Δ. Χατζηφωτεινός: Το δημοκρατικό πρόσχημα
από το books Journal
Μέσα σ’ εκείνο το μικρό καράβι, που έκανε ένα μακρύ ταξίδι μέσα εις τη Μεσόγειο και σε πέντε-έξι εβδομάδες σωθήκαν όλες οι τροφές, τα διλήμματα ήταν πράγματι μεγάλα. Και δεδομένου ότι η πιθανότητα να βρεθεί κάποιος εθελοντής και να θυσιαστεί για το κοινό καλό (των υπολοίπων) ήταν μικρή, αποφάσισαν να εξισώσουν τις αξίες των ζωών τους και να αποφασίσουν με κλήρο ποιος θα φαγωθεί, εναποθέτοντας έκαστος τις ελπίδες του στην τύχη. Ίσο μερίδιο στη ζωή, ισότητα απέναντι και στον θάνατο. Κι ο καημένος ο αταξίδευτος νέος στάθηκε πράγματι άτυχος, ή τουλάχιστον έτσι νομίζει κανείς όταν είναι παιδί. Όσο, όμως, μεγαλώνει, αποκτά κάποιες εύλογες αμφιβολίες ως προς το τι μπορεί να συνέβη πραγματικά σε εκείνη την «κλήρωση».
Ο τρόπος και η διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι συχνά εξίσου σημαντικός με την απόφαση καθ’ αυτή. Ενίοτε και πιο σημαντικός, γιατί μια απόφαση δεν έχει αξία αν δεν γίνει αποδεκτή και δεν εφαρμοστεί ως δίκαιη και σωστή, ως προϊόν μιας κοινά συμφωνημένης διαδικασίας. Στο παράδειγμα του μικρού καραβιού, στην κλήρωση μπήκαν ισοβαρείς ζωές, παρότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς πολλές περιπτώσεις που η ισότητα αυτή δεν θα ήταν ούτε αυτονόητη ούτε δεδομένη· θα μπορούσαν να είχαν μπει κριτήρια, παράμετροι, συντελεστές, που θα μοίραζαν δικαιότερα το βάρος της ωμότητας της τελικής απόφασης.
Το 1789 ο Άγγλος Τζέρεμι Μπένθαμ διατύπωσε τη θεωρία του Ωφελιμισμού (όρου εννοιολογικά ανεπαρκούς για την απόδοση του εξαιρετικά ακριβούς «utilitarianism», αλλά έχει επικρατήσει), σύμφωνα με την οποία η ηθική διάσταση μιας πράξης προκύπτει από τη στάθμιση κέρδους και κόστους. Ηθικό –αν όχι απόλυτα, τουλάχιστον σχετικά– είναι ό,τι επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων· την δε έννοια της ωφέλειας την προσδιόρισε, σχεδόν μαθηματικά, ως το αποτέλεσμα της αφαίρεσης του πόνου από την ηδονή. Με λίγα λόγια, αν αυτοί που ωφελούνται είναι περισσότεροι από αυτούς που βλάπτονται, η πράξη είναι ηθικά προκριτέα.
Τον Ιούλιο του 1884, ανοιχτά του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας στη Νότια Αφρική, τέσσερις ναύτες ενός αγγλικού πλοίου, μεταξύ των οποίων και ένας έφηβος δεκαεπτά ετών, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν εν μέσω θαλασσοταραχής. Επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα, με την οποία περιπλανήθηκαν για μέρες, με ελάχιστο φαγητό και νερό. Τη δέκατη όγδοη μέρα, με τον έφηβο εξαντλημένο και σε κακή κατάσταση, οι υπόλοιποι συζήτησαν το ενδεχόμενο να τραβήξουν κλήρο για το ποιος θα γινόταν τροφή για τους υπόλοιπους· επικράτησε ωστόσο η άποψη ότι το σωστότερο ήταν να σωθούν οι ίδιοι και να θυσιαστεί ο έφηβος, με το σκεπτικό, βεβαίως, ότι εκείνοι είχαν οικογένειες. Το επόμενο πρωί και αφού σιγουρεύτηκαν ότι δεν φαινόταν κάποιο πλοίο στον ορίζοντα, προσευχήθηκαν για τη σωτηρία της ψυχής τους και τον σκότωσαν. Τέσσερις μέρες μετά, συνάντησαν ένα διερχόμενο πλοίο, με το οποίο διασώθηκαν, μεταφέρθηκαν στην Αγγλία και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία.
Στη δίκη που ακολούθησε, το δικαστήριο, αν και αναγνώρισε ότι οι κατηγορούμενοι δεν θα είχαν επιβιώσει μέχρι τη μέρα της διάσωσής τους αν δεν είχαν τραφεί με το σώμα του εφήβου, ότι ο τελευταίος μάλλον θα είχε ούτως ή άλλως πεθάνει πριν από αυτούς και παρά τα ισχυρά επιχειρήματα που διατυπώθηκαν για το πώς η ανάγκη και ο κίνδυνος μπορούν να δικαιολογήσουν μια πράξη που, υπό άλλες περιστάσεις, θα ήταν ένα στυγνό έγκλημα, τους καταδίκασε και τους επέβαλε ποινές φυλάκισης μερικών μηνών. Η απόφαση είναι γνωστή ως «TheQueenv. DudleyandStephens» και στο σκεπτικό της αναφέρονται, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικών της ιστορικής υψηλής ποιότητας της βρετανικής νομολογίας, τα εξής:
Παρότι ο νόμος και η ηθική δεν είναι το ίδιο, και ότι πολλά πράγματα που είναι ανήθικα δεν είναι απαραίτητα παράνομα, ο απόλυτος διαχωρισμός του νόμου από την ηθική θα είχε συνέπειες θανάσιμες· και ο διαχωρισμός αυτός θα επερχόταν, εάν, στην υπόθεση αυτή, ο πειρασμός να δολοφονήσουν μπορούσε κάπως να δικαιολογηθεί από τον νόμο. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Γενικά έχει καθήκον κανείς να προστατεύει τη ζωή του, αλλά μπορεί και να είναι σαφέστερο και υψηλότερο καθήκον να τη θυσιάζει. Ο πόλεμος είναι γεμάτος περιπτώσεις που το καθήκον κάποιου δεν είναι να συνεχίσει να ζει, αλλά να πεθάνει. Είναι, σε περίπτωση ναυαγίου, το καθήκον του καπετάνιου απέναντι στο πλήρωμά του, του πληρώματος απέναντι στους επιβάτες, των στρατιωτών απέναντι στις γυναίκες και στα παιδιά, όπως συνέβη στην ευγενή περίπτωση του Μπίρκενχεντ· το καθήκον αυτό επιβάλλει στους ανθρώπους την ηθική αναγκαιότητα όχι να διαφυλάξουν, αλλά να θυσιάσουν την ζωή τους για τους άλλους…
Η «ευγενής» υπόθεση του Μπίρκενχεντ αναφέρεται στο ναυάγιο της ομώνυμης αγγλικής φρεγάτας μια νύχτα του 1852, επίσης ανοιχτά του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Επειδή δεν υπήρχαν αρκετές σωστικές λέμβοι, οι στρατιώτες που επέβαιναν στο πλοίο έδωσαν προτεραιότητα στις γυναίκες και στα παιδιά. Το περιστατικό έμεινε στην ιστορία αφενός λόγω της παροιμιώδους πειθαρχίας των ηρωικών στρατιωτών στις διαταγές που τους έδιναν οι αξιωματικοί τους κατά τη βύθιση του πλοίου και αφετέρου επειδή αποτέλεσε το πρότυπο της γενικής καθιέρωσης του πρωτοκόλλου παραχώρησης προτεραιότητας στη διάσωση των γυναικών και των παιδιών. Ο αριθμός των νεκρών στρατιωτών ανήλθε σε εκατοντάδες.
Η ετυμηγορία της «TheQueenv. DudleyandStephens» απέχει αρκετά, χρονικά, φιλοσοφικά και ηθικά, από τον Ωφελιμισμό, τουλάχιστον όπως τον διατύπωσε ο Μπένθαμ. Δεν ξέρω αν θα ήταν η ίδια στην περίπτωση που η απόφαση των επιβατών της βάρκας είχε ληφθεί με κλήρωση ή με τη συμμετοχή του εφήβου στην «ψηφοφορία». Είναι όμως σημείο αναφοράς, όπως και αυτή του Μπίρκενχεντ, ως προς την ποιότητα και το εύρος της ευθύνης του ηγέτη, φυσικού, θετού ή defacto.
132 χρόνια μετά, το βρετανικό δημοψήφισμα του 2016 είναι ένα παράδειγμα της αντίθετης περίπτωσης, όπου ο ηγέτης αποποιείται τον ρόλο του και το βάρος της ευθύνης του και προτιμά τον αυτοϋποβιβασμό του στη θέση του διεκπεραιωτή. Ήδη από το 2013, ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε υποσχεθεί ότι, αν κέρδιζε τις εκλογές του 2015, θα διοργάνωνε δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή της χώρας του στην ΕΕ. Είχε προηγηθεί κάποιο κρίσιμο γεγονός ως προς την πορεία ή την θεσμική κατάσταση της ΕΕ; Όχι. Αντιθέτως, η εξέλιξη της Ένωσης είχε βαλτώσει, βρισκόταν (και βρίσκεται) σε μια καθόλου ελκυστική κατάσταση διαχείρισης της καθημερινότητάς της, μεταθέτοντας τις μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον, αναμασώντας διάφορες δικαιολογίες και υποκρινόμενη ότι υπάρχει ακόμα ικανός χρόνος. Ήταν ο Κάμερον υπέρ της αποχώρησης; Όχι, όπως δεν είναι κανείς ηγέτης κράτους μέλους της ΕΕ. Τότε;
Απλώς, με τα κλασικά προβλήματα δημοτικότητας ενός πρωθυπουργού που εφαρμόζει προγράμματα λιτότητας και ευρείες μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση, στην υγεία, στην εκπαίδευση και αλλού, και που δεν έχει ιδιαίτερες ηθικές αναστολές στο να αναγάγει το πρόβλημα της προσωπικής του πολιτικής επιβίωσης σε εθνικό, ο Κάμερον ενέδωσε από νωρίς στον λαϊκισμό του να παραχωρήσει επίσημο δημόσιο βήμα στους πλέον μικρόνοες, εθνικιστές, κοντόφθαλμους και φοβικούς εκπροσώπους της βρετανικής κοινωνίας. Να διευκολύνει τον Νάιτζελ Φάρατζ και τον Μπόρις Τζόνσον να απαλλαγούν, έστω και προσωρινά, από το στίγμα του γραφικού και του εκκεντρικού αντιστοίχως και να προσδώσει στα ψεύδη, στην υστεροβουλία και την ημιμάθειά τους τυπική ισχύ ισάξια των επιχειρημάτων των ευρωπαϊστών πολιτικών και διανοουμένων, που βρίσκονται αναγκαστικά στη θέση να επαναποδεικνύουν τα βασικά. Η υφέρπουσα, όσο και η ανοιχτή, βρετανική αντιευρωπαϊκή καχυποψία, λόγω της έντονης και θεσμικής δημόσιας προβολής της στο πλαίσιο του δημοψηφίσματος και του αυξανόμενου κύρους που της προσέδιδαν τα αποτελέσματα των συνεχών δημοσκοπήσεων, απέκτησε πρωτοφανή πολιτική δυναμική, μετεξελίχθηκε σε ένα απολύτως μετρήσιμο και καθόλου αμελητέο κοινωνικό μέγεθος.
Ο Κάμερον μάλιστα, την ίδια στιγμή που έχει αναγκάσει την παγκόσμια οικονομία να περιμένει την έκβαση μιας υπόθεσης και την απάντηση σε ένα ερώτημα που έπρεπε να μην έχει τεθεί καν, σε μια πρόσφατη κωμική δήλωσή του, αφού απαρίθμησε τις συνέπειες ενός Brexit (αναφερόμενος στην πιθανή οικονομική ύφεση, την αβεβαιότητα, την αποδυνάμωση του εμπορίου κ.α.), τις παρομοίωσε με βόμβα στα θεμέλια της βρετανικής οικονομίας, καταλήγοντας μάλιστα στο ότι το χειρότερο θα είναι ότι το φυτίλι θα το έχουν ανάψει οι ίδιοι οι Βρετανοί! Δηλαδή όχι απλά απουσία αυτοκριτικής για το ότι ο ίδιος έβαλε στη διεθνή ατζέντα κάτι που θα έπρεπε να είναι μη θέμα, αλλά και προειδοποίηση προς τους πολίτες ότι, αν ψηφίσουν αποχώρηση, θα πάρουν τη χώρα στο λαιμό τους. Μετάθεση ευθυνών, αναδρομική και προκαταβολική ταυτόχρονα.
Το έλλειμμα ηγεσίας της Ευρώπης και τα προβλήματα της ΕΕ είναι γνωστά. Όπως γνωστό είναι και το πόσο ενοχικά και ανώριμα, ενίοτε και παβλοφικά, αντιδρά η κοινή γνώμη στην επίκληση της δημοκρατίας, της εθνικής κυριαρχίας, της παράδοσης. Το πόσο εύκολα παραβλέπει την μικρότητα των ηγετών, θεωρώντας την συχνά ως μια συγγνωστή και συνήθη ανθρώπινη αδυναμία, το πόσο ευάλωτη είναι στην κολακεία μιας στιγμιαίας αντιμετάθεσης εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ρητορική των λαϊκιστών πολιτικών είναι κοινή, σχεδόν πανομοιότυπη, ανεξαρτήτως χώρας, όπως και η ευκολία τους, όταν έχουν εξουσία, να καταφεύγουν σε δημοψηφίσματα ή να τα χρησιμοποιούν για να αποποιούνται τις ευθύνες τους. Ταυτόχρονα, όμως, δεν είναι και καθόλου τυχαίο ότι οι στρατιώτες του Μπίρκενχεντ δεν ρωτήθηκαν για το αν θα δώσουν τη ζωή τους. Το έκαναν γιατί έλαβαν αυτήν την διαταγή από τους αξιωματικούς τους, οι οποίοι δεν κατέφυγαν ούτε σε διάλογο μαζί τους, ούτε έριξαν κλήρο· έπραξαν αυτό που έκριναν σωστό, επειδή βρίσκονταν στη θέση του ηγέτη.
Και η δημοκρατία; Ή, ακόμα περισσότερο, η ευκαιρία να λύσει κανείς άπαξ διά παντός προβλήματα που δυσχεραίνουν την πορεία και την πρόοδο μιας χώρας; Μια ήττα αυτών των δυνάμεων, και ειδικά σε ένα δημοψήφισμα, δεν θα σημάνει και την οριστική τους απαξίωση;
Την προσωρινή, ίσως. Αλλά μόνο αν το αποτέλεσμα είναι συντριπτικό ή ξεκάθαρο. Αν είναι οριακό, ο μεσοπρόθεσμος αντίκτυπος του δημοψηφίσματος μπορεί να είναι και αντίθετος. Άλλωστε, ειδικά ως προς τη θέση της Βρετανίας στη Ευρώπη, η στρατηγική επιλογή της συμμετοχής της στην τότε ΕΟΚ είχε αποφασιστεί, ξανά με δημοψήφισμα, τον Ιούνιο του 1975. Η Μάργκαρετ Θάτσερ, έχοντας τότε μόλις εκλεγεί στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υποστήριξε ένθερμα το «ναι», δηλαδή την ευρωπαϊκή επιλογή, με κύρια επιχειρήματα την ανάγκη συνεργασίας των λαών για την προαγωγή της ασφάλειας και της ειρήνης, την οικονομική ανάπτυξη και τους κινδύνους που θα συνεπαγόταν για τους Βρετανούς η απομόνωση. Περίπου, δηλαδή, ό,τι λέει και ο Κάμερον, όπως και όλη η καμπάνια του Bremain, σήμερα. Αντιστοίχως, οι υποστηρικτές του «όχι» μιλούσαν για την απώλεια εθνικής κυριαρχίας και για τον αδιαφανή τρόπο λήψης αποφάσεων των Βρυξελλών. Ακριβώς, δηλαδή, ό,τι λένε σήμερα οι Φάρατζ και Τζόνσον (με τους λοιπούς υποστηρικτές του Brexitνα υπερθεματίζουν και, φυσικά, να αυτοσχεδιάζουν κατά βούληση).
Στην επανάληψη αυτή του ερωτήματος του 1975, σαράντα ένα χρόνια μετά, είναι σίγουρο ότι η αρχική εκτίμηση του Κάμερον, όταν προανήγγειλε το δημοψήφισμα, ήταν ότι δεν υπήρχε σοβαρή περίπτωση να το χάσει. Οι δημοσκοπήσεις όμως του 2016 και ειδικά του Μαΐου και του Ιουνίου έδειξαν μια διαφορετική εικόνα, με τον αντίκτυπό τους στην διεθνή ισχύ της Μ. Βρετανίας να είναι κάθε άλλο παρά θετικός, όπως μαρτυρά και η ανάγκη εμπλοκής του προέδρου των ΗΠΑ στην προσπάθεια επηρεασμού των αναποφάσιστων.
Κι ίσως ακούγεται κοινότοπο, αλλά η ελπίδα συνολικά για το 2016, από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου μέχρι τη μάχη Κλίντον-Τραμπ τον Νοέμβριο, είναι οι ψηφοφόροι να αναλογιστούν τη δική τους πια ευθύνη, όχι μόνο απέναντι στη χώρα τους αλλά στον δυτικό κόσμο συνολικά, και να επιδιώξουν τελικά τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, όπως θα έλεγε κι ο Μπένθαμ.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως έχουν αποδείξει και στο παρελθόν στην περίπτωση της Ιρλανδίας, Ολλανδίας, Γαλλίας κλπ, ένα ενδεχόμενο "Όχι" των 'αβράκωτων, ημιμαθών και εμπαθών' Βρεταννών, δεν θα αποθαρρύνει τους οραματιστές Τούσκ, Γιουγκέρ κλπ. Θα υποχρεώσεουν τους Βρεταννούς να ψηφίζουν ξανά και ξανά μέχρι να ψηφίσουν "Ναί". Μετά, δεν θα χρειαστεί να ξαναψηφίσουν, αφού θα αναλάβει το μέλλον τους η Κομισιόν και τα άλλα ευρωπαικά δημοκρατικά όργανα εξουσίας, που ξέρουν καλύτερα τι χρειάζονται οι 'αγράμματοι' και 'ευκολόπιστοι' ψηφοφόροι και είναι σε θέση να τους το δώσουν όσο περισσότερο μπορούν..