Σταύρος Τσακυράκης: Νομικά έωλη και θεσμικά επικίνδυνη
Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου, κατέθεσε μήνυση εναντίον μου. Με εγκαλεί για εξύβριση και δυσφήμηση για επικριτικό σχόλιό μου που αναρτήθηκε στο ιστολόγιό μου, με αφορμή την επιστολή που απέστειλε, με την ιδιότητά της ως Προέδρου του Αρείου Πάγου, στους Προέδρους ανωτάτων δικαστηρίων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου συγχέει την άσκηση κριτικής που αποτελεί απόλυτο δικαίωμα κάθε πολίτη, ιδιαίτερα όταν αφορά δημόσια πρόσωπα, με την εξύβριση και τη δυσφήμηση. Θα επανέλθω αναλυτικά σε όσα μου καταλογίζει στη μήνυσή της. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι ισχυρίζεται πως το περιεχόμενο του σχολίου μου ενείχε «μείωση του κύρους του αξιώματος, ήτοι αυτό της Προέδρου του Αρείου Πάγου, που η Πολιτεία μου ενεπιστεύθη και που δικαιούμαι να απολαμβάνω». Το αδίκημα της περιύβρισης αρχής έχει από το 1993 καταργηθεί και, προφανώς, το κύρος του δικού της αξιώματος και όλων των αξιωμάτων της ελληνικής πολιτείας δεν προστατεύεται από την έννομη τάξη.
Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου όφειλε να γνωρίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε ελληνική υπόθεση, στην Κατράμη κατά Ελλάδος, έχει αποφανθεί ότι ο χαρακτηρισμός «καραγκιόζης» για δικαστικό λειτουργό αποτελεί αξιολογική κρίση και προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Θα μπορούσα, επομένως, να χρησιμοποιήσω για την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου χαρκατηρισμούς ανάλογους με αυτούς που έχει δεχθεί το ΕΔΔΑ. Δεν το έκανα, διότι είμαι προσεκτικός και ευπρεπής στους χαρακτηρισμούς μου. Το «αφελής» δεν αποτελεί ύβρη (ακούσατε σε κάποιο καφενείο να λέει κανείς «άντε ρε αφελή»;), είναι αξιολογική κρίση. Το ότι μιλά ως πολιτικάντης είναι ακόμη πιο φανερό ότι αποτελεί αξιολογική κρίση. Αμφότερες δε οι αξιολογικές κρίσεις στηρίζονται σε στέρεη γεγονοτική βάση, αυτή της επιστολής της Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Εν ολίγοις, πρέπει να διαθέτει κάποιος πολύ πτωχά νομικά για να υποστηρίξει ότι το σχόλιό μου αποτελεί εξύβριση ή δυσφήμηση. Επ’ αυτού τόσο οι συνάδελφοί μου Καθηγητές Νομικής όσο και ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών οφείλουν να πάρουν θέση.
Σε όλο τον κόσμο, η δικαστική εξουσία είναι ιδιαίτερα ανεκτική στα επικριτικά σχόλια που δέχεται για ευνόητους λόγους, καθώς διαθέτει την εξουσία να φιμώνει οποιαδήποτε κριτική, τιμωρώντας τους πολίτες. Η άσκηση μήνυσης από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου σε Δικηγόρο για επικριτικά σχόλια είναι θεσμικά επικίνδυνη διότι, εκ των πραγμάτων, λειτουργεί εκφοβιστικά. Ζητεί από συναδέλφους της δικαστές να δικάσουν την υπόθεση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ειρωνεία είναι ότι προτείνει ως μάρτυρα έναν ακόμη δικαστή, την Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ας προσθέσουμε ότι με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση, η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει μόνη της πειθαρχική δίωξη κατά οποιουδήποτε δικαστή.
Ας μην ξεγελιόμαστε, αυτή η μήνυση πρέπει να πάει κατευθείαν στο καλάθι των αχρήστων. Υπό άλλες συνθήκες, θα ήμουν απαρηγόρητος, αν με εγκαλούσαν για παραβίαση δικαιωμάτων των άλλων. Όμως, ειλικρινά, όχι μόνο δεν είμαι απαρηγόρητος, αλλά αισθάνομαι μεγάλη τιμή για τη μήνυση που ασκήθηκε εναντίον μου από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Την θεωρώ, κατά κάποιο τρόπο, αναπόφευκτη συνέπεια των αγώνων που έχω δώσει στη ζωή μου.
Ας θυμηθούμε και τι γράφτηκε ενάμισυ χρονο πριν:
ΑπάντησηΔιαγραφήΣταύρος Τσακυράκης: Προβληματική δικαστική εξουσία, 29.6.2014 http://aftercrisisblog.blogspot.com/p/blog-page_25.html
Φοβάμαι πολύ ότι η κριτική που άσκησε ο Στ. Τσακυράκης στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου κα Θάνου για την επιστολή της είναι απλώς η αφορμή για την μήνυση εναντίον της. Φοβάμαι πολύ ότι το πρόβλημα δυσλειτουργίας της ελληνικής δημοκρατίας είναι πολύ πιο βαρύ απ’ όσο φαίνεται.
Δεν πρόκειται «απλώς» για πρόβλημα κομματικού συστήματος: εδώ δεσπόζει η εμπλοκή του με τα οργανωμένα συμφέροντα διακομματικώς προστατευμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες συντονίζονται λειτουργώντας εξωθεσμικά (προφανώς το Σύνταγμα, και μάλιστα στις βασικές διατάξεις, δεν λέει ότι όλοι οι πολίτες είμαστε ίσοι αλλά οι δικαστές, οι πανεπιστημιακοί και οι ένστολοι είναι πιό ίσοι απο τους υπόλοιπους). Στην πράξη «υφαρπάζουν» εξουσίες οι οποίες, σε δημοκρατικά πολιτεύματα, δεν τους ανήκουν. Γίνεται και αλλού βέβαια η υφαρπαγή, όμως εδώ είναι έτσι οχυρωμένη ώστε μένει απρόσβλητη και μη ανατρέψιμη.
Και όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή ακριβώς η ταξική σκληρότητα οργανωμένων ομάδων με την εξωθεσμική της οχύρωση, στο τέλος στρέφεται και γίνεται εκδικητική εναντίον όσων «αποστατούν» από τις τάξεις τους.
Φυσικά, αυτό είναι απόλυτα συνηθισμένο στις κοινωνίες: Για κάθε ιερατείο και κλειστή κοινωνική ομάδα, ο αποστάτης είναι πιο μισητός από τον αντίπαλο.