Παναγής Παναγιωτόπουλος: Εκείνος που προσεύχεται, εκείνος που σχεδιάζει και εκείνος που χτίζει
Το 1974 αποτελεί έτος-τομή στην ελληνική ιστορία. Και θα ήταν απορίας άξιο γιατί ουδείς προετοιμάζεται για τα πεντηκοστά γενέθλια αυτής της καινοφανούς δημοκρατικής πορείας ευημερίας και ειρήνης αν δεν είχαν προηγηθεί οι αριστερές ιαχές περί «χούντας που δεν τελείωσε το 1973» και η δεξιά κατεδαφιστική κριτική στην μαζική κοινωνική άνοδο που συντελέστηκε από τότε έως και το 2010.
Σε κάθε περίπτωση, το 1974 συμπυκνώνει μια δραστική αλλαγή παραδείγματος στην δόμηση της πολιτικής μηχανικής της χώρας και προεικονίζει τον μεγάλο κοινωνικό μετασχηματισμό που ακολούθησε. Ήτοι, την έλευση μιας μαζικής, δημοκρατικής μεσαίας τάξης που θα οργανώσει τη ζωή της πάνω στα ατομικιστικά-ευδαιμονιστικά μοντέλα του δυτικού
κόσμου, αφήνοντας για πάντα πίσω της, την ενοριακή στοίχιση, την κοινοτιστική χρηστοήθεια και την κουλτούρα της συλλογικής θυσίας.
Αν επικεντρωθούμε στο επίπεδο των πολιτικών συναισθημάτων και σκεφτούμε τα οικοσυστήματα των πολιτικών ταυτίσεων στην ιστορική τους προοπτική, θα ανακαλύψουμε ότι το ’74 δεν είναι μόνο το τέλος της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών αλλά και η λήξη ενός μακρόχρονου Εμφυλίου πολέμου που, μετά τον Δεκέμβριο του ’44 και την πολεμική διετία ’47-49, εγκαθιδρύεται ως μονομερής θεσμική επιβολή των νικητών επί των ηττημένων μέχρι και την πτώση της προδοτικής χούντας Ιωαννίδη.
Πράγματι, η Ελλάδα συντονίστηκε με τις μείζονες ιδεολογίες του 20ου αιώνα, οικειοποιούμενη κυρίως τον άξονα Αριστερά-Δεξιά γύρω από τον οποίο δομήθηκαν οι πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις για πολλές δεκαετίες. Οι φατριαστικές απηχήσεις των παλιών σφαιρών διεθνούς επιρροής που ταλάνιζαν τον 19ο αιώνα και ένα μέρος του 20ου, είχαν πια ξεπεραστεί, όπως και η
μεγάλη διαίρεση βενιζελικών-αντιβενιζελικών. Η εθνική ολοκλήρωση και η επικράτηση του άξονα Αριστεράς-Δεξιάς δεν αναπτύχθηκαν όμως όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Εδώ, η εκσυγχρονιστική τους δυναμική ήταν πεπερασμένη και ατελής. Ο θεσμικός ρατσισμός κατά των αριστερών στο όλη την μεταπολεμική περίοδο προέκτεινε όψεις του Εμφυλίου. Μαζί με τα μεγάλα οικονομικά άλματα των μεταπολεμικών δεκαετιών, συντηρήθηκε ένα είδος κοινωνικού απαρτχάιντ και μια σκοτεινή εθνικοφροσύνη. Η ίδια η Χούντα, σε αντίθεση με το βαθύ κοινωνικό ρεύμα εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού που ανθούσε εκείνη την περίοδο μετέτρεψε την εμφυλιοπολεμική ανάμνηση σε κρατικό καθεστώς.
Με ποιο τρόπο όμως η μεταπολίτευση του 1974 ανέτρεψε τον χάρτη των πολιτικών ταυτοτήτων και συναισθημάτων; Με τι τον αντικατέστησε; Και ποιος ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ στην νέα δημοκρατική οικολογία;
Η στιγμή του 1974 είναι εκείνη της καινοφανούς δημοκρατικής συμφιλίωσης των δύο μεγάλων πόλων. Αριστερά και η Δεξιά εγκαθίστανται στο τοπίο με σκοπό να ανταγωνιστούν μεταξύ τους, για πρώτη φορά στην ιστορία, με όρους θεσμικής ισοτιμίας. Έτσι, το 1974 συνήφθη μια συμφωνία μακράς – αν και συγκρουσιακής- ειρήνης.
Στην Αριστερά παραχωρήθηκε το παρελθόν και η διαχείρισή του. Στη Δεξιά το μέλλον και ο σχεδιασμός του. Για την Αριστερά η Ιστορία, για την δεξιά η Εθνική στρατηγική.
Οξύνοντας τις αναλογίες αυτές και παραλλάσσοντας τις συμβολικές-κοινωνιολογικές κατανομές του Δυτικού μεσαίωνα, θα λέγαμε ότι στην Αριστερά απονεμήθηκε ο ρόλος εκείνου που διαχειρίζεται το πνευματικό έργο της κοινότητας. Της ανατέθηκε με, κάποιον τρόπο, το έργο της
προσευχής. Από την πλευρά της, η Δεξιά, αυτοεξαιρούμενη -για πρώτη φορά στην ιστορία- κάθε ιερότητας, διατήρησε τα προνόμια και την ευθύνη του Αρχιτέκτονα.
Σε αυτή την κατανομή έλειπαν όμως τόσο η εργατική δύναμη που θα υλοποιούσε το σχέδιο όσο και το πλήθος των πιστών της προσευχής. Απουσίαζε, ακόμα, ο τεχνίτης που θα συντόνιζε την ιστορική αφήγηση και την ηθική εποπτεία με την στρατηγική χάραξη και την πολιτική-πρακτική διαχείριση της νέας εθνικής ζωής. Έλειπαν ο «μέσος λαός» και ο φορέας του. Και αυτόν τον ρόλο - ακούσια προφανώς, ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ των πρώτων 20 χρόνων του.
Aρχικά μέσα από την ριζοσπαστική του κινητοποίηση και κατόπιν εντός της λαϊκίστικής του διακυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ οργάνωσε την κοινωνική μετάβαση των λαϊκών στρωμάτων σε μια πλήρη δημοκρατική συμμετοχή – ικανοποιώντας το ιστορικό αίτημα της προοδευτικής και αριστερής παράταξης- και τα μετασχημάτισε σε μεσαία τάξη καταναλωτών και ευδαιμονιστών, που ήταν και το στρατηγικό όραμα του καραμανλικού εξευρωπαϊσμού. Με ένα καθημερινό
μπρικολάζ πολιτικών και κοινωνικών συναισθημάτων, μέσα από εκσυγχρονιστικά υβρίδια ελληνικής λαϊκότητας και δυτικού ευδαιμονισμού, με τεράστιο οικονομικό κόστος για το έθνος αλλά με κέρδος την μείωση των ανισοτήτων, μέσα από σκληρή δημαγωγική πολιτική, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να είναι ο χτίστης της κοινωνικής συμφωνίας της πρώτης εικοσαετίας της Μεταπολίτευσης.
Με παράδοξο τρόπο από το 1993 και μετά, αλλά κυρίως στις δύο τετραετίες Σημίτη, το ΠΑΣΟΚ απέκτησε νέα λειτουργία. Αντικατέστησε την ανήμπορη Δεξιά στον ρόλο του μεγάλου Αρχιτέκτονα. Η Αριστερά από τη μεριά της, πολιτικά περιθωριακή, κατάφερνε να μονοπωλεί την πνευματική λειτουργία και να αναπαράγει την κυριαρχία της επί των ηθικών συναισθημάτων.
Η ιστορία αυτή σταματάει απότομα το 2010 και ξεκινάει πάλι δειλά το 2019. Ενδιαμέσως, η εχθροπάθεια και η εμφυλιοπολεμική ψυχολογία είχαν προλάβει να ακυρώσουν το δημοκρατικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης.
To δημοκρατικό συμβόλαιο μάταια προσπαθεί να ξαναχτιστεί έκτοτε.
Σήμερα, πράγματι, Δεξιά και Αριστερά αξιώνουν, η κάθε μια για τον εαυτό της, μια κάθετη και αποκλειστική ταυτότητα που θα περιλαμβάνει μια -συχνά- φατριαστική ανάγνωση της Ιστορίας και ένα ξεχωριστό στρατηγικό σχέδιο για τη χώρα αφήνοντας ελάχιστο χώρο για τον «μεγάλο τρίτο» της Μεταπολιτευτικής Ιστορίας, το ΠΑΣΟΚ.
Αυτός ο «μεγάλος τρίτος» καίτοι ξανά στο αφετηριακό του εκλογικό σημείο της δεκαετίας του ’70, δεν φαίνεται να μπορεί να συνθέσει τις ιστορικές και συναισθηματικές δυναμικές που συγκρουσιακά εκφράζουν οι δυο του αντίπαλοι. Και ενώ το κοινωνικό μπρικολάζ για την αναγέννηση μιας δημοκρατικής μεσαίας τάξης δείχνει να αναζητά τον μάστορά του, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επιστρέφει στην αταβιστική ταυτότητα της εμμονικής αντιδεξιάς και μιας 80s νοσταλγικής αυτοαναφοράς. Ρόλοι κατειλημμένοι από παλιούς και νέους ηθοποιούς και σίγουρα πολύ απομακρυσμένοι από κοινωνική μαστοριά που ήταν κάποτε το μεγάλο του ταλέντο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου