Δημήτρης Σκάλκος: Ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις
από την Καθημερινή
Η δημοσιονομική πολιτική λίγο μπορεί πλέον να προσφέρει στην καθημαγμένη ελληνική οικονομία. Είναι επιτακτική ανάγκη να εφαρμοστεί μια φιλόδοξη πολιτική μεταρρυθμίσεων που θα συμβάλει στον ουσιαστικό μετασχηματισμό του παραγωγικού μας μοντέλου. Ωστόσο, πόση ανάκαμψη είναι εφικτή χάρη σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις;
Η χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας προσφέρει σημαντικές δυνατότητες ανάκαμψης. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η προηγούμενη σκλήρωση των οικονομικών θεσμών, τόσο μεγαλύτερες παρουσιάζονται οι δυνατότητες ανάπτυξης της οικονομίας. Σύμφωνα μάλιστα με μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ (Daude, 2016), οι υλοποιούμενες και σχεδιαζόμενες στο πλαίσιο των Μνημονίων διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν σε ορίζοντα δέκα ετών να οδηγήσουν σε αύξηση του εγχώριου ΑΕΠ κατά 13,4%.
Οι καταγεγραμμένες αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας τελούν, ωστόσο, υπό την αίρεση τριών αναγκαίων προϋποθέσεων:
Πρώτον, να εφαρμοστεί μια ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική πολιτική που να λαμβάνει υπόψη της τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων κατά τρόπο που:
i) Να επιλεγεί η κατάλληλη ακολουθία των μεταρρυθμίσεων, εκκινώντας από αυτές που αντιμετωπίζουν στοχευμένα τους «δεσμευτικούς περιορισμούς» μιας οικονομίας, οδηγώντας σε μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη, αποδίδουν σχετικά σύντομα (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις), συνοδεύονται από τις κατάλληλες υποστηρικτικές πολιτικές (π.χ. ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης) και δημιουργούν μεταρρυθμιστικές κοινωνικές πλειοψηφίες (π.χ. στην Πορτογαλία ξεκίνησαν πρώτα τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, αυξάνοντας το διαθέσιμο εισόδημα, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η απορρύθμιση στις εργασιακές σχέσεις ενίσχυσε τις υφεσιακές πιέσεις και συνακόλουθα αδυνάτισε την κοινωνική υποστήριξη για τις μεταρρυθμίσεις).
i) Να επιλεγεί η κατάλληλη ακολουθία των μεταρρυθμίσεων, εκκινώντας από αυτές που αντιμετωπίζουν στοχευμένα τους «δεσμευτικούς περιορισμούς» μιας οικονομίας, οδηγώντας σε μεγαλύτερα οικονομικά οφέλη, αποδίδουν σχετικά σύντομα (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις), συνοδεύονται από τις κατάλληλες υποστηρικτικές πολιτικές (π.χ. ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης) και δημιουργούν μεταρρυθμιστικές κοινωνικές πλειοψηφίες (π.χ. στην Πορτογαλία ξεκίνησαν πρώτα τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, αυξάνοντας το διαθέσιμο εισόδημα, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η απορρύθμιση στις εργασιακές σχέσεις ενίσχυσε τις υφεσιακές πιέσεις και συνακόλουθα αδυνάτισε την κοινωνική υποστήριξη για τις μεταρρυθμίσεις).
ii) Η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική να ενισχύει τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές (π.χ. με δημόσιες επενδύσεις που θα μοχλεύσουν ιδιωτικούς πόρους – κάτι που σήμερα δεν γίνεται επαρκώς), ή τουλάχιστον να μην τις υπονομεύει (π.χ. οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρήσεων εξουδετερώθηκαν με την ταυτόχρονη αύξηση του κόστους της ενέργειας στη βιομηχανία).
iii) Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός να ενσωματώσει λειτουργικά τις μεταρρυθμίσεις (η Ελλάδα δεν έχει ακόμη οριστικοποιήσει μια Στρατηγική Ανάπτυξης, κάτι που όφειλε να έχει ήδη κάνει από τον Μάρτιο στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου, ενώ η ιεράρχηση των επενδυτικών προτεραιοτήτων παραμένει άγνωστη λέξη για τους συγχρηματοδοτούμενους πόρους των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών Ταμείων). Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι μια αναπτυξιακή πολιτική δεν εξαντλείται στις μεταρρυθμίσεις, αλλά αφορά ολοκληρωμένες παρεμβάσεις και δημόσιες πολιτικές (εκπαίδευση, καινοτομία, κ.ά.).
Δεύτερον, να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των επιχειρούμενων μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την περιοδική έκθεση του ΟΟΣΑ για τη χώρα μας (2016), η Ελλάδα εμφανίζει συγκριτικά το μικρότερο ποσοστό υλοποίησης μεταρρυθμίσεων ανάμεσα στις χώρες που κλήθηκαν να εφαρμόσουν προγράμματα προσαρμογής (70% η χώρα μας έναντι 98% στην Πορτογαλία και 97% στην Ιρλανδία). Επιπρόσθετα, όπως δείχνει η πλούσια διεθνής εμπειρία, οι μεταρρυθμίσεις στο στάδιο της εφαρμογής τους συχνά τροποποιούνται, ή ακόμη και εγκαταλείπονται σε βάθος χρόνου.
Τρίτον, να ενταφιαστεί οριστικά η διάχυτη πολιτική αβεβαιότητα που υπονομεύει τη δυναμική των μεταρρυθμίσεων. Σήμερα η αβεβαιότητα δεν προέρχεται από τη δυναμική της διαπραγμάτευσης (την «επίδραση Βαρουφάκη» σύμφωνα με το EuroPlusMonitor, όταν αποσύρθηκαν από τις ελληνικές τράπεζες περίπου 67 δισ. ευρώ αλλά από i) τα βάσιμα ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους (δες πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ) και ii) το ασταθές εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον όπου η «μεταρρυθμιστική κόπωση», η παρατεινόμενη ύφεση ή οι ισορροπίες του κομματικού παιγνίου, καθιστούν αβέβαιη την πορεία των μεταρρυθμίσεων.
Συμπερασματικά, η συνεκτίμηση του πολιτικού περιβάλλοντος και της μεταρρυθμιστικής δυναμικής μας οδηγεί στο να μετριάσουμε την αισιοδοξία μας για την εμβέλεια των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων.
Συμπερασματικά, η συνεκτίμηση του πολιτικού περιβάλλοντος και της μεταρρυθμιστικής δυναμικής μας οδηγεί στο να μετριάσουμε την αισιοδοξία μας για την εμβέλεια των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων.
*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας- διεθνολόγος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου