρωσία και η Τουρκία για να καταλάβουμε ότι ακόμα είμαστε προνομιούχοι στις διεθνείς αγορές. Αν φυσικά οι διεθνείς αγορές αντιληφθούν ότι ο Ντράγκι έχει σκοπό να πνίξει την ευρωζώνη σε πληθωριστικό χρήμα, τότε τα επιτόκια για ολόκληρη την ευρωζώνη, μαζί και της Γερμανίας, θα πάνε στα επίπεδα της Ρωσίας και της Τουρκίας και τότε game over για την Ευρώπη τόσο των λαών όσο και των μονοπωλίων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία