Plamen Tonchev: 2 κείμενα για την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν
Κρίσιμα Ερωτήματα Μετά την Επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν
Πλάμεν Τόντσεφ* Ερευνητής, Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)
Από τα ΝΕΑ 6 Αυγούστου 2022
Η πολυσυζητημένη επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν προκάλεσε παγκόσμια ανησυχία για ανάφλεξη στην Ανατολική Ασία, όπως και πλήθος ερωτημάτων για την σκοπιμότητα αυτής της αμφιλεγόμενης απόφασης της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων. Η Κίνα, ως ανεμένετο, αντέδρασε με στρατιωτικές ασκήσεις και αεροναυτικό αποκλεισμό της Ταϊβάν, αλλά αποφεύχθηκε το επαπειλούμενο “ατύχημα” ως έναυσμα μιας σινο-αμερικανικής σύρραξης. Η συζήτηση στρέφεται τώρα στην επόμενη μέρα της αυτόνομης νήσου, όπως και σε ευρύτερες εξελίξεις στο διεθνές στερέωμα. Τίθενται εκ των πραγμάτων τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα:
1. Μετά την προφανή ακύρωση του δόγματος “μία χώρα, δύο συστήματα” στο Χονγκ Κονγκ και την καθυπόταξη του μέχρι πρότινος φιλελεύθερου θύλακα στο Πεκίνο, φαίνεται πως η ειρηνική επανένωση της Ταϊβάν με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) είναι πλέον ανέφικτη και η βίαιη προσάρτηση της νήσου καθίσταται μονόδρομος για το Πεκίνο. Το μόνο ερώτημα είναι πότε ακριβώς θα επιχειρηθεί η απόβαση στην Ταϊβάν, δεδομένου ότι η αποφασιστικότητα της Κίνας δεν αμφισβητείται. Με άλλα λόγια, πότε θα κρίνουν οι Κινέζοι στρατιωτικοί πως οι ένοπλες δυνάμεις της ΛΔΚ έχουν αποκτήσει τις επιχειρησιακές ικανότητες για ένα τόσο σημαντικό εγχείρημα; Οι εκτιμήσεις των δυτικών αναλυτών ποικίλλουν και παραπέμπουν σε διάστημα λίγων ετών (το 2025;) έως και πέραν της δεκαετίας (το 2035;), ενώ αυτή τη στιγμή μια απόβαση στην Ταϊβάν δεν θεωρείται πολύ πιθανό ενδεχόμενο, παρά τους βρυχηθμούς του Πεκίνου.
2. Ποιές θα ήταν οι παγκόσμιες επιπτώσεις μιας κινεζικής επίθεσης στην de facto αυτόνομη νήσο; Η τεράστια σημασία της Ταϊβάν, μιας πολύ δυναμικής και προηγμένης οικονομίας, σχετίζεται κυρίως με τους ημιαγωγούς που είναι βασικά συστατικά σε πολλές τεχνολογίες αιχμής και αποτελούν την “καρδιά” της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, η απόπειρα και μόνο κατάληψης της Ταϊβάν θα προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, καθώς θα φέρει αντιμέτωπες τις ΗΠΑ και την ΛΔΚ – και στη συνέχεια θα συμπαρασύρει και τους συμμάχους τους.
3. Μέσοπρόθεσμα, το ερώτημα είναι ποιός διαφεντεύει την Ανατολική Ασία; Η άνοδος της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες μεταφράζεται σε ολοένα και περισσότερες τριβές με γειτονικά κράτη, όπως πιστοποιείται από την κατασκευή τεχνητών νησιών στη Νοτιοσινική Θάλασσα, την διένεξη με τις Φιλιππίνες και το Βιετνάμ, τον αδυσώπητο ανταγωνισμό με την Ιαπωνία, τις στρατιωτικές συμπλοκές με την Ινδία, την αντιπαράθεση με την Αυστραλία (που υπέγραψε πέρυσι τη συμφωνία AUKUS με τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία), κ.λπ. Οι ΗΠΑ έχουν χάσει το ειδικό βάρος που είχαν στην Ασία ως μοναδική υπερδύναμη στην μεταψυχροπολεμική εποχή και ιδιαίτερα μετά την αποχώρησή τους από την Κεντρική Ασία και το Αφγανιστάν, αλλά διατηρούν συγκριτική στρατιωτική υπεροχή έναντι της Κίνας και βλέπουν τον Ειρηνικό Ωκεανό ως προνομιακό τους πεδίο.
4. Μακροπρόθεσμα, μια ανομολόγητη προς το παρόν επιδίωξη του Πεκίνου είναι η επιβολή ενός κινεζικού δόγματος Μονρόε. Εάν το 1823 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ διατύπωσε το ομώνυμο δόγμα και κατοχύρωσε το δυτικό ημισφαίριο ως ζώνη αποκλειστικής αμερικανικής επιρροής, φαίνεται πως η ΛΔΚ επιθυμεί κάτι αντίστοιχο για το ανατολικό ημισφαίριο, δηλ. μια τεράστια περιοχή που περιλαμβάνει την Ωκεανία, την Ευρασία και την Αφρική. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν κατά πόσο ο στόχος αυτός του Πεκίνου είναι ρεαλιστικός, αλλά το βέβαιον είναι πως ο ανταγωνισμός στον Ινδο-Ειρηνικό – με ό,τι αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις αυτό συνεπάγεται - μόνο θα εντείνεται τις επόμενες δεκαετίες. *
Πόσο κοντά είναι μια σύγκρουση Κίνας - Ταϊβάν;
Από το LIBERAL 7/8/2022
του Πλάμεν Τόντσεφ
Η κρίση που
προκλήθηκε γύρω από την Ταϊβάν με την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι δεν αποτελεί
παρά μόνον έναν κρίκο στη μακρά αλυσίδα της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας. Εδώ και
εβδομήντα χρόνια το καθεστώς της de facto αυτόνομης νήσου που διεκδικεί η Λαϊκή
Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) παραμένει σκοπίμως ασαφές, βάσει της αμερικανικής
πολιτικής στρατηγικής αμφισημίας.
Πρόκειται για ένα δόγμα διπλής ανάσχεσης, με το οποίο οι ΗΠΑ επιδιώκουν να
αποτρέψουν τη βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν από την Κίνα, αλλά ταυτόχρονα να αποθαρρύνουν
και την Ταϊπέι από την ανακήρυξη ανεξαρτησίας. Οι Κινέζοι ιθύνοντες φοβούνται
πως, εν μέσω του οξυνόμενου σινο-αμερικανικού ανταγωνισμού, η επίσκεψη της
προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων αποτελεί ένδειξη μιας σταδιακής
μετακίνησης των ΗΠΑ προς πιο επιθετική στάση και ενεργό στήριξη της Ταϊβάν.
Υποχρεωτική η
σφοδρή αντίδραση του Πεκίνου
Η αντίδραση της
Κίνας είναι όχι απλά απολύτως αναμενόμενη, αλλά και υποχρεωτική από τη σκοπιά
του Πεκίνου. Παρά τις απροκάλυπτες απειλές προς τις ΗΠΑ, οι κινεζικές αρχές δεν
απέτρεψαν την επίσκεψή της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν και βρέθηκαν εκτεθειμένες
στα μάτια των Κινέζων πολιτών. Είναι χαρακτηριστική η έξαρση εθνικιστικής
υστερίας στα κινεζικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με κραυγές ότι το αεροπλάνο
της Πελόζι κακώς δεν καταρρίφθηκε.
Συνεπώς, οι μεγάλης
κλίμακας αεροπορικές και ναυτικές ασκήσεις, στις οποίες επιδίδεται αυτές τις
μέρες ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) συνιστούν εσκεμμένη
επίδειξη “οργής”, με στόχο να διασκεδαστούν οι δυσμενείς εντυπώσεις για την
τρωθείσα αξιοπιστία του Πεκίνου τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην εσωτερικό της
χώρας. Ταυτόχρονα, όμως, οι ασκήσεις αυτές δίνουν στις κινεζικές ένοπλες
δυνάμεις μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προετοιμαστούν εν όψει μελλοντικής
επίθεσης στην Ταϊβάν. Η μαζική εισβολή μαχητικών αεροσκαφών στη ζώνη αεράμυνας
(air defense identification zone – ADIZ) της Ταϊβάν, ο ασφυκτικός ναυτικός
αποκλεισμός της νήσου και οι δοκιμές πυραυλικών συστημάτων αποτελούν μια
σύνθετη διακλαδική άσκηση πολύτιμη για τον αδοκίμαστο ΛΑΣ που δεν έχει
πραγματική πολεμική εμπειρία μετά τη σύγκρουση με το Βιετνάμ το 1979.
Πάντως, όσο κι αν η
ένταση γύρω από την Ταϊβάν έχει τη δική της επικοινωνιακή και στρατιωτική
σκοπιμότητα για το Πεκίνο, οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι η εξέλιξη αυτή
δεν προμηνύει απαραίτητα επιχείρηση απόβασης στην αυτόνομη νήσο το αμέσως
επόμενο διάστημα. Ως προς τη διάρκεια της κρίσης, κυριαρχεί η εκτίμηση ότι το
Πεκίνο θα συνεχίσει να επιδεικνύει την “οργή” του τουλάχιστον μέχρι το
επικείμενο 20ό συνέδριο του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ), όπου ο
πρόεδρος Xi Jinping αναμένεται να επανεκλεγεί για τρίτη συνεχόμενη φορά.
Στη συνέχεια, το
πιθανότερο είναι οι στρατιωτικές ασκήσεις να δώσουν τη θέση τους σε μεγάλη
γκάμα οικονομικών και διπλωματικών κινήσεων της κινεζικής ηγεσίας, με στόχο
τόσο την Ταϊβάν, όσο και τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η ΛΔΚ έχει ήδη
εξαγγείλει μια σειρά από αντίποινα ως προς τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, όπως
είναι η διακοπή διαλόγου με την Ουάσινγκτον σε θέματα ασφαλείας, αλλά και σε
ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η δε Ταϊβάν θα υποστεί
οικονομικές κυρώσεις που θα τη φέρουν σε δύσκολη θέση λόγω της εξάρτησής της
από την αγορά της Κίνας.
Τί θέλει η ίδια η
Ταϊβάν;
Εν τέλει, όμως, οι
σχέσεις Πεκίνου-Ταϊπέι δεν καθορίζονται μόνο από τη σινο-αμερικανική
αντιπαράθεση ή τις επιχειρησιακές και ευρύτερες πολιτικο-οικονομικές διαστάσεις
μιας ενδεχόμενης επίθεσης του ΛΑΣ στην Ταϊβάν. Σημαντική παράμετρος σ’αυτήν τη
σύνθετη εξίσωση είναι και η ίδια η Ταϊβάν, με 23 εκατομμύρια κατοίκους,
δημοκρατικό πολίτευμα και πολύ προηγμένη οικονομία. Εδώ και μια τριακονταετία
περίπου συντελούνται βαθιές αλλαγές στην ίδια την κοινωνία της αυτόνομης νήσου,
με αποτέλεσμα να διευρύνεται συνεχώς το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στην Ταϊβάν και την
ηπειρωτική Κίνα.
Μετά τον εμφύλιο
πόλεμο της Κίνας και επί μισό αιώνα περίπου η νήσος κυβερνήθηκε με σιδηρά πυγμή
από τον ηττημένο Chiang Kai-shek και το Κινεζικό Εθνικιστικό Κόμμα (Kuomintang
– KMT), με διακηρυγμένο στόχο την επανένωση με τη ΛΔΚ. Ωστόσο, το Δημοκρατικό
Προοδευτικό Κόμμα (DPP) της νυν προέδρου Tsai Ing-wen φαίνεται να έχει πιο
ισχυρά ερείσματα και εκφράζει τμήματα της κοινωνίας με εθνική συνείδηση
διαφορετική από την κινεζική. Στα 26 χρόνια μετά τις πρώτες ελεύθερες
προεδρικές εκλογές του 1996, το ΚΜΤ είχε την εξουσία επί 12 χρόνια και το DPP
επί 14, μέχρι στιγμής. Σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις, έως και τα δύο τρίτα
των πολιτών αυτοπροσδιορίζονται ως “Ταϊβανέζοι”, ενώ λιγότεροι από 30%
επιλέγουν τη διπλή ταυτότητα των Ταϊβανέζων/Κινέζων. Ως Κινέζοι
αυτοπροσδιορίζεται ένα πενιχρό 2%.
Οι σχέσεις μεταξύ
Πεκίνου και Ταϊπέι χειροτέρεψαν αισθητά μετά τις αναταραχές στο Χονγκ Κονγκ το
2019 και την κατ’ουσίαν – παρότι όχι επισήμως – ακύρωση του δόγματος “μια χώρα,
δύο συστήματα” από τις κινεζικές αρχές. Η υπαγωγή του μέχρι πρότινος αυτόνομου
και φιλελεύθερου θύλακα στη δικαιοδοσία του Πεκίνου αποτέλεσε την ταφόπλακα στα
σχέδια για ειρηνική επιστροφή της Ταϊβάν στον κορμό της ΛΔΚ με ξεχωριστό
καθεστώς. Το άδοξο τέλος του δόγματος “μία χώρα, δύο συστήματα” ήταν ένας από
τους κυριότερους λόγους για τη θριαμβευτική επανεκλογή της νυν προέδρου Tsai
Ing-wen τον Ιανουάριο του 2020.
Νομοτελειακή η
επιδείνωση της κρίσης;
Όλα δείχνουν ότι η
κρίση αυτή και διάρκεια θα έχει και ευρύτερες διαστάσεις ενδέχεται να
προσλάβει. Ο αδιαπραγμάτευτος στόχος του Πεκίνου να προσαρτήσει την Ταϊβάν
αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στο αφήγημα του ΚΚΚ για αναγέννηση του κινεζικού
έθνους. Δεδομένης, δε, της οικονομικής επιβράδυνσης της ΛΔΚ, η ηγεσία της χώρας
έλκεται ολοένα και περισσότερο από εθνικιστική ρητορική. Και όσο η Ταϊβάν
δείχνει να απομακρύνεται από το όραμα του Πεκίνου για επανένωση, τόσο πιο
πιθανό προβάλλει το ενδεχόμενο να επιχειρηθεί η κατάληψή της με στρατιωτικά
μέσα.
Φαίνεται, λοιπόν,
πως η εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στο πολύπλοκο αυτό θέμα θα είναι εξαιρετικά
δύσκολη και πολλαπλασιάζονται τα σενάρια για πολεμική σύγκρουση στην περιοχή.
Δεν λείπουν και εκτιμήσεις για τον πιθανό χρόνο μιας απόβασης των κινεζικών
ενόπλων δυνάμεων στην Ταϊβάν, μια και η αποφασιστικότητα του Πεκίνου δεν
αμφισβητείται. Οι απόψεις των δυτικών αναλυτών ποικίλλουν και παραπέμπουν σε
διάστημα λίγων ετών από τώρα έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας.
Μένει να αποδειχθεί
κατά πόσο οι εκτιμήσεις αυτές είναι ακριβείς. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη
η επιτυχία του ΛΑΣ ενάντια στην καλά εξοπλισμένη Ταϊβάν, ούτε μπορούν να
προβλεφθούν με ακρίβεια οι διεθνείς επιπτώσεις μιας τέτοιας σύρραξης. Αλλά η
σταθερή επιδείνωση των σινο-αμερικανικών σχέσεων, όπως και η σημασία που
αποδίδει το Πεκίνο στην “εθνική ολοκλήρωση” της Κίνας, ολοένα και περισσότερο
υπογραμμίζουν τη διολίσθηση προς την προοπτική επίθεσης στην Ταϊβάν παρά της
ειρηνικής επανένωσής της με τη ΛΔΚ. Μια προοπτική πολύ πιθανή, αν όχι
νομοτελειακή, σε βάθος χρόνου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου