Κίμων Χατζημπίρος: Ανταγωνισμός, μια ειρηνική διέξοδος
Ανταγωνισμός,
μια ειρηνική διέξοδος
Κίμων
Χατζημπίρος
Δημοσιεύεται στο Book's Journal, τεύχος Απριλίου
Ο
άνθρωπος είναι ον ταυτόχρονα εγωιστικό
και κοινωνικό. Η δημιουργική διαχείριση
της κακίας και της καλοσύνης, ήτοι
των επιθετικών τάσεων και
των διαθέσεων συνεργασίας, μπορεί να
προωθηθεί με ένα καθεστώς θεμιτής
εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η
λειτουργία κατάλληλων θεσμών,
που εξασφαλίζουν σε όλα τα άτομα ίσες
ευκαιρίες θεμιτού ανταγωνισμού, αποδίδει
κοινωνικό όφελος, ειρήνη και πρόοδο, με
την επικράτηση των καλλίτερων ιδεών
και καινοτομιών, δεξιοτήτων και προϊόντων,
ενώ, παράλληλα, η ανταμοιβή
των ικανοτέρων
δημιουργεί αίσθηση δικαιοσύνης.
Η αξιαγάπητη
αρετή της αλληλεγγύης ασκεί στην πράξη
περιορισμένη επιρροή, συμβάλλοντας
στην κοινωνική συνοχή με ένα ανθρωπιστικό
πλαίσιο βοήθειας προς τους αδυνάμους
που υστερούν στον ανταγωνισμό.
Ο
ανταγωνισμός ως διεπιστημονική έννοια
Δύο
οντότητες συναγωνίζονται όταν προσπαθούν,
στο πλαίσιο ενός συστήματος και με
ειρηνικό τρόπο, να υπερτερήσουν η μία
της άλλης. Όταν τα κίνητρα είναι ευγενή
και ανιδιοτελή, ο συναγωνισμός παίρνει
την εξιδανικευμένη μορφή της άμιλλας.
Ειρηνική διαδικασία είναι και ο
ανταγωνισμός, αλλά διαφέρει κατά το ότι
προϋποθέτει ολική αντιπαλότητα που
καταλήγει σε εξάλειψη
του λιγότερο
ικανού,
με παράλληλη ενδυνάμωση του συστήματος.
Στην
Δυναμική Πληθυσμών, κλάδο της Θεωρητικής
Οικολογίας, ο ανταγωνισμός είναι η
βασική διαδικασία που διαμορφώνει την
σύνθεση των οικοσυστημάτων. Αντιστοιχεί
στην σχέση δύο βιολογικών πληθυσμών
του οικοσυστήματος που χρησιμοποιούν
τον ίδιο περιορισμένο πόρο (τροφή, νερό,
φως, χώρο κ.λπ.). Kαθένας
προσπαθεί να εμποδίσει την αύξηση του
άλλου και να καρπωθεί μόνον αυτός το
διαθέσιμο αγαθό. Σύμφωνα με την
αρχή του ανταγωνιστικού αποκλεισμού,
όταν
δύο ανταγωνιστές διεκδικούν τον ίδιο
περιορισμένο πόρο υπό σταθερές συνθήκες,
τότε, αργά ή γρήγορα, ο ικανότερος θα
επικρατήσει και ο άλλος θα εξαφανισθεί.
Μαθηματικός φορμαλισμός περιγράφει
την χρονική μεταβολή δύο ανταγωνιζόμενων
οντοτήτων, οικολογικών, οικονομικών ή
άλλων:
dN1
/
dt
= R1
Χ
N1
– A21
Χ
N1
Χ
N2
dN2
/ dt = R2 Χ
N2 – A12 Χ
N1 Χ
N2,
όπου
Ν1 και Ν2 τα αντίστοιχα μεγέθη, R1,
R2,
A21
και A12
οι αντίστοιχοι συντελεστές αύξησης και
αλληλεπίδρασης, dN1
/
dt
και dN2
/ dt
οι αντίστοιχοι ρυθμοί χρονικής μεταβολής
των δύο οντοτήτων.
Ο
ανταγωνισμός θεωρείται από πολλούς ως
κανονική κατάσταση των κοινωνικών
σχέσεων, πηγή προόδου και βελτίωσης των
ανθρώπων. Ο κοινωνικός δαρβινισμός,
ακραίο πολιτικό δόγμα που διατυπώθηκε
από τον Spencer
τον 19ο
αιώνα, ξεκινώντας από την θεωρία της
εξέλιξης, προτείνει να απαλλαγεί ο
φυσικός αγώνας για ζωή από μέτρα
προστασίας και φιλανθρωπίας, επειδή
κάθε τεχνητή προστασία κάνει τους
φτωχούς και αδυνάτους ακόμα πιο
μειονεκτικούς και θέτει σε κατάσταση
κατωτερότητας τις αντίστοιχες κοινωνικές
ομάδες. Ο ίδιος ο Darwin
ήταν αντίθετος με την χονδροειδή εφαρμογή
της ιδέας της φυσικής επιλογής σε
ανθρώπινες κοινωνίες και υποστήριξε
το 1871 ότι η κοινωνικότητα και η ενσυναίσθηση
έχουν αποτελέσει αντικείμενα θετικής
επιλογής κατά την διάρκεια της ανθρώπινης
εξέλιξης. Ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ζώο,
διαμορφώθηκε εξελικτικά ώστε να λαμβάνει
υπόψη του τα συναισθήματα των άλλων.
Ωστόσο, δέχεται ο Darwin
πως οι πρακτικές του πολιτισμένου
ανθρώπου εξουδετερώνουν εν μέρει την
φυσική επιλογή που βασίζεται στην
εξάλειψη των αδυνάτων: «Κάνουμε ό,τι
είναι δυνατόν για να την παρεμποδίσουμε:
κατασκευάζουμε άσυλα για τους
καθυστερημένους, τους αναπήρους και
τους ασθενείς, θεσπίζουμε νομική
προστασία για τους φτωχούς, οι γιατροί
εξαντλούν τις ικανότητές τους για να
κρατήσουν στη ζωή τον καθένα μέχρι την
ύστατη στιγμή…Έτσι, τα αδύναμα μέλη
των πολιτισμένων κοινωνιών διαδίδουν
τις ιδιότητές τους». Ο κοινωνικός
δαρβινισμός συνάντησε πολλές ενστάσεις,
όπως π.χ. του Kropotkine,
που το 1902 υπερτονίζει την αλληλοβοήθεια,
λέγοντας ότι, ακόμα και στο ζωικό
βασίλειο, τα είδη που δείχνουν την
καλλίτερη προσαρμογή δεν είναι οπωσδήποτε
τα πιο επιθετικά, αλλά μπορεί να είναι
τα πιο κοινωνικά και αλληλέγγυα.
Γενικά,
η αναγωγή φαινομένων ενός επιπέδου
περιγραφής του κόσμου σε κάποιο υποκείμενο
επίπεδο περιγραφής πρέπει να αντιμετωπίζεται
με μεγάλη προσοχή και επιφύλαξη. Η
ερμηνεία φαινομένων του κοινωνικού
επιπέδου, στο οποίο δρούν τα ανθρώπινα
όντα με την βιολογική, ψυχολογική και
φυσικο-χημική συγκρότησή τους, δεν
μπορεί παρά να είναι απόλυτα συμβατή
με τα υποκείμενα επιστημονικά επίπεδα
(Βιολογία, Ψυχολογία, Φυσική- Χημεία),
τα οποία όμως δεν διαθέτουν κάποιες
έννοιες αναγκαίες για την κατανόηση
ορισμένων φαινομένων, π.χ. των οικονομικών,
του εν λόγω επιπέδου. Η
επιστημονική προσέγγιση του κοινωνικού
ανθρώπου δεν μπορεί να παραβλέψει την
βιολογική φύση του, αλλά η ερμηνεία
πολύπλοκων κοινωνικών φαινομένων με
έννοιες βιολογικές κινδυνεύει μονίμως
να υποπέσει στην πλάνη του βιολογισμού.
Εχθρότητα
ή αγάπη;
Κατά
τον Freud,
η κοινωνία απειλείται ακατάπαυστα με
αποσύνθεση, λόγω πρωτογενούς εχθρότητας
μεταξύ των ανθρώπων. Θεωρεί ότι η
συνεργασία δεν αρκεί για να τους κρατήσει
ενωμένους, εφόσον τα ενστικτώδη πάθη
είναι ισχυρότερα από τα έλλογα κίνητρα.
Η θέση του αποστόλου Παύλου ότι η
ανιδιοτελής αγάπη αποτελεί το θεμέλιο
της κοινότητας δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα. Είναι υπερβολικό να
ταυτίζεται η ουσία του ανθρώπου με ένα
συναίσθημα περιορισμένης εμβέλειας.
Στην πράξη άλλωστε, η σύσφιξη με δεσμούς
αγάπης έχει συχνά ως παρενέργεια την
μειωμένη ανεκτικότητα προς τους εκτός
κοινότητας. Ο Freud
βλέπει ότι ούτε την ιδέα καταπολέμησης
της ανισότητας και των αιτίων της
συμμερίζονται πολλοί. Η επίκληση της
αξίας της δικαιοσύνης για να υποστηριχθεί
το αίτημα μιας αφηρημένης ισότητας
εγείρει προφανή αντίρρηση: η ίδια η φύση
δεν ξεκίνησε την αδικία, αφού μοίρασε
τόσο άνισα στους ανθρώπους τις φυσικές
και διανοητικές ικανότητες; Ακολουθώντας
την γραμμή του Παύλου, η κομμουνιστική
ιδεολογία επίσης αρνείται την
πραγματικότητα, δεν δέχεται την ανθρώπινη
ιδιοτέλεια, υπόσχεται τον εξισωτισμό
σαν κοινωνική δικαιοσύνη. Η επιταγή
«τυφλή αγάπη προς όλους» είναι χωρίς
αντίκρισμα, δεν αποτελεί ρεαλιστική
βάση κοινωνικού συμβολαίου. Η
καλοσύνη και η κακία είναι η κοινωνική
και η εγωιστική όψη της διπλής φύσης
του ανθρώπου.
Ο
Hobbes
επαναφέρει το αρχαίο λατινικό ρητό
«Homo
homini
lupus»,
θεωρώντας ως φυσιολογική κατάσταση της
ανθρωπότητας τον «πόλεμο όλων εναντίον
όλων». Ο λύκος είναι μεν άγριος προς
τους εκτός κοπαδιού, συνεργάζεται δε
αρμονικά με τους δικούς του, ως κοινωνικό
ζώο. Αν
δύο άνθρωποι επιθυμούν το ίδιο αγαθό,
χωρίς εν τούτοις να μπορούν αμφότεροι
να το αποκτήσουν, γίνονται εχθροί.
Πάντως, η εγγύηση ειρηνικής συνύπαρξης
μέσα στα όρια της πολιτείας είναι ζωτικής
σημασίας, η κοινωνική συνοχή απαιτεί
συμβιβασμούς μεταξύ ατομισμού και
συνεργατικότητας. Κατά
τον Hobbes,
βασική
προϋπόθεση είναι να τηρούν οι άνθρωποι
τις συμφωνίες τους. «Pacta
sunt
servanda»
είναι η απαρχή της δικαιοσύνης, αφού η
παραβίαση σύμβασης αποτελεί αδικία. Ο
απαραίτητος εξαναγκασμός που θα επιβάλει
«σε όλους εξίσου» την τήρηση της σύμβασης
ασκείται από μια πολιτική εξουσία που
διαθέτει την απαραίτητη δύναμη. Το τέρας
Λεβιάθαν, το ισχυρό κράτος ως έκφραση
του ορθού λόγου, είναι αναγκαίο για να
ελεγχθεί η φυσική εγωιστική τάση των
ανθρώπων. Εξασφαλίζει με κανόνες δικαίου
την ειρηνική συνύπαρξη των μελών της
κοινωνίας και τα δικαιώματα των πολιτών.
Για να γίνει, πάντως, αποδεκτή μακροπρόθεσμα
η επιβολή του, πρέπει να ικανοποιείται
το απαιτούμενο ανθρώπινο αίσθημα
δικαιοσύνης, δηλαδή οι κανόνες να
επιβάλλονται «σε όλους εξίσου», χωρίς
προνόμια.
Ειρήνη,
παραγωγικότητα και δικαιοσύνη
Ο
πόλεμος είναι παμπάλαιη ανθρώπινη
καταστροφική δραστηριότητα. Κάποιοι
ουτοπιστές πίστευαν ότι θα μπορούσε να
εξαλειφθεί, αν τελειοποιηθεί ο άνθρωπος.
Πιο προσγειωμένες απόψεις προσδοκούσαν
ειρήνη μέσω τελειοποιημένης διακυβέρνησης.
Ο Kant
προτείνει το 1795 την Αιώνια Ειρήνη, ως
συνέπεια ενός δημοκρατικού κοσμοπολιτισμού
βασισμένου στον ανθρώπινο ορθολογισμό.
Η εξισορρόπηση των επιθετικών τάσεων
με οικονομική αλληλεξάρτηση και ελεύθερο
εμπόριο, με συνεχείς ανταλλαγές χωρίς
οριστικούς νικητές και ηττημένους,
είναι πρόταση προόδου.
Οι
αντιθέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι
δεδομένες και εκφράζονται είτε με
ειρηνικούς ανταγωνισμούς είτε με βίαιες
πολεμικές αναμετρήσεις. Ο θεμιτός
ανταγωνισμός
δίνει διέξοδο στην επιθετικότητα,
συνεισφέροντας στην ειρηνική συνύπαρξη.
Η
αλληλεγγύη,
αν και αγαπημένη των λαϊκών μύθων, δεν
μπορεί να γενικευθεί και να ανατρέψει
την εχθρότητα, άρα η συμβολή της στην
κοινωνική συνοχή, ανάπτυξη
και διεθνή ασφάλεια είναι απλώς επικουρική
του ανταγωνισμού.
Εφόσον λοιπόν η
επιτυχία των κοινωνιών αδυνατεί να
βασισθεί στην αγαθή προαίρεση των
ανθρώπων, η θέσπιση και τήρηση κανόνων
προκύπτουν ως θεμελιώδης ανάγκη. Οι
καλοί θεσμοί εξασφαλίζουν την
ευημερία και πρόοδο
των εθνών.
Κάθε
ανθρώπινη κοινωνία αντιμετωπίζει δύο
ζητήματα. Ένα θεμελιώδες ζήτημα είναι
πώς θα κινητοποιηθούν όσα μέλη της
διαθέτουν χρήσιμες ικανότητες, ώστε να
αποδώσουν τα μέγιστα για το ατομικό
αλλά και το συλλογικό όφελος. Προφανώς
σε μια κοινωνία συμφεροντολόγων ατόμων,
ο στόχος αποκλείεται να επιτευχθεί με
κανόνες του τύπου «από τον καθένα κατά
τις δυνατότητές του, στον καθένα κατά
τις ανάγκες του» ή με απερίσκεπτο
παραμερισμό
των ελίτ. Θα χρειασθούν
δημοκρατικοί θεσμοί που επιβραβεύουν
απεριόριστα την επιτυχία, αναδεικνύουν
αξιοκρατικά τις ελίτ, εξασφαλίζουν σε
όλους ανθρώπινα δικαιώματα, ίσες
ευκαιρίες και ελεύθερο ανταγωνισμό και
περιορίζουν όσες συνθήκες ευνοούν
σχηματισμό μονοπωλίων και αθέμιτο
ανταγωνισμό. Το δεύτερο θεμελιώδες
ζήτημα είναι πώς θα προστατευθούν τα
πιο αδύναμα μέλη. Η επίκληση της αγάπης
και της αλληλεγγύης βοηθά σημαντικά
και ικανοποιεί τα φιλάνθρωπα αισθήματα
πολλών ανθρώπων, αλλά δεν αρκεί.
Χρειάζονται
θεσμοί που θα εξασφαλίζουν καλές συνθήκες
για τα παιδιά, τους φτωχούς, τους
αρρώστους, τους αναπήρους, τους γέρους,
τους μειονεκτικούς, ώστε να διαμορφώνεται
μια ικανοποιητική εικόνα πολιτισμού,
αλλά και να αξιοποιούνται στο μέγιστο
βαθμό όλες οι δυνατότητες των αδύναμων
μελών.
Ο
Proudhon
επισημαίνει ότι η τοποθέτηση της
μετριότητας στο ίδιο επίπεδο με την
αριστεία παράγει ανισότητα, αφού
συνεπάγεται την εκμετάλλευση των ικανών
από τους αδυνάμους. Είναι φανερό ότι ο
εξισωτισμός, δηλαδή η μη αναγνώριση της
πραγματικής ανισότητας που οφείλεται
σε φυσική διαφορά ικανοτήτων, είναι
αδικία. Δικαιοσύνη δεν είναι ούτε η
ισοπεδωτική ισότητα ούτε η υπερβολική
αναδιανομή προς τους αδυνάμους. Η δίκαιη
κάρπωση αγαθών ανάλογα με τις ικανότητες
του καθενός, υπό την προϋπόθεση ότι
είναι εξασφαλισμένες οι ίσες ευκαιρίες,
δημιουργεί το μέγιστο όφελος για το
σύνολο της κοινωνίας, δεδομένου ότι η
λειτουργία ελεύθερου θεμιτού ανταγωνισμού
μεγιστοποιεί τον συνολικό πλούτο, οπότε
ένα μέρος του θα μπορεί να ανορθώσει το
επίπεδο των δυστυχεστέρων. Ο σεβασμός
των φυσικών ανθρώπινων ανισοτήτων, με
παράλληλη καταπολέμηση των άδικων
ανισοτήτων, είναι στοιχείο ανθρώπινης
δικαιοσύνης, όπως και η ανθρωπιστική
βοήθεια προς τους αδυνάμους. Εξ άλλου,
σε φάσεις γρήγορης ανάπτυξης ή τεχνολογικών
αλλαγών, είναι αναμενόμενο να διευρύνονται
οι εισοδηματικές ανισότητες, εφόσον οι
ικανότεροι επωφελούνται ταχύτερα από
τις νέες συνθήκες και υπερτερούν στην
παραγωγή. Ο στόχος της γενικής μείωσης
των ανισοτήτων προκαλεί ναρκοθέτηση
της αναπτυξιακής πορείας, βλάβη των
ασθενεστέρων και λιγότερη δικαιοσύνη.
Επίλογος
Υπό
την προϋπόθεση ότι κατάλληλοι θεσμοί
εξασφαλίζουν ελεύθερο θεμιτό ανταγωνισμό,
η
θεμιτή εκμετάλλευση ανθρώπου από
άνθρωπο, με δούναι
και λαβείν βάσει αμοιβαίων συμφερόντων,
μεγιστοποιεί
την ευημερία
και διαμορφώνει
πραγματικές δυνατότητες ειρηνικής
συνύπαρξης. Η αγορά, συνισταμένη των
ανθρώπινων θελήσεων, διοχετεύει μέρος
της
ανθρώπινης επιθετικότητας σε αποδοτική
παραγωγή, ενώ ο μηχανισμός συνεχώς
αυτό-επισκευάζεται με την λειτουργία
του ανταγωνισμού. Ο βασισμένος στην
αγορά τρόπος παραγωγής επικράτησε, αλλά
η αρνητική επίδραση της οικονομικής
μεγέθυνσης στο φυσικό και πολιτιστικό
περιβάλλον ανέδειξε τις τελευταίες
δεκαετίες νέο πεδίο αμφισβήτησης. Εν
τούτοις, οι προβλέψεις του Malthus
περί εξάντλησης των
φυσικών πόρων ανατρέπονται και η
περιβαλλοντική επιβάρυνση σταδιακά
αποσυνδέεται από την οικονομική
μεγέθυνση. Νέο αντικείμενο ανταγωνισμού
συνιστούν οι τεχνολογικές δυνατότητες
μείωσης των μαλθουσιανών ανησυχιών, με
περιορισμό της ρύπανσης, εξοικονόμηση
πόρων, διαχείριση αποβλήτων, καθαρότερη
παραγωγή και πρόληψη περιβαλλοντικών
επιπτώσεων, με κύριες αιχμές την
ανακύκλωση και τις ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας. Η επόμενη φάση αμφισβήτησης
αναμένεται….
Για
να μάθετε περισσότερα:
Daron
Acemoglu and James Robinson (2012). Why
Nations Fail: the Origins of Power, Prosperity, and Poverty,
Crown Business
Patrícia
Vieira (2017). Interspecies
Peace: Learning to Live Together
(προσωπική
επικοινωνία),
www.patriciavieira.net
Sigmund
Freud (1961). Civilization
and Its Discontents,
W.W. Norton
Κωνσταντίνος
Λάσκαρις (2004). Κοινωνικές
Μεταβολές και Αλλαγή των Αντιλήψεων
για το Περιβάλλον,
διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ, 1560 σελ.
Δημοσιεύεται στο Book's Journal, τεύχος Απριλίου
ΑπάντησηΔιαγραφήΚίμων Χατζημπίρος