Cas Mudde:Ένας χρόνος ΣΥΡΙΖΑ και Ελλάδα στην απομόνωση


Το κείμενο του Cas Mudde που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε στις 25 Ιανουαρίου 2016 στο The Huffington Post, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός χρόνου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Κεντρική διαπίστωση του συγγραφέα είναι ότι ο απολογισμός ενός χρόνου με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ είναι ιδιαίτερα αρνητικός. Ανικανότητα διακυβέρνησης, καιροσκοπισμός, βεβαιότητα ότι «κατείχε την απόλυτη αλήθεια», κλασική λαϊκιστική φρασεολογία χαρακτηρίζοντας τους αντιπάλους ως «εχθρούς», «προδότες», ακόμα και «τρομοκράτες», είναι μερικές από τις διαπιστώσεις του συγγραφέα για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης. Συνακόλουθα, η διεθνής απομόνωση που δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για τη χώρα.

Πριν από έναν χρόνο, το αριστερό λαϊκιστικό κόμμα του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη φορά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, που ήρθε πρώτο ένα άλλο κόμμα εκτός από τους δύο δεινόσαυρους της Μεταπολίτευσης, το κεντροαριστερό Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ) και το κεντροδεξιό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ). Παρόλο που η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη, η επιλογή του να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝΕΛ) προκάλεσε έκπληξη, κυρίως στους πολλούς (ξένους) υποστηρικτές του. Ωστόσο, αυτή η επιλογή ήταν απολύτως κατανοητή εκείνη την περίοδο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κερδίσει τις εκλογές με βάση μια πρότασή του για τον Τρίτο Δρόμο στην πολιτική των Μνημονίων, που καθόριζε τη σχέση μεταξύ της Τρόικα –της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΠ), της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)– και της Ελλάδας μετά από διάφορα πακέτα διάσωσης. Οι ΑΝΕΛ ήταν το μόνο κόμμα στο ελληνικό κοινοβούλιο που υποστήριζε την ουτοπική θέση «Όχι στο Μνημόνιο, Ναι στην Ευρωζώνη». Επομένως, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, και Πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας δεν είχε άλλη επιλογή παρά να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ σε μια προσπάθεια να επιχειρήσει να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους διάσωσης με τον τρόπο που είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του.
Εννέα μήνες αργότερα ο ακόμα καινούργιος, αλλά φθαρμένος, Πρωθυπουργός υπέβαλε την παραίτησή του και έφερε και πάλι την Ελλάδα στις κάλπες για τέταρτη φορά σε κάτι περισσότερο από τρία χρόνια. Κανένας, ούτε και ο Τσίπρας, δεν υποστήριξε ότι η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν επιτυχημένη. Εκπροσωπούμενη από τον φανταχτερό Υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε μια μέχρις εσχάτων ηθική μάχη με την Τρόικα, υποστηρίζοντας ότι κατείχε την απόλυτη αλήθεια και ότι οι αντίπαλοί του –για τους οποίους μιλούσε με κλασική λαϊκιστική φρασεολογία χαρακτηρίζοντάς τους ως «εχθρούς», «προδότες», ακόμα και «τρομοκράτες»– θα έβλεπαν το φως το αληθινό. Αλλά καθώς ο Βαρουφάκης ξεκίνησε να κάνει διαλέξεις περί Οικονομικών στις συναντήσεις του Eurogroup, οι συνάδελφοί του περιχαρακώνονταν ολοένα και περισσότερο στις αρχικές τους θέσεις και έχαναν τη μικρή συμπάθεια που τους είχε απομείνει στη δοκιμασία της «ριζοσπαστικής αριστερής» ελληνικής κυβέρνησης.
Για να αποφύγει το αδιέξοδο, ο Τσίπρας τράβηξε το τελευταίο του χαρτί, ένα αιφνιδιαστικό δημοψήφισμα για ένα ακατανόητο ζήτημα, που είχε μόνο νόημα ιδωμένο από την κοσμοθεώρηση του ΣΥΡΙΖΑ για μια επική μάχη μεταξύ της «δημοκρατικής Ελλάδας» και της «τεχνοκρατικής Τρόικας» – λες και άλλοι υπουργοί της Ευρωζώνης, όπως ο Ολλανδός Γέρουν Ντάισελμπλουμ και ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Σόιμπε δεν είχαν λάβει δημοκρατική εντολή εντός των χωρών τους για τις πολιτικές λιτότητας που αποφάσισαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε το δημοψήφισμα[i] με 61 τοις εκατό υπέρ του «Όχι», αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι αυτό δεν είχε αλλάξει τίποτα έξω από την Ελλάδα. Κατά συνέπεια, ο Τσίπρας αγνόησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, πρόδωσε τη δική του «δημοκρατική εντολή», και αποδέχτηκε ένα πακέτο διάσωσης που ήταν πολύ πιο δυσμενές για την Ελλάδα από τη συμφωνία που αυτός και οι υποστηρικτές του είχαν απορρίψει στο δημοψήφισμα.
Αμέσως μετά, ο Τσίπρας ζήτησε νέες εκλογές,[ii] αιφνιδιάζοντας τους πολλούς αντιπάλους εντός και εκτός του κόμματός του. Παρά τις παλινωδίες της Ελλάδας στο διάστημα μεταξύ του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου, τα αποτελέσματα των εκλογών σε γενικές γραμμές δεν διέφεραν σημαντικά. Οι περισσότερες διαφορές δεν ξεπερνούσαν το ένα τοις εκατό. Μόνο το φιλελεύθερο Ποτάμι έχασε δύο τοις εκατό. Αντίθετα, ο Τσίπρας αναδύθηκε από τις εκλογές ενισχυμένος, έχοντας καθαρίσει το κόμμα του από τους πιο σκληρούς αντιπάλους του, και με το κύριο αντίπαλο κόμμα (ΝΔ) χωρίς ηγεσία εκείνη τη στιγμή. Και πάλι επέλεξε τους ΑΝΕΛ ως εταίρο στην κυβέρνηση συνασπισμού, αλλά αυτή τη φορά η λογική της επιλογής του δεν ήταν πειστική.
Έχοντας αποδεχτεί, έστω και απρόθυμα, τους νέους σκληρούς όρους διάσωσης, η νέα κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει κοινωνικοοικονομικές πολιτικές. Λογικά, θα έπρεπε να εστιάσει στη μεταρρύθμιση του κράτος και σε κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα, που ήταν πάντα σημαντικά για το κόμμα και τους οπαδούς του. Σε αυτά τα ζητήματα οι ΑΝΕΛ ήταν μεταξύ των λιγότερο πιθανών διαθέσιμων εταίρων. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε επιλογές επειδή επί μήνες είχε πολώσει την πολιτική αντιπαράθεση. Πώς θα μπορούσε να συνεργαστεί με κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ ή το Ποτάμι, ενώ τα είχε κατηγορεί ότι ανήκαν στη «διεφθαρμένη» και «προδοτική» ελίτ; Επομένως, είναι προφανές ότι ο Τσίπρας δεν σκέφτηκε ποτέ σοβαρά κάποια εναλλακτική στη θέση των ΑΝΕΛ. Αυτός και ο αρχηγός των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος φαινόταν να έχουν αναπτύξει μια ξεκάθαρη και σταθερή σχέση συνεργασίας, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κυβερνά σχεδόν ανενόχλητος, εφόσον δεν ανακατευόταν στο Υπουργείο Άμυνας του Καμμένου.
Ωστόσο, αυτό που φαίνεται να μην υπολόγισε σωστά ο Τσίπρας είναι ότι η παθητικότητα των ΑΝΕΛ αφορά κυρίως τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, που είναι δευτερεύοντα για το κόμμα. Αναφορικά με τα κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα, ιδιαίτερα τα πιο σημαντικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ δεν έχουν απλώς διαφορετικές απόψεις, έχουν παγιωμένες απόψεις. Όπως είναι συγκεκριμένα η περίπτωση που αφορά δύο παραδοσιακές ευαισθησίες της ελληνικής Αριστεράς, την ισχυρή θέση της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και του στρατού.
Η πολιτική εξουσία της ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν συναντάται σχεδόν πουθενά στην ΕΕ και το μέγεθός της παρουσιάζεται απολύτως από το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις ορκίζονται με θρησκευτικό όρκο ενώπιον Ορθόδοξων επισκόπων. Οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν αποτέλεσαν την εξαίρεση σε αυτό.
Ομοίως, ο ελληνικός στρατός παραμένει ένας από τους πιο δαπανηρούς εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ). Η χώρα πλήρωσε το τεράστιο ποσοστό του 2,4 τοις εκατό[iii] του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες το 2015. Παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008, με το ΑΕΠ[iv] να πέφτει από τα 355 δις το 2008 στα 238 δις το 2014 (μια απώλεια ενός τρίτου!), ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε ελάχιστες περικοπές, και αύξησε μάλιστα τον προϋπολογισμό τους κατά 0,1 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2014.
Μετά από έναν χρόνο στην εξουσία, η Εκκλησία και ο Στρατός παραμένουν εξίσου ισχυρά. Όπως έδειξε ο Βασίλης Πετσίνης,[v] ο ΣΥΡΙΖΑ σε γενικές γραμμές εγκατέλειψε το αίτημά του να μειώσει τη σημασία τους, επειδή αντιμετώπισε έντονη αντίθεση από τους ΑΝΕΛ. Αυτό μείωσε την πολιτική ατζέντα του κόμματος ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα στα κοινωνικοπολιτισμικά ζητήματα. Μεταξύ των ελάχιστων επιτυχιών του ήταν η νέα νομοθεσία[vi] που ψηφίστηκε τον περασμένο μήνα, με την οποία νομιμοποιείται το σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλόφιλων ζευγαριών. Αν και πρόκειται για κάτι σημαντικό, ιδιαίτερα για αυτά τα ζευγάρια, είναι στην καλύτερη περίπτωση μια μικρή νίκη χωρίς να φέρνει την Ελλάδα σε υψηλή θέση στα ζητήματα των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων στην ΕΕ.
Η προσφυγική κρίση θα μπορούσε να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ μια ευκαιρία να ξανακερδίσει τη θέση του εντός της ΕΕ καθώς και εντός της εθνικής και διεθνούς Αριστεράς. Με περισσότερο από το 80 τοις εκατό των προσφύγων[vii] να εισέρχονται στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας, η χώρα βρίσκεται στο προσκήνιο του αγώνα της ΕΕ να ελέγξει την πρωτοφανή εισροή. Όμως ενώ πολλοί απλοί Έλληνες πολίτες ξεπέρασαν το αναμενόμενο προσφέροντας υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης στους πρόσφυγες, παρά τα δικά τους οικονομικά προβλήματα, η ελληνική κυβέρνηση απέτυχε κατά κύριο λόγο στο, όντως απαιτητικό, καθήκον της να τους παρέχει στέγη και να τους καταγράψει. Καθώς ο Τσίπρας κάνει (αξιέπαινες) εκκλήσεις για μια πιο ανθρωπιστική προσφυγική πολιτική από την ΕΕ, η πρακτική ανικανότητα της κυβέρνησής του υπονομεύει τις πιθανότητες να βρουν ευήκοα ώτα μεταξύ των πιο σημαντικών εταίρων του στον Βορρά. Στην πραγματικότητα, αντί να μετατρέψει την προσφυγική κρίση από κρίση σε ευκαιρία, όπως έκανε τόσο επιδέξια ο Τούρκος Πρόεδρος Ρεσίπ Ταγίπ Ερντογάν,[viii] ο Τσίπρας έκανε και πάλι την Ελλάδα τον αποδιοπομπαίο τράγο της ΕΕ γενικά, και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Και τώρα η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με πιθανό αποκλεισμό από τη ζώνη Σένγκεν.[ix]
Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δημιούργησε ούτε την οικονομική ούτε την προσφυγική κρίση, η ανικανότητά του και ο καιροσκοπισμός του επιδείνωσαν τις επιπτώσεις τους για την Ελλάδα και υπονομεύουν τη θέση της εντός της Ευρώπης. Ο Τσίπρας ακόμα πιστεύει ότι οι υπερφίαλες ομιλίες αρκούν για να αλλάξουν οι πολιτικές και η πραγματικότητα, επενδύοντας ελάχιστο χρόνο και προσπάθεια στη δημιουργία εποικοδομητικών συνασπισμών με διάρκεια εντός της Ελλάδας ή της ΕΕ. Με το να μην κάνει την επιλογή[x] μεταξύ της επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ στις ριζοσπαστικές αριστερές ρίζες του ή της μετατροπής του σε ένα «λογικό» κεντροαριστερό κόμμα, αλλά αντίθετα να τα κουτσοκαταφέρνει με ένα μείγμα αυτών των δύο θεμελιακά αντίθετων μοντέλων, παραμένει πολιτικά απομονωμένος και επομένως ευάλωτος, τόσο στο εσωτερικό, ακόμα και από τον ίδιο τον εταίρο του στον συνασπισμό, όσο και στο εξωτερικό.

Cas Mudde

*Ο Cas Mudde είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου της Τζόρτζια. Είναι ο συγγραφέας του Populist Radical Right Parties in Europe (Cambridge University Press, 2007, στα ελληνικά, Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά Κόμματα στην Ευρώπη, Επίκεντρο 2011) και επιμελητής του Populism in Europe and the Americas: Threat or Corrective for Democracy? (Cambridge University Press, 2012, στα ελληνικά Λαϊκισμός στην Ευρώπη και την Αμερική, Απειλή ή διόρθωση για τη Δημοκρατία; Επίκεντρο, 2013). Το καινούργιο βιβλίο του Cas Mudde «ΣΥΡΙΖΑ: Η ΔΙΑΨΕΥΣΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΙΣΤΙΚΗΣ ΥΠΟΣΧΕΣΗΣ» σε επιμέλεια Πέτρος Παπασαραντόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο).. )..  

 [i] Περισσότερα στο http://www.huffingtonpost.com/cas-mudde/victims-of-illusions-the-_b_7679138.html
[ii] Περισσότερα στο http://www.huffingtonpost.com/cas-mudde/why-we-have-new-greek-ele_b_8031666.html
[iii] Περισσότερα στο http://uk.businessinsider.com/why-greeces-military-budget-is-so-high-2015-6?r=US&IR=T
[iv] Περισσότερα στο http://www.tradingeconomics.com/greece/gdp
[v] Περισσότερα στο https://www.opendemocracy.net/can-europe-make-it/vassilis-petsinis/syriza-one-year-on-what-happened-to-radical-left-dream-in-greec
[vi] Περισσότερα στο http://www.huffingtonpost.com/entry/greece-gay-civil-partnerships_us_567ab87de4b06fa6887f815f
[vii] Περισσότερα στο http://www.bbc.co.uk/news/world-europe-34131911
[viii] Περισσότερα στο http://www.al-monitor.com/pulse/originals/2015/10/turkey-syria-european-union-refugees-raise-erdogan-profile.html
[ix] Περισσότερα στο http://www.theguardian.com/world/2016/jan/25/greece-under-growing-pressure-to-stem-flow-of-refugees-and-migrants-into-eu
[x] Περισσότερα στο http://www.ekathimerini.com/202286/opinion/ekathimerini/comment/tsipras-and-the-choice-of-the-two-pasoks

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κίμων Χατζημπίρος: Ύστατος πόρος: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση είναι μια πρόταση για το μέλλον.

Βάσω Κιντή: Παραιτούμαι από μέλος της ΚΕ και αποχωρώ από το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς

Κίμων Χατζημπίρος: Ατελέσφορη Οικολογία