ΩΡΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Για την επιλογή των διευθυντών της δημόσιας εκπαίδευσης
Λάβαμε από την ΩΡΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ την άποψη του κόμματος περί της
επιλογής των διευθυντών της δημόσιας εκπαίδευσης. Αξίζει να τη διαβάσουμε και
να τη συζητήσουμε στα σχολεία.
Μια αναλυτική προσέγγιση.
Δεν έχει τέλος η ταλαιπωρία της δημόσιας εκπαίδευσης από την
προσπάθεια εγκαθίδρυσης του κομματικού κράτους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Στην προσπάθεια
αυτή εγγράφεται και το τελευταίο σχέδιο νόμου για την επιλογή διευθυντών
σχολικών μονάδων που κατέθεσε με τη μορφή κατεπείγοντος ο υπουργός. Τα βασικά
χαρακτηριστικά του:
- Χλευάζει και απαξιώνει τους θεσμούς
Χλευάζει την απόφαση του ΣτΕ με την οποία κρίθηκε
αντισυνταγματική η επιλογή διευθυντών με μυστική ψηφοφορία, σύμφωνα με τον
προηγούμενο νόμο Μπαλτά-Κουράκη. Διότι ενώ τυπικά συμμορφώνεται, επί της ουσίας
αγνοεί την απόφαση του ΣτΕ και εμπαίζει του θεσμούς της Ελληνικής Πολιτείας. Με
εξυπνακίστικη, νομιμοφανή μα διόλου ηθική διατύπωση διατηρεί ως προέδρους των
συμβουλίων επιλογής τους νυν Διευθυντές Εκπαίδευσης, οι οποίοι όμως δεν
ορίζονται πρόεδροι των Συμβουλίων Επιλογής (ΠΥΣΠΕ, ΠΥΣΔΕ) ως κατέχοντες τη θέση
του Διευθυντή Εκπαίδευσης, αλλά ως “εκπαιδευτικοί με τουλάχιστον εικοσαετή
(20ετή) εκπαιδευτική υπηρεσία που διαθέτουν διοικητική εμπειρία σε θέση
Διευθυντή Εκπαίδευσης”. Διότι ως Διευθυντές Εκπαίδευσης, εκλεγμένοι με μυστική
ψηφοφορία, από ένα σώμα διευθυντών σχολείων, των οποίων η εκλογή κρίθηκε
αντισυνταγματική, θα δημιουργούσαν προβλήματα νομιμότητας και συνταγματικότητας
στις νέες επιλογές.
Απαξιώνει τον Σύλλογο Διδασκόντων. Διότι για άλλη μια
φορά τον καθιστά συμμέτοχο σε μια πέραν κάθε λογικής σύγχρονης διοίκησης
διαδικασία επιλογής των αρεστών και τον χρησιμοποιεί για να προχωρήσει σε
κομματικές επιλογές στο όνομά του. Τον καθιστά αρμόδιο να αξιολογεί και να
εκφράζει γνώμη για τους υποψηφίους, η οποία όμως “συνιστά ένα επιπρόσθετο
εργαλείο αντικειμενικής και αμερόληπτης κρίσης, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν
δεσμεύει το αποφασίζον συλλογικό όργανο”. Έτσι η αξιολόγηση/γνώμη του ΣΔ θα
λαμβάνεται υπόψη όποτε βολεύει και νομιμοποιεί τις προειλημμένες αποφάσεις.
Απαξιώνει τους Σχολικούς Συμβούλους και γενικά τους
θεσμούς της εκπαίδευσης που είναι επιφορτισμένοι με το επιμορφωτικό έργο και τη
στήριξη του διδακτικού έργου των εκπαιδευτικών. Δεν αναγνωρίζει ως διδακτικό το
έργο τους, ενώ την ίδια στιγμή αναγνωρίζει ως διδακτικό το έργο εκπαιδευτικών
που βρίσκονται σε άδειες κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου, το έργο των
στελεχών των ΚΕΔΔΥ, τη διδακτική υπηρεσία σε Α.Ε.Ι.. Αυτή η πράξη άνισης
μεταχείρισης και απαξίωσης αποτελεί συνέχεια μιας προσπάθειας που ξεκίνησε με
τις συνεχείς παρατάσεις θητείας, εν μέσω διασποράς φημών για κατάργηση ή
υποβάθμιση των ΣΣ, και συνεχίστηκε με τη μείωση του επιδόματος θέσης των ΣΣ –
των στελεχών με τα κατά τεκμήριο υψηλότερα τυπικά προσόντα. Πέραν της
απαξίωσης, η πρόθεση του υπουργείου είναι προφανής: καθιστώντας το
σημαντικότερο από άποψη μοριοδότησης κριτήριο το διδακτικό έργο με 10 στα 33
συνολικά μόρια και μειώνοντας τα διδακτικά έτη των ΣΣ, ουσιαστικά τους
αποκλείει από τις επιλογές διευθυντών.
Απαξιώνει τους ίδιους τους/ις Διευθυντές/ντριες καθιστώντας
τους δέσμιους και υπόλογους στους κομματικούς και συνδικαλιστικούς τους
πάτρωνες.
- Συνιστά υποχώρηση σε σχέση με τον Ν.3848/10 και υποτάσσει
στον κομματικό έλεγχο τις επιλογές
Συνιστά διαχρονικό πρόβλημα ο τρόπος συγκρότησης και
λειτουργίας των Περιφερειακών Υπηρεσιακών Συμβουλίων ΠΕ και ΔΕ (ΠΥΣΠΕ, ΠΥΣΔΕ)
ως συμβουλίων επιλογής διευθυντών. Τα βήματα που έγιναν με τον ν.3848/10 για
την αναβάθμιση του κύρους των συμβουλίων θα έπρεπε να συνεχιστούν στην
κατεύθυνση του ορισμού των συμβουλίων επιλογής με ευθύνη του ΑΣΕΠ, με ενίσχυσή
τους με κατά τεκμήριο αμερόληπτα, ικανά, καταξιωμένα και έμπειρα μέλη, με τους
αιρετούς στον ρόλο των εγγυητών του αδιάβλητου των διαδικασιών. Αντί για αυτό
έχουμε υποχώρηση και το πρόβλημα αυτό εντείνεται με τους δύο τελευταίους νόμους
για την επιλογή, αφού πλέον μοναδικό κριτήριο για την επιλογή των μελών των
συμβουλίων είναι η κομματική και συνδικαλιστική τους ταυτότητα. Ο ρόλος των
αιρετών φαλκιδεύτηκε από τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες με δικαίωμα
βαθμολόγησης και απαξιώθηκε στη συνείδηση των εκπαιδευτικών, αφού σε τόσες
κρίσεις όχι μόνον δεν κατάφεραν να περιφρουρήσουν το αδιάβλητο και
αντικειμενικό των διαδικασιών, αλλά σε πλείστες περιπτώσεις έγιναν μέρος ή
πρωταγωνιστές του προβλήματος. Το τελευταίο “χτύπημα” με την προσπάθεια
αγνόησης της ουσίας της απόφασης του ΣτΕ και την τοποθέτηση με πλάγιο τρόπο σε
θέση προέδρου των νυν υπηρετούντων Διευθυντών/ντριών Εκπαίδευσης, ξεπερνώντας
με “τερτίπια” τα προβλήματα αντισυνταγματικότητας της επιλογής τους,
καταδεικνύει τις προθέσεις του υπουργείου. Οι “κομματικοί” Περιφερειακοί
Διευθυντές θα επιλέξουν τα 4 από τα 7 μέλη, Πρόεδρος θα είναι ο/η
Διευθυντής/ντρια Εκπαίδευσης και μένουν οι 2 αιρετοί με τα προβλήματα και τις
επιφυλάξεις που αναφέρθηκαν. Μαντέψτε ποιο βάρος θα φέρουν όσοι επιλεγούν.
Συνιστά σημαντική υποχώρηση η επαναφορά της δήλωσης
προτιμήσεων με την κατάθεση της αίτησης υποψηφιότητας. Η εφαρμογή αυτής της
πρακτικής στο παρελθόν οδηγούσε σε μεροληπτικές κρίσεις. Ο ν.3848/10 προέβλεπε
την υποβολή των δηλώσεων προτιμήσεων μετά την ανακοίνωση του πίνακα συνολικής
μοριοδότησης των υποψηφίων, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη διάθεση και τη
δυνατότητα των συμβουλίων να προϋπολογίσουν τον βαθμό που “πρέπει” να λάβουν οι
υποψήφιοι κατά τη συνέντευξη.
Δεν περιέχει δεσμευτική διατύπωση για τον τύπο της
συνέντευξης για την αποτίμηση της προσωπικότητας και της γενικής συγκρότησης
του υποψηφίου. Ο ν.3848/10 για την επιλογή στελεχών της εκπαίδευσης, περιείχε
πρόβλεψη για δομημένη συνέντευξη και για συγκεκριμένη διαδικασία (κάτι που
υιοθετήθηκε και στον ν.4367/16/ Βερναρδάκη). Κατά την εφαρμογή του ν.3848/10
μάλιστα, οι συνεντεύξεις βασίζονταν σε μελέτες περιπτώσεων που ο υποψήφιος
επέλεγε τυχαία από εκ των προτέρων γνωστή στους υποψηφίους “τράπεζα θεμάτων”.
Ευτυχώς από το πλαίσιο του ν.3848 έχει απομείνει η μαγνητοφώνηση των
συνεντεύξεων.
Ενισχύει την αρχαιότητα ως προϋπόθεση και βασικό
κριτήριο επιλογής. Σε σχέση με κάθε προηγούμενο νόμο ανεβάζει τα απαιτούμενα
χρόνια υπηρεσίας και τα διδακτικά, οδηγώντας σε αποκλεισμό τους νεώτερους
εκπαιδευτικούς με προσόντα. Ταυτόχρονα, πριμοδοτεί εκπαιδευτικούς με
τουλάχιστον 20 χρόνια υπηρεσίας, αφού τόσα χρειάζονται για να πιάσει κανείς το
ανώτερο επίπεδο μορίων από διδακτική υπηρεσία.
Ανατρέπει τον συσχετισμό της βαρύτητας των επιμέρους
κριτηρίων υπέρ της (αναξιολόγητης!) διδακτικής υπηρεσίας, με σημαντική μείωση
της διοικητικής εμπειρίας και με υποβάθμιση της επιστημονικής συγκρότησης σε
δεύτερο σε σημασία κριτήριο.
Δεν περιλαμβάνει ως κριτήριο τις αξιολογικές εκθέσεις
του υποψηφίου. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αξιοκρατική κρίση. Ούτε καν για αντικειμενική
κρίση, αφού η προσωπική αξία και ικανότητα των υποψηφίων κρίνεται στο πλαίσιο
μιας αδιαφανούς και διόλου συστηματικής διαδικασίας “αξιολόγησης”.
Δεν έχει πρόβλεψη για παρακολούθηση οργανωμένου
προγράμματος επιμόρφωσης σε θέματα διοίκησης της εκπαίδευσης, αφού το
προβλεπόμενο από τον ν.3848/10 πιστοποιητικό διοικητικής επάρκειας έχει
καταργηθεί από τον προηγούμενο νόμο.
Το σχέδιο νόμου αποτελεί ένα , έστω και ακούσιο (επιβεβλημένο
από την απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση) βήμα για τις
κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με προηγούμενες θέσεις τους. Ταυτόχρονα
όμως συνιστά σημαντικότατη υποχώρηση σε σχέση με το κεκτημένο που είχε
διαμορφωθεί με τον ν.3848/10 ,απο τον οποίο πρέπει να κάνουμε βήματα μπροστά
και όχι πίσω. Το βάρος που πέφτει στους ώμους των μελών αυτών των συμβουλίων
είναι εξαιρετικά μεγαλύτερο, διότι οι διαδικασίες είναι διάτρητες και το
θεσμικό τους κύρος μειωμένο. Θύματα των αστοχιών και των αδυναμιών θα είναι
εκπαιδευτικοί που έχουν μοχθήσει και αγωνιστεί για να αναβαθμίσουν τα προσόντα
τους και να φανούν αντάξιοι της ευθύνης κάθε στελέχους της εκπαίδευσης. Το
μεγαλύτερο όμως θύμα θα είναι το σχολείο, η Παιδεία των παιδιών μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου