Plamen Tonchev: 1:0 ή 1:7


του Πλάμεν Τόντσεφ από το Capital
Η συμφωνία που υπογράφηκε από τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα το πρωί της 13ης Ιουλίου προκάλεσε μεγάλη ανακούφιση, καθώς απομακρύνθηκε, έστω και προσωρινά, ο άμεσος κίνδυνος ενός Grexit με επιπτώσεις καταστρεπτικές για την οικονομία και την κοινωνική συνοχή της χώρας. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός αιτιολόγησε την απόφασή του να υπογράψει τη συμφωνία καταγγέλλοντάς την ως εκβιασμό και με την χαρακτηριστική φράση ότι έξω από την Ευρωζώνη οι συντάξεις ύψους 800 ευρώ θα ισοδυναμούσαν με 800 δραχμές. Τον ακούσαμε να ψελλίζει κάτι για λάθη που έγιναν το τελευταίο εξάμηνο, χωρίς όμως λεπτομέρειες για την αποτυχημένη βαρουφάκειο στρατηγική της διαπραγμάτευσης.
Η κατά κράτος ήττα του Αλ. Τσίπρα επισκιάστηκε από την αριστοτεχνική κυβερνητική προπαγάνδα περί "αναστήματος” της Ελλάδας απέναντι στους εταίρους - αντιπάλους. Η υποτιθέμενη επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, "χάσαμε, αλλά δώσαμε έναν όμορφο αγώνα”, θυμίζει τις συνήθεις ατάκες περί ψυχωμένου παιχνιδιού της εθνικής Ελλάδας απέναντι σε πολύ ισχυρότερες ομάδες. Με τις εξίσου συνηθισμένες δηλώσεις μετά τη λήξη - "δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας, παλέψαμε, ιδρώσαμε τις φανέλες, αλλά δυστυχώς”... Θέματα τακτικής, αγωνιστικής δυναμικότητας της ομάδας ή τελικού αποτελέσματος δεν χωρούν σε τέτοιες συναισθηματικές συζητήσεις. Κι ας έχει χάσει η Ελλάδα κάθε ίχνος αξιοπιστίας στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Κι ας χάνονται εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από την ελληνική οικονομία κάθε μέρα που περνάει με τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων, οι οποίοι ήταν η νομοτελειακή έκβαση της καταδικασμένης σε αποτυχία διαπραγμάτευσης. Σημασία έχει το έθνος να αισθάνεται υπερήφανο για την ηρωική ήττα. Και την επομένη οι εφημερίδες να βγουν με πηχυαίους τίτλους "Με τα κεφάλια ψηλά αποχαιρέτησαν οι διεθνείς μας τη διοργάνωση”.
Τώρα που ψηφίστηκαν δύο πακέτα επώδυνων μέτρων προκειμένου να κλείσει κουτσά-στραβά το δεύτερο μνημόνιο και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στα πρόθυρα της διάσπασης, αρχίζει ο επόμενος κύκλος του ψυχοδράματος – η διαπραγμάτευση για το τρίτο επάρατο μνημόνιο. Και, ω του θαύματος, η παράσταση περιλαμβάνει τις ίδιες μελοδραματικές πινελιές που ουδεμία σχέση έχουν με την ουσία της υπόθεσης. Ωσάν να μη μάθαμε τίποτα το τελευταίο εξάμηνο. Ολα δείχνουν ότι για άλλη μια φορά η συζήτηση θα περιστραφεί γύρω από την – κυβερνητικής έμπνευσης – υπερφορολόγηση και ελάχιστοι θα ασχοληθούν με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις (π.χ. την δαιμονοποιημένη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ), μπας και πάρει πάνω της η οικονομία. Αντ'αυτού, παρακολουθούμε μια κυβέρνηση που προωθεί με ζήλο... αντιμεταρρυθμίσεις, π.χ. στη δημόσια διοίκηση ή στον τομέα της παιδείας.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά άρχισαν πάλι τα κολπάκια που ομολογουμένως αρέσουν στο φίλαθλο ελληνικό κοινό. Αντί για ουσιαστικές προτάσεις εν όψει της νέας συμφωνίας που αποτελεί κυριολεκτικά την τελευταία ευκαιρία για τη χώρα ως μέλος μιας κοινότητας προηγμένων κρατών, η ελληνική κυβέρνηση προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με την ίδια διάθεση κωλυσιεργίας που έδειχνε πριν από έξι μήνες. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι το μείζον θέμα αυτές τις μέρες – και να δούμε για πόσον καιρό ακόμη – είναι ο τόπος των συνομιλιών (σε κάποιο resort, κατά τον Αλ. Φλαμπουράρη;) έως το προφίλ των Ελλήνων συνομιλητών που θα καταδεχθούν να συναντήσουν τους αχώνευτους τροϊκανούς. Με άλλα λόγια, για άλλη μια φορά η ομάδα Τσίπρα κατεβαίνει στο γήπεδο αποφασισμένη να παίξει … αντιποδόσφαιρο.
Το καλοκαίρι του 2004, η εθνική Ελλάδας θριάμβευσε στα γήπεδα της Πορτογαλίας – κατά ειρωνεία της ιστορίας, υπό τις οδηγίες ενός Γερμανού προπονητή. Επαιξε ποδόσφαιρο που κανείς δεν χαρακτήρισε ποτέ θεαματικό ή επιθετικό. Ο στόχος ήταν να βάλει ένα γκολάκι – ει δυνατόν και μισό – και στη συνέχεια να κρατήσει τη νίκη με νύχια και με δόντια μέχρι το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή. Η κυβέρνηση Τσίπρα εφαρμόζει παρόμοια τακτική: καμία ουσιαστική πρωτοβουλία, συστηματική χρονοτριβή και δακρύβρεχτες δηλώσεις για εσωτερική κατανάλωση περί αξιοπρέπειας και εθνικής υπερηφάνειας που - τηρουμένων των αναλογιών - θυμίζουν τις θεατρικές πτώσεις του Καραγκούνη για ψύλλου πήδημα προκειμένου να κλέψει λίγα δευτερόλεπτα. Με τρεις σημαντικές διαφορές όμως.
Η πρώτη διαφορά είναι ότι η εθνική του Ρεχάγκελ ακολουθούσε ένα σύστημα, έστω και μη ελκυστικό. Είχε σφιχτή άμυνα και ήξερε πώς να ελέγξει το παιχνίδι. Οι υποτιθέμενες αρετές της ομάδας Τσίπρα εξαντλούνται σε μεμονωμένες ατομικές ενέργειες κυβερνητικών στελεχών και ατελέσφορα τακουνάκια με μοναδικό στόχο να εντυπωσιάσουν το ελληνικό κοινό, ενώ τρώει γιούχα από τους φιλάθλους όλων των αντιπάλων για το αντιαθλητικό στυλ της.
Η δεύτερη διαφορά είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν προηγείται στην αναμέτρηση με τους πιστωτές, για να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Αντίθετα, δεν αγωνίζεται καν! Παραβιάζει όλους τους κανόνες του ποδοσφαίρου και απαιτεί από τους αντιπάλους να αποδεχθούν τη δική της ερμηνεία των κανονισμών. Με την παταγώδη αποτυχία της "σκληρής διαπραγμάτευσης” επί πέντε μήνες και την πλήρη διεθνή απομόνωση της χώρας έχει μαζέψει τη μπάλα από τα δίχτυα της αρκετές φορές κι έβαλε ένα ανούσιο γκολ, για την τιμή των όπλων, με τη νίκη της στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Συνεπώς, αντί για το επικό 1:0 στον τελικό του 2004 επί της Πορτογαλίας, είναι απείρως πιο πιθανό το ταμπλό να γράψει τελικό σκορ 1:7, όπως στον περυσινό ημιτελικό της Βραζιλίας με τη Γερμανία.
Η τρίτη διαφορά είναι ότι, αν η κυβέρνηση δεν αλλάξει συμπεριφορά έστω και τώρα στο και πέντε, δεν θα πρόκειται απλά για μια συντριπτική ήττα μέχρι την επόμενη μεγάλη διοργάνωση – θα πρόκειται πιθανότατα για την αποβολή της Ελλάδας από τις διεθνείς διοργανώσεις του προηγμένου κόσμου για αρκετά χρόνια και μέχρι να αποφασίσει να παίξει μπάλα σύμφωνα με τους κανόνες που τηρούν όλες οι άλλες χώρες. Και στην περίπτωση αυτή τη νύφη δεν θα την πληρώσουν μόνο ο προπονητής και οι παίκτες, αλλά το ελληνικό έθνος στο σύνολό του.
* Ο κ. Πλάμεν Τόντσεφ είναι Διεθνολόγος και Πολιτικός Αναλυτής

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο λαός της.

Κίμων Χατζημπίρος: Σχόλια για τις αξίες της αξίας

Οι καταλήψεις , ο δήμαρχος και ο άλλος άνθρωπος