Δημήτρης Σωτηρόπουλος: Ο μοναχικός διανοούμενος
Δύο ήταν οι τύποι διανοουμένου που κυριάρχησαν στη μεταπολεμική περίοδο στον δυτικό κόσμο: ο συλλογικός διανοούμενος και ο ειδικός διανοούμενος. Ο πρώτος, που θα μπορούσε π.χ. να ενσαρκωθεί ιδανικά από τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, ήθελε να αποτελεί τη φωνή της συλλογικής συνείδησης σε μια κοινωνία. Εκφράζοντας υποτίθεται πανανθρώπινες αξίες και ιδέες, έστρεφε τα «κατηγορώ» του ενάντια στην αδικία γενικώς αλλά ειδικώς της εξουσίας. Με την κατίσχυση της ηγεμονίας της Αριστεράς στους πνευματικούς χώρους, ιδίως μετά τις εξεγέρσεις του 1968, ο τύπος αυτός του διανοουμένου έβλεπε τον εαυτό του ως τον αυθεντικότερο υπερασπιστή των αδικημένων κάθε τύπου. Με δεδομένο άλλωστε ότι η Αριστερά ήταν σχεδόν παντού στην αντιπολίτευση –κάποτε και περιθωριοποιημένη– μπορούσε να ισχυρίζεται βάσιμα ότι η συμπόρευση αυτή με τους αδυνάτους ήταν και εντελώς ανιδιοτελής. Γινόταν αποκλειστικά στο όνομα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» που είθε κάποτε να υπερίσχυε στον κόσμο.
Από την άλλη πλευρά, αναδείχθηκε σταδιακά, ήδη από τον μεσοπόλεμο, ένας νέος τύπος διανοουμένου που θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «ειδικό». Και τούτο διότι εξαιτίας αφενός του κατακερματισμού της επιστημονικής γνώσης σε πολλαπλά πεδία έρευνας, αφετέρου του γεγονότος ότι η διακυβέρνηση των σύγχρονων κρατών άρχιζε να απαιτεί υψηλή τεχνογνωσία, ήταν πλέον απαραίτητη μια εξειδικευμένη γνώση που ξέφευγε από εκείνη του ηθικολόγου πανεπιστήμονα ο οποίος πολεμούσε γενικώς και αορίστως το «κακό». Το σημαντικό ήταν ότι η συμβολή αυτή των «ειδικών» είχε και κοινωνικό αντίκρισμα. Η ειδική γνώση δεν εξυπηρετούσε μόνο τις ανάγκες τής εξουσίας αλλά είχε ως σκοπό και τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων, σε πρακτικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, ο ειδικός όταν αισθανόταν, σε κοινωνικό επίπεδο, ότι διακυβεύονταν σημαντικά πράγματα σε θέματα του πεδίου του, άφηνε για λίγο την εσωστρέφεια του εργαστηρίου του κι έβγαινε στον δημόσιο χώρο για να διαφωτίσει με το αυξημένο κύρος του όλους τους υπόλοιπους.
Φυσικά, πλάι σε αυτούς τους δύο τύπους υπήρχε κι ένας ενδιάμεσος που συνταντιούνταν κυρίως στα κομμουνιστικά καθεστώτα, ο λεγόμενος οργανικός διανοούμενος. Αυτός, είτε ως ειδικός είτε ως συλλογικός, ήταν συνδεδεμένος απόλυτα με το κυρίαρχο (και μόνο νόμιμο) κόμμα που εξέφραζε θεωρητικά τα συμφέροντα του «λαού», αλλά δεν έπαυε ο ίδιος να είναι υποχρεωμένος να δικαιολογεί, να προπαγανδίζει και να εξυπηρετεί τα εκάστοτε συμφέροντα του συστήματος εξουσίας των εν λόγω καθεστώτων που ήταν συχνά βάναυσα εφόσον ήταν ολοκληρωτικά. Αν δεν ήταν τελείως κυνικός, ο οργανικός μπορούσε να δικαιολογήσει τα εγκλήματα της στράτευσης προς χάρη μιας μελλοντικής ουτοπίας, όπου οι κοινωνίες θα ζούσαν επιτέλους στον παράδεισο επί της γης.
Μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, φάνηκε ότι το μόνο είδος διανοουμένου που θα επιβίωνε ήταν ο ειδικός. Ηταν εκείνος που ανταποκρινόταν τέλεια στις ανάγκες μιας τεχνικά πολύ σύνθετης εποχής, την ίδια ώρα που ο μεν πανεπιστήμονας δεν διέθετε πια το κύρος του παρελθόντος, ο δε οργανικός είχε ακολουθήσει τη μοίρα των κομμουνιστικών καθεστώτων μετά το 1989.
Τα πράγματα ωστόσο άρχισαν να περιπλέκονται από τη στιγμή που τα λαϊκιστικά κόμματα, είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς, άρχισαν όχι μόνο να ισχυροποιούνται στη Δύση, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις να φλερτάρουν ή να κατακτούν την εξουσία. Με την έλευση των κομμάτων αυτών ζούμε και την αναβίωση του οργανικού διανοουμένου, πράγμα μάλλον αναμενόμενο αν σκεφτούμε ότι η ιδεολογική ηγεμονία συνεισέφερε πολλά στην επικράτηση των παρατάξεων αυτών.
Ποιο είναι όμως το αντίπαλο δέος απέναντι στον νεο-οργανικό διανοούμενο; Αν μείνουμε στενά στο ελληνικό παράδειγμα, εκείνο που φαίνεται να έχει προκύψει είναι ένα νέο είδος μοναχικού, κομματικά ανένταχτου, αλλά με αυξημένα δημοκρατικά αντανακλαστικά διανοουμένου. Πρόκειται για ένα συνδυασμό του συλλογικού με τον ειδικό: μπορεί να διαθέτει μεν μια ειδική τεχνογνωσία, ωστόσο η όποια δημόσια παρέμβασή του έχει σαφώς ευρύτερες προεκτάσεις. Αφορά τις θεμελιώδεις κατακτήσεις της φιλελεύθερης, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και μιας ανοικτής, πλουραλιστικής κοινωνίας και αγοράς (τόσο στις ιδέες όσο και στην οικονομία). Παρότι απεχθάνεται τα μεγάλα, κλειστά συστήματα των ιδεολογιών και παρότι είναι καχύποπτος απέναντι σε όλα τα κόμματα και οπωσδήποτε επικριτικός με όλες τις εξουσίες όταν χρειάζεται, ο τύπος αυτός έχει πάντως σταθερές αξίες και ιδέες. Αντιλαμβάνεται π.χ. την τεράστια σημασία των θεσμών και των αναγκαίων μεταρρυθμίσεών τους, σέβεται τις μεγάλες κατακτήσεις του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού πολιτισμού και δεν είναι ισοπεδωτικός με τα επιτεύγματα της ελληνικής μεταπολίτευσης. Καλοδέχεται εξάλλου πάντα τον διάλογο και είναι ανεκτικός με τους αντιπάλους του τους οποίους σίγουρα δεν βλέπει ως «κοινωνικούς εχθρούς».
Πολλές είναι οι διαφορές του με τον νεο-οργανικό, αλλά θα μείνω στην πιο στοιχειώδη και ίσως τη σημαντικότερη: όταν απειλούνται αυτές οι αξίες του είναι έτοιμος να τις υπερασπιστεί ακόμη και απέναντι στο κόμμα το οποίο ψήφισε. Διότι δεν θα στρατευτεί ποτέ με ιδεολογική τύφλωση, παρότι βεβαίως θα υποστηρίξει κάποιο κόμμα, κι ενδεχομένως να συμβάλει με την τεχνογνωσία του στη διακυβέρνηση, αν του ζητηθεί. Αλλά η ελευθερία της κριτικής του –το θεμελιώδες γνώρισμα κάθε αυθεντικής διανόησης– δεν θα υποταχθεί ποτέ σε καμιά κομματική στράτευση. Μικρές οι δυνάμεις αυτού του ανέστιου «μοναχικού λύκου» αλλά μεγάλη η αποφασιστικότητά του, γι’ αυτό οι εξουσίες θα πρέπει να τον υπολογίζουν. Και οι Δημοκρατίες θα πρέπει να τον ακούν με προσοχή.
*Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου