Βασίλης Μπογιατζής: Ευρωπαϊκή νεωτερικότητα και ελληνική κρίση: Κονδύλης, Καστοριάδης και η δυνατότητα μιας νέας αυτοσυνειδησίας
Ευρωπαϊκή νεωτερικότητα και ελληνική
κρίση: Κονδύλης, Καστοριάδης και η δυνατότητα μιας νέας αυτοσυνειδησίας
Βασίλης Α. Μπογιατζής
[Ομιλία στην εκδήλωση παρουσίασης του τόμου Παναγιώτης Κονδύλης: ένας στοχαστής ενάντια στις βεβαιότητες (εκδ.
Ευρασία) στο Εργοτάξιο Ιδεών, 25/10/2016]
Εισαγωγή
Το ξέσπασμα της τρέχουσας ελληνικής κρίσης από το 2009 και
εξής αποτέλεσε την αφορμή για την εμφάνιση/επανεμφάνιση αντιτιθέμενων μεταξύ
τους προσεγγίσεων. Εντούτοις, και παρά τις διαφορές τους, μοιάζουν να φτάνουν
μέσω διαφορετικών διαδρομών στο ίδιο συμπέρασμα: ότι η ελληνική «ιδιαίτερη
πορεία» από τον 18ο αι. και εξής, και ιδίως μετά την ίδρυση του
νεώτερου ελληνικού κράτους, νοούμενη είτε ως απόκλιση από έναν «ευρωπαϊκό
κανόνα» είτε ως δυτικόφερτη διαστρέβλωση και αλλοίωση μιας ακαθόριστης εθνικής ουσίας, είναι υπεύθυνη για την τωρινή
κρίση. Ανάμεσα σε αυτές, ξεχωριστή θέση έχουν, νομίζω, οι προσεγγίσεις των Π.
Κονδύλη και Κ. Καστοριάδη, οι οποίες εγείρουν σοβαρούς προβληματισμούς και στις
οποίες θα επανέλθω. Προκαταβολικά όμως, να πω ότι έχω πολλές επιφυλάξεις για το
κατά πόσο εμβαθύνουμε στην κατανόηση της «ελληνικής περίπτωσης», όταν απλώς
αναζητούμε αποκλίσεις ή αλλοιώσεις. Σκέφτομαι όσα γράφει ο Stefan
Collini για τον «ιδιαίτερο» ή «αποκλίνοντα» ρόλο κάθε εθνικής ιστορίας.
Υποστηρίζει πως πράγματι, καθεμία από τις μείζονες, και όχι μόνο, κοινωνίες
είναι με τον τρόπο της ιδιαίτερη. Ωστόσο, μολονότι σχετικοί ισχυρισμοί –«οι
αγγλικές ιδιαιτερότητες», «η γερμανική ιδιαίτερη πορεία», «ο αμερικανικός
εξαιρετισμός», «η γαλλική μοναδικότητα»– είναι ευρύτατα διαδεδομένοι, ποια
είναι η κοινή «νόρμα» εξέλιξης βάσει της οποίας εντοπίζονται αποκλίσεις; Στις
σχετικές συζητήσεις, παρατηρεί, μια υποτιθέμενη ευρωπαϊκή «νόρμα» λειτουργεί ως
κριτήριο σύγκρισης. Αυτή όμως, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η στερεοτυπική, και
για αυτό επιφανειακή, περιγραφή μιας άλλης ιδιαίτερης περίπτωσης. Έτσι,
συγκαλύπτεται ότι τέτοιο γενικό πρότυπο δεν υπάρχει. Αντί λοιπόν, για να επιστρέψω στα καθ’ ημάς, να υποστασιοποιείται «δυτικό
υπόδειγμα» και «ελληνική ιδιαιτερότητα» αντίστοιχα, η έμφαση μπορεί να αποδοθεί
στον εντοπισμό αλληλεπιδράσεων, αντινομιών και αντιφάσεων. Η ελληνική
περίπτωση, έτσι, μπορεί να τοποθετηθεί στα συμφραζόμενα ενός ευρύτερου
μετασχηματισμού, όπoυ και
βιώνει τους συγκλονιστικούς κραδασμούς που αυτός επιφέρει, αλλά και εισφέρει
πρωτότυπες συμβολές στα ερωτήματα που αυτός θέτει. Σε όσα ακολουθούν θα ήθελα
να επιμείνω στα προηγούμενα σημεία, καθώς και να αναφερθώ στη σημασία των
Παναγιώτη Κονδύλη και Κορνήλιου Καστοριάδη για αυτούς τους προβληματισμούς.
Θεωρήσεις της νεωτερικότητας: μια συνοπτική επισκόπηση
Προτού λοιπόν, να έλθω στις θεωρήσεις των Π. Κονδύλη και Κ. Καστοριάδη και δείξω τόσο αυτό που θεωρώ συμβολή τους όσο και τα όριά τους, θα ήθελα να κάνω μια συνοπτική αναφορά στις θεωρίες της νεωτερικότητας. Οι θεωρίες του εκσυγχρονισμού και των μαρξιστικών εν πολλοίς εναλλακτικών τους, όπως και οι θεσμικές προσεγγίσεις (modernization theories/institutional approaches) –και εδώ δεν αναφέρομαι στις μεταμοντέρνες θεωρήσεις και σε εκείνες που αμφισβητούν την ίδια τη (αυτο)νομιμοποίηση της νεωτερικότητας ως απόλυτης ρήξης με το παρελθόν– θεώρησαν ότι οι Νέοι Χρόνοι συμπυκνώνονται σε μια συγκεκριμένη αλληλουχία μειζόνων επαναστάσεων: την Επιστημονική του 17ου αιώνα, τη Βιομηχανική και την ανάδυση του καπιταλισμού, καθώς και τις Δημοκρατικές των 18ου και 19ου αιώνων. Μετά από αυτές, διατείνονται οι εν λόγω θεωρήσεις, οι επαρκείς νεωτερικές απαντήσεις στα ερωτήματα της πολιτικής, της οικονομίας και της γνώσης θεμελιώθηκαν μια για πάντα και από τότε η νεωτερική κοινωνία εκτυλίχθηκε ομαλά και προοδευτικά. οι διαφορές που παραμένουν ανάμεσα στις κοινωνίες οφείλονται είτε στην «οπισθοδρομικότητά» τους είτε σε σχετικά ασήμαντες πολιτισμικές διαφορές είτε στην επίδραση του Κεφαλαίου. Παρά, όμως, την αναμφισβήτητη σημασία των τριών αυτών «στιγμών», όπως και άλλων, η πορεία της νεωτερικότητας δεν εκτυλίχθηκε με αυτόματο τρόπο από τις απαρχές της: οι συλλογικές ερμηνείες αυτών των στιγμών, όπως και άλλων μεταγενέστερων, και της εμπειρίας τους μορφοποίησαν ιδιαίτερες ποικιλίες νεωτερικότητας. η εμπειρία αυτών των στιγμών δε, διαφοροποιήθηκε αξιοσημείωτα από κοινωνία σε κοινωνία, ενώ οι ερμηνείες που δόθηκαν, έτυχαν και τυγχάνουν αμφισβήτησης και διαρκούς αναθεώρησης.
Με αυτή την έννοια,
προσεγγίσεις της νεωτερικότητας –όπως αυτή του Peter Wagner, ο οποίος στηρίζεται
ρητά στον Κορνήλιο Καστοριάδη και στην άποψή του για το διττό φαντασιακό της
νεωτερικότητας, την αμφιταλάντευση μεταξύ αυτονομίας και κυριαρχίας, την
ιστορία ως δημιουργία– οι οποίες
αποδίδουν έμφαση στην ερμηνεία των
εμπειριών μειζόνων μετασχηματισμών με όρους αυτονομίας, και στο ήθος της νεωτερικής κουλτούρας ως
δέσμευσης στην ατομική αυτονομία, την εξερεύνηση του εαυτού, τον προσωπικό
ορισμό του ευ ζην, στη μοναδικότητα
της ανθρώπινης ύπαρξης, την ανατίμηση του Εντεύθεν
έναντι του Εκείθεν, διαμορφώνουν μια
πολυπλοκότερη και ανοικτή στην ενδεχομενικότητα εικόνα. Σε αυτή, η
νεωτερικότητα αναπαρίσταται ως ένας τρόπος βάσει του οποίου οι άνθρωποι
αντιλαμβάνονται τις ζωές τους. Έτσι, χρειάζεται να απευθυνθεί στα ερωτήματα
«πώς να κυβερνηθεί η πολιτική ζωή;», η πολιτική
προβληματική, «πώς να ικανοποιηθούν οι ανθρώπινες ανάγκες;», η οικονομική προβληματική, και τέλος, «πώς
να καθιδρυθεί έγκυρη γνώση;», η επιστημολογική.
Αυτές οι προβληματικές δεν αποτελούν καθ’ εαυτές ιδιαίτερο στοιχείο της
νεωτερικότητας, καθώς διαπερνούν όλες τις κοινωνίες. Αλλά η θεώρηση ότι οι
απαντήσεις σε αυτές δεν είναι δοσμένες από εξωτερικές πηγές αυθεντίας, αλλά
πρέπει να αναζητηθούν –πράγμα που σημαίνει ότι κάθε απάντηση είναι ανοικτή στην
κριτική και την αμφιβολία, άρα δεν υπάρχει μία και μόνη απάντηση–, είναι που
περιλαμβάνεται σε αυτή τη μοντέρνα δέσμευση στην αυτονομία και σε αυτό
συνίσταται ο νεωτερικός τρόπος πραγμάτευσης αυτών των προβληματικών.
Έτσι, μολονότι οι περισσότερες
προσεγγίσεις της νεωτερικότητας έχουν υποστηρίξει ότι εντόπισαν τη μία και
μοναδική θεσμική δομή της κοινωνίας που είναι καθαυτή νεωτερική, οι μετασχηματισμοί
της, παρελθόντες και τωρινοί, εθνικοί και παγκόσμιοι, δείχνουν ότι υπάρχει
ποικιλία απαντήσεων. Αυτή η ποικιλία οφείλεται στις διαφορετικές απαντήσεις που
δόθηκαν στις προαναφερθείσες προβληματικές.
κι εδώ τα πολιτισμικά πλαίσια εντός των οποίων αναπτύχθηκαν οι
νεωτερικές απαντήσεις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο. Η θεώρηση όμως ότι η
νεωτερικότητα επικαθορίζεται από την πολιτισμική κληρονομιά υποτιμά τον
δυναμισμό της. αλλά και η
προσέγγισή της ως διαρκούς επανάστασης, πέρα από το ότι υποβαθμίζει το πλαίσιο,
συγκαλύπτει ένα άλλο γεγονός: το ότι οι απαντήσεις που δίνει κάθε κοινωνία σε
αυτά τα ερωτήματα, μπορούν να ανιχνευθούν στις μείζονες στιγμές της κοινής της
ιστορίας. Αν λοιπόν, προσεγγιστεί η νεωτερικότητα με αυτό τον τρόπο, δεν
ταυτίζεται αποκλειστικά ούτε με την πρόοδο και την αύξουσα ελευθερία ούτε και
με την επιτήρηση και την κυριαρχία. Τότε, και η έννοια της κρίσης ανασημασιοδοτείται: πρόκειται
πλέον για συνθήκη όπου αντιμαχόμενοι κοινωνικοί δρώντες πράττουν για να
μετασχηματίσουν δομές οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην κατ’ αυτούς «ορθή»
ερμηνεία του κοινωνικού είναι.
Αν επομένως, στην ιστορική
περιγραφή των νεωτερικών διαδικασιών διατηρηθεί η εγγενής στο νεωτερικό σχέδιο αμφιταλάντευση, μπορεί να
υποστηριχθεί ότι από το 1750 ως το 1850 παρατηρείται η αποκορύφωση της
φιλελεύθερης ιδεολογίας –τις ολιγαρχικές όψεις της οποίας κατέδειξε ο Κονδύλης. από το 1850 ως τις αρχές
του 20ου αιώνα το εργατικό κίνημα, η καθολική ψηφοφορία, η εκρίζωση
κοινωνικών ομάδων ως αποτέλεσμα ριζικών αλλαγών και η ανάγκη ενσωμάτωσής τους,
σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογικές και οικονομικές συνθήκες οδηγούν στην πρώτη κρίση της νεωτερικότητας η οποία
επιλύεται με την οργανωμένη ρύθμιση
στην κατεύθυνση της συλλογικότητας. Η εξέλιξη αυτή, η οποία κορυφώνεται στην
εποχή του Μεσοπολέμου και ολοκληρώνεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υφίσταται
μια δεύτερη κρίση ήδη από τις
δεκαετίες του ’60-’70 με την έμφαση στην ατομική αυτοπραγμάτωση και το τέλος
της Χρυσής μεταπολεμικής Τριακονταετίας. σε συνδυασμό με αυτή, τα κύματα εκδημοκρατισμού των
ετών 1989-1991, το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών την ίδια περίοδο και η
κυριαρχία της οικονομικής προβληματικής, καθώς και μετά το 2008, η
καπιταλιστική κρίση και οι απόπειρες απαντήσεων σε αυτή, διαμορφώνουν το
πλαίσιο των νέων εξελίξεων και αναζητήσεων.
Παναγιώτης Κονδύλης, Κορνήλιος Καστοριάδης,
ελληνική νεωτερικότητα
Παρά το γεγονός ότι οι Καστοριάδης και Κονδύλης συμπεριλαμβάνονται –είναι
πρόδηλο ήδη από τις ελάχιστες σχετικές νύξεις– στους πλέον ευαίσθητους, μελετητές
του νεωτερικού φαινομένου, δεν φαίνεται να διατηρούν την ίδια ερμηνευτική
ευελιξία όσον αφορά την προσέγγιση της ελληνικής νεωτερικότητας. Σε μια
παράδοξη, τουλάχιστον στα μάτια μου, διασκευή της παπαρρηγοπούλειας αφήγησης, ο
Καστοριάδης θα ισχυριστεί ότι «η πολιτική
ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.», πως η ιστορία του νεώτερου ελληνικού
κράτους είναι αδύνατο να κατανοηθεί χωρίς τους είκοσι έναν αιώνες ανελευθερίας
που προηγήθηκαν, καθώς και ότι αυτό που παρατηρείται είναι η αδυναμία
συγκρότησης «πολιτικής κοινωνίας» στους δύο αιώνες ύπαρξης του ελληνικού
κράτους. Ο Κονδύλης, από την πλευρά του, αντιπαρέθεσε τα ιδεοτυπικά
χαρακτηριστικά της αστικής τάξης και της «δυτικής» εν γένει νεωτερικότητας στην
ελληνική περίπτωση, με αποτέλεσμα την εξαγωγή συντριπτικά υποτιμητικών
συμπερασμάτων για αυτή, συμπεράσματα που συνόψισε στον τίτλο «Η καχεξία του
αστικού στοιχείου στην Ελλάδα»: πατριαρχικές σχέσεις, οικονομικές
δραστηριότητες με στόχο την κοινωνική αναγνώριση, μεταπρατισμός, εξάρτηση της
εμποροβιοτεχνικής δραστηριότητας από το εξωτερικό, υπανάπτυξη βιομηχανίας και
παραγωγικών αγαθών, «νόθος» κοινοβουλευτισμός κλπ. Βάσιμα, συνεπώς, θα ήθελα να υποστηρίξω ότι ορισμένες από τις
ερμηνευτικές «αστοχίες» τους είναι δυνατό να αποδοθούν στο ότι δεν
προβληματοποίησαν επαρκώς τόσο το «δυτικό υπόδειγμα», όσο και την «ελληνική
ιδιαιτερότητα». Και σε αυτή την προοπτική, η παρατήρηση του Γ. Καρτάλη στο
Παρίσι του 1956, την οποία χαριτολογώντας παρέθετε ο Καστοριάδης, «Κορνήλιε, ξεχνάς ότι στην Ελλάδα δεν έγινε Γαλλική
Επανάσταση» έχει με τον τρόπο της, θεωρώ, και ιστορικό βάθος και την ανάλογη
γείωση.
Αν για το «δυτικό υπόδειγμα» αρκούν τα όσα έχουν
αναφερθεί προηγουμένως, για την ελληνική περίπτωση θα ήθελα εντελώς ενδεικτικά να
αναφερθώ στη μελέτη του Gunnar Hering για τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα κυρίως
του 19ου αιώνα. Εκκινώντας από το “γεγονός” ότι τα ελληνικά πολιτικά
κόμματα προϋπήρχαν της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους και ότι αυτό που τα
διαφοροποιούσε από τα ευρωπαϊκά και βαλκανικά αντίστοιχά τους ήταν το
«παράξενο» μίγμα εκσυγχρονιστικών τάσεων, καθώς και συγκεκριμένων και
αντιμαχόμενων προσλήψεων της παράδοσης, ο Hering προσεγγίζει τον μακρό ελληνικό 19ο αιώνα ως μια, συγχωρέστε μου
το οξύμωρο, μονίμως πρόσκαιρη ερμηνεία μειζόνων πολιτικών εμπειριών: της
Επανάστασης, της έλευσης των Βαυαρών, της εγκαθίδρυσης της βασιλευομένης
δημοκρατίας κλπ. Υπογραμμίζοντας τη σημασία των κομμάτων τόσο για την
ολοκλήρωση του πολιτικού συστήματος όσο και για τη διατύπωση αιτημάτων προς το
κράτος –αιτημάτων που συν-διαμορφώνουν το κράτος εν γένει– ο Hering προχωρεί στην υπονόμευση τριών «μύθων» με τεράστιο
βάρος στην ερμηνεία του ρόλου των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα: ότι αποτελούν
πράκτορες ξένων δυνάμεων, ότι είναι κυρίως και απολειστικά πελατειακοί
σχηματισμοί, ότι συνιστούν απλώς μορφές επέκτασης της βούλησης του αρχηγού τους
για εξουσία. Απορρίπτοντας εξηγήσεις βασισμένες στη «βαλκανική/ανατολίτικη
νοοτροπία», σε προκαταλήψεις στηριγμένες στη διχοτομία «συντηρητικές ελίτ
εναντίον προοδευτικού λαού», στη μονόπλευρη έμφαση στα πελατειακά δίκτυα ή τις
μαρξιστικές και εθνοκεντρικές ερμηνείες που καταδικάζουν την «ολιγαρχία», τον
«ξένο παράγοντα» ή μια «χούφτα οικογένειες» –παρεμπιπτόντως,
ερμηνείες οι οποίες επανήλθαν στο
προσκήνιο κατά τη διάρκεια της κρίσης, όπως παρατηρεί ο Mark Mazower–, o Hering εστιάζει
στην ιδεολογία και τις πολιτικές αξίες των κομμάτων, επικυρώνοντας την άποψη
του Max Weber ότι τα πολιτικά κόμματα έχουν και ιδεολογία και
συμφέροντα, ότι είναι την ίδια στιγμή και μηχανισμοί πατρωνείας/αξιωμάτων και
δημιουργοί κοσμοεικόνων. Ο Hering δείχνει ότι
άσχετα από τους ανταγωνισμούς και τις ιδεολογικές διαφορές τους, ο κοινός
παρονομαστής των ελληνικών κομμάτων του 19ου αι. ήταν α) η παραδοχή
ότι το νεοσχηματισμένο κράτος έπρεπε να είναι «δυτικού τύπου». β) ότι η οργάνωση αυτού
του κράτους έπρεπε να είναι πέραν πάσης αμφιβολίας συνταγματική. γ) ότι η βάση αυτού του
συνταγματισμού έπρεπε να είναι η ευρύτερη δυνατή λαϊκή: είναι από αυτή την
τελευταία παραδοχή που πηγάζει η καθολική ανδρική ψηφοφορία το 1844 για πρώτη
φορά στην Ευρώπη.
Σε αυτή την
προοπτική, αυτό που μοιάζει ως χάος του 19ου αιώνα δεν είναι τίποτε
άλλο παρά, όπως τονίζει ο Hering, οι διαμάχες
γύρω από τους κεντρικούς άξονες της πολιτικής αντιπαράθεσης: από τους φόρους
και την εξωτερική πολιτική έως την εκπαίδευση, την οργάνωση του Κράτους, τον ρόλο
της Εκκλησίας στη δημόσια ζωή και τη μορφή του πολιτεύματος. η πραγμάτευση όλων αυτών των ζητημάτων προϋπέθετε
ευρύτερους στόχους και πολιτικούς προσανατολισμούς, καθώς επίσης και μια ισχυρή
πρόσδεση σε αξίες και ιδεολογίες. Με αυτή την έννοια, η προσέγγιση αυτών των
διαμαχών υπό το πρίσμα αποκλειστικά και μόνο των νοοτροπιών ή των πελατειακών
δικτύων χαρακτηρίζεται ανεπαρκής. Αυτό δεν σημαίνει εξιδανίκευση του ελληνικού
19ου αιώνα, αλλά ανάγκη τονισμού, όπως επισημαίνει ο Hering, της εμφάνισης φιλελεύθερων και δημοκρατικών αξιών, των κινδύνων στους
οποίους εκτέθηκαν, αλλά και την πολλές φορές καλύτερη λειτουργία τους εντός
ορισμένων συνθηκών από ό, τι τα ευρωπαϊκά πρότυπα και πρωτότυπά τους.
Στην ίδια γραμμή σκέψης θα μπορούσα να
τοποθετήσω τον Mark Mazower.
Παρατηρώντας ότι σκεφτόμαστε συνήθως την Ελλάδα ως την πατρίδα του Πλάτωνα και
του Περικλή, με την πραγματική της σημασία να βρίσκεται βαθιά στην αρχαιότητα,
ο Mazower αντιστρέφει
τη θεωρούμενη ως γραμμική φορά της ιστορίας, όπως και στη Σκοτεινή
Ήπειρο, και τονίζει ότι σήμερα δεν είναι η πρώτη φορά που για να
κατανοήσεις το μέλλον της Ευρώπης χρειάζεται να στραφείς μακριά από τις μεγάλες
δυνάμεις στο κέντρο της ηπείρου και να κοιτάξεις προσεκτικά όσα συμβαίνουν στην
Αθήνα: τα τελευταία 200 χρόνια η Ελλάδα, θεωρεί, ήταν στην πρώτη γραμμή της
εξέλιξης της Ευρώπης (νικηφόρα επανάσταση του 1821, δημιουργία έθνους-κράτους
που συνένωνε εθνικισμό και δημοκρατία, ανταλλαγή πληθυσμών μετά τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο, Αντίσταση, πρώτη σύγκρουση του Ψυχρού Πολέμου, ζυμώσεις για
την ΕΟΚ, δικτατορία και εκδημοκρατισμός, συμμετοχή στη διεύρυνση της Ένωσης). Από
αυτή την αντιστροφή, η οποία δεν αφορά εθνικιστικές εξιδανικεύσεις, δεν
σχετίζεται με την εκσυγχρονιστική γραμμικότητα, τον λυρισμό της
«ιδιοπροσωπείας» και τη θρηνωδία της εξάρτησης, προκύπτει ότι οι αιτίες της
τωρινής κρίσης δεν εντοπίζονται σε πάγια και αμετάβλητα χαρακτηριστικά με
προέλευση τον 19ο αι. ή ακόμη πιο πίσω. Είναι πολιτικές, όχι
ηθικές, και εντοπίζονται σε σαφείς τάσεις της μεταπολεμικής/μεταπολιτευτικής
περιόδου, τις εμπειρίες και τις ερμηνείες τους: την επιθυμία μετά το 1974
για την οικοδόμηση ενός κράτους-πρόνοιας.
τον τρόπο με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε και σταθεροποιήθηκε η
δημοκρατία: τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα επέκτειναν και σταθεροποίησαν την επιρροή
τους στη βάση υπερβολικών δημοσίων δαπανών χωρίς μέριμνα για τη διασφάλιση
επαρκών φορολογικών εσόδων. τον
παγκόσμιο μετασχηματισμό των κεφαλαιακών αγορών. Αυτά
συνδυάστηκαν με μια αριστερή φοιτητική κουλτούρα που άνθισε τις
μεταπολιτευτικές δεκαετίες και αναζωπυρώθηκε εντός κρίσης, η οποία
ρομαντικοποίησε την Αριστερά της Κατοχής, υπερτίμησε τον ακτιβισμό και είδε μία
επαναστατική προοπτική σε κάθε σχολική κατάληψη: εξιδανίκευσε χωρίς και να
εξιστορικεύσει την εμπειρία της Αντίστασης και επέδειξε ιδιαίτερη εμμονή με την
επανάληψη αυτής της εξιδανικευμένης εμπειρίας στο παρόν, αποκρύπτοντας το πόσο
πολύ έχουν αλλάξει οι συνθήκες.
επίσης, με μια κουλτούρα πλουτισμού και κατανάλωσης που οδήγησε σε μια
αλαζονική θεώρηση των Ελλήνων ως «ανώτερης κάστας» σε σχέση με τον περίγυρό
τους και συνδύασε την Ευρώπη –όχι μόνο ελληνικό φαινόμενο– αποκλειστικά με τη
ροή χρημάτων και όχι με την ειρήνη, την ελευθερία και τη δημοκρατία. με την ολοένα και
αυξανόμενη σημασία του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα στην οικονομία, καθώς κι έναν
εκσυγχρονισμό που όψεις του επιδείνωσαν τις ήδη υπαρκτές αδυναμίες. Ήταν αυτές
οι όψεις που διαπλέχθηκαν με/επισκίασαν τις αναμφισβήτητες επιτυχίες της
μεταπολίτευσης, όπως τον επιτυχή εκδημοκρατισμό, τη διεύρυνση των οριζόντων και
των δικαιωμάτων, την ανάπτυξη μιας εξαιρετικά ζωντανής κουλτούρας και
διανόησης, αλλά και την εξωστρέφεια της χώρας. Το ζήτημα είναι αν οι
δυνατότητες αυτοκριτικής παραμένουν ενεργές ή αν επανακάμπτουν μορφές
μεσσιανικής πολιτικής, όπως σε διάφορες στιγμές του 20ού αιώνα. Και αν από την
πλευρά των πολιτικών το «μαζί τα φάγαμε» είναι απαράδεκτο και ανεκδιήγητο, ο Mazower επισημαίνει ότι «Οι πολίτες δεν είναι άμοιροι
ευθυνών. Πρέπει
να παραδεχθούν ότι οι ίδιοι τους ψηφίσαν για να τους εκπροσωπήσουν στο
κοινοβούλιο. Δεν τους επιβλήθηκαν από κάποια αόρατη δύναμη. Χωρίς αυτή την
παραδοχή δεν θα μπορέσει να γεφυρωθεί το χάσμα».
Εφόσον
τοποθετηθούν στο πλαίσιο που διαμορφώνουν τα έργα των Hering-Mazower, όπως και
του Judt λ.χ. για τον
20ό αι., γίνονται γονιμότερες τόσο η υπενθύμιση του Καστοριάδη ότι «είμαστε
υπεύθυνοι για την ιστορία μας!» –παρεμπιπτόντως, άποψη που απορρίπτει την παραδοσιακή
“αριστερή” θέση ότι τα αρνητικά του 20ού αιώνα απλώς τα επέβαλαν η Δεξιά, οι
κυρίαρχες τάξεις και η «μαύρη αντίδραση» ερήμην του ελληνικού λαού, διότι συνεπάγεται μια αντίληψη του
λαού ως νηπίου, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται και η υπευθυνότητα της δημοκρατικής
του ή μη συμμετοχής σε αυτά, και η δυνατότητα αλλαγής,– όσο και οι κριτικές/μαχητικές
τοποθετήσεις του Κονδύλη ενάντια σε «πολιτική τάξη» και «λαό», για τις οποίες
έχω γράψει και στο βιβλίο
και αλλού
αναλυτικά. Μπορούν δε, θεωρώ, να διαβαστούν στην εξής κατεύθυνση: η τωρινή
ελληνική κρίση δεν ήταν μοίρα και προπατορικό αμάρτημα, αλλά ενδεχόμενο. παράγωγο, εντούτοις,
νεωτερικών ερμηνειών σε εμπειρίες και απαντήσεων στις προβληματικές της κοινής ζωής.
Είναι από αυτές τις ερμηνείες και απαντήσεις, όπως και τις μελλοντικές, που θα
εξαρτηθεί και η έκβασή της. Και πάντοτε, όπως σε κάθε νεωτερική κρίση, οι
κίνδυνοι της κατάρρευσης, της αυτοκαταστροφής ή του αυταρχισμού περιλαμβάνονται
στις δυνατές απαντήσεις.
Επίλογος
Κλείνοντας,
θα ήθελα να αναφερθώ στον Karl
Mannheim, τον
οποίο σύστησε ο Παναγιώτης Κονδύλης στο ευρύτερο ελληνικό κοινό. Γράφοντας προς το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης,
λίγο μετά τις καταστροφικές εκλογές του 1932, ο Mannheim ασκούσε σφοδρή κριτική σε όσους θρηνούσαν για την “πνευματική
κρίση” των καιρών, προσάπτοντάς τους μοιρολατρεία. Αυτό που αποκαλούμε πνευματικές κρίσεις, παρατηρούσε, είναι ίσως
κάτι «μέσω του οποίου μπορούμε να εργαστούμε», ιδίως αν λάβουμε υπόψη μας τα
αισθήματα αποξένωσης και απώλειας προσανατολισμού των ανθρώπων, όπως και τις
προσπάθειές τους να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Οι κρίσεις εξάλλου,
υπενθύμιζε, δεν είναι απλώς και μόνο πνευματικές. αναφερόμενος σε έρευνα
πεδίου που είχε διεξαγάγει νωρίτερα την ίδια χρονιά, ο Mannheim έγραφε ότι οι άνθρωποι που τη βίωναν, την
αντιλαμβάνονταν ως μείζονα αλλαγή των συνθηκών και των στόχων ζωής τους: ορισμένοι
τουλάχιστον την πραγματεύονταν ως ένα επώδυνο άνοιγμα σε μεγαλύτερη αυτονομία
και έναν νέο ρεαλισμό. Αν αυτό σημαίνει ανάγκη να κινηθούμε πέραν της
αυτοθυματοποίησης, της έμφασης στην ευθύνη είτε του «ξένου παράγοντα» είτε της
«ανεπάρκειας των ελίτ», αλλά και πέραν της αναζήτησης «αποκλίσεων» από ένα
δήθεν καθολικό «ευρωπαϊκό κανόνα», τότε οι αναλύσεις των Κονδύλη-Καστοριάδη
μπορούν σίγουρα να εισφέρουν στην απαραίτητη συλλογική θεωρητική και πολιτική
αυτοσυνειδησία.
Πολύ ενδιαφέρον και περιεκτικό το κείμενο-ομιλία του Β. Μπογιατζή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι από τις ελάχιστες τρέχουσες καλές συμβολές Ελλήνων αναλυτών των νεοελληνικών νοοτροπιών και "ιδεολογιών", που μπορούν επίσης να παροτρύνουν και σε περαιτέρω καρποφόρες σκέψεις, πέρα από τα τετριμμένα και - όπως φάνηκε σε 8 χρόνια κρίσης - ατελέσφορα.