Cas Mudde: Σκεφτόμαστε λάθος για τον λαϊκισμό. Και μας κοστίζει


Πρέπει πραγματικά να μιλήσουμε για τη λέξη από «Λ». Τη συναντάμε παντού στις μέρες μας. Και τη χρησιμοποιούν όλοι: άνδρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά άκουσα να τη χρησιμοποιούν. Φυσικά και μιλάω για το λαϊκισμό. Δεν υπάρχει περίπτωση να διαβάσεις ένα άρθρο για την πολιτική αυτή την εποχή και να μην περιλαμβάνει τη λέξη. Στην ουσία, οποιαδήποτε εκλογή ή δημοψήφισμα παρουσιάζεται σαν μια μάχη ανάμεσα σε ένα θαρραλέο λαϊκισμό και ένα πολιορκημένο καθεστώς. Δεν υπάρχει χώρος για κάτι άλλο.
Μη με παρεξηγήσετε, ο λαϊκισμός είναι μια χρήσιμη έννοια για να καταλάβουμε τη σύγχρονη πολιτική στην Ευρώπη, αλλά και εκτός αυτής, μόνο όμως υπό δύο αυστηρές προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να αποσαφηνιστεί πλήρως και δεύτερον, θα πρέπει να αποτελεί μία από τις πολλές έννοιες για να κατανοήσουμε την πολιτική. Δυστυχώς, αυτό δεν ισχύει τις περισσότερες φορές που μιλάμε για πολιτική και λαϊκισμό σήμερα. Η υπεροχή του φακού του λαϊκισμού το κάνει έτσι ώστε να βλέπουμε ταυτόχρονα υπερβολικό λαϊκισμό και πολύ λίγο μη-λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, κυρίως στερούμενος ξεκάθαρων ορισμών, αντιθέτως με ευρείες αναφορές σε ανεύθυνες ή μη παραδοσιακές πολιτικές, όπως το να υπόσχεσαι τα πάντα σε όλους ή να μιλάς με λαϊκό τρόπο. Κανένα από τα δύο δεν είναι σχετικό με το λαϊκισμό και τα δύο όμως είναι αρκετά διαδεδομένα στις πολιτικές εκστρατείες γενικότερα. Αντιθέτως, ο λαϊκισμός περιγράφεται καλύτερα ως εξής: Μια ιδεολογία που θεωρεί ότι η κοινωνία είναι τελικά χωρισμένη σε δύο ομοιογενή και ανταγωνιστικά γκρουπ – τους «αγνούς ανθρώπους» και τη «διεφθαρμένη ελίτ» – και παρουσιάζει το επιχείρημα ότι η πολιτική πρέπει να είναι μια έκφραση της γενικής βούλησης των ανθρώπων.
Ο λαϊκισμός είναι ταυτόχρονα μονιστικός και ηθικολογικός. Οι λαϊκιστές πιστεύουν ότι όλοι οι άνθρωποι μοιράζονται τα ίδια ενδιαφέροντα και αξίες και ότι η βασική διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους και την ελίτ είναι ο ηθικός κώδικας, για παράδειγμα, οι «αγνοί» σε αντίθεση με τους «διεφθαρμένους». Παρουσιάζουν την πολιτική σαν μια μάχη όλων εναντίον ενός, ενός εναντίον όλων, που κατά ειρωνεία, επαληθεύεται από την αφήγηση των κρατούντων ΜΜΕ ανάμεσα σε ένα θαρραλέο λαϊκισμό εναντίον ενός πολιορκημένου καθεστώτος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο λαϊκισμός είναι ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης πολιτικής. Τα λαϊκιστικά κόμματα εκπροσωπούνται στα περισσότερα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και οι λαϊκιστές πρόεδροι και πρωθυπουργοί κυβερνούν σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές χώρες. Όμως οι περισσότερες τέτοιες παρατάξεις και πολιτικοί, δεν είναι απλώς λαϊκιστές. Συνδυάζουν το λαϊκισμό με άλλα ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Οι αριστεροί λαϊκιστές συνδυάζουν το λαϊκισμό με κάποια μορφή σοσιαλισμού -σκεφτείτε το ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα ή τον Τσαβισμό στη Βενεζουέλα- ενώ οι δεξιοί λαϊκιστές πρωτίστως συνδυάζουν το λαϊκισμό με απολυταρχισμό και νατιβισμό – σκεφτείτε τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ ή τον Γκερτ Βίλντερς στην Ολλανδία.
Πριν την άνοδο του αριστερού λαϊκισμού, οι δεξιοί λαϊκιστές περισσότερο έφερναν τον τίτλο του «ακροδεξιού» και λιγότερο του «λαϊκιστή», ενώ ο συνδυασμός των δύο, λαϊκιστής ακροδεξιός (ή καλύτερα, ακροδεξιός λαϊκισμός) είναι πιο κατάλληλος. Δεν είναι μόνο ακαδημαϊκό το θέμα παρόλα αυτά. Γιατί τα δυτικά ΜΜΕ έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τη σύγχρονη πρόκληση στη φιλελεύθερη δημοκρατία αποκλειστικά με όρους λαϊκισμού, επικεντρώνονται κυρίως σε αντι-καθεστωτικά συναισθήματα από πολιτικά αουτσάιντερ. Για αυτό και τα συγκροτήματα Τύπου βιάστηκαν να πανηγυρίσουν τη νίκη του συντηρητικού Πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε με τον «καλό λαϊκισμό» εναντίον του «κακού λαϊκισμού» του Γκερτ Βίλντερς.
Αυτό που διέφυγε σε πολλούς παρόλα αυτά, ήταν ότι ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, Ρούτε και ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, Ζίμπραντ Μπούμα έκαναν μια ολοένα περισσότερο απολυταρχική και νατιβιστική εκστρατεία. Και τα δύο κόμματα παρουσιάστηκαν σαν υπερασπιστές των «Χριστιανικών» και «Ολλανδικών» αξιών, με πρακτικές όπως το νατραγουδάνε τον εθνικό ύμνο και τη ρατσιστική παράδοση του Μαύρου Πιτ. Ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας του VVD,Χάλμπε Ζίλστρα είπε ακόμη πως τα πασχαλινά αυγά απειλούνται από το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους, έχοντας την υποστήριξη λαϊκών αριστερών ομοϊδεατών του. Και ο Ρούτε το πήγε ένα βήμα πιο κάτω στοχοποιώντας σαφώς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες με την εκστρατεία του υπό τον τίτλο «act normal», υπονοώντας ότι ακόμα και οι απόγονοι των μεταναστών είναι στην καλύτερη περίπτωση Ολλανδοί πολίτες σε δοκιμαστική περίοδο.
Όμως ενώ τα περισσότερα ΜΜΕ είδαν ελάχιστα στις ολλανδικές εκλογές, είδαν πάρα πολλά στο βρετανικό δημοψήφισμα και τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Και τα δύο αντιμετωπίζονται συστηματικά σαν λαϊκιστικές νίκες, κάτι που στην καλύτερη περίπτωση είναι υπερβολή και στη χειρότερη περίπτωση, ψέμα. Ενώ το βρετανικό Κόμμα Ανεξαρτησίας (UKIP) έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στο να «ωθήσει» τους υποστηρικτές του «Leave» στο να περάσουν το όριο του 50%, η ώθηση για το Brexit ήταν πάντα κυρίως ένα εγχείρημα των Συντηρητικών. Για αυτό, πολλοί Βρετανοί δεν ψήφισαν εναντίον μιας «διεφθαρμένης ελίτ», είτε αυτή είναι βρετανική είτε ευρωπαϊκή, αλλά ψήφισαν για να επαναφέρουν την εθνική κυριαρχία, όπως την αντιλαμβάνονται, συμφωνώντας με ένα σημαντικό κομμάτι της ελίτ των Τόρι.
Παρομοίως, παρά το χαμό που έγινε, οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 ήταν πρώτον και κύριον, άλλη μια εκλογική διαδικασία στην οποία οι Ρεπουμπλικάνοι ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους και οι Δημοκρατικοί τους Δημοκρατικούς. Ίσως είναι αλήθεια ότι ο λαϊκισμός κινητοποίησε μερικούς οργισμένους λευκούς της εργατικής τάξης στην «αμερικανική ενδοχώρα» να εμφανιστούν, κάτι που θα μπορούσε να είχε αλλάξει το αποτέλεσμα στις πολιτείες αυτές και συνεπώς στις εκλογές συνολικά, όμως αυτή η μερίδα του πληθυσμού ήταν στην καλύτερη μια μικρή μειοψηφία των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων. Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων που ψήφισαν τον Τραμπ το έκαναν για παραδοσιακούς ρεπουμπλικανικούς λόγους, όπως η έκτρωση, η μετανάστευση, οι φόροι και κυρίως, η μεροληψία υπέρ του κόμματος.
Εν ολίγοις, είναι ώρα να βάλουμε το κάδρο του λαϊκισμού στη σωστή βάση. Ναι, ο λαϊκισμός είναι σημαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής, όμως δεν είναι λαϊκισμός όλες οι αντι-καθεστωτικές πολιτικές και τα λαϊκιστικά κόμματα δεν έχουν να κάνουν μόνο με λαϊκισμό. Μάλιστα, για να καταλάβουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια πολιτικούς σαν τον Τραμπ και τον Βίλντερς και το πόση πρόκληση αποτελούν για τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ο απολυαταρχισμός και ο νατιβισμός είναι τουλάχιστον τόσο σημαντικά όσο κι ο λαϊκισμός, αν όχι περισσότερο. Επιπλέον, ενώ οι εκλεγμένοι πολιτικοί κυρίως υιοθετούν το λαϊκισμό στη ρητορική που χρησιμοποιούν στις εκστρατείες τους, ο απολυταρχισμός και ο νατιβισμός στην πραγματικότητα εφαρμόζονται στις πολιτικές τους, όπως έχουμε δει σε πρόσφατες αντιδράσεις τους στη μεταναστευτική κρίση και την τρομοκρατία, από τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίαςμέχρι την κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία.
Αν θέλουμε ειλικρινά να καταλάβουμε τη σύγχρονη πολιτική και να προστατεύσουμε τη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι ώρα να εστιάσουμε σε όλες τις πλευρές της λαϊκιστικής ακροδεξιάς πρόκλησης, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που προέρχεται μέσα από την πολιτική τάξη, όχι μόνο εκτός αυτής. Γιατί υπό το μανδύα της μάχης κατά των «λαϊκιστών», η πολιτική τάξη αργά αλλά σταθερά υποσκάπτει το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα.


Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στη The World Post και μεταφράστηκε στα ελληνικά

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο λαός της.

Κίμων Χατζημπίρος: Σχόλια για τις αξίες της αξίας

Οι καταλήψεις , ο δήμαρχος και ο άλλος άνθρωπος